Σελίδες

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Ο Γαγάτος και τ΄ άλογο

Το πώς είχεν αποκτήσει τα χρήματα ο Κώστας ο Γαγάτος, ούτε αυτός ο ίδιος δεν ήξευρεν. Ίσως το ήξευρε μόνον η μάννα του, η Μαγιάκω, η οποία είχε πέντε προγόνια, και τρία ή τέσσαρα δικά της παιδιά. Και σαν απέθανε ο μακαρίτης ο σύζυγός της, αυτή διηγείτο ότι έβλεπε διάφορα όνειρα αποκαλυπτικά περί του μέλλοντος και της τύχης των τέκνων.
     -Απόψ΄ είδα στον ύπνο μ΄, αχ Μαριώ μ΄, Μαριώ μ΄! (διηγείτο εις την προγονήν της την πρωτότοκον, ίσην σχεδόν με αυτήν στα χρόνια) πως ήρθ΄ αφεντ΄ς σ΄ (δηλ. ο πατέρας σου) και μου ’πε, αχ! Μαριώ μ΄! Πέντε παιδιά θα προκόψ΄νε, Μαριώ μ΄, Μαριώ μ΄!…
     Και απαρίθμει τίνες εκ των αδελφών έμελλον να προκόψουν, κατά την αποκάλυψιν την οποίαν της είχε κάμει εν ονείρω ο τεθνεώς. Είτα επέφερε πάντοτε λογαοιδικώς και εν ρυθμώ, ως να εμοιρολόγει, και σείουσα την κεφαλήν, ως δια να κρατεί τον χρόνον:
     -Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄…
     Είχε μίαν θυγατέρα, η οποία ξενιτευθείσα μετά του συζύγου της, δημοσίου υπαλλήλου όντος, είχεν αλλάξει την εγχώριον ενδυμασίαν· δια τούτο η μήτηρ της την εμίσει ολοψύχως, και την ωνόμαζε, πάντοτε σχεδόν, «η Φράγκισσα».
     -Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄, κι ο αδελφός σ΄, ο γκαβούλιακας, ο Παναγής, πφου! στάχτ΄ κι κορνιαχτός!…


     Όσον αφορά τον μοναχογυιόν της, τον Κώσταν, αυτή, ως φαίνεται, είχε βοηθήσει εις το να επαληθεύσει ο χρησμός. Όταν εψυχομαχούσε ο γέρων, αυτή έλαβε, καθώς έλεγε τουλάχιστον ο κόσμος, το μέγα κομπόδεμα, ήτοι την σακκούλαν με τις λίρες, και το έρριψεν εις το πηγάδι της αυλής, το οποίον είχε δύο ή τρεις σπιθαμάς νερού. Μόλις δ΄ εξεψύχησεν ο πατήρ των, κι ενώ ο νεκρός ήτον ζεστός ακόμα, οι δε άλλοι υιοί του τεθνεώτος, οι πρόγονοί της, έψαχναν να εύρουν το κομπόδεμα, αυτή υπέδειξε εις τον Κώσταν πού είχε ρίψει την σακκούλαν με τις λίρες.
     Το πώς ανέσυρε την σακκούλαν από το πηγάδι ο υιός της, ούτε η γραία Μαγιάκω δεν το ήξευρεν, αν δηλαδή κατεβίβασεν αρπάγην με σχοινίον, ή αν ο ίδιος κατέβη με σκάλαν ή χωρίς σκάλαν, ή έδωκε βουτιάν, ή αν άδειασε το πηγάδι με την αντλίαν ή με τον κουβάν, δια να φανεί το κομπόδεμα εις το βάθος· αυτό μόνος ο Γαγάτος το ήξευρε.
     Ο Κώστας ο Γαγάτος τώρα ήτον μέγας και πολύς, τοκιστής εις το χωρίον· πότε 18 τοις εκατόν, πότε 16 ή 15, τα σίγουρα, και «το διάφορο κεφάλι». Τα θαλασσοδάνεια, συνήθως 36 τοις εκατόν, πάλιν «το διάφορο κεφάλι»[i].
     Ήτον δε πρόθυμος να δανείζει, και να ενθαρρύνει προς εργασίαν. Άμα έβλεπε χωρικόν τινα έχοντα καλά κτήματα, τον εκατάφερνε προσφερόμενος να του δώσει χρήματα, δια να επεκτείνει την καλλιέργειαν· άμα έβλεπε άξιόν τινα βαρκάρην, πάλιν ήτο πρόθυμος να του δώσει, δια να ναυπηγήσει βρατσέραν, ή γαλετί, ή κότερον. Με αυτόν τον τρόπον, είχε φάγει τα κεφάλια πολλών, χωρικών ή θαλασσινών, ενώ αυτός δεν έχανε ποτέ του τίποτε, ούτε διάφορο, ούτε κεφάλι.
     Αλλ΄ ήτον και πράγματι «γερό κεφάλι», ο Κώστας ο Γαγάτος. Αν δια της μεθόδου ταύτης, δεν απέκτα δημοτικότητα, αν εγίνετο μάλλον λαομίσητος, πεντάραν δεν έδιδε. Ήρκει να μη χάσει τα χρήματα. Ήξευρε πολύ καλά ότι πας τοκογλύφος, αρκεί να έχει φιλοδοξίαν –και ποίος δεν έχει;- θα έλθει ήμέρα, ώρα, ψυχολογική στιγμή, οπού θα γίνει σύμβουλος, δήμαρχος, ή και βουλευτής, αρκεί να το θέλει. Ήξευρεν ότι, όσον μισείταί τις, τόσον φοβερός και σημαντικός γίνεται· αλλ΄όταν φανεί ανάξιος και «μπόσικος», και του φαν οι άλλοι τα λεπτά, τότε, εις το τέλος, περιφρονείται, και «τύφλα» του φωνάζουν όλοι.


     Δι΄ αυτής της μεθόδου, ως ανωτέρω, είχε καταφέρει και τον Γιάννην τον Περιβόλαν, έχοντα αλογόμυλον, να πωλήσει ένα παλιό άλογο που είχε, και ν’ αγοράσει νέον· τον εδάνεισε δε τριακοσίας δραχμάς.
     Τον πρώτον χρόνον, ο Γιάννης ο Περιβόλας, του επλήρωσεν όλον τον τόκον, προς 16 τοις εκατόν, και μέρος του κεφαλαίου. Τον δεύτερον χρόνον δεν ευκολύνθη να δώσει τίποτε από το κεφάλαιον, μόνον ήθελε να δώσει ακριβώς τον τόκον του υπολειπόμενου κεφαλαίου. Ο Γαγάτος του είπε: «Φέρ΄ εσύ, κι εγώ τα σβήνω· κάνουμε καλά».
     Έλαβε τα δύο εικοσιπεντάρικα τα οποία εκράτει εις χείρας ο άνθρωπος, ζητών να λάβει τα ρέστα, και ο Γαγάτος του έδωκε μόνον δύο δραχμάς, κρατήσας 48 απέναντι ακεραίου του κεφαλαίου, ενώ εδικαιούτο να λαμβάνει μόνον δια το υπολειπόμενον κεφάλαιον. Τον τρίτον χρόνον, πάλιν ο Περιβόλας ημπόρεσε να δώσει μέρος του κεφαλαίου, και ο Γαγάτος είπεν ότι τα σβήνει, κι ας μην ανησυχεί, κτλ. Τον τέταρτον χρόνον ο Περιβόλας μόνον τόκον έδωσε «κουτουρού», επειδή δεν ήξερε «πόσα κάνει».
     Τον πέμπτον και έκτον χρόνον είχε πέσει δυστυχία, αφορία μεγάλη κτλ. Ασθένειαι και θάνατοι και γέννησις διδύμων είχον ενσκήψει εις την οικίαν του Περιβόλα. Ο άνθρωπος δεν ημπόρεσε να δώσει ούτε τόκον.
     Ο Γαγάτος τον είχε τυλίξει εις τρόπον ώστε να μη γνωρίζει πλέον πόσα εχρεώστει και πόσα είχε πληρώσει. Ήρχισε δε να τον πιέζει, απαιτών την πληρωμήν τόκου και κεφαλαίου, αλλ΄ εκείνος δεν είχεν, ούτε ήτον εύκολον να δανεισθεί. Τέλος ο Γαγάτος του εκίνησεν αγωγήν, απαιτών τους τόκους δύο ετών, και ολόκληρον το κεφάλαιον.


     Ο Κώστας, ενώ εξωδίκως έλεγεν ότι «τα σβήνει», ότι τα έχει σημειωμένα εις το κατάστιχόν του, κτλ., επί δικαστηρίου μόνον το ομόλογον επαρουσίασε, και μόνον τους τόκους των τεσσάρων ετών ανεγνώρισεν ότι είχε λάβει. Δεν εβράδυνε να εκδοθεί απόφασις «εκτελεστή».
     Την άλλην ημέραν ο Ανδρέας της Βασιλικής, δικαστικός κλητήρ, φουστανελοφόρος, μετά του τρίτου παρέδρου, κτλ., προέβησαν εις την κατάσχεσιν του αλόγου του Περιβόλα.
     Το άλογον ήτον ακμαίον ακόμη. Ήτον ξεκούραστον από ημερών, και εδέχετο αναβάτην, επειδή τα αλέσματα εις τον μύλον, κριθάρια ή καλαμβόκια, ήσαν σπάνια εκείνην την χρονιάν.
     Ο Γαγάτος, αν το επωλούσε, θα έπιανε βεβαίως τα χρήματα, αλλά δεν ήθελε να το πωλήσει. Το ήθελε δια τον εαυτόν του. Είχε κτήματα πολλά, και φάμπρικες και ελαιοτριβεία, ο Γαγάτος.
     Το έλαβεν εις την δικαιοδοσίαν του ο γυιός του Γαγάτου, ο Θοδωρής, ο οποίος άλφα δεν είχε μάθει, ούτε εις άλλο τίποτε ήτον χρήσιμος, μόνον είχε μανίαν να τρέχει με τα ζώα, ως αγωγιάτης, να χορταίνει την καβάλα, ν΄ ατακτεί και να ωρύεται την νύκτα εις τα λιβάδια, ενίοτε και εις τας οδούς της πολίχνης. Ήτον πλασμένος δια να γίνει ονηλάτης.
     Ο Θοδωρής το έλαβε. Το εκοίταξε, το εκαμάρωσε, το εχάιδευσε, και είπε:
     -Μωρέ, κελεπούρι!…τεφαρίκι!…βρε, πλιάτσικο.
     Το εκαβαλίκευσεν εν θριάμβω, κι επήγε να το βοσκήσει. Το επότισε. Πάλιν το εβόσκησε. Το εκαβαλίκεψε πάλιν, το επηλάλησε. Το εκαμάρωνεν, ως καινούργιο κόσκινο· δεν ήξευρε τι να το κάμει· του εφαίνετο ως λεία, ως λάφυρον, ως εύρημα, ως έρμαιον, ως κειμήλιον, ως θεόπεμπτον, ως ουρανοκατέβατον, ως μυθώδες πράγμα.
     Το βράδυ επέστρεψε νύκτα, και το έκλεισεν εις τον σταύλον, τον συνεχόμενον με το ελαιοτριβείον του πατρός του, εντός μεγάλου αυλογύρου με υψηλόν περίβολον.
     Την πρωίαν το ζώον ευρέθη νεκρόν. Τι είχε πάθει; Εκ ποίας τάχα αφορμής;
     Ένας γέρων, όστις ήτον ο εμπειρικός κτηνίατρος του τόπου, απεφάνθη:
     «Αν δεν είναι από αβασκαμό, θα έσκασε απ’ το κακό του, γιατί άλλαξε αφέντη».
(1900)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου