Σελίδες

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Στρίγγλα Μάννα

Πώς το είχε πάθη, να καταντήση σχεδόν τρελός, κανείς δεν ήξευρεν. Άλλοι έλεγαν ότι του είχε προέλθει από έρωτα· άλλοι έλεγαν ότι, όταν υπηρέτει ως κληρούχος εις το πολεμικόν ναυτικόν, ο κυβερνήτης τού πλοίου, διά μικρόν πταίσμα τού είχεν επιβάλη υπερμέτρως σκληράν και βάρβαρον τιμωρίαν· άλλοι έλεγαν ότι η ιδία η μάνα του τον είχε τρελάνη, με τις στριγλιές και με τις βλασφήμιες της.
Επήγαινεν ανάμεσα για χταπόδια ή για ψάρια με τις βάρκες. Αν του έδιδαν μερίδιον από την άγραν, το έπαιρνε, αν δεν του έδιδαν, δεν εζήτει. Η μητέρα του έτρεχε με τις φωνές εις τα σπίτια των ψαράδων, κ' εζητούσε διά της βίας το μερίδιον· εφώναζεν ότι αδικούσαν το παιδί της — ο Θεός κ' η γης να τους εύρη! Η γυναίκα του βαρκάρη με όρκους διεμαρτύρετο ότι δεν έβγαλεν ο άνδρας της ψάρια· ούτε γαρίδα! Η μητέρα του Ζάχου δεν τα επίστευεν αυτά, επειδή πολλάκις είχε καή η γούνα της!
Αυτή η ιδία τον εβίαζε να πηγαίνη με τις βάρκες· αυτή τον ηνάγκαζε να πάη να σκάψη τ' αμπέλι – γιατί δεν είχε να πληρώση μεροκάματα· αυτή τον υπεχρέωνε να κάμνη όλες τις δουλειές. Εκείνος υπέκυπτεν εις την θέλησίν της την υπερτέραν, ως να ήτον ακόμη παιδίον. Και ήτον ως εικοσιπέντε ετών. Τον περισσότερον καιρόν, όταν δεν είχε δουλειά, ή όταν δεν του είχεν εύρη δουλειά η μητέρα του, τον επερνούσε καθήμενος επάνω εις μίαν πεζούλαν, αντικρύ εις το παραθυράκι της κουζίνας του νέου δημάρχου. Ο νέος δήμαρχος ήτον άγαμος, και είχεν αναλάβη υπό την σκέπην των πτερύγων του την δασκάλισσαν, ως ξένην και απροστάτευτον νέαν, ήτις εκατοικούσεν αντικρύ της οικίας του από τον επάνω δρόμον, παράλληλον της παραθαλασσίας αγοράς, προς την οποίαν έβλεπεν από την άλλην πλευράν η οικία τού δημάρχου. Εκεί, κάτω από τα παράθυρα της νεαράς δασκάλας και αντικρύ της δημαρχικής οικίας, εκάθητο ο Ζάχος μονοτόνως επί ώρας, κ' έπαιζε μονότονους ήχους, σχεδόν άνευ ρυθμού και μέλους με το μπουζούκι του. Εκεί, το δειλινόν θερινής ημέρας, έμελπε το άσμα·
Κρέμετ' η καπότα στην
αλυγαριά· ντέρτι και μαράζι
κι' αναπαραδιά!
Με το άσμα τούτο, και αν εζήτει να ελκύση την προσοχήν των νεαρών γειτονισσών, ακριβή συνείδησιν δεν είχε του πράγματος αλλά μάλλον, Σαούλ άμα και Δαυίδ εις τον εαυτόν του, επροσπάθει διά της μουσικής ταύτης να διασκεδάση την ιδίαν τρέλαν του.
Πλην τότε, καθώς είχεν αρχίσει να τονίζη το άχαρι άσμα, μόλις παρήρχοντο ολίγα λεπτά, και ηκούετο φοβερά οξεία φωνή από το πέραν μπαλκόνι, από την άκρην της σειράς, πέντε ή εξ σπίτια πάρα-πέρα, προς το δυτικόν μέρος.
– Ε! σκασμός! ...έλα γλήγορα!... Η βάρκα καρτερεί...
Ο Ζάχος καταρχάς δεν έδιδε προσοχήν, ή μάλλον δεν αντελαμβάνετο ευκρινώς, κ' εξηκολούθει να παίζη το μπουζούκι του. Ήτο δειλινόν, και ήτον γλυκεία δροσίτσα εις το μπογάζι εκείνο του δρομίσκου. Με το άσμα του εβαυκάλιζε τον μεσημβρινόν ύπνον τής δασκάλας, ήτις είχε κάμη εξετάσεις και απήλαυε την άνεσιν των διακοπών, και με το άσμα του, ως με κέλευσμα, συνώδευε τα πλυσίματα των πιάτων, τα σφουγγαρίσματα, και όλα τ' ανεβοκατεβάσματα της Αμέρσας, της θεραπαινίδος του δημάρχου, η οποία ξυπόλυτη, ξεσκούφωτη, ξεκάλτσωτη, έκαμνε τις δουλειές της, και δεν εφαίνετο να δίδη προσοχήν εις το άσμα και εις τον τραγουδιστήν. Κατεδέχετο μόνον να γελά ενίοτε, όταν άλλες γειτόνισσες επείραζαν διά λόγων τον Ζάχον. Αυτή δεν του είχεν αποτείνη ποτέ τον λόγον.
– Αχ! Ζάχο μου, Ζάχο! έλεγεν η Ακρίβω η Ανυφαντίνα. «Όποιος θέλη ν' αγαπήση, θέλει να χασομερήση! ...». Κ' εσένα, πού σ' αφήνει να χασομερήσης η προκομμένη η μάνα σου!
Δευτέρα φωνή ήρχετο από το πέραν μπαλκόνι. Η Ζωγάρα, η μητέρα του Ζάχου, εξηκολούθει να φωνάζη:
– Βρε συ, τίνος το λέω;... Θα τσακιστής από κει γλήγορα ή θα 'ρθω να σου κάμω τα μούτρα σου... μαύρα σαν το μπουζούκι!...
Ο Ζάχος εις απάντησιν εγέλα τον γέλωτά του, τον σκαιόν και θλιβερόν. Η φωνή της μητρός του δεν επενήργει επ' αυτού μακρόθεν. Αλλ' η παρουσία της πλησίον ήτον εξόχως επιβάλλουσα.
Ήτον Αύγουστος μην, καιρός που λαμβάνουν τα μέτρα τους οι άνθρωποι, όσοι μιμούνται τον μύρμηκα, όχι τον τέττιγα, και θέλουν να ξεχειμωνιάσουν. Η Ζωγάρα είχε διαθέσει ήδη τον υιόν της, τον είχεν ενοικιάσει, τον είχε βάλη εις αγώγι. Μεγάλες βάρκες θα έπλεαν προς ξύλευσιν και μεταφορά καυσόξυλων ανά τας έρημους ακρογιαλιάς, μακράν του λιμένος, κάτω από τους πευκώνας και τους δρυμούς της νήσου. Εις μίαν απ' αυτές τις βάρκες η Ζωγάρα είχε στρατολογήσει τον Ζάχον. Της εχρειάζοντο καυσόξυλα διά τον χειμώνα.
Σαν είδεν η Ζωγάρα, ότι ο υιός της είχε κωφεύσει εις τας δύο προσκλήσεις της, επήρε μίαν μακράν στραβολέκαν ή μαγγούραν την οποίαν είχε διά στήριγμα εις τας εκδρομάς της ανά τους αγρούς —χρησιμεύουσαν προσέτι και διά να φθάνη τα σύκα εις τα ξεκλώναρα των δένδρων, των ιδικών της, καθώς και των γειτονικών, όσα ευρισκόμενα παρά το σύνορον εσκίαζον το αμπέλι το ιδικόν της— και κατέβη εις τον δρόμον. Ολίγα βήματα, κ' ευρέθη πλησίον του Ζάχου.
– Γκρεμοτσακίσου τώρα, κι' άφσε το μπουζούκι σου! ... Να κάθωνται τρεις νομάτοι να σε καρτερούν εσένα! ... Θα πας για ξύλα, τώρα, είπαμε!... Αυτό δα είνε κοντά στο νου!...
Ο Ζάχος, σαν είδε την μητέρα του, είδε και την μαγγούραν, ήκουσε και την φωνήν της πλησίον εκεί, εσηκώθη, επήρε το μπουζούκι του, κ' έφυγε τρέχων. Επήγε στο σπίτι, εφόρεσε τα ρούχα «της φωτιάς», επήρε το ζεμπίλι του και τα εφόδια και τα σύνεργα, αξίνην και κλαδευτήρι κτλ. , τα οποία είχεν έτοιμα η μάνα του, κ' επήγε να της φέρη ξύλα διά να ζεσταίνεται τον χειμώνα.
* *
*
Έλεγαν πως τον είχε τρελάνει η μάνα του!... Αυτό το παιδί τής είχε μείνη μόνον... Δύο άλλοι υιοί της είχον ξενιτευθή εις την Αμερικήν, εις τον Ειρηνικόν Ωκεανόν, εις την Πολυνησίαν... Είχε στείλη γράμματα εις προξένους και εις αρχάς, εις τας αστυνομίας των αμερικανικών πόλεων του Σικάγου και της Φιλαδελφείας... Δύο ή τρεις άλλοι «σουρτούκιδες», υιοί άλλων μητέρων, είχον ανευρεθή άλλοτε με τον τρόπο αυτόν. Αλλ' οι υιοί οι δικοί της δεν ανεκαλύφθησαν πουθενά. «Μήτε γράμμα μήτε απολογία». Ούτε φωνή ούτε ακρόασις.
Ο κόσμος έλεγεν, ότι αυτή με την αστοργίαν της τους είχεν αποξενώσει, αυτή τους είχε κάμη να σουρτουκέψουν. Είχε δύο θυγατέρας, και ήτον χήρα, και οι υιοί της την είχαν παραιτήσει, κ' έκλαιε και ωδύρετο, κ' «εψήλωνεν ο νους της»! ...Πώς θα τας υπανδρεύση, πώς θα τας αποκαταστήση! ... Και τας εβλασφήμει, και τας κατηράτο, να μην είχαν ποτέ γεννηθή, να μη σώσουν να πάνε παραπάνω!...
Και τας υπάνδρευσε καλά... Τας εστόλισε και τας εστεφάνωσε, την μίαν κατόπιν της άλλης... και τας εσκέπασε και τας εκουκούλωσε με το χώμα... «Πήραν την πλάκα πεθερά», πήραν το μνήμα προίκα, το μαύρο χώμα σύντροφο!...
Τα δύο κορίτσια, ως φαίνεται, είχαν γείνη φθισικά, και απέθαναν όπως είχαν γεννηθή η μία δεκαοκτώ μήνας κατόπιν της άλλης... Κ' έτσι η μάνα τους δεν είχε πλέον καϋμόν, πώς θα τας υπάνδρευεν...
Έλεγεν ο κόσμος ότι αυτή τας είχε ψωμοφάγη με την γρίνια, με τη στριγλιά της, με τις βλασφημίες και τις κατάρες... Κ' αι δύο κόραι ετάκησαν κ' εμαράνθησαν, κ' εκοιμήθησαν βαθειά εις τον τάφον, και δεν ήτο φόβος πλέον να της ζητήσουν προικιά! ... Κι' αυτή τας εμακάριζε, διότι επήγαν, αθώες, εις τον Παράδεισον.
Της είχε μείνη μόνον αυτός ο υιός, ο Ζάχος, τον οποίον αυτή ωνόμαζεν «ο ζουρλός, ο αχαΐρευτος!» Και τον έστελλε διά να κάμνη όλας τας αγγαρείας, και να της φέρη και ξύλα.
Α! αυτός ποτέ δεν θα της εζήτει προικιά.
Η μόνη προίκα του ήτον αυτό το μπουζούκι, με το οποίον, μελαγχολικός Σαούλ, άχαρις Δαυίδ, διεσκέδαζε την τρέλαν του... Πλεια αυτό το έρμο το μπουζούκι η μάνα του το είχεν «αγκάθι στα μάτια της», κ' εσκέπτετο καμμίαν ημέρα να του το πετάξη, να το σφενδονήση εκεί που, αν ήθελε, ας επήγαινε να το εύρισκε!
Επίστευεν ότι αυτό εμπόδιζε τον Ζάχον να είνε προκομμένος, και τον έκαμνε ανίκανον να εκτελή όλας τας αγγαρείας που ήθελεν αυτή.
Το είχε κρύψει μίαν φοράν ή δύο. Εδίσταζε να το πετάξη όλως διόλου, ή να το σπάση και να το καταστρέψη... Ίσως να ήτο καλόν διά την Κυριακήν και τας εορτάς· όχι να κάθεται τας καθημερινάς το δειλινόν την ώραν που η Εύα εκρύβη εις τον Παράδεισον σαν εκροτίσθη με τ' αυτιά της – και να τραγουδή την «καπότα στην αλυγαριά» αντικρύ στα παράθυρα τού δημάρχου, διά να γελούν μαζύ του η δασκάλισσα, κ' η Ακρίβω η Ανυφαντίνα, κ' η Αμέρσα, κι' ο ίδιος ο δήμαρχος! Το είχε κρύψει, λοιπόν, (διά να μην το παρακάνη) κάτω εις το κατώγι του σπιτιού, την μία φοράν μέσα εις ένα πιθάρι άδειο, με σπασμένον στόμιον, και το στόμιον το εκάλυψε μ' ένα κόσκινον· την άλλην φορά ανάμεσα εις τα καυσόξυλα, υποκάτω εις τον σοφάν, εις το σκότος και εις την υγρασίαν.
Αλλά και την μίαν και την άλλην φορά ο Ζάχος έψαξε, το ηύρε, εγέλασε μέγαν γέλωτα παράφρονος χαράς· το επήρε πάλιν, και της έφυγε, και ήρχισε «να το ρίχνη έξω», και να τραγουδή την «καπότα στην αλυγαριά».
Τέλος την ημέρα εκείνην κατώρθωσεν αυτή να τον φέρη εις θεογνωσίαν, και τον εκατάφερε να πάη να της κουβαλήση καυσόξυλα, διά να έχη να ζεσταίνεται τον χειμώνα.
* *
*
Σιμά εις όλα τ' άλλα, ο κόσμος την είχε διά «γρουσούζα» διά «γουρνοπόδαρη». Ήτον απαισία. Άμα επρόκειτο ν' αποπλεύση καμμία βάρκα ή κανένα καΐκι και ο καραβοκύρης ή οι σύντροφοι την συνήντων εις τον δρόμον, εγύριζαν οπίσω και ανέβαλλον την αναχώρησιν.
Όταν συνοδία τις ήτον ετοίμη ν' αναχωρήση εις εξοχικήν εκδρομήν, και την εύρισκε καθ' οδόν, έμενε, δεν ανεχώρει. Εάν εξεκίνει τις δι' εμπορικήν ή άλλην επιχείρησιν, αλλοίμονον αν την εύρισκεν εμπρός του!
Όταν επρόκειτο περί αρραβώνος ή γάμου, και η πεθερά ή η γυναικαδέλφη την εύρισκε μπροστά της, και αυτή της ηύχετο «ώρες καλές!» ω! οι ώρες εκείνες εγίνοντο κακές ώρες, κ' εσήμαινον ότι δεν ήτον «κεσμέτι» να γείνη το μελετώμενον συνοικέσιον!
Όταν μετά δύο ημέρας επέστρεψεν ο Ζάχος από τα ξύλα, αφού τα εξεμβαρκάρισαν, κ' εκουβάλησε κι' αυτός το μερίδιόν του, —η μητέρα του εφρόντισε να είνε παρούσα, καθώς θα έλεγεν η γείτων δασκάλα, εις όλον το ξεμβαρκάρισμα και το μοίρασμα, διά να μην γελάσουν τον Ζάχον και του δώσουν μισό μερδικό— κ' εγέμισε το κατώγι του σπιτιού της μητέρας του, ησθάνθη την ανάγκην τής αναψυχής, και «το έριξε» χειρότερα έξω, αυτός και το μπουζούκι του.
Επί τρεις ημέρας, όχι μόνον παρήκουσεν εις τας διαταγάς της μητρός του, αλλ' ούτ' επαρουσιάσθη εις τους οφθαλμούς της. Είχε δραπετεύσει, είχε ξεπέσει εις άλλην γειτόνων, όπου «δεν έφθανεν η χάρη της». Αυτή τον εκυνηγούσε, και δεν ημπορούσε να τον συμμαζώξη, δεν ημπορούσε να τον ανακάλυψη.
Ούτε ήλθεν εις την οικίαν διά να κοιμηθή την νύκτα. Εκοιμάτο, αυτή δεν ήξευρε πού, εις μικροκαπηλεία, εις τον Απάνω Μαχαλά, ή εις το ύπαιθρον.
Μερικοί εύθυμοι νέοι, οπού έκαμνον θόρυβον εις τις γειτονιές την νύκτα, τον είχαν κάμη «παρέα», και τον έσερναν μαζύ τους, διά να τους παίζη την «καπότα στην αλυγαριά», και άλλα τραγούδια. Επί τρεις ημέρας και δύο νύκτας αυτός συνδιητάτο και συνηγελάζετο μαζύ τους. Εφαίνετο ότι η συντροφιά εκείνη τον έτρεφε με λωτόν, ότι τον επότιζε το ύδωρ της Λήθης κ' εξέχασεν, ο πτωχός, την μητέρα του.
Τότε η Ζωγάρα έγεινε σκύλα, έγεινε τούρκα, μετενόησε πικρώς διατί να μην το έχη σπάσει, διατί να μην το έχη κάψει στην εστίαν της μίαν ημέραν χειμερινήν το μπουζούκι τού υιού της, αφού τούτο, ως της εφαίνετο, τον έκαμνε να χάνη τα μυαλά. Εν τω θυμώ της, δεν υπέφερεν αυτή να χολοσκάνη και να βράζη επί πολύ, όπως άλλαι γυναίκες, μέσα της, αλλά προέβη ευθύς εις γενναίαν απόφασιν.
Το κατάστημα της τότε νεοϊδρύτου στρατιωτικής αστυνομίας ετύγχανε να είνε γειτονικόν, πλησίον εις την οικίαν της. Ιδούσα δύο νεαρούς χωροφύλακας παρά την θύραν του στρατώνος, επλησίασε και τους λέγει:
– Δεν κάνετ' ένα έλεος, παιδιά, έτσι να σας δεχτούν με το καλό οι μανάδες σας — να πάτε να βρήτε κείνον το γυιό μου, τον παλαβό, να του πάρετε κείνο το μπουζούκι απ' τα χέρια του;...
– Το μπουζούκι, είπες κυρά; ηρώτησεν ο ένας.
– Κείνο το μπουζούκι! ... έτσι να σας χαρούν οι μανάδες σας! ... Γιατί σουρτούκεψε και μουρλάθηκε, κ' έχασε το μυαλό του... και δεν μπορώ να τον μαζώξω! ... όλο απ' αυτό το μπουζούκι...
– Καλά κυρά.
Οι δύο νεαροί χωροφύλακες μόνον αφορμήν εζήτουν. Το ν' αρπάσουν δύο ένοπλοι εν πράγμα από τας χείρας ενός αόπλου, δύο φρόνιμοι εν μουσικόν όργανον από τας χείρας τρελού, ακινδύνου μάλιστα τρελού, είνε τόσον εύκολον και τόσον διασκεδαστικόν. — Κ' έτσι το βράδυ εκείνο ο Ζάχος ευρέθη χωρίς μπουζούκι...
Έχασε το όργανον του ο πτωχός τρελός, ο υποχονδριακός Σαούλ, ο ατερπής Δαυίδ, και τώρα κλαίει, άνευ ρυθμού και μέλους, κλαίει μέσα του την συμφοράν του, την οποίαν πικρώς μισοαισθάνεται.
Δεν είχεν υπάγει εις τον Ειρηνικόν Ωκεανόν διά να εύρη τους δύο αδελφούς του, και δεν κατήλθεν υπό την κρύαν πλάκα εις την μαύρην γην, διά να συναντήση τας δύο αδελφάς του. Έμεινε κτήνος άμουσον και άχαρι εις την υπακοήν της μητρός του, διά να της κουβαλή ξύλα, όσον βαστούν οι πλάτες του! Και ως πόσα θα της κουβαλήση ακόμα! Και ως πόσους χειμώνας θα ζεσταίνεται αυτή!
Μόνον μίαν ημέραν της είπε με ήθος πολύ ταπεινόν.
– Δεν λες, μάνα, της Ακρίβως, να πη της Αμέρσας, να πη της δασκάλας, να πη του δημάρχου, κι ο δήμαρχος να πη του αστυνόμου, κι ο αστυνόμος να διατάξη τους χωροφυλάκους, να μου δώσουν το μπουζούκι μου πίσω!
Έβλεπε τάχα, ως τρελός, την ιεραρχικήν άλυσιν, με την οποίαν εφαίνοντο να είνε δεμένοι όλοι οι φρόνιμοι; Και ησθάνετο ότι αυτός δεν ήτο απηλλαγμένος από την περίσφιγξιν της αλύσεως ταύτης;
Τίς έμαθεν αν του απέδωκαν ποτέ το άχαρο μπουζούκι, το όργανον της παρηγορίας του;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μετά καιρόν εγνώσθη ότι ο εις των δύο νεαρών χωροφυλάκων είχε μετατεθή και έλαβε φύλλον πορείας. Ενώ ούτος έμελλε να επιβιβασθή εις πλοίον διά ν' απέλθη εις την Στερεάν, μεγάλη έρις και λογομαχία ήναψε μεταξύ των δύο ομοσκήνων περί της κατοχής του μπουζουκιού. Ο φεύγων επέμενε να το πάρη μαζύ του, ο μένων ήθελε να το κρατήση. Ο δεύτερος εκράτη την κεφαλήν του οργάνου, ο πρώτος ετράβα την ουράν. Ούτος ήτον λίαν θυμώδης και πείσμων, και σφόδρα εξαφθείς έκραξε:
– Το σπάζω καλλίτερα! απ' το παράθυρο το ρίχνω, όχι!... θα το κράτησης εσύ! ...
Και αμ' έπος αμ' έργον. Ο νεαρός ούτος χωροφύλαξ ωμοίαζε με τους αιρετικούς, οίτινες, διότι τους εξέφυγεν, επάνω εις την σειράν της διαλεκτικής των, μια κακοδοξία, εννοούν να εμμείνουν μέχρι θανάτου εις αυτήν, διά να μη χάσουν την φήμην ότι είνε αλάνθαστοι.
Κατ' αρχάς, μάλλον ημιαστειευόμενος και ημιωργισμένος, εξέφερε την απειλήν ταύτην, είτα, διά να μη φανή ότι ματαίως ηπείλει, ηθέλησε να πραγματοποιήση την απειλήν. Διά σφοδρού κινήματος, απέσπασε το όργανον από τας χείρας του άλλου, χαλαρωθείσας προς στιγμήν από την απορίαν μεθ' ης εκείνος εκύτταζε τον σύντροφόν του, και διά του ανοικτού παραθύρου το εσφενδόνισεν έξω.
Κάτωθεν ακριβώς του παραθύρου του πατώματος, ήτο το σιδηρόφρακτον παράθυρον του ισογαίου, το οποίον εχρησίμευεν ως κρατητήριον. Μία προβατίνα βαθύμαλλος, με τα δύο αρνιά της, τα οποία δεν είχαν ανάγκην να δεθούν διά να μη φύγουν, ήτον δεμένη από τα σίδερα του παραθύρου τούτου, οδηγηθείσα εκεί υφ' ενός των αγροφυλάκων ίσως. Το μπουζούκι, καθώς είχεν εκσφενδονισθή, περιεστράφη επί στιγμήν εις τον αέρα, και είτα έπεσεν ακριβώς επάνω εις την πολύμαλλον ράχιν της προβατίνας, ήτις εβέλασε θρηνωδώς. Το όργανον, εταλαντεύθη προς στιγμήν εκεί επάνω, ημβλύνθη η ορμή της πτώσεως του, κ' έπεσεν εις το έδαφος τόσον μαλακά, ώστε δεν έπαθε τίποτε.
Την ιδίαν στιγμήν εν δεκαετές παιδίον, ο μικρός Αλέξης της Βάσως, της γειτόνισσας, διήρχετο τρέχον έμπροσθεν τού στρατώνος. Είχε ακούσει την ιστορίαν τού μπουζουκίου και ηγάπα πολύ τον Ζάχον, όστις ήτο και αυτός εν μέγα παιδίον. Καθώς είδε το όργανον να πέση, επλησίασεν, έκυψε, το ήρπασεν, έτρεξε πάραυτα εις την οικίαν της Ζωγάρας, κ' εφώναξε τον Ζάχον:
– Να!... έλα πάρε το μπουζούκι σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου