Την πτωχήν την Ασημίναν, σύζυγον του βαρελά του χωρίου, όλαι αι συγγενείς της τhν ελυπούντο και την εκαίοντο, πώς θα κατώρθωνε ν’ αποκαταστήση και να υπανδρεύση τας τέσσαρας κόρας, τας οποίας της έδωκεν ο Θεός, ύστερον από δύο υιούς, τους οποίους της είχε χαρίσει, και αφού τα εξ αυτά τέκνα με κόπον και πολύν καϋμόν τα είχεν αναθρέψει. Το επάγγελμα του συζύγου της είχε, κυρίως ειπείν, μόνον δύο μήνας γόνιμους δι’ όλου τού έτους, όλον δε τον άλλον καιρόν ήτον απραξία, με ολίγες κουτσοδουλειές και «μερεμέτια». Και πάλιν οι δύο εκείνοι μήνες έφεραν περισσότερα παράπονα και δυσαρεσκείας, παρά κέρδη και εισπράξεις.
Καθ’ όλον τον Αύγουστον και τον Σεπτέμβριον, εις την εποχήν τού τρύγου των πρωίμων και των οψίμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχον όλοι και όλαι μαζύ, οι αμπελοκτήμονες, εις τον μαστρο-Στεφανή, φέροντες κυλιστά από το σπίτι τις κάδες και τα βυτία των και τα βαρέλια των δια να τους τα διορθώση. Ο μαστρο-Στεφανής, αγαπών τ’ αστεία, συνήθιζε να λέγη.
― Μα όλοι μαζύ, χριστιανοί μου;… Τα ίδια που παθαίνει ο παπα-Μακάριος, ο πνεμματικός, τις παραμονές των Χριστουγέννων και τη Μεγάλη Βδομάδα… Ολονών τα κρίματα προφταίνει ένας παπάς, όσο κι’ αν πιάνη η ευκή του, να τα σχωρέση μονοκοπανιά;… Τι να κάμη κι’ εκείνος, το λοιπόν;… «Βαφτίζω και μυρώνω…»
Τω όντι, πώς θα ηδύνατο ποτέ ο μαστρο-Στεφανής να τους ευχαριστήση όλους, τόσους πελάτας δια μιας; Όσον καλήν θέλησιν και αν είχεν, αδύνατον. Σπεύδων να ευχαριστήση τους πάντας, σχεδόν κανένα δεν ηυχαρίστει. Κι’ εκείνοι των οποίων τα αγγεία πρώτα επεσκεύαζε, κι’ εκείνοι έφευγον δυσαρεστημένοι, ισχυριζόμενοι ότι «απ’ τη βια του δεν τους έκανε παστρική δουλειά». Κι’ εκείνοι όσων τα βαρέλια τελευταία έμενον, ακόμη πικρότερον εγόγγυζον επειδή έμεινε πίσω η δουλειά τους. Έκαστος είχε το παράπονόν του. Αι χήραι γερόντισσαι έλεγον.
― Α! γιατί ημείς είμαστε γυναίκες έρημες, και δεν έχουμε κανένα να μας βοηθήση, μας παραβλέπουνε. Ημείς δεν έχουμε ψυχή;…
Και μερικοί άνδρες έλεγον.
― Α! να είναι καμμιά όμορφη, να γυαλίζη, έχει χατήρι… Το ξέρω κι’ εγώ.
Οι γείτονες έλεγον.
― Ημάς που έχουμε όλον τον χρόνο τον μπελά σου, και το φοβερό σαμαντά σου, μας αφήνεις τα βαρέλια άφιαστα. Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα… Σε άλλους κάνει τα χατήρια.
Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον.
― Ημάς που είμαστε απ’ τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ’ την άλλην άκρη, μας αφήνεις στα κρύα… Ημάς οι δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο…
Τέλος των πλείστων τα αγγεία επεσκευάζοντο, ολίγοι τινές ανυπόμονοι τ’ απέσυρον προ της ώρας, αδιόρθωτα, και μερικοί επολεμούσαν μόνοι τους να τα διορθώσουν. Κι’ ενώ είς μόνον βαρελάς εβασίλευεν εις την παλίχνην, εκ πολλών χρόνων, κανείς δεν απεφάσιζε να μάθη την τέχνην. Μόνον είς γηραιός άνθρωπος, εξηντάρης, ο μπαρμπα-Δημητρός ο Τσουμπός, παρουσιάσθη ζητών να την μάθη. Αλλ’ ήτον τόσον οκνός και τόσον κοιμισμένος απ’ τα νειάτα του ακόμη, ώστε και αν κατώρθωνε να μάθη τι, θα το ελησμόνει πριν το μάθη, όπως λέγει ο αρχαίος κωμικός.
Ήτο δε τόσον πολυάσχολος κατά τους δύο μήνας του φθινοπώρου ο μαστρο-Στεφανής, ώστε από βαθείας πρωίας μέχρι νυκτός δεν ευκαίρει να λείψη ουδέ στιγμήν από το εργαστήρι του και από το «τσαρδί» του, το εκ ξύλων και κλάδων παράπηγμα, το οποίον είχε κατασκευάσει ιδιοχείρως κατέμπροσθεν της θύρας τού εργαστηρίου. Μόνον εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακή πρωί, και μόνον προ της θύρας τού μικρού καφενείου τού Γιάννη τού Βλάχου, βιαστικά, επερνούσεν, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν εφώναζε τον Αντώνην τον υιόν τού καφετζή.
― Πάτερ Αβραάμ!... Πέμψον Λάζαρον!...
Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ’ ένα ποτηράκι ρακί, το θέρος, ή ρώμι, τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον. Έν και μόνον την ημέραν έπινε.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, δια να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να μπαρκάρη με τα καράβια, να γίνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα και τον «έστρωσε» στην τέχνην. Αλλ’ ούτος δεν είχεν υπομονήν ούτε τα στοιχεία της τέχνης να μάθη. Όταν έγινε δεκατριών ετών επήγαινε καθημερινώς με τις βάρκες εις τους ναύλους και το οψάρευμα, και όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών, εμβαρκάρισε με μίαν σκούναν κι’ έφυγε.
Οι νησιώται μας δεν επέδιδον εις άλλο επάγγελμα παρά το ναυτικόν. Ουδείς εξ αυτών έγινε ποτέ έμπορος της ξηράς ή βιομήχανος ή χειρώναξ. Και τέχνην αν είχον διδαχθή, την εγκατέλιπον χάριν τής αστάτου ερωμένης, της θαλάσσης.
Εν τοσούτω, ο πρώτος υιός τού μαστρο-Στεφανή δεν έπαυσε ποτέ να είναι και ολίγον βαρελάς, αν και τον περισσότερον καιρόν εταξίδευε με τα καράβια. Κατά Ιούλιον ή Αύγουστον ήρχετο πάντοτε, κι’ έμενεν επ’ ολίγους μήνας βοηθών τον πατέρα του. Εμεγάλωσεν, ενυμφεύφθη κι’ έγινε καλός και φρόνιμος άνθρωπος.
Ο δεύτερος υιός, αφού έκαμε πολλά ταξίδια, και αφού επανήλθε δις ή τρις μετά μικράς απουσίας, όταν έγινε δεκαοκτώ ετών, εμβαρκαρίσθη με βαπόρια, κι’ επήγεν εις την Αμερικήν. Εκείθεν έγραψε δύο ή τρεις επιστολάς κατά μακρά διαλείμματα, υποσχόμενος ότι έμελλε ταχέως να στείλη και χρήματα· αλλά δεν έστειλεν. Είτα έπαυσε να γράφη, και δεν ηκούετο πλέον.
Παρήλθον δέκα έτη, και δεν έδωκε σημεία υπάρξεως. Μόνον δύο φοράς ο μαστρο-Στεφανής έμαθεν εμμέσως εκ τρίτων, λεγόντων ότι ήκουσαν άλλους, οίτινες τον είχον ανταμώσει, ότι ευρίσκετο εις μίαν των δημοκρατιών της Νοτίου Αμερικής ― όπου φαίνεται, ότι υπήρχε χρυσίον πολύ, αλλά και κακαί νόσοι πλειότεραι και διαφθορά και κακουργία μεγίστη.
Κατά τους πρώτους χρόνους της αποδημίας του νέου, οι γείτονες και οι φίλοι επείραζον ενίοτε τον πατέρα του.
― Τώρα θα έχη βγάλει μουστάκια ο Θανάσης, μαστρο-Στεφανή.
― Τι ηθέλατε να βγάλη…. σπανάκια;
Άλλοι πάλιν έλεγον.
― Πώς δεν έστειλε τίποτε λίρες ακόμα ο Θανάσης;
― Μα ας κιτρινίσουν πρώτα οι λίρες… ακόμα δεν ωρίμασαν…
Σημειωτέον ότι «λίρες» εκαλούντο εις τον τόπον και τα όψιμα καλοκύνθια, τα λαμβάνοντα τεραστίαν ανάπτυξιν.
Εν τοσούτω, αν είχε μέσα του καϋμόν ο μαστρο-Στεφανής δια τον ξενιτευμόν του υιού εκείνου, αυτός μόνος το ήξευρεν. Εις τους τελευταίους χρόνους, καθ’ όσον εγήραζεν, είχεν αρχίσει να υπερβαίνη τον κανονισμόν, και δις ή τρις της ημέρας ίστατο έξω της θύρας του καπηλείου του Γιάννη Βλάχου κι’ εφώναζε την φράσιν την συνθηματικήν.
― Ελέησόν με… και πέμψον Λάζαρον!
Εν τω μεταξύ, αι τέσσαρες θυγατέρες εκείναι, δια την τύχην των οποίων ανησύχουν αι ξαδέλφαι τής Ασημίνας, έλαβον διαφόρους τύχας.
Η δευτερότοκος αυτών είχεν εύρει την τύχην της προ της πρωτοτόκου όταν ήτον μόνον επταετής, και πριν απέλθη εις την Αμερικήν ο αδελφός της. Μίαν εσπέραν, όταν κατόπιν ραγδαίας συνεχούς βροχής είχον γεμίσει τα πηγάδια, οι λάκκοι και τα κοιλώματα, η μικρά Ροδαυγή (ούτω την είχαν βαπτίσει), ευρισκομένη εις την αυλήν μεγάλης γειτονικής οικίας, είχε κύψει εις το χείλος βαθέος φρέατος δια να «καραβίση» εν πτερόν όρνιθος, θέλουσα να μιμηθή τ’ αγόρια, τα οποία έβλεπε καθημερινώς να καραβίζουν εις το γειτονικόν ποτάμιον, το σχηματιζόμενον εις το κοίλον κέντρον τής πολίχνης, κατόπιν των υετών. Η παιδίσκη έκυψεν ολίγον τι βαθύτερα, εγλύστρησε, κι έπεσε κατά κεφαλής μέσα εις το νερόν.
Η κραυγή της επνίγη, άνθρωπος δεν έτυχε πλησίον να την ίδη. Μάτην εδοκίμασε να πιασθή από το φρακτόν στόμιον του πηγαδιού. Ετάραξεν, έπλευσεν, εσπαρτάρησε. Μετ’ ολίγα λεπτά την ανέσυραν νεκράν.
Δευτέρα εύρε την τύχην της η πρωτότοκος, η Ελένη, και συγχρόνως με αυτήν η τριτότοκος η Μαργαρώ. Εύρον αι δύο μίαν τύχην, αλλά διφορουμένην και κάπως παράδοξον. Η Ελένη είχεν αρραβωνιασθή τον Παναγή τον Νικούτσικον, λεπτουργόν το επάγγελμα, τον οποίον της είχον εκλέξει αι εξαδέλφαι της μητρός της, ως καλόν νέον και προκομμένον. Αλλ’ όταν κατά το έθος του τόπου, ετελέσθησαν τα μβασίδια, και εισήχθη δια πρώτην φοράν ο γαμβρός εις το σπίτι, ο νέος είδε την αρραβωνιαστικήν του, την οποίαν του ειχον προορίσει, είδε και την μικροτέραν αδελφήν της, την Μαργαρώ. Η καλύπτρα, φευ! προ πολλού είχε καταργηθή εις τα ήθη μας.
Ο Παναγής δεν ηθέλησεν την Λείαν, την Ελενιώ, αλλ’ ηθέλησε την Ραχήλ, την Μαργαρώ. Την άλλην ημέραν δεν εδίστασε να εκδηλώση την προτίμησίν του προς την πενθεράν του την ιδίαν. «Ή μου δίνετε την Μαργαρώ, είπεν, ή σας στέλνω τα σημάδια πίσω».
Να πετάξη ο γαμβρός τα «σημάδια», δηλαδή τους αρραβώνας! κακόν και ψυχρόν το πράγμα. Τι να κάμη η πτωχή η Ασημίνα, τι να κάμη κι’ ο μαστρο-Στεφανής, ο σύζυγός της. Μετά πολλούς δισταγμούς και διαβούλια, αλλά και έριδας μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου, αφού η Ασημίνα ήκουσε και τας γνώμας των εξαδέλφων της, ηναγκάσθησαν να υποκύψουν.
Η Μαργαρώ, ως ήκουσεν ότι ο γαμβρός την προτιμά, δεν ώκνησεν να είπη ότι κι’ αυτή τον θέλει. Ήτον, είναι αληθές, ανθηροτέρα και χαριεστέρα της αδελφής της, και ήτο μόλις δεκαοκταέτις. Η Λενιώ η ατυχής, παραγκωνισθείσα, το επήρε κατάκαρδα. Εφαίνετο ολίγον ασχημούτσικη και ήτον χλωμή και κακοπλασμένη εξ αρχής. Είτε έπασχε αρχήθεν, είτε όχι, το βέβαιον είναι ότι απέθανε φθισική, ολίγον χρόνον ύστερον, μετά δύο μήνας από τον γάμον της Μαργαρώς!
Ιδού πώς αθρόως και χονδρικώς, ούτως ειπείν, διεσκεδάζετο η φιλόστοργος ανησυχία των εξαδελφάδων της Ασημίνας.
Έμεινε τώρα μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν δι’ αυτήν. Η Ασημίνα έτρεφεν μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της δια την αποδημίαν του υιού, κι’ έβλεπε ξυπνητά όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.
― Της Αφέντρας μου η τύχη, έλεγε, θα ’ρθη απ’ την Αμέρικα.
Και η κόρη εμεγάλωνε με την ιδέαν ταύτην. Αλλ’ εν τω μεταξύ η τύχη της εκινδύνευσε να έλθη από πολύ αποτέρω, δηλαδή από τας ιδίας περίπου σφαίρας, οπόθεν είχεν έλθει της ατυχούς Ελένης η τύχη και της μικράς Ροδαυγής.
Μία εξαδέλφη του μαστρο-Στεφανή είχε συνδεθή δια του γάμου της με μεγαλείτερον σόι. Εκαλείτο κοινώς η Επαρχίνα. Ήτον συνταξιούχος χήρα διοικητικού υπαλλήλου, προ χρόνων αποθανόντος. Είχε ζήσει εις άλλας πόλεις της Ελλάδος και είχεν αποκτήσει ξενιζούσας έξεις και κλίσεις. Μία των ιδιοτροπιών της, ήτις εφάνη αλλόκοτος εις το χωρίον, υπήρξε το να παραγγείλη να της κατασκευάσουν εντός του περιβόλου του κοινού κοιμητηρίου τον τάφον της κτιστόν, και να επιγράψουν επί πλακός τ’ όνομά της «ενθάδε κείται η αείμνηστος Π. Χ., χήρα του αοιδίμου επάρχου Σ. Χ.», πριν αύτη αποθάνη ακόμη.
Τούτο το είχον κάμει και άλλοι τινές προ αυτής. Έν μάλιστα γεροντικόν ανδρόγυνον είχε κτίσει διδύμους τάφους, ανοικτούς, χάσκοντας, με τας επιγραφάς των ονομάτων των, ζώντων ακόμη. Και το ανδρόγυνον είχε φθάσει εις βαθύ γήρας, 87 ετών ο σύζυγος, 84 η συμβία, και οι τάφοι έχασκον προκλητικώς προς τους επισκέπτας και το ανδρόγυνον δεν απέθνησκε. Τινές μάλιστα είπον ότι επίτηδες είχον κτίσει οι δύο σύζυγοι τους τάφους εκείνους τους ανοικτούς, δια να ξεγελάσουν τον θάνατον και δια να εξορκίσουν τον χάρον…
Τούτους είχε μιμηθεί και η χήρα Π. Χ. Καθώς ήταν νεόκτιστος, ασβεστωμένος, και με υγράν ακόμη κονίαν, μίαν εσπέραν θερινήν, η συνταξιούχος γερόντισσα, συνοδευομένη από την μικράν Αφέντραν, δευτέραν ανεψιάν της, δωδεκαετή τότε παιδίσκην, προς ην εφαίνετο να τρέφη στοργήν τινά, ενώ επέστρεφον από την άμπελον, ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου με τα καλαθάκια των από τους αγκώνας κρεμάμενα, διήλθον έξωθεν του νεκροταφείου. Εισήλθον εις τον περίβολον, δια να ίδη η χήρα τον τάφον και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργον τι, εις την μικράν ανεψιάν της.
― Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν!...
Η κόρη εκύτταξεν με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν.
― Τι όμορφο ταφάκι που θα ’χης, θεια, είπε· μικρούτσικο, μικρούτσικο.
― Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω αν θα μου ’ρχεται ίσα-ίσα. Ήθελα να κατεβώ μια κάτω, να ξαπλωθώ, για να δοκιμάσω… πρέπει να τεντωθώ καλά…
Η παιδίσκη ακουσίως εγέλασε.
― Πού σ’ αφήνει, θεια, είπεν, η καμπουρίτσα που έχεις, για να ξαπλωθής; Να δοκιμάσης;
Η γραία εμόρφασε.
― Μπα! είπε, δεν έχω καμπούρα, πού την ηύρα την καμπούρα;
Κι’ έφερε την χείρα οπίσω εις την ράχιν της.
― Σαν πεθάνουμε, εξηκολούθησε να λέγη στρυφνώς πως και μετά πικρίας.. τότε η καμπούρα φεύγει αποπάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν. Κι’ όλοι μας γινόμαστε ίσοι κι’ όμοιοι, ίσωμα σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάση.
Αίφνης της γραίας τής ήλθε άλλη μια ιδέα.
― Θέλεις, Αφέντρα μου να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής όμορφα-όμορφα, να καμαρώνης για να ιδώ πώς θα φαίνουμαι, όταν με βάλουν μέσα… ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι, γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα… Να τεντωθής λίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε πάνω-κάτω.
Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κενόν λάκκον. Εκάθισε κάτω, περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα μάτια της, και εκαμάρωνεν όμορφα-όμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της.
― Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω, μη μας ιδούν, και λένε τι πάθανε αυτές;… Τι όμορφα που κάνεις την πεθαμένη! Ανέβα γρήγορα και πάμε.
Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομίληκας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα.
― Πω πω! Έκαμες την πεθαμένη! και το λες κι’ όλα;
― Γιατί;
― Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν!... και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζύ τους…
Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον. Της ήρθε πυρετός. Έβλεπεν όλην την νύκτα νεκρούς και τάφους και βρυκόλακας εις τον τεταραγμένον ύπνον της. Η ιδία η θεια της τής εφαίνετο, ότι είχεν αποθάνει, ότι εβρυκολάκιασε κι’ εζητούσε να της πιη το αίμα. Εξύπνησε παγωμένη, και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νεκροπαθές.
Είχε πάρει «φρίξιν», καθώς έλεγεν η μητέρα της. Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη, άνωθεν της κεφαλής της, τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κι’ επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της.
― Είδες την Επαρχίνα! έλεγεν κατ’ ιδίαν η Ασημίνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι μιαν ώραν, μιαν ωρίτσα! Τ’ ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω, τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μες στον τάφο που είχε κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της!... Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμα! Και να ξαπλωθή στο λάκκο μέσα, ακούς! Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμένους;… Για να την αφήση ο Χάρος, γριά κακόγρια, κακομαγειρεμένη, να μην την πάρη και σωθούν οι αμαρτίες της!... Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, ακούς! Κι’ εσταύρωσε τα χέρια, κι’ εσφάλισε τα μάτια της, τ’ ακούς! Κι’ έκανε την πεθαμένη, τ’ ακούς!... Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της;… κι’ αν δεν την κακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήρθε άτυχα του κοριτσιού μου… Και πώς να τώ ’χω ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα ριμωμένο, Θε μου!... Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό… Πού μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα… Κι’ εγώ έλεγα, η καϋμένη, να ’ρθη ο Θανάσης απ’ την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ!... Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά!... Απ’ το Θεό ας τώ ’βρη!...
Αφού ο ιερεύς επέρανεν αναγιγνώσκων όλα τα Τετραβάγγελα, υπεράνω τής κορυφής της, η Αφέντρα έδειξε σημεία βελτιώσεως. Μετά τρεις εβδομάδας, αι πένθιμοι εικόνες εξηλείφοντο μικρόν κατά μικρόν από τον νουν της. Η μητέρα επροσπάθει να την κάμη να φαιδρυνθή.
― Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά… Και πού να ’ρθη απ’ την Αμέρικα ο Θανάσης μας!... Να σου φέρη όλα τα καλούδια… και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά… να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη… Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα πάνω στα στήθια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι… να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είναι καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ’ αργήση να έλθη, δια να φέρη πολλές λίρες.
Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη δεκαεπτά έτη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν, ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη. Μόνον αν συνέβαινε ποτέ να πειραχθή με καμμίαν συνομήλικα η Αφέντρα, έμενεν η παλαιά ηχώ, ήτις κάμνει όλους και όλας να φέρουν εις όλην την ζωήν των έν παρεγκώμιον, εις τους μικρούς τόπους, οπού ουδέν κρύπτεται ουδενός, και όπου η μετάβασις από της φιλίας εις την έχθραν είναι τόσον εύκολος και ταχεία.
Και τότε η παλαιά ηχώ, δια στόματος της φίλης τής χθες, της εχθράς τής σήμερον, επανέλεγε:
«Παλαβή!... σκιασμένη!... φριμμένη!... πού την πιάνει…». Και τούτο θα έφθανεν ακόμη και εις τα ώτα παντός υποψηφίου μνηστήρος… Πλην, αν ήρχετο ο Θανάσης από την Αμερικήν, κι’ έφερνε τόσον χρυσόν, όσο ωνειροπόλει η μήτηρ, το προηγούμενον εκείνο θα ήτο πολύ μικρόν εμπόδιον δια τους επιδόξους γαμβρούς.
Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγα χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα.
― Καλώς τα δέχτης, καλώς τα δέχτης, γειτόνισσα.
― Καλώς τα δέχτης, εξαδέλφη!
― Φχαριστώ, καλό να ’χετε.
Η Ασημίνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα η κόρης της. Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν, ότι περιέκλειε την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη.
― Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παπά!
Ο παπάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μαστρο-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήταν πράγματι από τον Θανάσην κι’ έγραφεν ότι μετά από ένα μήνα έρχεται. Είχε πάθει ολίγον την υγείαν, έγραφε, κι’ έχει πεποίθησιν ότι το αέρι της πατρίδος θα τον κάμη καλά. Θα έφερε μαζύ του και όλας τας μικράς οικονομίας του.
Δεν εκιτρίνισαν μόνες οι λίρες, τόσα χρόνια, εις τα κλίματα της Νοτίου Αμερικής, όπως έλεγεν άλλοτε ο μαστρο-Στεφανής· εκιτρίνισε κι’ ο ίδιος ο Θανάσης ο υιός του. Κατά Μάρτιον μήνα έφθασεν ούτος εις Πειραιά, ανέβη δε εις τας Αθήνας, δια να τον ίδουν οι ιατροί. Και ούτοι τον εύρον φθισικόν. Είχε παρουσιασθή εις τους ιατρούς με όλα τα δαχτυλίδια του, τις καδένες και τις καρφίτσες του. Του επήραν μερικάς λίρας, τού έδωκαν πολλάς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια με χρωματιστά νερά, και κάτι σκόνες, με οσμήν φαρμακείου, και τον εσυμβούλευσαν να υπάγη εις την πατρίδα του. Κι’ εκείνος δι’ εκεί επήγαινε.
Άμα ηκούσθη εις το χωρίον, ότι έρχεται με το βαπόρι ο Θανάσης φέρων και λίρες μαζύ του, πέντε προξενιές έστειλαν δια μιας εις την μητέρα του δια την κόρην της, την Αφέντραν. Περισσότεροι ητοιμάζοντο να στείλουν προξενιάν δια τον Θανάση τον ίδιον, πλην ήξευραν, ότι ο νέος δεν θα ενυμφεύετο πριν εξασφαλίση την αδελφήν του, και οι θέλοντες αυτόν δια γαμβρόν εφιλοτιμούντο να προσφέρωσιν εκδουλεύσεις, μετερχόμενοι τον προξενητήν και την παντρολόγισσαν, όλοι και όλαι, συντελούντες εις την αποκατάστασιν της κόρης το ταχύτερον. Άμα έφθασεν ο Θανάσης και τον είδαν, και ήτον ισχνός και κάτωχρος, ενόησαν πως δεν έμελλε να νυμφευθή εις αυτόν τον κόσμον ο Θανάσης, και παρητήθησαν.
Μεταξύ των γαμβρών, όσοι παρουσιάσθησαν, προεκρίθη είς νέος έχων μικρόν εμπορικόν. Εκαλείτο κοινώς ο Γρηγόρης της Μονεβασώς. Ούτος εσκέφθη, ότι τα χρήματα, τα οποία έφερεν εκ της Αμερικής ο φθισικός νέος , θα ήσαν καλά δια ν’ αυξήση το εμπόριόν του, δια να πληρώση τα χρέη του και ανοίξη περισσοτέρας πιστώσεις. Αι εξαδέλφαι της Ασημίνας, εσκέφθησαν ότι καλόν θα ήτο να συγγενεύσωσι με την εμπορικήν τάξιν, ήτις εξήσκει επιρροήν εις το χωρίον, κι’ εξευγένιζε δια των χρημάτων, πλάττουσα δημάρχους, συμβούλους, κ.τ.λ. Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών.
Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βόλον και το εξηργύρωσε. Ήτον περίπου δια πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βόλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.
Τον φθισικόν νέον τον επήγαν, μετά το Πάσχα, εις το μονύδριον του Αγίου Χαραλάμπους, μίαν τερπνήν εξοχήν. Ο νεός γαμβρός, όστις ήτον πολιτισμένος, απήτησε να βγάλη η αραβωνιαστική του τα εγχώρια φορέματα και να φορέση ευρωπαϊκά.
Η Αφέντρα ήθελε κι’ αυτή να ενδυθή ξενικά, όσω μάλλον ό,τι εσώζετο ακόμη εκ της νυμφικής στολής της μακαρίτιδος Ελένης, με της οποίας το κυριώτερον μέρος είχον ενδύσει την νεκράν, δεν ήθελε να το φορέση, ένεκα προλήψεων. Η άλλη, ύπανδρος αδελφή, η Μαργαρώ, αποτόμως όπως έγινεν ο γάμος της, είχε κάμει πρόχειρα νυμφικά φορέματα, επειδή ούτε η Ελένη θα της παρεχώρει τα ιδικά της στολίδια, δια να στεφανωθή μ’ αυτά, ούτε η Μαργαρώ θα το εδέχετο. Τα ενδύματα της Ελένης, όσα ευρίσκοντο ακόμη εντός του κιβωτίου, αρχαιοπρεπέστερα, ήσαν εν μέρει αυτά τα νυμφικά φορέματα της μητρός των, ολίγον τροποποιημένα, δια τας απαιτήσεις της εποχής. Η δε Αφέντρα ήτον πολύ νεοτέρα, της είχε έλθει η τύχη της από την Αμέρικαν, και ήθελε να συμβαδίση με την εποχήν.
Ο Θανάσης, ο φθισικός νέος, όστις ήτον πλήρης ελπίδων και θάρρους, ότι θ’ ανέκτα την υγείαν του, τώρα που ήλθεν εις την πατρίδα, είχεν ειπή εις την μητέρα του μετά τους αρραβώνας της αδελφής.
― Να γίνω κι’ εγώ καλά, μητέρα, και να γίνη γάμος.
― Έννοια σου, παιδί μου, θα γένης καλά, πρώτα ο Θεός. Σα δε γένης καλά, πού κάνουμε ημείς γάμο!... Και τώρα που θ’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες να μας στέλνουν προξενιές για τ’ εσένα, Θανασάκη μου. Μου είπαν, πέντε έξη πεθεράδες είν’ έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς… Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ’ ακούς. Χαρά σε μένα!... Ποια κι’ άλλη θα ’χη την τύχη μου… Και τάζουν, και τι δεν τάζουν!... Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη… Έτσι κι’ έτσι δε μας γελούν εμάς… Κουράγιο… κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!
Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψως του μνηστήρος ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της.
― Ειπέ της μάνας σου, είναι φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κι’ ύστερα το πένθος θα μας κάμη ν’ αναβάλουμε τα στέφανα… Κι’ εγώ θα πω του Θανάση, πως είναι φόβος μη πεθάνη η μητέρα σου, κι’ απ’ τη λύπη μας, θ’ αναγκαστούμε ν’ αφήσουμε το γάμο για του χρόνου.
― Έννοια σου! είπε μετά αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός.
Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του. Αλλά της Μονεβασώς δεν το εχώρει ο νους της να γίνη ο γάμος του υιού της και να μη παρευρεθή δια να δώση την ευχήν της. Ευτυχώς αύτη ήτον καλλίτερα, κι’ εσηκώθη εις ολίγας ημέρας. Αλλ’ ενώ εγίνοντο αι ετοιμασίαι του γάμου, και είχον κατεβάσει τον άρρωστον από την εξοχήν του Αγίου Χαραλάμπους εις την πολίχνην, ο γαμβρός και ο Στάθης διεφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προικός.
Ο γαμβρός ισχυρίζετο, ότι πέντε χιλιάδες είχον συμφωνήσει και χωριστά το σπίτι, το αμπέλι, τον μικρόν ελαιώνα, και τα ρούχα. Ο Στάθης διετείνετο, ότι τεσσερεσήμισυ χιλιάδες το όλον, μαζύ με τα ρούχα, τα έπιπλα, τα σκεύη και τα λοιπά. Και οι δύο έλεγαν την αλήθειαν, επειδή εκάτερος είχεν είπει άλλον αριθμόν, όταν έδωκαν τας χείρας… Επειδή δε τώρα ο γαμβρός ηθέλησε ευρωπαϊκά φορέματα δια την νύφην, όλη η σκευή θα εκόστιζε περίπου χιλίας δραχμάς, και άλλας τέσσαρας χιλιάδας με τρόπον συμβιβαστικόν και χωρίς ξεσυνέρια, ήθελε να μετρήση δια την αδελφήν του.
Εις τα παράπονα της Αφέντρας και της μητρός, ο Θανασάκης επένευσε, και είπε να δώσουν ακόμη χιλίας δραχμάς του γαμβρού, αλλ’ ο Στάθης είχε το λύειν και το δεσμείν, και δεν επείθετο να τας δώση. Ο Στάθης και ο γαμβός ήλλαξαν δριμείας φράσεις.
― Σε ξένο βιο κάνεις κουμάντο εσύ; Άλλος τα καζάντησε αυτά τα γρόσα.
― Και συ με τ’ αδερφού σου τα γρόσα, που έχασε την υγειά του για να τ’ αποχτήση, θέλεις ν’ ανοίξης μεγάλο μαγαζί; Πού είναι τα καζάντια σου εσένα;
Ο γερο-Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν.
― Ε! τώρα, ησυχάζετε και σεις; Μοιάζετε με τους δυο, που μάλωναν σε ξένον αχ…
Ο γέρο-Στεφανής δεν ετελείωσεν την φράσιν. Η Αφέντρα είχε στραφή προς τον πατέρα της, κι’ επειδή εγνώριζε τας παροιμίας του, του ένευσε, φέρουσα ζωηρώς τον δάκτυλον εις τα χείλη. Εφοβείτο μη προσβληθή ο μνηστήρ της. Ο Στάθης όμως ήξευρε, φαίνεται, τον άνθρωπόν του, και ήτο βέβαιος περί της ανοχής και της πραότητος του γαμβρού. Τω όντι, ούτος είχε λάβει, την προτεραίαν ήδη, τας τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι επέμενε να λάβη άλλας χιλίας, και είχε διαθέσει μέγα μέρος του ποσού εκείνου εις εξόφλησιν εμπορικών υποχρεώσεων.
Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχον φέρει οπίσω εις την πόλιν, δεν κατώκησε πλέον εις την πατρώαν οικίαν, την οποίαν είχον γράψει ως προίκα εις το συμβόλαιον, κι’ εν αυτή θα εγένοντο αι εορταί και τα δείπνα του γάμου. Προς ανατολάς ταύτης ήτο μικρά πλατεία, και πέραν της πλατείας ήσαν άλλαι οικίαι. Μεταξύ τούτων, ενοικίασαν τον οικίσκον πτωχής γυναικός, δια να κατοικήση ο άρρωστος, είτα και οι γονείς του.
Ο φθισικός, και αν δεν ηδύνατο να σηκωθή δια να παρευρεθή εις τον γάμον, θα έβλεπε δια του παραθύρου τον μέγαν χορόν, όστις θα εχορεύετο επί της πλατείας, εις το ύπαιθρον, μετά το γαμήλιον γεύμα. Ήτον ήδη περί τας αρχάς του θέρους. Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους, και δικούς και ξένους, εις τους γάμους του.
Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή ακόμη. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρησιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «Καλά!». Αλλά δεν έδωκε τα χρήματα.
Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο η παραμονή του γάμου, ο γαμβρός υπέμνησε και πάλιν την απαίτησιν. Τότε ο Στάθης είπεν ότι δεν έχει πλέον χρήματα, επειδή όσα είχεν εις χείρας του επήγαν όλα στα έξοδα, και ας δώση τα χρήματα ο Θανάσης, αν θέλη.
Αυτά είπεν εις τον γαμβρόν. Εις δε τον Θανάσην είπεν.
― Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, να στεφανωθή, κι’ ύστερα, τι λες και συ;
― Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι, και μάλιστα ο Στάθης.
― Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξη κι’ αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κι’ ημείς…
Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.
― Να, τώρα, που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γριά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κι’ ήθελε να γένη ο γάμος τώρα… Εγώ είπα, να γένης πρώτα καλά εσύ, κι’ ύστερα να μας βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλήση… ως τόσο είσαι, και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;
― Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο, ότι είναι καλλίτερα, άμα του το έλεγε τις· ησθάνετο δ’ ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου.
― Μακάρι ο Θεός να δώση να είσαι καλά! Θα σηκωθής Θανασάκη μου; Θα κάμης κουράγιο να ’ρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ το στεφάνι;
― Να ιδώ… σαν μπορέσω… Όπως πη ο γιατρός.
― Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσουμε το χέρι κι’ εγώ κι’ ο Γρηγόρης… ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά;… Χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα… Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; Αποκάτ’ από το προσκέφαλό σου τα ’χεις;
Και λέγουσα έρριπτεν βλέματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα, ως δια να χώση την χείραν της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.
Ο Θανάσης είχε τω όντι υπό το προσκέφαλόν του, εντός χαρτοφυλακίου, το μέγιστον μέρος των χαρτίνων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης εκ Βόλου – περί τας ένδεκα χιλιάδας δραχμών.
― Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφαση ο γαμβρός; Τώρα πλια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν’ απομείνουμε… Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη και πη πως δε στεφανώνεται!... Κάλλιο έχω να…
Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ’ έξω, και ίσως είχε τείνει το ους, ή τυχαίως ήκουσε.
Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει δια τα καθέκαστα του γάμου, δια τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι… Είναι τω όντι φαντασμένος, αυτός ο γαμβρός.
― Μην το λες, και κακιών’ η αδερφή μας, είπεν μειδιών ο Θανάσης.
― Εμένα μ’ έχει αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη, δεν τον έχει ακόμα τίποτε.
Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κι’ εσιώπα. Εισήλθε και η Ασημίνα, ήτις ίστατο προ μικρού εις τον προθάλαμον, και είχεν ακούσει τον Στάθην.
― Τώρα πλια έχουμε χαρές… Θα κάμωμε γάμο, που να δώση νάμι… Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, αστρονόμο, όλους τους εκάλεσε ο γαμβρός μας… Θα στήσουμε αύριο ένα χορό, που θα δώση κρότο, τι λες καλέ!.. Θα κάμη χαρά, λέει, που να βαστάξη τρεις βδομάδες. Παράγγειλε στον μπάρμπα μας τον Κοψιδάκη, να του σφάξη τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δυο κατσίκια, θυσία… Και χωριστά ο κουμπάρος που θα σφάξη δυο τραγιά, και θα κουβαλήση πίττες και μπακλαβάδες. Και βιολιά και λαούτα, ακούς, και λογιών – τω – λογιών λαλούμενα, τ’ ακούς, και όλ’ οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέττα, ακούς… Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τ’ ακούς… Και πού είσ’ ακόμα ν’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες για το Θανάση, κι’ οι πενθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά, και κουραμπιέδες, και λογιών – τω – λογιών καλούδια… ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θα ’χουμε… Και ποια μάννα είναι σαν εμένα;… Πώς έχω το νου, δε λέτε;…
Την στιγμήν εκείνην, επήλθε παροξυσμός βηχός, μετά διαταραχής του στομάχου, εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κι’ ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν’ ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ήρεμα εις τον κόλπον του.
Είτα ο Θανάσης ησύχασεν. Η μήτηρ έκλεισε καλώς την θύραν του θαλάμου, και είπεν, εις όλους, καθώς είχον εξέλθει εις τον προθάλαμον.
― Αφήστε τον να κοιμηθή… Είναι κρίμα απ’ το Θεό… Τις χίλιες δραχμές θα τις δώση αύριο… ας είναι καλά, το παιδάκι μου… Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε… Έχασε τα νειάτα του, αρρώστησε το παιδί μου… Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ’ ασήμι, ακούς! Βαθειά κάτω, σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη μεσ’ τα λαγούμια, τ’ ακούς! Αφήστε τον ν’ ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάν’ κόσμο, κι ανάλυσε, σαν το κερί, το παιδάκι μου!... Ας ησυχάση καλά τη νύχτα…
Την επαύριον, όλ’ αι ετοιμασίαι δια τον γάμον ήσαν συμπληρωμέναι…
Την νύχτα η Αφέντρα, καθ’ ην στιγμήν ο μνηστήρ τούς εκαλονύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ’ ιδίαν.
― Θα μου τις δώση αύριον τις χίλιες δραχμές… Υποσχέθηκε κι’ η μητέρα.
Την ώραν που επήγαν τα βιολιά, κι’ έφεραν τον κουμπάρο έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρυφά τον Στάθην, όστις, στολισμένος, συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν.
― Οι χίλιες δραχμές τι γίνονται;
― Θαρρώ πως τις έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.
Η πομπή των καλεσμένων, μετά βιολίων και λαγούτων, άγουσα τον κουμπάρον και τον γαμβρόν, κατήλθε μέχρι της οικίας της νύμφης. Ανέβησαν εις την οικίαν ο γαμβρός, ο σύντεκνος, και οι οικείοι· οι πλείστοι επερίμεναν εις τα πρόθυρα της οικίας. Μετ’ ολίγα λεπτά κατήλθον όλοι, άγοντες και την νύμφην, στολισμένην με φορέματα της προτελευταίας μόδας, και με καπέλλον μετά τεχνητών ανθέων πορτοκαλέας, συνοδευομένην από την μητέρα της την Ασημίνα, ήτις έφερε το σαλομέταξο φουστάνι της, και γουνάκι και κουζούκαν εκ βελούδου, αμαυρού χρώματος, και από τας θείας της, όλας αναλόγως στολισμένας. Ο γερο-Στεφανής εφόρει πανωβράκι τσόχινον, το οποίον είχεν από τριακονταετίας, και δεν το είχεν φορέσει περισσότερον από πέντε φοράς εις όλην την ζωήν του. Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούντα κυανήν, το οποίον του είχεν φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχή των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.
Πριν καταβώσιν από την οικίαν, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει την νύμφην, την ηρώτησε με πολύ χαμηλήν φωνήν, δια να μην ακούσουν ο σύντεκνος και άλλοι οικείοι ιστάμενοι πλησίον.
― Σου τις έδωκε ο Θανάσης;
Η Αφέντρα, μη τολμώσα ν’ αρθρώση φωνήν, καθώς ένευε την κεφαλήν κάτω, κατένευσεν ακόμη χαμηλότερα, ερυθριώσα.
― Τις έχεις; ηρώτησεν πάλιν ο Γρηγόρης.
Δεύτερον νεύμα έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα.
Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διευθύνθη εις τον ναόν όπου ετελέσθη ο γάμος.
Ο γάμος έγινε επίσημος. Μετά το γεύμα, όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχεν καταριθμήσει η Ασημίνα, όλοι μετά των συζύγων των έλαβον μέρος εις τον χορόν – τινές ως απλοί θεαταί – όστις είχε στηθή εις την μικράν πλατείαν, εκείθεν της οικίας.
Πολλοί εχόρευσαν, όλοι σχεδόν ευφράνθησαν και κανείς δεν εμελαγχόλησεν. Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν.
― Αν δεν ηρχόμουν εγώ απ’ την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ’ αυτά θα έλειπαν… Γάμος μπορούσε να γίνη, αλλά θα ήτον πτωχικώτερος… και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.
Κι’ εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκεφάλαιόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκεφάλαιον να το ίδη.
Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κι’ έκαμε τρία βήματα, δια να πλησιάση εις την κλίνην.
Εσήκωσε το προσκέφαλον, και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπε.
Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδα, ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γίνει άφαντον.
Κρύος ιδρώτας τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε.
― Μάννα μου! Μάννα!
Η μικρή Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας δια να υπηρετεί τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κι’ εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ’ όλον τον θόρυβον, όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και το βήμα του Θανάση, κι’ έτρεξεν επάνω.
― Τι έχεις, Θανάση;
― Αθουσώ!... Αθουσώ!... Τρέξε γλήγορα, φώναξε τη μάννα μου…
― Είναι πιασμένη στο χορό…
― Να ξεπιασθή… και να τρέξη!
Μετ’ ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημίνα.
― Ω! Καλά έκαμε τ’ Αθουσώ, κι’ ήρθε, και μ’ έκαμε να ξεπιαστώ απ’ το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Με τις νιες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδικήνες, λιμεναρχήνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω!... Όχι άλλο!... Ας είναι στεριωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου… Τι με φώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου;
― Ποιο; Τι είπες;
― Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα…
― Ε;
― Λείπει… Μου το κλέψαν, μάννα…
― Τι λες παιδί μου;
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη, καλούντος έξωθεν της θύρας.
― Μάννα… Μάννα!
― Ποιος φωνάζει; Εσ’ είσαι, Στάθη;
Και η Ασημίνα προέκυψεν εις το παράθυρον.
― Πες του Θανάση, εγώ τώ ’χω το πορτοφόλι, και να ησυχάση.
Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη.
Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη.
― Γιατί δεν ήρθε μέσα;
― Έχει δουλειές, παιδί μου… Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών, και τα κεράσματα… Πηρετεί όλους τους καλεσμένους…
Ακολούθως η μητέρα κατήλθεν εις την πλατείαν, και διελθούσα πλησίον του Στάθη, του έρριψε βλέμμα ερωτηματικόν.
― Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώ ’χει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες… Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ’ αρπάξ’ η θυγατέρα σου, την ώρα που τον έπιασε ο βήχας… κι’ αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση τις χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός… Τώρα πια η πόρτα έκλεισε… Πανωπροίκια δεν έχει.
Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι με τα βιολιά με τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου έφαγαν νέον δείπνον. Τα γλυκοχαράματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια.
Όλην την εσπέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του. Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κι’ επί πολλάς ώρας εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός.
Την ώραν του μεταμεσονυκτίου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος μετά των στενωτέρων εκ των καλεσμένων ευφραίνοντο, ο γαμβρός ενθυμήθη να ερωτήση την νεόνυμφον.
― Πού τις έχεις τις χίλιες; Απάνω σου;
Η Αφέντρα έκαμεν αδιόρατον νεύμα.
― Και δεν μου λες, είπεν ο Γρηγόρης, γιατί δεν σου έβαλε η μάννα σου, την κολλαΐνα με τις λίρες, που μου ’λεγες, πως θα σου βάλη;
Πού να τις βρούμε τις λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λυθείσης της γλώσσης της – επειδή η μοδίστρα τής είχεν ειπεί ότι οι νύμφες που φορούν ευρωπαϊκά δεν είναι ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς εσυνήθιζαν οι πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύρια – και μάλιστα ωμοίαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγε η μοδίστρα. Πού να τις βρούμε τις λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ’ το Βόλο…
»Κι’ έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγε η μητέρα, θα ταίριαζε αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια… Μ’ αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει.
Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών εφώναξε τον Στάθην και του είπε.
― Σύρε να ιδής τον αδερφό σου… Σε θέλει.
Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, πήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε.
Μετ’ ολίγον η Ασημίνα έτρεξε κι’ εφώναξε την νύμφην της.
― Γερακίνα, πού είν’ ο Στάθης; Μην κοιμάται;… Δεν είναι καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα!
Ολίγω ύστερον ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή!...
― Στάθη! Έλα γλήγορα!... Πεθαίνη ο Θανάσης!...
Ο Στάθης είχε σηκωθή, κι’ ενίπτετο, κι’ εκτενίζετο, κι’ αργοπορούσε.
Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία.
― Στάθη! Έλα γρήγορα!... Σε γυρεύει ο Θανάσης… την ψυχή στα δόντια!...
Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γερο-Στεφανής.
― Τρέξε γλήγορα!... Τον αδερφό σου τον μεταλαβαίνουνε.
Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης. Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς.
Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως, και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν.
Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς.
Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κι’ εμειδίασε.
― Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τώ ’καμα, να μη σε γδύσουν… Σου χρειάζονται τα λεπτά για να κυτταχθής, να γένης καλά… να ζήσης ακόμα, πολύ, πολύ!...
Ο φθισικός είπεν «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι εις την παλάμην του, κι’ εξέπνευσε.
Μόλις απέδωκεν την τελευταίαν πνοήν ο Θανάσης, και ο Στάθης ανέλαβε πάλιν το πορτοφόλι, και το έβαλεν εις τον κόλπον του.
Η Ασημίνα έρριξε μίαν κραυγήν, είτα, μετά την συστολήν του νεκρού, απηγόρευσε τα μοιρολόγια. Είχαν χαράν εις την φαμιλιάν της, και το σπίτι της νεονύμφου ήτον εκατό βήματα παρέκει, αντικρύ εκεί. Δεν ήρμοζε ν’ αμαυρωθή με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατρός της.
Ο μαστρο-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει, ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χαρτονομίσματα, και δεν ήξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον, κι’ εφώναξε τον Αντώνην του Βλάχου.
― Πάτερ Αβράμ! Ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!
Τα μελίμηνα του ανδρογύνου επικράνθησαν από τον θάνατον του αδελφού, του προικοδότου και χορηγητού. Ο Γρηγόρης εξηκολούθει επί πολύν καιρόν ακόμη να ζητή τας χιλίας δραχμάς, και να παραπονήται κατά της συζύγου του, ότι αύτη του είχε είπει ψεύδος. Πλην η Αφέντρα ισχυρίζετο, ότι δεν του είπε ποτέ, με το στόμα, ότι είχε λάβει τα χρήματα εκείνα.
Ο Στάθης υπεσχέθη να γηροκομήση τους γονείς του, αλλ’ ουδέποτε επείσθη να δώση το «πανωπροίκι» εις τον γαμβρόν. Είχεν εύρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της πρεσβυτέρας αδελφής, Μαργαρώς, ήγειρεν απαίτησιν, ζητών και αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προιξ την οποίαν είχε λάβει ούτος ήτο πολύ ευτελεστέρα.
― Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε; είπεν ο Στάθης.
Ο γερο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς.
― Άλλοι σπέρνανε, κι’ άλλοι θερίζουνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου