Ήταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.
Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους.
Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης.
Το πάθος μιλάει με την αφή.
Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά.
Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή.
Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα.
Σκαλίζει… κι ονειρεύεται…
Τα μικρά ξεφωνητά το πάθους τους τα ‘παιρνε το αεράκι και τα ‘παιζε ανάμεσα στις καλαμιές.
Τα κάρφωνε σαν πολύχρωμες χάντρες στα κιτρινισμένα φύλλα. Τα ‘δενε δαχτυλίδια και τα φορούσε στα χλωρά καλάμια.
Στα κορμιά τους έκανε αυλάκι ο ιδρώτας κι έτρεχε.
Και γύρω από το αυλάκι άνθιζαν όλα μαζί τ’ αγριολούλουδα της ασφοδελιών.
Πέρα στα σκίνα, δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια ζευγάρωναν πάνω στον ώμο της νύχτας και της άφηναν κόκκινα σημάδια στο λαιμό.
Δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια… γλιστρούσαν στα υγρά κορμιά τους και ερωτεύονταν.
Μέσα στη σιωπή. Μέσα στο σκότος. Μέσα σε μια φοβερή λαβα, που έσταζε από τα γένια του θεού.
Κανείς δεν είχε προσέξει πως στο ρέμα είχαν ανθίσει τα νερόκρινα.
Κανείς δεν είχα προσέξει πως τα σκίνα είχαν γεμίσει όνειρα και φίδια.
Κανείς δεν είχε προσέξει πως ένα ασφοδέλι ήξερε όλα τα μυστικά του ερώτα…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Οι κάργιες”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου