Όταν μπήκε ο στρατός μας στην Κορυτσά, μας πήρε, την Ειρήνη, την κόμισσα και μένα, και κατεβήκαμε στην Ομόνοια να δούμε τον εορτασμό. Τέτοια κοσμοπλημμύρα δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Μα πού στην ευχή μένει όλος αυτός ο κόσμος; έλεγα με το νου μου. Τα μεγάφωνα μετέδιδαν εμβατήρια, όλος ο τόπος ήταν σημαιοστολισμένος. Οι δικοί μας ήταν μεθυσμένοι από πατριωτικό ενθουσιασμό, οι Εγγλέζοι κι οι Αυστραλοί από μπίρα. Πού την έβαζαν, βρε παιδί μου, τόση μπίρα αυτοί οι άνθρωποι; Τι είδους στομάχια έχουνε;
Σε λίγο άρχισε ένα σπρωξίδι άνευ προηγουμένου. Ο κόσμος κυλούσε σα λάβα ηφαιστείου προς τη Δημαρχία. Οι αστυφύλακες κράδαιναν τα κλομπ τους στον αέρα, μα ήταν αδύνατον να βάλουν τάξη. Τους παρέσυρε κι αυτούς το ανθρώπινο κύμα. Οι γυναίκες τσίριζαν, δυο – τρεις είχαν κιόλας λιποθυμήσει. Ήμουνα σίγουρη πως δε θα ‘χε μείνει πόντος για πόντος στις κάλτσες μου. “Πάμε να φύγουμε!” φώναζα του Αντώνη, μα δε μ’ άκουγε. Είχε δέσει μια χάρτινη σημαία στο μπαστούνι του και το κουνούσε ψηλά σα λάβαρο. Έκανε σα μικρό παιδί. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, ήταν αδύνατον να μείνει κανείς ασυγκίνητος μπροστά στο θέαμα τόσου ενθουσιασμού. Τέτοιες μέρες δεν είχε δει η Ελλάδα απ’ τον καιρό του ‘12 και του ‘13.
Και ξαφνικά, αυτό που υποπτευόμουν εδώ και μερικά δευτερόλεπτα, έγινε βεβαιότης: δεν τον έφτανε τον παλιάνθρωπο το κολλητήρι που ‘κανε και που, ήθελα δεν ήθελα, ήμουνα υποχρεωμένη ν’ ανεχθώ για να μην κάνω σκάνδαλο, παρά είχε το θράσος να βάλει και το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου. “Αχ!…” μπήζω μια φωνή. “Αντώνη!” φωνάζω του Αντώνη. Μα ο Αντώνης δεν άκουγε. Κουνούσε το μπαστούνι του με τη σημαία, κι ώσπου να πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε, είχε γλιστρήσει ο αλιτήριος μέσα στο πλήθος κι έγινε καπνός. “Πάμε να φύγουμε!” του λέω τότε μ’ έναν τρόπο που ήξερε ότι δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα. “Πάμε να φύγουμε αμέσως. Που να πάρει ο διάβολος και την Κορυτσά και την Ελλάδα. Οι Έλληνες δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ άνθρωποι…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου