Εἶδα χθὲς βράδυ στ᾿ ὄνειρό μου,
τὸ γεννημένο μας Χριστό,
τὰ βόδια ἐπάνω Του ἐφυσοῦσαν,
ὅλο τὸ χνῶτο τους ζεστό.
τὸ γεννημένο μας Χριστό,
τὰ βόδια ἐπάνω Του ἐφυσοῦσαν,
ὅλο τὸ χνῶτο τους ζεστό.
Τὸ μέτωπό Του ἦταν σὰν ἥλιος,
καὶ μέσα ἡ φάτνη φτωχική,
ἄστραφτε πιὸ καλὰ ἀπὸ μέρα,
μὲ κάποια λάμψη μαγική.
καὶ μέσα ἡ φάτνη φτωχική,
ἄστραφτε πιὸ καλὰ ἀπὸ μέρα,
μὲ κάποια λάμψη μαγική.
Στὰ πόδια Του ἔσκυβαν οἱ Μάγοι,
κι ἔμοιαζε τ᾿ ἄστρο ἀπὸ ψηλά,
πὼς θὰ καθήσει σὰν κορώνα,
στῆς Παναγίτσας τὰ μαλλιά.
κι ἔμοιαζε τ᾿ ἄστρο ἀπὸ ψηλά,
πὼς θὰ καθήσει σὰν κορώνα,
στῆς Παναγίτσας τὰ μαλλιά.
Βοσκοὶ πολλοὶ καὶ βοσκοποῦλες,
τὸν προσκυνοῦσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι Ἄγγελοι ἐστεκόνταν,
κι ἔψελναν γύρω του «ὠσαννά».
τὸν προσκυνοῦσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι Ἄγγελοι ἐστεκόνταν,
κι ἔψελναν γύρω του «ὠσαννά».
δὲ ζήλεψα ἄλλο πιὸ πολύ,
ὅσο τῆς Μάννας Του τὸ στόμα,
καὶ τὸ ζεστὸ-ζεστὸ φιλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου