Σελίδες

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ἀντίο Γαλήνη

Ἀντίο Γαλήνη τώρα πιά. Ἀντίο σεμνὴ Ἡσυχία
κι ἀντίο ῾σὺ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρὰ ποὺ στ᾿ ἀποδείπνι σου δὲ βρῆκα οὔτε ψιχία
καὶ καλῶς ᾖρθες βιαστικὲ καὶ βίαιε Χαλασμέ!

Στάχτη ἡ Ἀγάπη. Ἡ Ἐλπίδα ἀβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αἱμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι...
Μὲς στὶς ρωγμὲς ὁ Θάνατος, σὰ κρύος βοριάς, τρυπώνει
κι οἱ ἄνθρωποι -σφάγια- τόνε προσμένουν στὰ παχνιά!

Ὀρθὴ ἡ Φοβέρα μοναχὰ καὶ μοναχὰ ἡ Ὀργή,
-κλᾶψτε μικροί, ποὺ γιὰ μεγάλοι ῾χατε φτάσει-
Ἡ Δόξα ἐφτερούγισε, λίγο νὰ ξαποστάσει,
ἐπάνω στὰ κεφάλια σας καὶ μίσεψε γοργή!

Μικρὲ Ἐαυτέ, ποὺ γιὰ αητὸς ἀνέβαινες κι ἀπὸ ψηλά,
τὸν ἥλιο βάλθηκες, σὰ σύννεφο νὰ ῾σκιώσεις.
Γραμμένο σου ἤτανε σὰ σύννεφο νὰ λιώσεις
καὶ σὰ βροχὴ νὰ πέσεις χαμηλά.

Καὶ τώρα ἀπὸ τὸ χῶμα αὐτό, ποὺ ποτισμένο τό ῾χω ῾γώ
μὲ τῶν ματιῶν μου τὴ βροχὴ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου,
ζητῶ φωτιά, ἀπ᾿ τὴ στοργὴ τοῦ τελευταίου ἐντόμου,
ν᾿ ἀνάψω, νὰ πυρποληθῶ καὶ νὰ φλεγῶ!

Τοὺς πράους δὲ κατάφερα νὰ τοὺς λατρέψω καὶ νὰ τοὺς
παρηγορήσω πού ῾κλαιαν, πάνω στοὺς ἄδειους μώλους.
Εἶν᾿ ἡ καρδιὰ μ᾿ ὁλόκλειστη γιὰ τοὺς οὐράνιους, δυνατούς.
Καὶ γιὰ τοὺς γήϊνους... καὶ γιὰ ὅλους... καὶ γιὰ ὅλους...

Στιγμὴ δὲ τὴ ξεδίψασα τὴν ἄγρια ῾παντοχή μου,
θλιμμένος κι ὄντας ἔκλαιγα καὶ ποὺ τραγούδαγ᾿ ὄντας...
Καὶ τὸ κοράκι, ποὺ ἀπ᾿ τὰ Ἠλύσια μ᾿ ἔφερε πετώντας,
γιὰ πληρωμή, μοῦ πῆρε τὴ ψυχή μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου