Η'
Την εβδομάδα των Βαΐων, μίαν πρωίαν, απήλθεν η Φραγκογιαννού ολομόναχη εις την εξοχήν, προς της Μαμούς το ρέμα. Ήθελε να επισκεφθή τον μικρόν ελαιώνα, τον οποίον ως «ψυχομοίρι» είχε λάβει από μίαν εύπορον οπωσούν κουμπάραν της, αποθανούσαν άκληρον, και εις την οποίαν είχε προσφέρει εκδουλεύσεις. Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία.
Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γίνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν. Η μήτηρ του βρέφους, αν και είδε τα μέλανά τινα σημεία περί τον λαιμόν του μικρού παιδιού, δεν θα ετόλμα ποτέ να κάμη λόγον, ούτε άλλος θα επίστευε το έγκλημα της μητρός της. Προφανώς το παιδίον είχεν αποθάνει από τον κοκκίτην.
Ο μόνος ιατρός, όστις υπήρχεν από χρόνων εις το χωρίον, ο φιλάνθρωπος Βαυαρός Β., έτυχεν απών. Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνήθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου.
Αντ' αυτού η Κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν εις απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω. Ούτος κληθείς υπό της δημοτικής αστυνομίας όπως βεβαιώση τον θάνατον, εκοίταξεν επιπολαίως το πρόσωπον του νεκρού βρέφους, παρεπονέθη διατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο έζη κ' έδωκε το «ενταφιαστήριον», γράψας «εκ σπασμώδους βηχός».
Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας. Όταν εμβήκεν η Μεγάλη Σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μεσοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρη της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.
Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδας των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικόν πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδος γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις το ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας. Επάνω της κορυφής εκείνης ίστατο ερημικόν, άποπτον, ως φανός την ημέραν λάμπων, το εξωκκλήσιον του Αγίου Αντωνίου. Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κ' ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κ' εξηκολούθησε τον δρόμο της. «Δεν είμαι άξια», είπε μέσα της, «να μπω σ' ένα ξωκκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται... Ας πάω καλύτερα στον Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό».
Μετά τούτο έφθασε εις τον ελαιώνα, επεθεώρησεν εν προς εν όλα τα ελαιόδενδρα διά να ιδή αν ήσαν φουκωμένα ήδη. Ήτο ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει οι ελιές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων.
Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα το καλάθιον της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πίτταν το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις τις γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.
Εκτός των αγριολαχάνων τούτων, τα οποία όλαι εγνώριζον να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρεν άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα διά τους ασθενείς, το τρίμερο, και την δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα εις τας κομάρους και τας πτέριδας, και παρά τας ρίζας των αγρίων δένδρων, και τους μύκητας και τας άκανθας και τας κνίδας, καθώς και το πολυτρίχι εις τους μικρούς καταρράκτας του ρεύματος –το οποίον λέγουν ότι είναι φάρμακον διά τας λεχούς τας πυρεσσούσας.
Αφού συνέλεξεν ικανά βότανα και εκ του είδους των ιαματικών τούτων, τα οποία ετύλιξεν εις χωριστόν μανδήλι εντός του καλαθίου, και η ώρα έκλινεν ήδη προς το δειλινόν, και ο ήλιος επλησίαζεν εις την κορυφήν του βουνού· εντός του ρεύματος βαθεία ήτο η σκιά, και ο θρους των βημάτων της αντήχει ως δούπος σκληρός εις το βάθος της ψυχής της.
Η γραία ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση. Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν, και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναγύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω – όπου ελέγετο ότι εις θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενεάς ανθρώπων εκεί, και τέλος εξέλιπε χωρίς ν' αφήση αετόπουλα. Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν, και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα.
Επάνω, εις την κορυφήν του ρεύματος, εις ένα ζυγόν σχηματιζόμενον μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα εις του Κονόμου τα ρόγγια και εις τον Μικρόν Ανάγυρον, εκεί ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν το αρχαίον, έρημον μονύδριον, ο Άις Γιάννης ο Κρυφός. Ήτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθεν του μικρού αυχένος, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά, και από πυκνήν λόχμην. Είτε εκ του βορείου μέρους ήρχετο τις, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμα, είτε εκ του μεσημβρινού, εκ της τοποθεσίας της καλουμένης του Κονόμου τα ρόγγια, και αν εγγύτατα διήρχετο πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήτο αδύνατον να υποπτεύση την ύπαρξίν του, αν δεν εγνώριζε καλώς τα μέρη, όπως τα εγνώριζεν η Φραγκογιαννού.
Ο περίβολος και τα ολίγα κελλία ήσαν ερείπιον από πολλού. Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον. Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον.
Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μια τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν· «Ίδε ο Αμνός του θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς. Το πρόσωπον τού Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου.
Τον Άϊ-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της. Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτην –ως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις! Και δεν εφοβείτο τόσον μη την διώξη ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, όστις πάντοτε εγόγγυζε και ήτο τραχύς προς τας γραίας, αίτινες επέμενον μη θέλουσαι ν' ανέρχωνται εις τον γυναικωνίτην, και απήτουν να έχουν διαρκώς μικρόν, περίφρακτον με σειράς στασιδίων διαμέρισμα, εις την βορειοδυτικήν γωνίαν του ναού· αλλ' εφοβείτο τον Αρχάγγελον, τον αγριωπόν, όστις ήτο ζωγραφισμένος μεγαλωστί επί της βορείας πύλης του ναού, με την ρομφαίαν του την φλογίνην εις την χείρα.
Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν εν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζί με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιεφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνως, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Αϊ-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα... να κάμω μία καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου!...»
Θ'
Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμα-ρέμα εις τα οπίσω, εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Αγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει. Μόνον πριν φθάση ακόμη εις την κορυφήν του λόφου, εφ' ου ίσταται το παρεκκλήσιον, και οπόθεν ανοίγεται μεγάλη θέα προς τον λιμένα και την πόλιν, είδεν εκεί δεξιά της χαμηλά εις το βάθος μικράς κοιλάδος, ήτις καλείται της Μαμούς το ρέμα, και τέμνει κατ' αμβλείαν γωνίαν την άλλην βαθείαν κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύν και καλώς καλλιεργημένον κήπον του Γιάννη του Περιβολά, και είπε μέσα της:«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη... Τί θα χάσω;»
Συγχρόνως, ανεπόλησεν την στιγμήν εκείνη, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηννόει αν αύτη ευρίσκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπεν μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχόμενη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του. Είτα ευθύς πάλιν είπε καθ' εαυτήν:
«Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!... Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ' σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλληκαροβότανο! επέφερε. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι αυτή η φτωχιά!... Θαρρώ πως έχει πέντ' έξι ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα... απ' αυτά τα εφτάψυχα!»
Είχεν ερευνήσει, τω όντι, επί χρόνους πολλούς, εις τα βουνά και τας φάραγγας, όπως εύρη «παλληκαροβότανο» διά την κόρην της, αλλ' εκείνο το οποίον της είχε δώσει δεν επέτυχεν· εξ εναντίας, ενήργησε μάλλον ως «κοριτσοβότανο». Και όμως εις αυτήν άλλοτε, όταν της το έδωκεν η ανδραδέλφη της, είχε τελεσφορήσει, διότι έκαμε τέσσαρας υιούς, και μόνον τρεις θυγατέρας. Όσον αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχεν ειπεί προ χρόνων ότι είναι μεγάλη αμαρτία.
Πριν φθάση εις την θύραν του κήπου, καθώς κατήρχετο τον δρομίσκον της κλιτύος, είδεν ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν ευρίσκετο εντός του κήπου, αλλ' ήτο την στιγμήν εκείνην εις τον γειτονικόν αγρόν, τον οποίον είχε φαίνεται ενοικιάσει ως κολλήγας από τον γείτονα. Ο αγρός ήτον σπαρμένος κριθήν λίαν χλοάζουσαν και σπιθαμιαίαν ήδη, εκείτο δε επί χαμηλοτέρου από τον κήπον επιπέδου, εις ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος εις μίαν άκρην του αγρού, ως φαίνεται, εβοτάνιζεν, ήτοι εξερρίζωνε τ' άσχημα χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα εις το σπαρτόν, ενόσω ήτο ακόμη ενωρίς, και ο ήλιος έδυεν ήδη. Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος, κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν.
Η γραία Χαδούλα εισήλθε. Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κ' εμαρτύρει περί της αρρωστίας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά. Μόνον εις φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».
Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπε ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασίων. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με το μάγγανον, και δίπλα, η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το εν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και εν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.
— Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει νερό;Πλησιάσασα, έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτον σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.
— Τί τ' αφήνει εδώ, κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπεν πάλιν η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα;Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα.
Εκοίταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλύτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν. Το μικρότερο, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχη από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν.
— Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' δω;... Πού είν' η μάννα σας;Το μεγαλύτερον κοράσιον απήντησε:
— Πίτι.Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό;
— Ζεν είναι ζω, είπεν πάλιν το μικρόν.Φαίνεται ότι εξετέλει εντολήν του πατρός της, μη θέλοντος να ενοχλώσιν οι διαβάται την άρρωστην. Αύτη, άλλως, ευρίσκετο πράγματι εντός της καλύβης, καίτοι τα παράθυρα ήσαν κλειστά, ίσως διά να μην την βλάπτη ο εσπερινός αήρ του ρεύματος. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέλθει εις τον γειτονικόν αγρόν, προς μικράν συμπληρωματικήν εργασίαν, και είχεν οκνήσει ή νομίσει περιττόν να κλείση και την θύραν του περιβόλου του λαχανοκήπου.
Η γραία Χαδούλα ηρώτησε και πάλιν:
— Κ' είναι στο χωριό, η μάννα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας;— Είναι πατέλας ζω, είπεν η μικρά.
— Πού;
— Εκεί κάτω, έδειξεν η μικρά.
— Και τι κάνει;
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να είπη.Τέλος επρόφερεν:
— Έχει ζ'λειά. (έχει δουλειά)— Πώς σε λένε, κορίτσι μου;
— Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα).
— Και την αδερφή σου;
— Τούλα (Αρετούλα).
Η Φραγκογιαννού εσκέφθη:
«Θα φωνάξουν, τάχα;... Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή!... Πρέπει να κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε λίγο, θα 'ρθη δω, γιατί θα σουρουπώση, και δεν θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω... Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή, όπως δεν με είδε ως τώρα».
Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην. Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!... αυτό είναι μια απόφαση».
Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.
Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός.
Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας.
Η μεγαλυτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξιάν της εσπέρας.
— Μα...!Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.
Και συγχρόνως ετοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία.
Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχε αποθέσει καταγής, και απεμακρύνθη δύο βήματα.
Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλυτέρα επάλαιε.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότον θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν.
Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασίων, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας.
— Τί είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχε αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά, και να φωνάζη:
— Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;... Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κ' εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε!Κ' ενώ τω άμα κύψασα, και αφαιρέσασα εν ακαρεί την φουστάνα της, μείνασα με την λεγομένην «μαλλίναν», την εν είδει μεσοφορίου, απορρίπτουσα τας πατημένας χονδράς εμβάδας, μείνασα με τας κάλτσας τας τρυπημένας εις την πτέρναν, ερρίθη βαρεία, μετά πατάγου μέσα εις το νερόν της στέρνας.
Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκυψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλυτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.
Τέλος, η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής, και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος.
Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα.
Η Φραγκογιαννού μετά προσπαθείας, ψάξασα με τους πόδας εις το νερόν, ανεύρεν επί της μεσημβρινής πλευράς το στόμιον της στέρνας, το φραγμένον διά πλατείας σανίδος με υψηλήν ως κοντάριον λαβήν, και πατήσασα τον ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα όλη στάζουσα.
— Είδες! Δεν το εσυλλογίστηκα! ανέκραξεν επιδεικτικώς η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνιγούν τα κοριτσάκια, τα καημένα!Ήτο αληθές, άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία.
Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη:
— Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε... Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές!... Καλά που είναι γλυκό το νερό... Πού είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;... Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια, μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;... Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε... Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον ελιώνα... Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοιχτή!... Πού 'ναι ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; Ό,τι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλούμ! Τρέχω... Τί να ιδώ! Δεν πρόφθασα... Ούτε ήξευρα πως εισ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι... Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη... Την τρομάρα που πήρα!... Τώρα, κρέμασμα ανάποδα, και γλήγορα... Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα... Πού 'ναι... τος ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; Και δράξασα μετά βίας το εν σώμα, το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτον νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε.
— Πού είν' ένα σκοινάκι;... Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλαμιά! Καλά, θα χρειαστή.Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.
Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε:
— Μα πού 'ναι ο πατέρας τους;— Εμένα ρωτάς; είπεν η Γιαννού.
— Δεν φωνάζεις;... Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου... Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.
Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξη δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρέμαση το σώμα κατά κεφαλής.
Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν:
— Γιάννη!... Γιάννη!Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρέμαση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της:
— Γιάννη!.. Πού είσαι;... Έλα!...Τα κορίτσια πέσανε μες στην στέρνα!...«Καλύτερα, που αργεί», έλεγε μέσα της.
— Δεν ακούει, θα πω, αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλια... Γιάννη! Γιάννη!...Συγχρόνως συνησθάνθη ότι σχεδόν επροδίδετο, καθότι η γυνή ρητώς δεν της είχεν ειπεί ότι ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία τον είχεν ιδεί, και αν της το ειπέ τις, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπεν. Όθεν επέφερε:
— Μα πού είναι;... Στο χωράφι, είπες; Και τί κάνει;... Ποιός να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί... Συ είσαι άρρωστη γυναίκα... Γιάννη!... Πού είσαι, Γιάννη;Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχόμενη.
— Τί είναι;... Ποιός φωνάζει;— Τρέξε, Γιάννη!... Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή.
Μετά εν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.
Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλυτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος.
— Τί είναι;... Τί τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης.— Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού... Ηρχόμουν από τον Ανάγυρο, με το κοφίνι μου. Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμα, για να κάμετε μαντζούνι για τη γυναίκα σου!... επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη... Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή!... Μπαίνω μέσα... Ακούω, μπλούμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά, έπεσαν στην στέρνα... Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποιά να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια... Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη... Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μες στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πώς φαίνεται, την ετράβηξε μαζί της μες στη στέρνα. (Η Φραγκογιαννού είχε αυτοσχεδιάσει την ερμηνείαν ταύτην εκ του προχείρου, και εξ εμπνεύσεως). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλούμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε... Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό!...
Ο Γιάννης ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησεν:
— Ω!... τι αμαρτίες!... έχεις δίκιο, χριστιανή μου! Αχ!... και τι ήτον αυτό!... Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια... και δεν ημπορούσα να ησυχάσω, το έρμο!... Ένα σαράκι μ' έτρωγε!... Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη. Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία... έλεγα ν' αφήσω το βοτάνισμα, να 'ρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ πίσω... Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει... Και δε μου 'κανε καρδιά, ν' αφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκιο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες;Και εν πολλή αγωνία, ο κηπουρός συνειργάσθη εις τα πρόχειρα εναντίον του πνιγμού μέσα, τα οποία συνίστα η πολύπειρος Φραγκογιαννού.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η γραία Χαδούλα εξ ανάγκης έμεινε καθ' όλην εκείνην την νύκτα εις την καλύβην, όπου εδοκίμασεν όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας μεταβαλλομένης αίφνης εις ιάτρισσαν των ιδίων θυμάτων της. Με όλα τα κρεμάσματα και τας εντριβάς, τα οποία εφήρμοσεν αύτη, τα δύο κοράσια απέθαναν. Το πρωί έτρεξεν ο Γιάννης εις την πολίχνην διά να δώση είδησιν εις τας αρχάς, ενώ η Φραγκογιαννού μείνασα οπίσω εσυντρόφευε την άρρωστην μητέρα, κλαίουσαν και οδυρομένην, εξασκούσα και το έργον της παρηγορητρίας, σιμά εις το επάγγελμα της ιάτρισσας.
Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασίων: «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' την μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζί της μες στη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι άκουσε ένα μπλούμ! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα».
Ο παρεπιδημών ιατρός, κ. Μ., ήλθεν, είδε τα πτώματα και συνέταξε την έκθεσίν του· απεφάνθη ότι τα δύο κοράσια επνίγησαν εκ πτώσεως εις το ύδωρ.
Ουδεμία ένδειξις ούτε υποψία υπήρχε κατά της Φραγκογιαννούς. Τα δυο μικρά πλάσματα τα εδιάβασεν εις ιερεύς ελθών, εις τον ναΐσκον του Αγ. Αντωνίου, και τα έθαψαν εκεί έξω, μεταξύ σχοίνων και θάμνων, πλησίον εις την βορείαν πλευράν του ναΐσκου.
Ι'
Παρήλθον αι εορταί του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλεξάνδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα. Εις το υπόστεγον μέρος της αυλής το καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εις την πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ομοιάζουσαν πολύ με την Κιβωτόν του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, πλησίον εις το φρέαρ, και όπου η αναθάλλουσα τεραστία μορέα εξέτεινε τους μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ως χιαστήν ευλογίαν διδομένην σταυροειδώς εις αξίους και αναξίους, ο μικρός κήπος φραγμένος με δρύφακτα εξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά άνθη εις δρόσον γλυκασμού και τρυφήν ομμάτων δι' όλα του Θεού τα πλάσματα· δίπλα εις την μικράν κάμινον με την κτιστήν στέρναν των στεμφύλων, είχεν η Φραγκογιαννού την μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης άλλην σκάφην η Κρινιώ, και ακούραστοι αι δύο από δύο ημερών έπλυνον, εμπουγάδιαζαν, εξέβγαιναν, άπλωναν, εστέγνωναν, εμάζευαν, και ακόμα δεν είχον τελειώσει την καλήν των εργασίαν.
Την δευτέραν ημέραν η Φραγκογιαννού είχεν ενοχληθή μεγάλως από τα τρεξίματα, τους θορύβους, και τα καμώματα ενός σμήνους μικρών παιδίων και κορασίων, τα οποία εισήλαυνον εντός της αυλής κ' εθορύβουν. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρούταν, έπαιζον το κρυφτάκι, έκυπταν εις το φρέαρ, Νάρκισσοι διά να ιδούν την σκιάν των εις το ύδωρ, με κίνδυνον να πέσουν μέσα, εξέβαλλον μεγάλας, ανάρθρους φωνάς, ως Ηχοί, θυγάτρια κρυπτόμενα όπισθεν της καρούτας, εις τα σκοτεινά στενώματα, όπου τα έθελγεν ο παιγνιώδης φόβος – και όλα ταύτα με μεγάλην παιδικήν αδιακρισίαν και φορτικότητα, μη αφήνοντα την φίλεργον γραίαν και την κόρην της να κάμουν ήσυχαι την εργασίαν των.
Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλλημένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με το μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβανον συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας. Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωσε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδίων. Αύται της απήντησαν ότι «να κοιτάζη τη δουλειά της, και να μην κάνη κουμάντο σε ξένο βιό».
Κοντά το μεσημέρι, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, διά να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν ειπή ότι θα έβραζεν η Αμέρσα –ήτις είχε πάντοτε τον εργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνήθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίας– διά να γευματίσουν.
Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη. Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν».
Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανηλειμμένως, αλλ' αυτά δεν άκουαν. Το εν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν, με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος.
Στιγμήν τινά, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως, αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
— Ε! Θε μου, και να 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θα 'κανες της μάννας σου!— Ε! Σε μου, τσαί να 'μπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τση μπάμιας σου!
Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψεν βαθύτερον ή πριν.
Το στόμιον του πηγαδιού, τετράγωνον, ήτο φραγμένον με σανίδας ανίσου πλάτους, ώστε αι πλευραί δεν είχον το αυτό ύψος. Η μικρά σανίς, εφ' ης έκυπτεν η Ξενούλα, ήτο χαμηλοτέρα των άλλων τριών, φθαρμένη, ολισθηρά, φαγωμένη από την προστριβήν του σχοινίου του κουβά, δι' ου ήντλουν ύδωρ, με σκουριασμένα καρφία, σαπρά και κινουμένη. Καθώς έκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.
Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυιάν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς.
Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά τη μεν κραυγήν της η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν. Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγινεν! Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας, αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο, και η ευχή της εισηκούετο.
Μετά μίαν στιγμή, έλαβεν απόφασιν να έλθη μέχρι του στομίου του φρέατος, να κύψη και να ιδή εις το βάθος. Είδε την αγωνίαν της μικράς κόρης, ασπαιρούσης μέσα εις το νερόν, είπε καθ' εαυτήν ότι, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να την σώση. Αλλά βεβαίως, αν επνίγετο... αυτήν θα κατηγόρουν! Να κράξει τώρα βοήθειαν, ήτο αργά. Αργά ίσως θα ήτο διά να σωθή η μικρά, αλλά πιθανώς δεν θα ήτο αργά διά να δείξη αυτή την αθωότητα της. Και όμως δεν απεφάσισε να κράξη. Καλύτερον θα ήτο, αν αμέσως το είχε κάμει. Αλλ' οποία κακή τύχη! Πώς την επαίδευεν η αμαρτία! Αν ήτο τώρα η Κρινιώ εδώ, πόσον ευκταίον θα ήτο! Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόν —διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικινδύνους και ολισθηράς— και πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράν κορασίδα. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!
Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της — ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν — και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα.
Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη.
«Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της. θα προφασισθώ, επειδή το Κρινιώ αργεί να έλθη –ίσως να μην είν' έτοιμο το φαΐ– πως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».
Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλυμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ' έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, διά της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν με το μάνδαλον, και απήλθεν.
ΙΑ'
Αφού το σώμα της Ξενούλας ανεσύρθη από το φρέαρ, πνιγμένον και νεκρόν, η γραία Χαδούλα δεν ήτο πλέον ήσυχη, κρυερός φόβος ήρχισε να την κατατρύχη... Έλεγεν ότι τώρα, αν και δεν έπταιε, δεν θα εγλύτωνε πλέον.Τω όντι, η εξουσία είχε αρχίσει να συλλαμβάνη υποψίας. Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασίων του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμούς το ρέμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε <τι> το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του παρέδρου, του «εκπληρούντος τ' αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' αγορεύη, κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων: «Κατά τις μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν' αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσαν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, κ' έτσι μου φαίνεται», και τότε οι δύο απεφάσισαν ν' ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ' εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.
Κατά την πρώτην ανάκρισιν, ήτις είχε γίνει επί ποδός κ' επιτοπίως — τότε ο ειρηνοδίκης και ο αστυνόμος δεν είχον συλλάβει ακόμη ρητάς υποψίας, ή δεν τας είχον ανακοινώσει προς αλλήλους (οπότε διά της συνεπινεύσεως του ενός η πεποίθησις του άλλου, ως πάντοτε συμβαίνει, εδεκαπλασιάζετο) — η Φραγκογιαννού εν αταραξία είχε καταθέσει τα γνωστά ήδη γεγονότα, άνευ της εσωτερικής ψυχολογίας των· ότι δηλ. αυτή, εκεί που έπλυνε, «σαν απέρασε το μεσημέρι, κ' επείνασε, κ' η κόρη της η Κρινιώ είχεν υπάγει στο σπίτι να φέρη το φαΐ, και σαν αργούσε, κι αυτή είχε παραπεινάσει — και την είχαν καταζαλίσει το πλήθος εκείνο τα παιδιά και τα κορίτσια, που εχαλνούσαν τον κόσμον με τα παιγνίδια και τις αταξίες τους μες στην αυλή, και γύρω-γύρω στο λαδαρειό, και γύρω-τριγύρω στην καρούτα, και στο πηγάδι σιμά· εις τας φρονίμους νουθεσίας της αυτά, κακομαθημένα, την επεριγελούσαν και την ηρέθιζαν, και την έκαμνον να χάση την υπομονήν —όλα τ' ανωτέρω επεβεβαίωσε κ' η Κρινιώ, η κόρη της— τότε αυτή, καταζαλισμένη και μη δυναμένη να σταθή στα πόδια της απ' την πείνα, απεφάσισε να υπάγη στο σπίτι, διά να φάγουν όλοι μαζί εκεί, ν' απαλλάξη και την Κρινιώ από τον περισσόν κόπον τής μεταφοράς του φαγητού, κι αυτή να ησυχάση προς ώραν και να ξαποστάση. Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν, μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζί με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδίων είχε κοπάσει προς ώραν τότε. Όταν όμως μετ' ολίγον εχρειάσθη ν' αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το «γιουρδέλι», ήτοι το άντλημα της Κρινιώς, προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος, κι αυτή εν εκπλήξει και φόβω έκραξε την μητέρα της. Τότε αι δύο ομού ανεκάλυψαν το σώμα της μικράς κόρης επιπλέον, ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος».
Η Κρινιώ ήτον εντελώς ειλικρινής βεβαιούσα τ' ανωτέρω. Ο ειρηνοδίκης ήκουσεν ευμενώς την κατάθεσιν ταύτης. Αλλ' όμως έκαμε μορφασμόν εις την μητέρα της. Εκείνος ο μορφασμός — εκείνα τα «μούστρα» του ειρηνοδίκου — δεν της ήρεσαν, της Φραγκογιαννούς, ήτις ήτο λίαν πεπειραμένη, και τότε μεγάλη αγωνία την εκυρίευσεν.
Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κοιτάζη ανήσυχος από το παράθυρο. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών οικιών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκοίταζε, δεν έβλεπε τίποτε.
Η κόρη της η Δελχαρώ είδε την ανησυχίαν της, κι άρχισε να κοιτάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε:
— Μάννα! Μάννα!— Τί είναι;
— Έλα να ιδής!
— Τί;
— Δυο ταχτικοί στέκονται και κοιτάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας...
Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο. Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρου —οπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του— ίσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες απλήστως προς την οικίαν.
Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.
— Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω!— Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ.
— Γιατί... με γυρεύουν για να με φυλακώσουν.
— Αλήθεια;... Εσύ το έρριξες, μάννα, το κορίτσι στο πηγάδι;
— Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού...
— Τότε;...
— Σιώπα!
— Η αμαρτία σε κυνηγά, μάννα, είπε δειλώς η Δελχαρώ.
— Σιώπα! Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάννα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινά εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της.
— Τί να πω κ' εγώ, η καημένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ.
— Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες!
Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη.
— Πού πας, μάννα;— Στα βουνά, σου είπα!... Δώσε μου λίγο παξιμάδι.
Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια.
— Δώσε μου και το καλάθι μου... κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φραγκογιαννού... Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα... και τη μανδήλα μου... τα παλιοτσόκαρά μου... Δώσε μου και το ραβδί μου... ψάξε να το βρης!Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.
— Πού θα πας, μάννα; επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου!— Μην κλαις!... Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα... Ησυχία, εσείς φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου.
Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της.
Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτην βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε:
— Ξέρεις τί να κάμης;... Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά... Και συ, αυτήν την στιγμή, να τρέξης στο σπίτι... να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς... και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο: «Αμέρσα, είναι απάνω η μάννα;».......'Οχι, μη λες «είν' απάνω η μάννα»... μόνο να πης: «Αμέρσα, πώς είναι η μάννα, είναι καλύτερα; έχει σηκωθή;... Στο στρώμα είν' ακόμα;» Για να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη... Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα!
Είτα προσέθηκε:
— Έχετε γεια... και καλή αντάμωση!...Ευθύς ύστερον εξήλθε κ' η Δελχαρώ, τρέχουσα, μ' ελαφρόν βήμα, κι διευθύνθη προς την μητρικήν της οικίαν, να εκτελέση την εντολήν.
*
* *
* *
Η Φραγκογιαννού επήρε τον απάνω δρόμον, κατά τα Κοτρώνια, με δρομαίον βήμα. Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωση», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ' εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας: «Ή εσάς θ' ανταμώσω εδώ – ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν' ανταμώσω – ή, στον άλλο κόσμο θ' ανταμώσω τον πατέρα σας... κι αυτό είναι απ' τα τρία το σιγουρότερο!»
Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε: «Δεν το έκαμα για κακό».
Μόλις επροχώρησεν ολίγα βήματα, και εις τους τελευταίους σποραδικούς οικίσκους της πολίχνης, επάνω στους βράχους, καθώς εκατηφόριζε να φθάση στον αιγιαλόν, βλέπει τον Κυριάκον, τον κλήτορα της αστυνομίας, με το φέσι του με την κοντήν φούνταν, ή «γαλίπαν», όπως την έλεγαν, με τον καστανόν του στριμμένον μύστακα, και κρατούντα εις την χείραν το κοντόν ρόπαλόν του, πέριξ του οποίου εφαίνετο σκυταλοειδώς η επιγραφή «Ισχύς του Νόμου». Ούτος, συνοδευόμενος από ένα γέροντα απόμαχον, με στρατιωτικήν στολήν, ήρχετο από ένα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εις τον αιγιαλόν, όπου κατήρχετο και η Φραγκογιαννού, και μετά μικρόν εξ άπαντος θα την έφθανον, ή θα της έπαιρνον τα νώτα.
Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ' η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ' ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ' εκείνοι το αυτό έκαμαν.
Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ' αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον. Αμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην.
— Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξεν με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν.Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα.
— Πού σ' αυτόν τον κόσμο, θεια-Χαδούλα; ηρώτησε.— Μην τα ρωτάς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού.
Είτα ανήσυχος ηρώτησε:
— Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης;— Όχι, δεν είν'εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ... Αχ! θεια-Χαδούλα κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθω στο σπίτι σου να σου πω τα τρέχοντα...
— Έμαθες τίποτα;
— Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνηθίζουν.
— Και τί λέγανε;
— Ο ρηνοδίκης μαζί με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν... Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες... Σ' έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μες στο πηγάδι.
— Ω! τρομάρα μου...
— Κ' έλεγα να 'ρθω να σου πω, για να κρυφτής, αν μπορέσης... Μα πώς βρέθηκες εδώ;
Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχαν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζί μ' ένα γερο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ' ότι κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.
— Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα, παιδάκι μου... απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τα 'παθα. Έτσι να 'χης πολύ καλό, Μαρουσώ μου, δεν κοιτάζεις κρυφά, κρυφά από το παντζούρι εκείνο;... να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει;Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκοίταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν:
— Είναι παραπέρα, εκεί... Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον... Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονα μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη.— Και κοιτάζουν κατά δω;
— Κοιτάζουν στην αμμουδιά, πέρα.
Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της.
Η Μαρούσα την ώκτειρε.
— Δεν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;... Μη φοβάσαι... Ό,τι είναι, θα περάση... Κάθισε, να σου κάμω καφεδάκι να πιης.Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνίου, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος.
Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.
— Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια-Χαδούλα... είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπον της αφ' ό,τι ήτο έγινεν ακόμη ερυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου.— Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! Επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.
— Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ.
Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε.
— Ο αφέντης μου, όπου είναι, θα 'ρθη... Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν.
— Πολύ καλό να 'χης, έλεγε. Δεν πάει κάτω, παιδί μου... Απ' το χολοσκασμό που έχω... Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου.Είτε επέφερε:
— Δεν κάνεις τον κόπο να κοιτάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;... Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω;Η Μαρούσα υπήκουσεν.
— Εκεί είναι θεια-Χαδούλα... Έπιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.— Και τώρα, πού να πάω;... Σαν έρθ' ο πατέρας σου;... Βασιλεψ' ο ήλιος... σουρούπωσε... θα νυχτώση.
Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν:
— Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωση σε λόγου σου, θεια-Χαδούλα... Πώς να το ξεχάσω!— Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία.
— Και μπορώ να τ' αστοχήσω;... Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα.
— Ας είσαι καλά.
— Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σε κρύψω εδώ τη νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντη μου.
— Πού;
— Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά... ξέρεις;
— Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις.
— Και τα μεσάνυκτα, σαν λαλήσει τ' αρνίθι...
— Ε;...
— Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσεις...
— Καλά!
— Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.
— Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία.
— Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλιο κρυφό, και πλιο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκι σ' αυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι.
— Καλά!... Μα, για κοίταξε, έφυγε ο Κυριάκος;
Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε.
— Δεν έφυγαν... εκεί είναι κ' οι τρεις.— Τώρα ένα πράμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να 'μβαίνω εδώ, ή όχι... Αν δεν μ' έχη ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλύτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα.
Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν.
— Ό,τι κι αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παλιά μου βάσανα. Θα μου έρθουν, τάχα σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλιο, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.
— Αλήθεια!... και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ.
Η οικία ήτο διπλή. Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησεν η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης. Της έφερεν άρτον, τεμάχιον κρύου βραστού, υπόλοιπον του γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οίνου, και την εγκατέστησεν επάνω εις τον σοφάν του μικρού κατωγείου, του χρησιμεύοντος ως αποθήκη διαφόρων οικιακών σκευών. Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν».
Ελαφρός ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήτο δυνατό να ήτο εύκολος ούτε ευάρεστος, ευρισκομένης εις τοιαύτην ταραχήν και τοιούτον τρόμον. Αλλά το περιβάλλον την έκαμε προς ώραν να λησμονή σχεδόν τα ενεστώτα και την ιδίαν τρομεράν θέσιν της, και ν' αναπολή τα παρελθόντα. Εκείνο το οποίον μετριοφρόνως η Γιαννού είχεν ονομάσει δις «τα πάθια της», η δε Μαρούσα ειλικρινώς είχεν αναγνωρίσει μάλλον ως «πάθια» και «βάσανα» ιδικά της, είχε συμβή προ οκτώ ή δέκα ετών.
Ο κυρ Αναγνώστης Μπενίδης, άτεκνος, είχε λάβει ως ψυχοκόρην την Μαρούσαν, και την είχεν αναθρέψει όσον αυστηρά ηδυνήθη η σύζυγος του, ήτις ήτον αποθαμένη προ δέκα πέντε ετών. Ο κ. Μπενίδης ήτον εις τον καιρόν του το σημαντικώτερον πρόσωπον του τόπου του. Είχε διατελέσει δημογέρων προ του Αγώνος, πληρεξούσιος εις τας πρώτας Συνελεύσεις Τροιζήνος, Προνοίας, Άργους, κτλ., δήμαρχος προ του Συντάγματος. Είτα μετά το Σύνταγμα διετέλεσεν ως ανώτερος υπάλληλος εις πολλά μέρη. Την Μαρούσαν, Εβραιοπούλαν, ή κατ' άλλους Τουρκοπούλαν, είχε προσλάβει εις ηλικίαν σχεδόν βρεφικήν, και την είχε βαπτίσει.
Είτα, όταν κατά τα τελευταία έτη, ως συνταξιούχος απεσύρθη εις τον τόπον του, την υπάνδρευσε μ' ένα ανεψιόν του, και της έδωκεν ως προίκα το μικρόν αυτό κολλητόν σπιτάκι, εις το ισόγειον του οποίου ευρίσκετο τώρα η Φραγκογιαννού, ικανά αγροτικά κτήματα, και ολίγα μετρητά, υποσχεθείς να της αφήση ως κληρονομίαν και την κυρίως οικίαν, και ό,τι άλλο ήθελεν ευρεθή παρ' αυτώ μετά θάνατον.
Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν εν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν. Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος και αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον. Εν τω μεταξύ ο γηραιός κυρ Αναγνώστης είχε χηρεύσει, και η ψυχοκόρη, κατά την απουσίαν του συζύγου υπηρέτει διαρκώς εις την οικίαν τον θετόν πατέρα της, όπως και παιδιόθεν ήτο συνηθισμένη. Ο σύζυγος έγραφεν από καιρού εις καιρόν επιστολάς, υποσχόμενος ότι θα έλθη, αλλά δεν ήρχετο. Το θυγάτριον της Μαρούσας ήτο ήδη τεσσάρων ετών, και ούτε ο πατήρ είχεν ιδεί ποτέ το τέκνον, ούτε αυτό εγνώριζε την όψιν του πατρός.
Κατ' εκείνον τον καιρόν, μαζί με την ανάπτυξιν του εμπορίου και της συγκοινωνίας, είχαν αρχίσει να ξανοίγουν κάπως και τα ήθη εις τον μικρόν, απόκεντρον τόπον. Ξένοι ερχόμενοι από τα άλλα μέρη της Ελλάδος, τα «πλέον πολιτισμένα», είτε υπάλληλοι της κυβερνήσεως, είτε έμποροι, εκόμιζον νέας, ελευθέρας θεωρίας περί όλων των πραγμάτων. Ούτοι την αιδώ και την συστολήν ωνόμαζον βλακείαν, την εγκράτειαν και την σωφροσύνην ευήθειαν. Την διαφθοράν και την λαγνείαν ωνόμαζον «φυσικά πράγματα». Η δύστηνος Μαρούσα, ήτις δεν είχε γεννηθή εις τον τόπον, αρχήθεν δεν ήτο πολύ αυστηρά ούτε σεμνοπρεπής, είχε δε μικράν δόσιν ελαφρότητος.
Τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο εις την νήσον ένας γραμματεύς του ειρηνοδικείου, άγαμος, φουστανελάς· ένας γραμματεύς του Λιμεναρχείου, βρακάς, αξιωματικός του οικονομικού Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ένας ενωμοτάρχης κομψευτής, με λιγνήν μέσην και αγκιστροειδή μύστακα· ένας τελωνοφύλαξ έχων τριπλάσιον εισόδημα από τον μισθόν του, και δύο ή τρεις πράκτορες ξένων εμπορικών οίκων ή άλλοι μέτοικοι. Όλοι ούτοι είχον παντοτινήν συντροφιάν με δύο ή τρεις άλλους νεαρούς εμπορευομένους, κομψευομένους, μ' «ελληνικούρες» πολλές εις την γλώσσαν και με πολλάς «προσρήσεις». Με τους τελευταίους τούτους ηναγκάζοντο να έρχωνται συχνά εις επαφήν πολλαί γυναίκες, και σώφρονες άλλως, του τόπου, χάριν των αφεύκτων και ατελειώτων οψωνισμάτων, από τα οποία αδύνατον ν' απαλλαγή ποτέ ο γυναικείος κόσμος.
Από τα τόσα βρόχια, τα οποία της είχαν ρίψει εις τον δρόμον της, από τας τόσας ελεπόλεις, τας οποίας της είχον στήσει περί τους τοίχους της όλοι οι ειρημένοι επιχειρηματίαι, δεν ηδυνήθη να γλυτώσει η Μαρούσα· και μετ' ολίγον καιρόν αύτη, εν απουσία του συζύγου, ευρέθη έγκυος. Και το ενόησεν ότε ήτο ήδη δύο μηνών. Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το ήξευρεν, ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «το 'χε τούμπανο, κι αυτός κρυφό καμάρι».
Υπήρξαν κ' αι κακαί γλώσσαι, αίτινες είπον άνευ της ελαχίστης πιθανότητος, ως εικός, ότι ο κυρ Αναγνώστης εφήρμοζεν την πάλαιαν μέθοδον του Δαβίδ, και ότι διά νεαράς πνοής και θερμού αίματος εζήτει να «ξανανιώση». Αλλ' η ειρημένη Κοκκίτσα και δύο ή τρεις άλλαι γειτόνισσαι, αίτινες τα έλεγον σιγανά, κ' εγέλων συριστικά μεταξύ των, ισχυρίζοντο ότι, δήθεν «απ' το παιδί έχουν πολλοί μερδικό»· ότι το κεφάλι πρέπει να είναι του γραμματικού, του φουστανελά με το τεράστιον φέσι και την μακροτάτην φούντα, η μέση, θα είναι βέβαια του νωματάρχη, του σεβταλή, το ένα το ποδάρι (στο λάκκο!) του γερο-κολασμένου, του βρακά, το ένα χέρι (μακρύ χέρι!) του τελωνοφύλακα, και το άλλο χέρι (παστρικό χέρι!) του ψιλικατζή, με τις 'λληνικούρες.
Πρώτη η ρηθείσα Κοκκίτσα είχε προσκληθή μυστηριωδώς από την Μαρούσαν (σημειωτέον ότι αύτη, όσον και αν εφαίνετο απονήρευτη, είχεν εννοήσει ότι η Κοκκίτσα την υπωπτεύετο προ πολλού, όθεν επροσποιήθη κι αυτή ευθήνην, αναγκαστικήν εμπιστοσύνην διά να την κολακεύση, ελπίζουσα ότι θα την έπειθε, και διά δώρων, να σιωπήση) είχε προσκληθή, λέγω, να λάβη γνώσιν του μυστηρίου. Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ηξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαια –τί την ήθελε τέτοια ζωή;– θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα. Η Κοκκίτσα την καθησύχασε με λόγια παρηγορίας, και άρχισε να εφαρμόζη επ' αυτής διαφόρους αλοιφάς και έμπλαστρα, τα οποία ουδόλως ετελεσφόρουν.
Δευτέρα προσεκλήθη η Σταμάτω, πτωχή χήρα, κ' η Κονδύλω η αδελφή της, αλβανόγλωσσοι αι δύο, καταγόμεναι από μίαν των νήσων του Σαρωνικού. Αύται εξήσκουν εντριβάς επί του σώματος της ατυχούς γυναικός. Και τας τρεις με ό,τι έκλεπτεν από τας οικονομίας του κυρ Αναγνώστη, τας αντήμειβε. Κ' εκείναι εμάκρυνον τας αλοιφάς, και παρέτεινον τας εντριβάς, αλυσιτελώς πάντοτε.
Την εσπέραν, ανερχόμεναι αι τρεις εις την αυλήν της κυρα-Θωμαής, ολίγα σπίτια παραμέσα, όπου ήρχοντο κ' η γρια-Χιόνω, κ' η θεια-Κυράννω, όλαι μετανάστιδες εκ Μακεδονίας του 1821, τα έλεγαν μεταξύ των. Αι τρεις πρώται έδιδον καθ' εσπέραν τακτικήν αναφοράν εις την κυρα-Θωμαήν και εις τας δύο αλλάς γραίας· και όλαι μαζί εχασκογελούσαν.
Μάλιστα τα όψιμα ελληνικά της Σταμάτως, καθώς περιέγραφε την κατάστασιν της εγκύου («αυτή όλη κοντό είναι· και τα πόδια της κοντή το έχει!... θα μην το ρίχνη, τάχατες!...») επέτεινον τους γέλωτάς των. Και εις τας εκθέσεις της Σταμάτως, η γραία Κυράννω επρόσθετε τα σχόλια της, με την Μακεδονικήν της διάλεκτον.
— Αυτηνιές, σι λιέου, είνι παλιοφουράδες!... Αχιλώνις, μαρή... Πού στα χουργιά, τα θ'κάμας! να του φτιάξ' καμμιά αυτ'νό, θε τ'βγαλ'νι, σι λιέου, στου γουμαρουπάζαρου!...Τελευταία απ' όλας εκλήθη να λάβη μέρος η Φραγκογιαννού, ως σοφωτέρα όλων των άλλων. Η Μαρούσα είχεν αρχίσει ν' απελπίζεται από τας τρεις πρώτας «ψευτομαμμές», και κατέφυγεν εις ταύτην ως εις τελευταίαν ελπίδα. Τω όντι η γραία Χαδούλα με τα φάρμακά της, με τα μαντζούνια της και με τα ζεστά ή κρύα όσα έδιδε να πίη εις την πάσχουσαν, τη βοηθεία και των εντριβών τας οποίας εξετέλει μ' επιδεξιότητα πολύ υπερτέραν από τας αλλάς, κατώρθωσεν εντός ολίγων ημερών να επιφέρη την έκτρωσιν. Ο κυρ Αναγνώστης ουδέποτε έμαθε τίποτε.
Αυτή ήτον η παλαιά εκδούλευσις, και αυτή η ευγνωμοσύνη την οποίαν είχον υπαινίχθη σήμερον αι δύο. Αυτά ήσαν της Φραγκογιαννούς «τα παλιά τα πάθια της» κι αυτά ήσαν της Μαρούσας «τα βάσανά της».
Η ανάμνησις κατείχε τον νουν της Φραγκογιαννούς όλην την ώραν, ενώ έκειτο επί του σοφά, εις το σκότος· διότι λύχνον δεν της είχε φέρει η φιλοξενούσα, μόνον ένα κηράκι κι ολίγα σπίρτα της είχεν αφήσει. Όλην αυτήν την παλαιάν ιστορίαν ανελογίζετο, και ο ύπνος ποτέ δεν της ήρχετο. Ερευνώσα την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν· ό,τι είχε κάμει και τότε και τώρα το είχε κάμει διά το καλόν. Εκουλουριάζετο υποκάτω εις το μάλλινον σκέπασμα, επί του δεξιού πλευρού κειμένη, κ' έκυπτε την κεφαλήν εις το στέρνον, κ' επροσπάθει να ζαλισθή, να ναρκωθή, να της έλθη λήθαργος. Τότε, μετά χρόνους, ενθυμήθη και την σύντομον προσευχήν, την οποίαν της είχεν επιβάλει άλλοτε να λέγη συχνά ένας γέρων πνευματικός· το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Η συχνή επανάληψις της ευχής ενήργησε, και η Χαδούλα εναρκώθη επ' ολίγα λεπτά και απεκοιμήθη. Πλην πάραυτα εις τον ύπνον της, ή εις τα ξύπνα της, (δεν ήξευρε καλά), της εφάνη ότι μέσα, εις το βάθος της ψυχής της, ήκουε φωνήν βρέφους, κλαύμα, μινυρισμόν θρηνώδη· τούτο ωμοίαζε με την φωνήν της μικράς εγγονής της, της προ ολίγων μηνών, διά χειρός αυτής... τελειωθείσης...
Η γραία εξύπνησεν έντρομος, ανετινάχθη όλη. Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλυτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδητη, με τις κάλτσες, εκίνησε να φύγη.
ΙΒ'
Η Μαρούσα της είχε δώσει το κλειδί του μικρού κατωγείου, της είπε να εξέλθη διά της ιδιαιτέρας θύρας τούτου προς την οδόν, να κλειδώση έξωθεν, και να πάρη το κλειδί μαζί της, διά να το μεταχειρισθή πάλιν την άλλην νύκτα, αν έμελλε να επανέλθη. Όσον δι' αυτήν, αν ελάμβανεν ανάγκην να κατέλθη εις το κατωγάκι, θα κατήρχετο διά της οδού, δι' ης είχεν οδηγήσει εκεί την ξένην της, της εσωτερικής σκάλας και της θύρας του μεσοτοίχου.Τω όντι, η Φραγκογιαννού ησθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, και το στενόν κατωγάκι με τον υγρόν αέρα του την εστενοχώρει. Καιρό ήτο ν' αναπνεύση πλέον τον αέρα του βουνού, πριν οι διώκται χωροφύλακες την κλείσωσιν, ίσως διά βίου, εις τα υγρά και ανήλια υπόγεια της ανθρωπίνης θέμιδος.
Εξήλθε, και, κάτω εις τα βάθη της ψυχής της, εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή του βρέφους, του μικρού κορασίου του αδικοθανατίσαντος. Εστάθη εις το χάσμα της θύρας, εκοίταξε μετά προφυλάξεως έξω, δεξιά, αριστερά, άνω, κάτω του δρόμου· δεν είδε ψυχήν ούτε σκιάν. Έβαλε πτερά εις τους πόδας της.
Δεν ήτο πρώτη φορά καθ' ην ήκουε μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το πένθιμον εκείνο κλαύμα του βρέφους. Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν, και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζί της. Κ' εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της.
Ώρα ήτο ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, νυξ ασέληνος, αστροφεγγής. Αρχάς Μαΐου, δευτέραν εβδομάδα μετά όψιμον Πάσχα. Η εξοχή ευωδίαζεν, η αύρα εμυροβόλει. Ολίγα άγρυπνα πουλάκια έμελπον το όρθιον επάνω εις τα κλαδιά. Η Φραγκογιαννού επήρε τον δρομίσκον, τον λίαν γνωστόν εις αυτήν, στενόν και έρποντα, όπισθεν των κήπων και κάτωθεν των βράχων. Ο δρομίσκος μόλις ήτον ορατός εις την αστροφεγγιάν, καλυπτόμενος εν μέρει από τους προεξέχοντας ράμνους των θάμνων και των βάτων, οίτινες προέκυπτον από τους φράκτας των κήπων. Η ευκίνητος γραία επάτει επί χόρτων και χαμαιμήλων, κ' επί χλωρών ακάνθων, ανήρχετο δε με βήμα κόρης, νεαράς βοσκοπούλας του βουνού, τον ανηφορικόν δρομίσκον.
Είχε τελειώσει η μακρά σειρά των κήπων και των περιβολίων προς τα δεξιά της, ενώ αριστερά της παρετείνετο ακόμη ο μικρός βραχώδης λόφος, τα Κοτρώνια, με τας τρεις γραφικάς κορυφάς των την μίαν κατόπιν της άλλης, τα επιστεφομένας από ανεμομύλους και μικρά λευκά καλύβια και σπιτάκια, έρποντα γύρω των. Τώρα πλέον έφθασεν εις μέρος όπου άρχιζαν αμπέλια, αγροί με οπωροφόρα δένδρα, όσον ήτον ακόμη πλαγινός ο ανήφορος, και ελαιώνες, ή αγροί με υψηλούς στάχυς, σειομένους από την νυκτερινήν αύραν, εκείθεν, όπου ο ανήφορος καθίστατο αποτομώτερος, και άνω. Η Φραγκογιαννού, με ελαφρόν άσθμα, έτρεχεν, έτρεχε, μαστιζομένη το πρόσωπον από το απόγειον το πρωινόν, το αντίπνοον, του Βορρά το χαϊδευμένον εωθινόν τέκνον.
Έσπευδε να φθάση το ταχύτερον, πριν ανατείλει η ημέρα, εις τα μέρη τα οποία αυτή εγνώριζε. Υπήρχον, κατά τους βορείους αιγιαλούς της νήσου, πολλοί κλεφτότοποι, μέρη απάτητα, σπήλαια και βράχοι όπου εφύτρωνε το αγριοβότανον και η κάππαρις, και τα κρίταμα και η αρμυρήθρα, και όπου τους υπάρχοντας ολίγους δρόμους κατέστρεφον καθημερινώς τα κοπάδια των ερίφων και των αιγών. Εκεί θα ήτο το άσυλόν της, εκεί οπού ήσαν αι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας της. Εις εκείνους τους βορείους αιγιαλούς, σιμά εις το άγριον και γαλανόν πέλαγος, εις το παλαιόν Κάστρον, το κτισμένον επί γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκεί είχε γεννηθή η Χαδούλα, κ' εκεί είχεν ανατραφή ως δέκα ετών κόρη.
Είτα, όταν ειρήνευσαν τα πράγματα, και η νέα πολίχνη εκτίσθη εις τον λιμένα το μεσημβρινόν, η μάννα της, η μάγισσα, η πολυκυνηγημένη από τους κλέφτες και τους λιάπηδες, συχνά την είχεν επαναφέρει εις τα μέρη εκείνα, της είχε δείξει όλους τους κλεφτότοπους, τους άβατους βράχους και τα άντρα, και της είχε διηγηθή δι' ένα έκαστον των τόπων εκείνων ανά μίαν ιστορίαν, φανταστικήν ή αληθή. Εις εκείνα τα μέρη, όταν την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν», και την «ενεκροβλόγησαν» κατά τη συνήθη φρασεολογίαν της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμα και την προίκα της. Το σπίτι, στο Κάστρο το έρημο, και το χωράφι στο Μποστάνι, στον απάτητον κρημνόν. Ύστερον, όταν αυτή ενοικοκυρεύθη, κ' έμαθε πολλά, κ' επρόκοψεν εις γυναικείαν σοφίαν, κ' εσυνήθισε να θηρεύη τα βότανα και τα τρίφυλλα και τας δρακοντιάς εις τους λόγγους και τα βουνά, πολύ συχνά είχεν επισκεφθή τα μέρη εκείνα, χάριν των ερευνών της.
Εκεί λοιπόν επήγαινε και τώρα, αν έδιδεν ο Θεός να φθάση ασφαλώς, αλλ' εις ποίαν δεινοτάτην περίστασιν. Και ποία άρα θα ήτον η τύχη της από τούδε; Μόνος ο θεός το ήξευρε.
*
* *
* *
Πριν φθάση εις το μέρος, όπου ο δρόμος αποτόμως ανηφόριζε, καθώς διήρχετο έξω από ένα περιβόλι, φραγμένον με πυκνούς βάτους και θάμνους υψηλούς και εν μέρει με τοιχογύρισμα, εντός του οποίου υπήρχον πολλών ειδών οπωροφόρα δένδρα, η Φραγκογιαννού κατά τύχην εσκόνταψεν εις τον δρόμον, έκαμε δε μικρόν θρουν, πεσούσα ελαφρώς επάνω εις ένα θάμνον. Αφήκε μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν.
Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγισμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της.
— «Ποιός να είναι;» είπε μέσα της.Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος.
— Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά!... Ανοιχτά!Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπούρα, του δραγάτη. Ενόησε τότε τί συνέβαινε. Το περιβόλι, έξωθεν του οποίου είχε σκοντάψει, ανήκεν εις τον τότε Δήμαρχον του τόπου. Εντός αυτού, σιμά εις τ' άλλα δένδρα, υπήρχον και ολίγαι κερασέαι, με καρπούς σχεδόν ωρίμους ήδη και περκάζοντας, μελανωπούς εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τα μαυροπράσινα φύλλα. Ο Ταμπούρας, μη έχων τι άλλο να φυλάξη, επειδή δεν ήτο ακόμη η ώρα των οπωρών ούτε των καρπών, εκοιμάτο εις το περιβόλι του Δημάρχου, εντός μικράς καλύβης με τον σκύλον του, κ' εφύλαγε τα κεράσια, μην τα κλέψουν οι δημόται του άρχοντος.
Φεύγουσα, ήκουεν ακόμα το γαύγισμα του σκύλου, συγχρόνως δε «αυτιάσθη» και της εφάνη ότι ήκουεν ανθρώπινα βήματα. Αλλ' ηπατήθη. Ίσως ήτο μάλλον αντίκτυπος και ηχώ των ιδίων βημάτων της. Φαίνεται ότι ο αγροφύλαξ μόλις είχε μισοξυπνήσει, κ' έβαλεν, ως εν υπνοβασία, μηχανικώς, την συνήθη φωνήν του. Είτα ευθύς πάλιν απεκοιμήθη.
Η Χαδούλα έγινεν άφαντη εις το ύψος του λόφου, όπισθεν των δένδρων. Εκεί εστάθη μίαν στιγμήν κ' έτεινε το ους. Τίποτε δεν ήκουεν ειμή το λάλημα ενός πουλιού, το σύριγμα ενός νυκτερινού εντόμου, και το φύσημα της αύρας. Τότε της ήλθαν εις τον νουν τα κεράσια, τα οποία είχε διακρίνει αμυδρώς στίλβοντα εις ένα κρεμάμενον κλώνα, εξέχοντα ολίγον έξω του φράκτου του δημαρχικού περιβολίου, σιμά εκεί όπου είχε σκοντάψει, και είπεν:
— Αχ! Και δεν έκαμα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω το στόμα μου, που είναι φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταξιά νερό πριν φύγω... Ας φτάσω στη βρύση, μια!Τότε μόνον ενθυμήθη ότι δεν είχε πίει νερόν πριν εξέλθη από το κατωγάκι, όπου είχε διέλθει ολίγας αλλά τόσον μακράς εναγωνίους ώρας. Η Χαδούλα ανελογίσθη μετά πικρίας ότι όλα, και τα μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα και ανάποδα της ήρχοντο εις αυτόν τον κόσμον. Εάν είχε προμελετήσει να κλέψη ολίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα επάτει μετά προσοχής, θα επλησίαζε μετά προφυλάξεως, και τότε πιθανώς ούτε ο δραγάτης ήθελεν εξυπνήσει, ούτε ο σκύλος ίσως θα εγαύγιζε. Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κοιτάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο!
Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μες στο στόμα της.
*
* *
* *
Εβάδισεν επί μίαν ώραν ακόμη. Ήτον ήδη χαραυγή. Αφού έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου, κατήλθε πάλιν εις το ρεύμα, εις την υπώρειαν του βουνού με τας πολυσχιδείς πλευράς, το οποίον εκαλείτο οι Βίγλες. Τις οίδε ποίοι παλαιοί κλέφτες εφύλαγαν άγρυπνοι καραούλια εκεί, και εντεύθεν είχε λάβει το όνομα. Έφθασεν εις την μικράν βρύσιν, εις την ρίζαν του βουνού. Έφεγγεν ήδη. Έπιε νερόν, εδροσίσθη, κ' ευθύς έφυγεν. Εις το μέρος εκείνο εσύχναζον πολλοί άνθρωποι, βοσκοί και ξωμερίται κι άλλοι. Η Γιαννού ήθελεν όσον το δυνατόν να μείνη αόρατος. Εκατηφόρισεν ακόμη, εισήλθεν εις το κάτω ρεύμα το βαθύ, το βαίνον προς την θάλασσαν, το καλούμενον Λεχούνι.
Εκεί έφθασε μικρόν προ της ανατολής του ηλίου. Υπήρχον εκεί δύο ή τρεις νερόμυλοι, μάλλον παλαιοί και άχρηστοι, εκ των οποίων ο εις μόνον εδούλευε, και τούτο σπανίως. Όλα εδείκνουν την ερημίαν, δεν εφαίνετο ίχνος ανθρώπου εκεί. Η Φραγκογιαννού, από περισσήν προφύλαξιν, δεν ηθέλησε να πλησιάση. Απέφυγε το μέρος εκείνο, εβάδισεν όπισθεν λόχμης, κ' έφθασεν εις γούρναν βαθείαν, με διαυγές νερόν, γνωστήν εις ολίγους. Ήτο μέρος κρυφόν και απάτητον. Εσχηματίζετο εκεί οιονεί άντρον, αποτελούμενον εκ χλόης, εκ κορμών και κισσού. Άντρον νύμφης, Δρυάδος των παλιών χρόνων ή Ναϊάδος, ευρούσης ίσως καταφύγιον εκεί.
Διά να κατέλθη τις εις την μικράν πτυχήν της γης, όπου ήτο η γούρνα του νερού, έπρεπε να έχη την τύχην διώκτριαν και τους πόδας της Φραγκογιαννούς, τους ανυποδήτους, τους σχισμένους κ' αιματωμένους από τα κνίδας και τας ακάνθας. Εκεί εκάθισε ν' αναπαυθή. Έβγαλεν από το καλάθι της το ψωμί και το τυρί και ολίγον κρέας, τα οποία την είχε φιλεύσει η Μαρούσα, επειδή την εσπέραν δεν είχε δυνηθή να φάγη τίποτε, μετά τον καφέ οπού είχε πίει εις το μαγειρείον. Εφύλαξε μόνον τα δίπυρα, τα οποία είχε λάβει από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγεν, έπιε δροσερόν νερόν, κ' έλαβεν μικράν αναψυχήν.
Εκείνην την στιγμήν, ανέτελλεν ο ήλιος. Ο δίσκος του εφάνη ν' αναδύεται από τα κύματα, αντικρύ, εις το μακρινόν πέλαγος, του οποίου μίαν λωρίδα έβλεπεν από την κρύπτην της η Χαδούλα. Τα όρνεα του βουνού, του πετρώδους και ηχώδους, το οποίον ηγείρετο όπισθέν της, έρρηξαν μακρούς κρωγμούς, και τα πουλάκια της κοιλάδος, της λόχμης, του μικρού δάσους, αφήκαν φαιδράς μελωδίας.
Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαρίτων η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.
Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.
*
* *
* *
Της εφάνη εις τον ύπνον της ότι ήτον νέα ακόμα· ότι ο πατήρ της και η μάννα της την υπάνδρευον, όπως την είχαν υπανδρεύσει και την είχαν «νεκροβλοήσει» τον καιρόν εκείνον, και την επροίκιζαν, δίδοντες αυτή και τον κήπον τον πατρώον, όπου αυτή εσκάλιζε κ' επότιζε τα κουκιά και τα λάχανα, όταν ήτον μικρή· και ο πατήρ της την εφίλευε τάχα, διά τον κόπον της και της έδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια από λαχανίδες. Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσερα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκοίταξε, είδεν ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσαρα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά....
Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ!...» Πάλιν απεκοιμήθη. Ωνειρεύθη ότι η μητέρα της την συνελάμβανεν επ' αυτοφώρω ερευνώσαν να εύρη το κομπόδεμα, κάτω εις το ισόγειον, ανάμεσα εις τα βαρέλια και τα πιθάρια και τον σωρόν των καυσοξύλων· ως την είδεν, εμειδίασε πικρώς, το σύνηθες μειδίαμά της, και διά να την εβγάλη τάχα από τον κόπον, επήρε μοναχή της το κομπόδεμα, έβγαλε και της εχάρισεν από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία γερμανικά τάλληρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνας που είχαν και την εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφήν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετά χαράς μεμειγμένης μ' εντροπήν, επήρε τα τρία νομίσματα από τα χέρια της μητρός της, πλην όταν τα εκοίταξεν, είδεν ότι τα τρία εκείνα νομίσματα, με τα πρόσωπα που έφερον επάνω, ήσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, με σβησμένα ματάκια... Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρών κορασίδων!
Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης, η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πώς, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά. Οσάκις είχε κοιμηθή εν καιρώ ημέρας, εις την ζωήν της, δεν ενθυμείτο ποτέ να είδεν όνειρον.
Έβρεξεν εις την γούρναν δύο δίπυρα, τα απέθηκεν επί της πέτρας της πλακαρής παρά το χείλος του λάκκου, και τα ελησμόνησεν εκεί επί μακρόν, εωσότου έλυωσαν από το βρέξιμον κ' εσάπισαν. Μετά ώραν, εγέμισε την φούχταν της με τα ψιχία, και τα έφαγε.
Όταν ο ήλιος εκρύβη εις την κορυφήν του βραχώδους βουνού, κ' εσκίασεν η κοιλάς, και ήτο δειλινόν πλέον, εστενοχωρήθη και προέκυψε την κεφαλήν έξω της κρύπτης. Εκοίταξεν άνω και κάτω, εις την κοιλάδα την κατάφυτον από ελαιώνας, αλλά ψυχή δεν εφαίνετο. Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύνδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμα-ρέμα, και ν' αρχίση πάλιν την Παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνων – τα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.
Αλλ' όμως έτρεφεν αόριστον ελπίδα, ότι θα εύρισκεν ίσως ξενίαν εις καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα επρόσφερεν εις την σύζυγον του φιλοξενούντος ως μικρόν αντάλλαγμα. Το περισσότερον όμως, θα το έκαμνε διά να περάση η βαρεία ανία, ήτις εβασάνιζε την ψυχήν της.
Την ώρα εκείνην ήκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους να ηχούν, και συγχρόνως είδε μακρόθεν να κατέρχεται ένα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθη, ότι, αν δεν προλάβη ευθύς να εξέλθη από την μικράν χαράδραν, μετ' ολίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθή εξ άπαντος. Διότι, και αν τα πολλά των αρνίων ή των εριφίων εσκορπίζοντο, κ' επήγαινον να πίωσιν εις το μέγα ρεύμα, το οποίον έρρεεν επάνω μέχρι της στέρνας, και ύστερον κάτω από τον νερόμυλον, μερικά εξ αυτών βεβαίως θα κατήρχοντο εις το μικρόν ρεύμα, το γείτον της γούρνας. Είτα τα ζώα θα εσκιάζοντο, θα εξαφνίζοντο, θα ωπισθοχώρουν πηδώντα, και ο βοσκός, όστις και αν ήτο, θα την ανεκάλυπτε, θα επαραξενεύετο, και ίσως θα συνελάμβανεν υποψίας.
Το καλύτερον άρα θα ήτο ν' αντιμετωπίση με την άφευκτον προσποίησιν, με το ψεύδος εις τα χείλη, την παρουσίαν του βοσκού. Άλλως ήτο πολύ πιθανόν, ο αγροδίαιτος εκείνος να μην είχε προ ημερών ειδήσεις από την πόλιν, και να μην εγνώριζε τίποτε περί του διωγμού, τον οποίον υπέφερεν η Φραγκογιαννού.
ΙΓ'
Μετ' ολίγον τω όντι, αφού η Γιαννού εξήλθε της κρύπτης, και βαίνουσα παρά το ρεύμα ένευεν εδώ κ' εκεί αναζητούσα βότανα, επλησίασε το κοπάδι των προβάτων μεικτόν μετά τινων αιγών και ο βοσκός ενεφανίσθη. Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν, άρχισε να φωνάζει μακρόθεν:— Και πού σ' αυτόν τον κόσμο, θεια-Γαρουφαλιά (Ο Λυρίγκος ανεγνώρισε το πρόσωπον, αλλά, φαίνεται, δεν ενθυμείτο καλώς το όνομα). Καλά που σ' ηύρα!... Ο Θεός σ' έστειλε!
— Τί να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβια, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου.
— Ξέρεις τίποτα, θεια-Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.
— Τί να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτε επέφερεν: – Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέματα.
— Άκουσε θεια-Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι.
— Γεννήσατε;
— Σπαργανίσαμε! Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντα χρόνια... όλο κοριτσούδια, το έρμο!
— Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντιση της φαμιλιάς σου!
— Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάννα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι... Όλο κάψη και σεκλέτι, το έρμο!
— Αλήθεια;
— Να ήθελες να μας έκανες τη χάρη, να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια-Γαρουφαλιά;... Εκείνη η πεθερά μου δε φελάει τίποτα, τί σου κάμη;
— Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση... είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού.
Και μέσα της έλεγε: «Το ριζικό μου είναι πλιο! Ωχ Θε μου!»
— Ας νυχτώση... Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι.Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν. Αλλ' ήτον ετοίμη να συναινέση.
Την ιδίαν στιγμήν, με την τελευταίαν ακτίνα του ηλίου, ήτις εχρύσωνε την κορυφήν του ανατολικού λόφου με τους ελαιώνας τους πολλούς, κ' έκαμνε να στίλβη το φύλλωμα των ελαίων, εφάνησαν δύο άνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοι από ένα μονοπάτι μεταξύ δύο ελαιώνων.
Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη κ' ετρόμαξεν. Ο ήλιος, όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες.
Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεφε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς.
Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος:
— Πού πας, θεια-Γαρουφαλιά;— Σιώπα! παιδί μου, του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό! Έρχονται ταχτικοί!... Να μην πης πως με είδες!
— Ταχτικοί;
— Να μη με μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε!... Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα' ρθω στο καλύβι σας...
Και αφού έβγαλε τα πασουμάκια της, τα οποία εξερχομένη από την γούρναν είχε φορέσει, και τα έρριψε μέσα στο καλάθι, άρχισε ν' αναρριχάται ελαφρά πατούσα, ανυπόδητη, με το καλάθι της περί τον αριστερόν αγκώνα, με το ραβδί της εις την χείρα την δεξιάν, τον κρημνόν τον ανωφερή, όπου μόνον τα ολίγα ερίφια, όσα ήσαν μεταξύ των προβάτων του Λυρίγκου, θα ηδύναντο ν' αναρριχηθώσι.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύφος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετο άφαντη.
Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμης –και την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννού– έφθασαν πλησίον του Λυρίγκου. Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκοίταζε τα αιγοπρόβατά του, τα εφώναξε: «Τίβι! τίβι!... όι! όι!...» Επροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδήγηση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του.
Οι δύο άνδρες εχαιρέτησαν τον Λυρίγκον. Είτε τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παλιογυναίκα, πως την λεν, την Φραγκογιαννού».
Ο Λυρίγκος είπεν όχι.
Ο εις των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν.
— Ψέματα λες! Εγώ την είδα!...Ούτε επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ίσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας, ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε.
Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του, εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον. Αλλά μετά τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ' έπεσε, κτυπήσας ελαφρώς εις το γόνυ.
Εκεί όπου είχεν αναβή η Φραγκογιαννού, ήτο το βουνόν του Κουρούπη, βορεινόν, βραχώδες, απάτητον, και τους πόδας του εφίλει και έπληττε το κύμα του πελάγους. Η θέα ηνοίγετο προς την ακτήν της Μακεδονίας, την Χαλκιδικήν, και τον μέγαν Άθωνα.
Η θέσις όπου έφθασεν η καταδιωκομένη γυνή εκαλείτο το Κοχύλι. Ανθρώπινος πους σπανίως επάτει εκεί. Μόνον όταν απεπλανάτο ή «εβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανείς βοσκός ερριψοκινδύνευε ν' ανέλθη προς την άβατον εκείνην σκοπιάν. Η Φραγκογιαννού ανεκάλυψε μικρόν σπήλαιον, όλον ανοικτόν εις την θέαν του πελάγους, το οποίον ήτο το κυρίως Κοχύλι, κ' εκάθισεν ανέτως εις την χιβάδα εκείνην. Ήτο σχεδόν βεβαία ότι οι διώκται της δεν θα την έφθανον εκεί. Εάν τυχόν κανείς απ' αυτούς ήτο τόσον «μάννας γυιός», ώστε ν' αποφασίση και να κατορθώση ν' αναρριχηθή εις τον βράχον, αυτή είχεν ετοίμην και την «υποχώρησιν». Εγνώριζεν εν άλλο μονοπάτι, έσωθεν της διπλής κορυφής του πετρώδους βουνού, σχίζον εις δύο τας συστάδας των βράχων, το οποίον, γνωστόν εις μόνους τους αιγοβοσκούς των μερών τούτων, έφερε κατ' ευθείαν εις τας μάνδρας και τας κατοικίας των.
Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος. Καθώς ηπλώθη η νύκτα, εφεγγοβόλησεν από άστρα το αχανές στερέωμα, και ο αήρ ο ευώδης θα ήτον ικανός να βαλσαμώση και αυτά της γυναικός ταύτης τα «πάθια». Το κογχυλοειδές άντρον ήτο μόνον ως τρία μπόια άνω από το κύμα, αλλ' ο βράχος έως κάτω ήτο τόσον κάθετος, ώστε αδύνατον ήτο «βροτός ανήρ» ν' ανέλθη ή να κατέλθη. Ήτο θέσις καλή μόνον διά να πέση τις εις την θάλασσαν να πνιγή, εάν το είχεν αποφασίσει.
Η γραία έβγαλεν από το καλάθι της τα ολίγα παξιμάδια, όσα της είχον μείνει, ελαίας και τυρίον, κ' εδείπνησεν. Ευτυχώς το φλασκί της ήτο γεμάτο νερόν, επειδή το δειλινόν το είχε γεμίσει από την γούρναν.
Έκλεισε τα όμματα, και ήρχισε να ναναρίζεται μόνη της, υποψιθυρίζουσα ένα τραγούδι ωσάν μοιρολόγι, αλλά δεν είχεν ύπνον. Επανήλθον πάλιν και της έστησαν πολιορκίαν οι φόβοι και τα φαντάσματα. Τον κλαυθμυρισμόν εκείνον του νηπίου τον ήκουε συχνά μέσα της, βαθιά στα σωθικά της. Το μυστηριώδες τούτο κλαύμα ματαίως εδοκίμαζε να κατασιγάση με το άσμα το παραπονετικόν και ρεμβώδες, το οποίον υπεψιθύριζε:
Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
τον ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν' αγναντέψω.
Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ' κεί να βρω τη μοίρα μου, και να την ερωτήσω...
Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη. Εάν αυτοί ανήρχοντο επάνω, εις τα μανδριά των βοσκών, κ' έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν;... Μήπως δεν είχαν χλωρήν μυζήθραν οι βοσκοί, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλιάτα, ή ακόμα και κόττες διά στραγγάλισμα και ψήσιμον, εις πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Εάν τυχόν κανείς από τους βοσκούς εγελάτο, κ' εδείκνυεν εις τους χωροφύλακας το μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίς της δεν θα εκόπτετο; Και ήτο απείρως δυσκολώτερον να καταβή, οπόθεν ανέβη, εκτός αν εγίνετο πτερόπους κ' έφευγε...
Είχε μέγα ενδιαφέρον να εμάνθανε τί του είπαν του Λυρίγκου οι δύο «ταχτικοί», και τί αυτός είπε. Το καλύβι του Λυρίγκου, το εγνώριζε, ήτον επάνω στην ράχιν, όπισθεν του βουνού, και απείχεν ως είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα, βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθει το διατί αυτή κατεδιώκετο να συλληφθή και διά ποίαν πράξιν κατηγορείτο. Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε... Τί να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη;
Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο. Της εφάνη ότι ευρίσκετο αλλού, εις άλλον τόπον. Σιμά εις τον Αϊ-Γιάννην τον Κρυφόν, εκείνον τον Αγιον όστις εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους, κ' εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών· εκεί έξαφνα ευρέθη. Αντίκρυζε τον κήπον του Περιβολά, με την γυναίκα την κατάκλειστον εις την καλύβην, την άρρωστην. Έβλεπε την θύραν του φραγμένου κήπου, το πηγάδι, την στέρναν, το μάγγανον. Ήκουσεν ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μία βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...»
Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν: «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»
Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια: «Κύριε Ιησού...» Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς: «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ... Ιησού μακρόθυμε!»
Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος. Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή προικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας ως να ήσαν τρίδυμοι. Ότι αι τρεις, κρατούμεναι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπα των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζαν πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβον όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.
— Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησε μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε... στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάνε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!Ω! αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αυταί αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! Οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!... Πώς θ' αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της! Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι αποδώ!» Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι. Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλύτερον ήτο να τρέξη προ του κινδύνου, και αν τους συνήντα καθ' οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδος των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.
Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοή, είτα έκρουσε την θύραν.
Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφιάν της μητρός της. Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις εν από τα μανδριά των ποιμνίων.
Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε;
— Ποιός είναι;— Μ' έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ' όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας.
— Τέτοιαν ώρα;
— Δεν μπόρεσα νωρίτερα να 'ρθω.
— Πού τον ηύρες;
— Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμα.
Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν.
— Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού· σ' αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.Άμα επάτησε τον πόδα μέσα, και άρχισε να φέρεται ως οικοκυρά. Εις το φως του κανδηλίου, του καίοντος εμπρός εις εν παλαιόν εικόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τον Χριστόν εν τω μέσω, και διαφόρους αγίους εις τας δύο πτέρυγας, επήγε κατ' ευθείαν εις την εστίαν, σιμά εις την στρωμνήν τής λεχούς, επί του δαπέδου, εδοκίμασε την φωτιάν, και είδεν ότι ήτον μισοσβησμένη. Επήρε ξυλάρια και ξηρόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ' εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ' έβαλε το αγγείον εις το πυρ.
Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν:
— Μην την ξυπνάς... Σαν ξυπνήση, ύστερα να το πιη αυτό.Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία, εν αμηχανία, επεθύμει να την ερώτηση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμνε κακή λεχωσιά, κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.
Το θυγάτριον, μικρόν ράκος, δύο ημερών ζωής, το οποίον είχε έλθει κι αυτό εις τον κόσμον δι' αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ' η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής. Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημα του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μαμμή το ενανούριζε δι' ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοι!», εφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη (ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή αυτή η ρίζα του «κείμαι»), εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.
Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φόρας τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρινήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών, ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινών από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου.
Η λεχώνα εξύπνησε. Η μάννα της της έδωκεν να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάσει η Φραγκογιαννού.
— Κουράγιο, κοπέλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν.— Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα.
Την εκοίταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση.
— Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού.— Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.
Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννούς ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των.
ΙΔ'
Περί τα πρώτα γλυκοχαράγματα, το βρέφος είχεν εξυπνήσει, κι άρχισε να κλαυθμυρίζη. Η Φραγκογιαννού έκαμε και πάλιν «κουμάντο». Εσυμβούλευσε την λεχώ να βάλη το παιδίον εις το βυζί, διά να δοκιμάση αν κατέβη το γάλα. Συγχρόνως ηκούσθη κρότος έξωθεν, κ' ευθύς κατόπιν μια φωνή.— Γριά!... Γριά! κοιμάστε;
Ήτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλει την πενθερά του.
Η γραία εγνώρισε την φωνήν, εσηκώθη κ' έτρεξεν εις την θύραν.
— Έλα να μου δώσης ένα χέρι, εφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιός λείπει κ' είμαι μοναχός.Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά τη λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, το άρμεγμα, και τα λοιπά.
— Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο!... Πρέπει να 'χη τέσσερα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.Η γραία εξήλθε τρέχουσα. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με την λεχώ και το βρέφος.
Η νεαρά γυνή είχε λαγοκοιμηθή πάλιν, και δεν είχεν αντιληφθή καλώς την απουσίαν της μητρός της. Μετ' ολίγας στιγμάς εξύπνησε και είπε:
— Πού πάει η μάννα, θα πω;Η Φραγκογιαννού, φρονούσα ότι το καλύτερον ήτον η λεχώνα να κοιμάται για να ησυχάζη, και γνωρίζουσα ότι η απόκρισις η διδομένη εις τους πυρέσσοντας και εις τους ως εν υπνοβασία παριμιλούντας βλάπτει μάλλον ή ωφελεί, δεν απήντησε τίποτε. Η λεχώ ευθύς και πάλιν απεκοιμήθη.
Το θυγάτριον εκ νέου άρχισε να κλαυθμυρίζη πολύ τρυφερά και παραπονετικά, μέχρις οχληρότητος. Η Φραγκογιαννού, ήτις είχε λησμονήσει όλας τας τύψεις, τας οποίας είχεν αισθανθή αλγεινώς υπό τας μελανάς πτέρυγας των ονείρων της, και εσπαράσσετο και πάλιν από τους όνυχας της πραγματικότητας, άρχισε να σκέπτεται μέσα της:
— Αχ! δίκιο έχει, ο καημένος, ο Λυρίγκος... «Όλο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!»... Και τί ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του το 'παιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος!... αυτό καν που 'ναι μικρό, και δεν έχει ν' αφήση μεγάλον καημό πίσω του!Την στιγμήν εκείνην της ήλθεν εις τον νουν μία μικρά απορία· πού ευρίσκοντο τ' άλλα κοράσια του Λυρίγκου, τα μεγαλύτερα. Τότε ενθυμήθη ότι πριν ν' αναβή εις το καλύβι, όπου ευρίσκετο τώρα, το οποίον ήτο χαμηλόν ανώγειον, επέρασεν έξω από την θύραν ενός άλλου μικροτέρου καλυβίου, το οποίον ήτο χαμόγειον, και ήτο κτισμένον δίπλα, κολλητά με το πρώτον. Ήτο το μικρόν καλυβάκι της γραίας, της πενθεράς του Λυρίγκου, κ' εκεί μέσα τής είχε φανή ότι ήκουεν αναπνοάς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Εκεί βέβαια θα εκοιμώντο, μαζί με την μικράν θείαν τους την άγαμον, τα άλλα κοράσια του Λυρίγκου.
Ως εν αλλοφροσύνη και εν πλάνη ονείρου, έτεινε την χείραν προς το λίκνον, εντός του οποίου ωλόλυζε το μικρόν... Έκαμε χειρονομίαν ως διά να σχηματίση τους δακτύλους της εις διλαβίδα, εις αρπάγην και στραγγαλιάν. Ησθάνετο την στιγμήν εκείνην αγρίαν χαράν να πνίξη το μικρόν θυγάτριον... Της ήλθεν εις τον νουν ότι ήτο αβάπτιστον, και αν το έπνιγε, θα είχε διπλήν αμαρτίαν... Η σκέψις αύτη επί μίαν στιγμήν την ανεχαίτισεν, αλλ' όμως απεφάσισε να υπερπηδήση τον φραγμόν τούτον... Παρά ένα δάκτυλον, η χειρ της έψαυε τον λαιμόν του μικρού πλάσματος...
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, βήμα, κρότος, εις το μικρόν χαγιάτι έξω, και η θύρα, την οποίαν η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου αναχωρήσασα δεν είχε κλείσει με το μάνδαλον, αλλά μόνον την είχε γείρει, ηνοίχθη πέραν και πέραν, ενδίδουσα εις ώθησιν έξωθεν.
— Εδώ είναι, ηρώτησεν ο εμφανισθείς άνθρωπος, εδώ είναι το σπίτι του Λυρίγκου, του τσοπάνη;Ήτον χωροφύλαξ, με το χιτώνιον μισοκουμβωμένον, φουσκωτόν επί του στήθους, με το κασκέτον στραβά, με στριμμένον τον μύστακα, και με την κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επί του αριστερού ώμου.
Μέσα στο καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβηνεν εμπρός εις τα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβηστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος. Έξω, είχεν εξημερώσει, και παρά δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν.
Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρωμνήν της, ως αμαυρόν όγκον κατακειμένην, το βρέφος το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της σκάφης, ήτις εχρησίμευεν ως λίκνον... και την Φραγκογιαννού καθημένην ως φάντασμα, και τείνουσαν την χείραν προς το λίκνον.
Η Φραγκογιαννού έμεινε με την χείρα τεταμένην. Την κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Εντός δευτερολέπτου ήλθεν εις εαυτήν, και είδε τον φοβερόν κίνδυνον.
Ακριβώς όπισθέν της ήτο εν μικρόν παράθυρον βλέπον προς βορράν, υπόσαθρον, νοτισμένον και κακοκλεισμένον. Ως να είχε τιναχθή από έκρηξιν, εστράφη μηχανικώς, άνοιξε το παράθυρον, κ' επήδησεν έξω. Έπεσεν επάνω εις χόρτα και άχυρα, και ο δούπος της πτώσεως της ούτε ηκούσθη. Το χαμηλόν παράθυρον μόλις ανείχε μισήν οργυιάν από του εδάφους.
Μόνον είχε ξεχάσει να πάρη μαζί το ραβδί της και το καλάθι της, τα οποία ως τόσον ευρίσκοντο δίπλα της, εις το πάτωμα. Ήτο άξιον απορίας, πώς τόσον είχε σαστίσει. Τα ενθυμήθη ακριβώς την στιγμήν καθ' ην άρχισε να τρέχη μετά το πήδημα της, κ' έτσι της ήρχετο αν ήτο τρόπος, να γυρίση πίσω να τα πάρη, και να στραβωθούν, να μην την ιδούν οι διώκται της.
Ως τόσον έτρεχεν, έτρεχεν... είχεν εισέλθη μέσα εις το δάσος, του οποίου τα διάφορα μονοπάτια της ήσαν πολύ γνωστά. Δεν εγύριζε να ιδή οπίσω της... Ήτο βεβαία ότι οι δύο «ταχτικοί» θ' αργήσουν να εννοήσουν τι συνέβη, και να βαλθούν να την κυνηγήσουν.
Τω όντι οι δύο εκείνοι άνδρες της δημοσίας ανάγκης δεν ενόησαν κατ' αρχάς τι είχε συμβή. Τους είχε στείλει «κατεπείγον» οπίσω ο ειρηνοδίκης, από κοινού με τον πάρεδρον τον αστυνόμον, όστις, εις όσα απεφαίνετο ο εμπνευσμένος εκείνος λειτουργός της Θέμιδος, έλεγε πάντοτε ναι, και με τον ενωμοτάρχην, όστις δεν έλεγε ποτέ όχι, τους είχε στείλει να υπάγουν εις την αγροτικήν οικίαν του Ιωάννου Λυρίγκου, διά να τον προσκαλέσουν να εμφανισθή ενώπιον των αρχών, κ' εν ανάγκη να τον φέρουν διά της βίας, επειδή, εξ' όσων είχον διηγηθή την εσπέραν της προτεραίας, εις την πολίχνην, οι δύο χωροφύλακες, οι ειρημένοι φωστήρες συνέλαβον την υπόνοιαν ότι ο Λυρίγκος ενείχετο εις την υπόθεσιν της φυγής της γυναικός Χαδούλας, χήρας Ιωάννου Φράγκου, χριστιανής και εκτελούσης οικιακά έργα, την οποίαν έλεγον ότι είχον ιδεί ν' αναρριχάται εις τον κρημνόν του πετρώδους βουνού οι δύο στρατιωτικοί άνδρες.
Όθεν αμέσως, περί όρθρον βαθύν, αφού εκοιμήθησαν επί δύο ή τρεις ώρας, φορούντες όλην την στολήν των, οι δύο χωροφύλακες, εις τα ισόγεια της δημαρχίας, τα γεμάτα από βλατούδες, σαρανταποδαρούσες και σαμαμίθια, τα οποία εχρησίμευον ως καζάρμα (η καζάρμα αυτή ήτον ο τρόμος των αγυιοπαίδων, των μοσχομαγκών, ως και όλων των οφειλετών του δημοσίου), εις εν σφύριγμα του ενωμοτάρχου εσηκώθησαν, επήραν τις κάπες των, και το έβαλαν δρόμον διά το βουνόν.
Εστέλλοντο ιδίως διά να φέρουν τον Λυρίγκον (καθώς και πάντα άλλον βοσκόν, τον οποίον θα ηξήταζον οι ίδιοι, και όστις θα έλεγε «μπερδεμένα λόγια», εφρόντισε να προσθέση ο ειρηνοδίκης), αλλά προ πάντων διά να μυρισθούν τα ίχνη της Φραγκογιαννούς και κατορθώσουν να την ανακαλύψουν. Διά τούτο είχον πληρεξουσιότητα να ψάξουν όλα τα μανδριά και τις στάνες, και να εξετάσουν όλους τους βοσκούς του βουνού. Όθεν, διά καλόν και διά κακόν, επήραν μαζί και τις κάπες των.
Όταν ο πρώτος χωροφύλαξ ώθησε την θύραν του οικίσκου, και είδε σκότος και σκιάν μέσα, ήκουσε τον κρότον του βορεινού παραθύρου ανοιγομένου, είδεν ακτίνας φωτός εκείθεν να εισδύωσι, κ' ευθύς εν μαύρον σώμα να φράττη τας ακτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένον, άμορφον, και ήκουσε τον ασθενή δούπον της πτώσεως. Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας δίπλας διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ, εξαπλωμένην επί της κλίνης της.
— Τί τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος.— Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν:
— Μάννα, εσύ 'σαι... Ήρθες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου