Τώρα, ποὺ γυρίζει πάλι,
πρὸς τὴν ἄνοιξη ὁ καιρός,
κι ὁ ἥλιος, σὰν καρδιὰ μεγάλη,
μᾶς ἀγγίζει φλογερός·
ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶνα
λυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόνα,
λαχταροῦνε γιὰ στοργή,
κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλο
Σὰ χαμένο θησαυρὸ
Μὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω
Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ...
Καὶ κινώντας ἕνα γιόμα,
Σὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ
(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμα
πιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)
καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμο,
στὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανή,
γύρεψα δειλὰ στὸ δρόμο
κάτι, θέ μου νὰ φανεῖ!
Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδα
Μιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶς
Καὶ γιὰ μένα, ἀμέσως, εἶδα,
Πὼς δὲ βρίσκεται κανείς,
Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσω
Μάτια πόθου φλογερά.
Πρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσω
Κάθε σκέψη καὶ χαρά...
Τί κι ἂν ὅλα λένε, γύρα,
Πὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖ,
Κι ἀρχινᾶν, τῆς γῆς τὰ μύρα,
Τὴν παλιά τους μουσική;
Τί καὶ φέγγε, ἀπάνωθέ μου,
Πλούσιος ὁ ἥλιος ὁ παλιός;
Ὀλ᾿ αὐτά, γιὰ μένα, Θέ μου,
Πόσο, τότε, ἦταν ἀλλιῶς...
Κι ἔτσι, ἀνοίγοντας τὴ θύρα,
Ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ Παλιά,
Νὰ σκορπίσουν ὅλα, γύρα
Σὰν ἀνώφελα πουλιά,
Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ Πέρα,
Δίχως τίποτα νὰ πῶ,
Χωρισμένος κάθε μέρα
Κι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ
Καρτερώντας ὡς τὴν ὥρα,
Πάλι, Θέ μου, ποὺ θενὰ
Σμίξουμε, γιὰ πάντα τώρα
Μὲς στὸ Μέγα Πουθενά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου