Σελίδες

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Τρία ἄγνωστα θρησκευτικὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη: «Χριστούγεννα» - «Πρωτοχρονιά» - «Φῶτα»

Γιῶργος Βαλέτας - Ἀπὸ τὸ περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1941


Εἰσαγωγή

Εἶχα προχωρήσει ἀρκετὰ στὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου μου γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ὅταν μὲ δεύτερες καὶ σοφώτερες φροντίδες καὶ ἔρευνες βεβαιώθηκα, ὅτι τὸ ψευδώνυμο ῾Βυζαντινός᾿, ποὺ ἔφεραν ἀρκετὰ ἄρθρα δημοσιευμένα στὴν «Ἐφημερίδα» τοῦ 1887 καὶ 1888, ἀνήκει στὸν Παπαδιαμάντη. Δὲν μοῦ μένει πιὰ καμμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴ γνησιότητα τῶν ἄρθρων αὐτῶν καὶ τὰ προσγράφω στὴ βιβλιογραφία του γιὰ νὰ περαστοῦνε μία μέρα στὴ λαχταριστὰ ἀπ᾿ ὅλους ἀναμενόμενη καὶ πάντα ἀναβαλλόμενη καὶ ἐμποδιζόμενη ἀπὸ ἀτυχίες καὶ συμφορὲς καὶ διεκδικήσεις καὶ ἀδιαφορίες μεγάλη ἐθνικὴ ἔκδοση (National Ausgabe) τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ὡς μεταφραστὴς στὴν «Ἐφημερίδα», ὁ Παπαδιαμάντης δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν ἐπιφυλλίδα, ἀλλά, ὅταν μὲ τὸν καιρὸ γνωρίστηκε κι ἐκτιμήθηκε κι ἀγαπήθηκε ἀνάλογα μὲ τὰ προσόντα καὶ τὸ χαρακτήρα του, ἐκτελοῦσε καὶ χρέη συντάκτη, στὴν ἀρχὴ ἐλαφρότερα, ἀργότερα σοβαρώτερα, δίνοντας παράπλευρα καὶ τὴ λογοτεχνική του συνεργασία, ἐφόσον τὸ ἐπέτρεπε ὁ χῶρος καὶ τὸ ζητοῦσαν οἱ περιστάσεις. Ἡ «Ἐφημερίδα» ἀπ᾿ τὰ 1888 ἄλλαξε ἐμφάνιση ὕλης, ἔγινε μεγαλύτερη καὶ ποικιλώκερη, κι᾿ ἴσα-ἴσα ἀπὸ τότε πρέπει ν᾿ ἀναζητηθῇ καὶ ν᾿ ἀναγνωρισθῇ ἡ συνεργασία τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶναι δύσκολη βέβαια, ἀλλὰ κάποτε θὰ συμπληρωθῆ, εἴτε ἀπὸ τὴ γενεά μας εἴτε ἀπ᾿ τοὺς μεταγενεστέρους μας.
Ἤδη ἀπ᾿ τὰ 1887 ὁ Παπαδιαμάντης ἐμφανίζεται μὲ πρωτότυπη συνεργασία ὑπογραμμένη μὲ τὸ ἀρχικό του ῾Π᾿ ἢ καὶ ἀνυπόγραφη (1). Ἔτσι, τὸ Πάσχα τοῦ 1887 παρουσιάζεται μὲ ἕξη κατὰ σειρὰν ἄρθρα μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις» καὶ μὲ τοὺς ὑπότιτλους «Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Πέμπτη κλπ. ... Ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα». Τὰ πασχαλινὰ αὐτὰ ἄρθρα συνεχίστηκαν χωρὶς διακοπή, μὲ μιὰ ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς πυροβολισμοὺς τοῦ Πάσχα («Ἐφημερίς», 7 τοῦ Ἀπρίλη 1887, 3β), μ᾿ ἕνα περιγραφικὸ ἄρθρο «Ὁ Ἐπιτάφιος καὶ ἡ Ἀνάστασις εἰς τὰ χωρία» (γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε σχετικὸς λόγος σὲ ἄλλη συνεργασία μου στὸ τεῦχος αὐτό), χωρισμένο σὲ δυὸ μέρη («Ἐφημερὶς », 7 καὶ 10 τοῦ Ἀπρίλη 1887, 2 α β).
Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα εἶναι θρησκευτικὰ καὶ ἐπίκαιρα (2), γραμμένα ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς πίστης καὶ τοῦ ζήλου τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ νὰ τονώσουν στοὺς ἀναγνῶστες τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα, — κατὰ τοῦτο ἀληθεύει ἡ παιδική του ἀπάντηση στὴ μητέρα του, πὼς θὰ γινόταν ῾κοσμοκαλόγερος᾿,— νὰ ὑποδείξουν τὴ σημασία τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν μεγάλων ἀκολουθιῶν, νὰ γνωρίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ τὸν ἀσματικὸ πλοῦτο ποὺ τὴ συνοδεύει. Θρῆσκος καὶ φιλακόλουθος, ὁ Παπαδιαμάντης πάντα εὕρισκε μέσα του, καὶ δὲν τὸν παρωθοῦσε ποτέ, τὸ ρόλο τοῦ κατηχητῆ καὶ ἀπολογητῆ· τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τὴ σειρὰ αὐτῶν τῶν πασχαλινῶν θρησκευτικῶν ἐπίκαιρων ἄρθρων ἀκολούθησε σὲ λίγους μῆνες, τὸ δεκαπεντάγουστο τοῦ 1887, ἕνα παρόμοιο ἄρθρο τοῦ Παπαδιαμάντη: «Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου». Καὶ σὲ λίγο, ὅταν ᾖρθαν τὰ Χριστούγεννα, ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸν ἰδαλγὸ ἐκεῖνο δυὸ χειρόγραφα μαζί: τὸ ἕνα ἦταν τὸ διήγημά του ῾Χριστόψωμο᾿, μὲ τὴν ὑπογραφὴ Π., καὶ τὸ ἄλλο ἕνα ἀρθρίδιό του ἱστορικοθρησκευτικό, ῾Τὰ Χριστούγεννα᾿, ἀνυπόγραφο, - καὶ τὰ δυὸ γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς «Ἐφημερίδας» προωρισμένα. Ἀλλ᾿ ὁ Παπαδιαμάντης λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδόχο! Ὁ ἀρχισυντάκτης ἔδωσε μόνο τὸ ἐπίκαιρο ἄρθρο καὶ ἄφησε τὸ διήγημα γιὰ τὸ ἑπόμενο. Ἀλλὰ τὸ θρησκευτικὸ ἄρθρο ἦταν ἀνυπόγραφο, καὶ ὁ διευθυντὴς σημείωσε ἀποκάτω τὴν ἔνδειξη : (ὑπογρ.), καὶ τὸ γύρισε στὸν Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος ὑπόγραψε τότε μὲ τὸ ψευδώνυμο ῾Βυζαντινός᾿(3). Τὸ ἄρθρο τυπώθηκε στὴν «Ἐφημερίδα» τὴ χριστουγεννιάτικη, μὲ τὴν ἔνδειξη τοῦ διευθυντῆ καὶ μὲ τὸ ψευδώνυμο τοῦ Παπαδιαμάντη.
Τὴν Πρωτοχρονιὰ καὶ τὰ Φῶτα ἀκολούθησαν τὰ ἀλλὰ δυὸ ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὸ ἴδιο ψευδώνυμο, ποὺ πολὺ γρήγορα τὸ παράτησε, ἴσως γιατὶ ἔγινε γνωστό, καὶ προτίμησε πάλι τὴν ἀνωνυμία. Ἔτσι τὰ μεταγενέστερα ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ τοῦ ἄρθρα τοῦ 1888 τὰ δημοσιεύει ἀνώνυμα.
Πὼς τ᾿ ἀκόλουθα τρία θρησκευτικὰ ἄρθρα εἶναι τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀμφιβολία δὲν χωρεῖ καμιά, γιατὶ φωνάζουν μόνα τους καὶ σὲ κεῖνον ποὺ πολὺ λίγο γνωρίζει τὸν τρόπο καὶ τὸ ὕφος καὶ τὶς προτιμήσεις τοῦ Σκιαθίτη. Τὰ δημοσιευόμενα στὸ δεύτερο ἄρθρο δημοτικὰ κάλαντα εἶναι σκιαθίτικα(4), κι ὁ συγγραφέας ὁ ἴδιος ὑποδηλώνει πὼς εἶναι νησιώτης, καὶ γνωρίζει τὶς γιορτὲς καὶ τὰ τροπάρια, καὶ γράφει γιὰ τὶς γιορτὲς καὶ γιὰ τοὺς ὕμνους, συνεχίζοντας τὴν ἐπίκαιρη θρησκευτικὴ ἑορταστικὴ ἀρθρογραφία του, ποὺ ἀργότερα ἔμελλε νὰ τὴν ἀντικαταστήσῃ μὲ τὴ διηγηματογραφία. Πάνω σὲ τέτοια περιστατικὰ καὶ σὲ παρόμοιες ψυχικὲς τάσεις τοῦ δημιουργοῦ της πῆρε τὴ διαμόρφωσή της ἡ φιλολογία τῶν ἑορτῶν.

Σημειώσεις

1. - Ἀπ᾿ τὰ ἕξη λ.χ. πασχαλιάτικα ἄρθρα τοῦ 1887 τὸ ἕνα (της Μεγάλης Παρασκευῆς) εἶναι ἀνυπόγραφο.
2. - Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ σημειώνω καὶ τὸ Πασχαλινὸ ἄρθρο τοῦ 1888, ποὺ εἶναι σὲ θέση πανηγυρικοῦ - θρησκευτικοῦ δευτέρου κυρίου ἄρθρου στὴν «Ἐφημερίδα». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ εἶναι ἀνυπόγραφο, ἀλλὰ ἀνήκει στὸν Παπαδιαμάντη, ὅπως θ᾿ ἀποδείξω ἄλλοτε.
3. - Χαρακτηριστικὸ καὶ τὸ ψευδώνυμο ἀκόμα, δείχνει τὴ στενὴ σχέση τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὸ βυζαντινὸ κόσμο. Τότε ποὺ οἱ Ἕλληνες ψευδαττικιστὲς κι ἀρχαϊστὲς καταφρονοῦσαν τὸ Βυζάντιο, τότε ποὺ ἄλλοι ἀπὸ ἱστορικὴ σκοπιὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸ δικαιώσουν καὶ νὰ τὸ ἀνυψώσουν, ὁ Παπαδιαμάντης τὸ ἐζοῦσε καὶ τὸ ἀνάπνεε βαθειά του, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔχει μέσα του ὁ νέος ἑλληνισμός. Πρβλ. καὶ ὅσα γράφει γιὰ τὸ Βυζάντιο στὸ ῾Λαμπριάτικο Ψάλτη᾿ (σελ. 19, Φέξη) καὶ τὸ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μου ῾Παπαδιαμάντης᾿ τὸ ἐπιγραφόμενο «Ἡ Βυζαντινὴ πατρίδα» (σελ. 349-350). Πάνου ἀπ᾿ ὅλα ὅμως ἀξιανάγνωστο γιὰ τὴ βυζαντινὴ σκέψη καὶ τάση (Μεγάλη Ἰδέα) τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τὸ ποίημά του (1891): «Ἡ κοιμάμενη Βασιλοπούλα».
Ἐκειὸς εἶν᾿ ἡ ἐλπίς μας, ὁ Μεσσίας,
ἐκειὸς τοῦ Γένους ὁ ἐγδικητής,
ὁποῦ κοιμᾶται στὰ ὑπόγεια τῆς
Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας.
4. - Τοὺς δυὸ στίχους ἀπ᾿ τὰ Κάλαντα τοῦ δεύτερου ἄρθρου «Ἁγιοβασιλειάτικα»:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τὸν χρόνου,
Ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται ...
καθὼς καὶ τὸ στίχο:
Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου
καὶ τὸν ἄλλον:
Ν᾿ ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
τοὺς ἐπαναλαμβάνει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του· ῾Ὁ Ἀμερικάνος᾿ (στὸν τόμο «Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σέλ. 136). Τὸ διήγημα εἶναι μεταγενέστερο ἀπ᾿ τὸ ἄρθρο κατὰ τέσσερα χρόνια.

Χριστούγεννα

Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπρότατη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή(1), τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ γλυκύτατη καὶ συγκινητικωτάτη, καὶ διὰ τοῦτο ἀνέκαθεν ἐθεωρήθη ὡς οἰκογενειακὴ κατ᾿ ἐξοχὴν ἑορτή.
Ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ δὲ τὰ κατ᾿ αὐτὴν ἀνεπτύχθησαν καὶ διετυπώθησαν ὄντως, ὥστε προσέλαβεν ἰδιόρρυθμον τίνα τύπον, καὶ ἤθη, ἔθιμα καὶ παραδόσεις ἰδιαίτεραι πρὸς αὐτὴν συνεκροτήθησαν(2) καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἀντεπέδρασαν.
Ὁλόκληρον φιλολογίαν ἀποτελοῦσι τὰ λεγόμενα Contes de Noel, τὰ Χριστουγεννιάτικα δηλ. παραμύθια, ὧν τινα ἐξόχων συγγραφέων ἔργα εἶναι ὡραιότατα, βιβλιοθήκην δὲ ὁλόκληρον δύνανται νὰ γεμίσωσι τὰ κατ᾿ ἔτος ἐκδιδόμενα Christmas Numbers, τὰ ἔκτακτα δηλ. φυλλάδια τῶν εἰκονογραφημένων περιοδικῶν(3) τὰ δημοσιευόμενα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων, μετὰ καλῶν εἰκόνων καὶ ποικιλωτάτης τερπνῆς ὕλης.
Οὐδὲν δὲ ἄπορον ἂν ἐν τῇ Δύσει ἰδίως ἀνεπτύχθη ἡ ἑορτὴ αὕτη, διότι ἐκ τῆς Δύσεως ἔχει ἂν ὄχι τὴν ἀρχήν, τουλάχιστον τὴν τάξιν καὶ τὴν σύστασιν.
Γνωστὸν ὅτι πρῶτος ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐλθόντων τινῶν ἀπὸ τῆς Δύσεως καὶ ἀπαγγειλάντων», ἐκανόνισε τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅτε, κατ᾿ αὐτὸν τὸν μήνα Δεκέμβριον τὴ ιε´, ἐχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ δ´ αἰῶνος.
Διότι, φαίνεται, ἕως τότε ἐπεκράτει σύγχυσις, καὶ ἐωρτάζετο μὲν κατὰ τόπους ἡ Χριστοῦ Γέννησις, ἀλλ᾿ ἐτέλουν τὴν ἑορτὴν ἄλλοι ἄλλοτε καὶ δὲν συνεφώνουν περὶ τῆς ἡμέρας. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶχεν ὁρίσει ἀπ᾿ ἀρχῆς τὴν κε´ τοῦ Δεκεμβρίου καὶ τὴν ἡμέραν ταύτην ἔταξεν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Οὐχ ἧττον ὅμως ἡ Χριστοῦ Γέννησις ἐτιμᾶτο ἔκπαλαι ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μέγιστοι δὲ τῶν Πατέρων, οἵτινες ἔζησαν κατὰ τὴν Δ´ ἑκατονταετηρίδα, τὸν χρυσοῦν ἐκεῖνον αἰώνα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὧν πολλοὶ εἶναι κατά τι ἀρχαιότεροι τοῦ Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τιμὴν τῆς ἡμέρας. Τὸ δημοτικώτατον ἐκεῖνο ᾄσμα, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε», εἶναι κατὰ λέξιν ἠρανισμένον ἐκ τοῦ πανηγυρικοῦ τοῦ ἱεροῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ καὶ Θεολόγου ἐπικαλουμένου. Ἐκ πανηγυρικοῦ λόγου ἐλήφθη ἐπίσης καὶ τὸ ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν...» Ἡ τελευταία αὐτὴ φράσις, ἔχει τὸ προνόμιον, ὡς ἤκουσα, νὰ ἐμπνέῃ μέγαν ἐνθουσιασμὸν εἰς τοὺς ἀτυχήσαντας μὲν περὶ τὴν γλώσσαν, Ἕλληνας δὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ φρόνημα ἀδελφοὺς ἡμῶν τῆς Καισαρείας καὶ Καππαδοκίας, εὐλόγως καυχωμένους καὶ λέγοντας(4) ὅτι «ἐξ Ἀνατολῆς τὸ φῶς».
Ἐπειδὴ δὲ περὶ πανηγύρεων καὶ ἐγκωμίων ὁ λόγος, δὲν δύναμαι νὰ λησμονήσω τοὺς προσφιλεῖς μοι ἀσματογράφους, καὶ νὰ μὴ ἀποτείνω τὸν φόρον τοῦ θαυμασμοῦ μου εἰς πάντας μὲν τοὺς ποιητὰς τῶν διαφόρων τῆς ἑορτῆς ὕμνων, ἀλλ᾿ ἰδίως εἰς τοὺς συνθέτας τῶν δυὸ αὐτῆς Κανόνων, τὸν ἱερόν, λέγω, Κοσμᾶν, ποιητὴν τοῦ ἀ᾿ Κανόνος, οὗ ἡ ἀρχὴ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...» (5), καὶ τὸν πολὺν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, ποιητὴν τοῦ β´ Κανόνος, οὗ ἡ ἀρχὴ «Ἔσωσε λαόν...»(5). Ὁ β´ οὗτος Κανών, συγκείμενος ὅλος ἐκ δωδεκασυλλάβων ἰαμβικῶν στίχων (καθότι τὸ μέλος δὲν ἐπιτρέπει τρίβραχυν οὐδ᾿ ἀνάπαιστον ἐν οὐδεμίᾳ τῶν διποδιῶν χώρα), ἔχει ὡς ἀκροστιχίδα τὸ ἡρωοελεγεῖον τοῦτο ἐπίγραμμα:
Εὐεπίης μελέεσσιν ἐφύμνια ταῦτα λιγαίνει
Υἷα Θεοῦ μερόπων ἕνεκα τικτόμενον
Ἐν χθονί, καὶ λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου.
Ἀλλ᾿ ἄνα, ῥητῆρας ῥύεο τῶν δε πόνων.

Ἓν μόνον ᾄσμα θὰ παραθέσω ἐκ τοῦ ἰαμβικοῦ τούτου Κανόνος ὡς δεῖγμα τὸν ὅλου:
Λύμην φυγοῦσα τοῦ θεοῦσθαι τῇ πλάνῃ,
Ἄλητον ὑμνεῖ τὸν κενούμενον Λόγον
Νεανικῶς ἅπασα σὺν τρόμῳ κτίσις,
Ἄδοξον εὖχος δειματουμένη φέρειν,
Ῥευστὴ γεγῶσα, κἂν σοφῶς ἐκαρτέρει.

Καὶ ἐκ τοῦ πρώτου Κανόνος παραθέτω ἐπίσης τρία κατὰ σειρὰν τροπάρια τῆς η´ ᾠδῆς. Καὶ τὰ τρία ἀναφέρονται εἰς τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων, ἀλλ᾿ ἐν μὲν τῷ α´ καὶ γ´ εὐφυῶς ἀντιπαραβάλλεται αὕτη πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῷ β´ γίνεται εὔγλωττος ὑπαινιγμὸς εἰς τὸν ψαλμὸν «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν...»(5). Τὰ τρία τροπάρια ἔχουσιν ὡς ἑξῆς:
Ἕλκει Βαβυλῶνος ἡ θυγάτηρ παίδας δορικτήτους Δαυΐδ, ἐκ Σιὼν ἐν αὐτῇ, δωροφόρους πέμπει δὲ μάγους παῖδας, τὴν τοῦ Δαβὶδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν, εὐλογεῖτε ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς, οὗ γὰρ ἦδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών. Βαβυλῶνος, λύει δὲ πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν ἁρμονίαν, Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός, δι᾿ ὃ ἀνυμνοῦντες, κτλ.
Σκῦλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιών καὶ δορίκτητον ὄλβον ἐδέξατο, θησαυροὺς Χριστὸς ἐκ Σιὼν δὲ ταύτης καὶ βασιλεῖς, σὺν ἀστέρι ὁδηγῷ ἀστροπολοῦντας ἕλκει, κτλ. κτλ.
Καὶ κατὰ τὴν ἔννοιαν καὶ κατὰ τὴν γλώσσαν τὰ ἀνωτέρω παρατεθέντα ἀποσπάσματα, ἀδιστάκτως φρονῶ, ὅτι εἶναι ἐκ τῶν ὡραιοτέρων λεκτικῶν καλλιτεχνημάτων πάσης ἐποχῆς, καὶ τὸ λέγω χάριν ἐκείνων ἐκ τῶν ἡμετέρων, ὅσοι ἐκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ὅτι δὲν ἐγράφοντο Ἑλληνικά, κατὰ τὸν Ζ´ καὶ Η´ αἰῶνα, ὑποθέτοντες καλοκαγάθως, ὅτι τὰ παρ᾿ ἡμῶν τῶν σημερινῶν γραφόμενα εἶναι Ἑλληνικά, καὶ ὅτι θ᾿ ἀναγνωσθῶσι ποτὲ ὡς Ἑλληνικὰ ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς» [ἀρ. 359, 25 Δεκεμβρίου 1887, 2γ.)

Σημειώσεις

1. Ὁ Παπαδιαμάντης μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ἀναφέρεται στὰ ἄρθρα του γιὰ τὸ Πάσχα, ποὺ δημοσιεύθηκαν τὴ Λαμπρὴ τοῦ ἴδιου χρόνου στὴν ἴδια ἐφημερίδα μὲ τ᾿ ἀρχικό: Π.
2. Τὸ κείμενο στὴν « Ἐφημερίδα»: συνεκρήθησαν.
3. Τὰ παρακολουθοῦσε καὶ τὰ γνώριζε ὅλα, ὁ Παπαδιαμάντης ἀπ᾿ τὸ Γραφεῖο τῆς «Ἐφημερίδας», ὅπου ἐργαζόταν ὡς τακτικὸς συντάκτης καὶ μεταφραστής. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ τεύχη τοῦ ἔδιναν καὶ μετέφραζε πολλὰ -πολιτικὰ καὶ ἱστορικὰ τὸ περισσότερο- ἄρθρα. Ἀπ᾿ τὰ χριστουγεννιάτικα δὲ καὶ πασχαλινὰ τεύχη τῶν περιοδικῶν αὐτῶν παρακολούθησε τὶς καλύτερες λογοτεχνικὲς σελίδες τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλολογίας, ἰδίως τῆς Ἀγγλικῆς, πρὸς τὴν ὁποίαν ἰδιαίτερη, τὸν κατεῖχε κλίση. Τὰ διαβάσματα κι οἱ γνωριμίες ἐκεῖνες στάθηκαν πολὺ ἐποικοδομητικὲς γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
4. Τὸ κείμενο στὴν «Ἐφημερίδα»: λέγοντες.
5. Τ᾿ ἀποσιωπητικὰ κατὰ δική μου προσθήκη

Ἁγιοβασιλειάτικα

Δὲν εἰξεύρω ποῖος περιπλανώμενος ραψῳδὸς συνέθηκε τὰ νῦν συνήθως ὑπὸ τῶν παίδων ἀδόμενα ᾄσματα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσι δῆθεν κατὰ γράμμα τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, βρίθουσιν ὅμως κακοζήλων στίχων, οἷοι οἱ ἑξῆς:
Καὶ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν προφήτου Ἡσαΐου μετὰ τῶν ἄλλων προφητῶν καὶ τοῦ Ἱερεμίου...(1)
ὁ δεύτερος οὗτος στίχος εἶναι προδήλως διὰ τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ:
Φωνὴ ἠκούσθη ἐν Ραμᾷ, Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει,
παραμυθῆναι (!) οὐκ ἤθελεν, ὅτι αὐτὰ οὐκ ἔχει (!!).

Ἢ ἐν τῷ ἄσματι τῆς α´ τοῦ ἔτους:
Σήμερον εἶν᾿ περιτομὴ κι ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία,
καὶ προσκαλεῖσθε ἄρχοντες, γυναῖκες καὶ παιδία
(1)...

Τόσον ἀληθεύει ὅτι ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἕνα ἢ δυὸ ὕμνους μόνον ἔχει εἰς μνήμην τῆς Περιτομῆς, τοὺς λοιποὺς ἀφιεροῖ εἰς τὸν Μ. Βασίλειον.
Ἐννοεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι, θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω τὴν λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσμάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήματα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυμάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόμενα δημώδη ᾄσματα:
Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅης Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν μᾶς καταδέχεται (;!!)
(2)

...................................................
ἢ τὸ ἀδόμενον τῇ παραμονῇ τῶν Φώτων:
Ἀφέντη μου, πεντάφεντε, πέντε φορὲς ἀφέντη,
ἔχεις καὶ γυιὸ στὰ γράμματα καὶ γυιὸ στὸ ψαλιτήρι
(sic).

Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους(3), ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθώσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους legende (4).
Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλὰ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις. Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς ἑξῆς:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται,
γεννιέται κι ἀνατρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα,
τὸ μέλι τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀντρειωμένοι.

Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων:
Σήμερον τὰ φῶτα κι ὁ φωτισμός
καὶ τοῦ Ἰησοῦ μας ὁ βαφτισμός
(5).

Σήμερα ἡ κυρά μας ἡ Παναγιά,
σπάργανα στὰ τίμια χέρια κρατεῖ
καὶ τὸν Ἅη Γιάννη παρακαλεῖ.

«Δύνεσ᾿, Ἅη Γιάννη Πρόδρομε,
γιὰ νὰ μοῦ βαφτίσεις Θεὸν παιδὶ;»

Δύνουμαι καὶ σῴνω καὶ προσκυνῶ,
γιὰ κοντοκαρτέρει ὡς τὸ πουρνό,
γιὰ ν᾿ ἀνέβω ἀπάνου στοὺς οὐρανούς,
γιὰ νὰ ρίξω δρόσο καὶ λίβανο,
ν᾿ ἁγιαστοῦν
(6)
οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά,
ν᾿ ἁγιαστῇ
(6) κι ἀφέντης μὲ τὴν κυρά».

Ἄλλα τῶν ᾀσμάτων ἐκφράζουσιν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπαίνους καὶ προσρήσεις. Τὸ ἑπόμενον τεμάχιον ἐκρίθη ὑπὸ πολλῶν ἀπαράμιλλον τὸ ὕψος:
Σήκω, κυρὰ μ᾿, νὰ στολιστῆς (7), νὰ πᾶς ταχιὰ στὰ Φῶτα,
στὰ Φῶτα καὶ στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὸν καλὸ τὸ χρόνο.
Βάλε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθι,
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλ᾿ το καμαροφρύδι.

Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν ἑορτὴν τὸν Ἁγίου Βασιλείου (τὴν Περιτομὴν ἀγνοεῖ ὁ λαός, καὶ εὐλόγως), παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾄσμα:
Ἅης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.

«Βασίλη μ᾿ ποῦθε ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβήτα».

Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέτα (8)
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ᾄσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδεία φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας της Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἰονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».
Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἰονεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου, ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχῳ (9), ὅτι τὰ «περδίκια κελαϊδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαϊδοῦσαν:
Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:
στὴν ἀργυρή σου τσέπη
κι ἂν εὕρεις γρόσα δός μας τα, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρεις καὶ μισὸ φλουρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη μ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.

Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ὄλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.

Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε: Λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:
Κυρά μου, τὸν γιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες
(10)
, στὸ δάσκαλο τὸν πάϊνες,
κι ὁ δάσκαλος
(11)
τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσαρα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.

Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:
Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραμματευτὴς τὴ θέλει
(12)
,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ
(13) γυρεύοντας (14) τὴν στέλνει.

Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου (15), τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888, σελ. 6 β-γ.)

Σημειώσεις

1. Τ᾿ ἀποσιωπητικὰ δική μου προσθήκη.
2. Τὰ θαυμαστικὰ καὶ ἐρωτηματικὰ εἶναι τοῦ Παπαδιαμάντη.
3. Ὑπονοεῖ τὴ Σκιάθο, ὅπου στὰ παιδικά του χρόνια, μὲ τοὺς παιδικούς του φίλους καὶ συγγενεῖς, τὸ Σωτήρη Οἰκονόμου, τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τὸν περίφημο πλατωνιστὴ Σπυρίδωνα Μωραΐτη, γύριζαν τὶς γιορτὲς κι ἔψαλλαν τὰ κάλλαντα. (Βλ. σχετικὰ τὰ διηγήματα τοῦ «Τῆς Κοκώνας τὸ Σπίτι» καὶ «Ὁ Σημαδιακός» («Μάγισσες», Φέξης, σ. 71 κ.ἄ.).
4. Τὴ λέξη αὐτὴ προτιμᾶ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς ὁ Παπαδιαμάντης. Πρβλ. καὶ τὴν ἁπάντηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ Ζερβὸ γιὰ τὰ «Θαλασσινὰ Εἰδύλλια» («Ἄστυ», 28-29 Αὐγ. 1891).
5. Ἀντὶ βαπτισμὸς τοῦ κειμένου.
6. Ἀντὶ ἁγιασθοῦν καὶ ἁγιασθῆ τοῦ Ππδ.
7. Ἀντὶ στολισθῆς τοῦ Ππδ.
8. Ἀντὶ τοῦ πέταε τοῦ Ππδ.
9. Τὸ κείμενο τῆς «Ἐφημερίδας» ἔχει ῾στίχον᾿.
10. Ἀντὶ τοῦ χθένιζες τοῦ Ππδ. (πιθανώτατα τυπογραφ. λάθος).
11. Ἀντὶ τοῦ δάσσκαλος τοῦ Ππδ. Τὸ διπλὸ σ ἴσως ἠθελημένο γιὰ ν᾿ ἀποδώσει τὴν προφορὰ τοῦ ῾ch᾿.
12. Τὴν θέλει (τὸ κείμενο).
13. Σχολειὸ (τὸ κείμενο τῆς Ἐφημ.).
14. Γυρεύωντας τὴν στέλλει (ἀδιανόητη γραφὴ στὸ ἴδιο κείμενο).
15. Τρόπος ὑπεκφυγῆς ἐκ μέρους τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ προσπαθοῦσε στὴ ζωὴ καὶ στὴν τέχνη ν᾿ ἀποφεύγει τὴν αἰσχρὴ καὶ πολὺ συνηθισμένη δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἐκμετάλλευση τῆς περιέργειας τοῦ ἀναγνώστη μὲ διάφορα πορνογραφικὰ καὶ τραγικὰ καρυκεύματα. «Ἡ ὕλη αὕτη εἶναι ζῶν πῦρ...» φωνάζει κάπου, καὶ πετᾷ ἀπότομα τὴν πέννα του, σταματώντας τὴ διήγησή του στὴ μέση. Μάθημα καὶ παράδειγμα γιὰ μίμηση, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει καιρός. Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:
Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.

Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι...


Θεοφάνεια

Σήμερον ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἑορτάζει τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων, καὶ ποιεῖται μνείαν τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής, ὅστις ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ εἶχεν ἀναγνωρίσει τὸν Λυτρωτὴν καὶ ἐσκίρτησεν, ἀνὴρ γενόμενος ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος πιστεύσας, ὑποδείξας καὶ κηρύξας τὸν Χριστόν. «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», εἶπεν ὅτε εἶδε τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα. «Ἔρχεται ἄλλος ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λύσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητᾶς του. Τινὲς δὲ τῶν μαθητῶν τούτων, ἐγκαταλιπόντες αὐτόν, ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ὅθεν ὁ Ἰωάννης ἐγκαρτερῶν καὶ ὑποτασσόμενος ἔλεγεν, «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». Ἐκ τῶν μαθητῶν τούτων τοῦ Ἰωάννου λέγεται ὅτι ἦσαν ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Σίμων Πέτρος, ὅστις καὶ πρῶτος ἐκ τῶν ἄλλων ἀποστόλων ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, «Ραββί, σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Πρὸς τοῦτον λοιπὸν τὸν Ἰωάννην, τὸν κηρύττοντα καὶ βαπτίζοντα βάπτισμα μετανοίας, προσῆλθεν ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ἐβαπτίσθη θέλων νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα.
Ἐπειδὴ περὶ βαπτίσματος ὁ λόγος, καλὸν νομίζω ἐνταῦθα νὰ ὑποβάλω πρακτικάς τινας παρατηρήσεις περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν τελεῖται παρ᾿ ἡμῖν τὸ Βάπτισμα.
Οἱ παλαιοὶ πρακτικώτατοι καὶ μεμορφωμένοι ἱερεῖς, καίτοι ἀγράμματοι λεγόμενοι, εἴξευρον νὰ ἐκτελῶσι κανονικώτατα τὰς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις, κρατοῦντες τὸν βαπτιζόμενον ὄρθιον πρὸς ἀνατολὰς βλέποντα, ἐφαρμόζοντες τὴν δεξιὰν ἐπὶ τῆς μασχάλης τοῦ βρέφους ἀβρῶς ἅμα καὶ ἀσφαλῶς, φράττοντες δὲ διὰ τῆς ἀριστερᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐφρόντιζον περὶ τῆς θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος καὶ ἑκάστη κατάδυσις ἐγίνετο ἀκαριαία, τὸ δὲ διάλειμμα μεταξὺ τῶν καταδύσεων ἐγίνετο ἀρκετόν, ὥστε ν᾿ ἀναπνεύση τὸ βρέφος(1).
Τοιούτῳ τρόπῳ οὐδεὶς βαπτιζόμενος ἔπαθε ποτέ τι ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ. Τὸ σημερινὸν ὅμως σμῆνος τῶν ἱερέων, τοὺς ὁποίους ἡ διεφθαρμένη πολιτικὴ ἐπιβάλλει πολλάκις ἀξέστους καὶ ἀκαλλιεργήτους εἰς τοὺς Σ. Σ. ἱεράρχας νὰ τοὺς χειροτονῶσιν, ἀφοῦ κακῶς ἐκτελεῖ, ἢ μᾶλλον κακῶς παραλείπει τοσούτους ἄλλους τύπους, ὀφείλει τουλάχιστον νὰ σεβασθῇ αὐτὸ τὸ θεμέλιον τῆς πίστεως ἡμῶν, τὸ ἅγιον βάπτισμα.
Γράφομεν ταῦτα, διότι ἔχομεν λόγους νὰ πιστεύωμεν ὅτι πολλοὶ τῶν ἱερέων, χαριζόμενοι εἰς τὴν τυφλὴν καὶ μωρὰν πολλάκις φιλοστοργίαν ἀμαθῶν καὶ προληπτικῶν γονέων, οἵτινες νομίζουν, ὅτι κάτι θὰ πάθη τὸ χαϊδευμένον νεογνόν των ἐν τῇ ἱερᾷ κολυμβήθρᾳ, ἐκτελοῦσι σχεδὸν ράντισμα, καὶ ὄχι βάπτισμα.
Οἱ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγγνωστοί, διότι ἠγνόησαν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἑλληνικοῦ ρήματος βαπτίζω, baptizo, ὅτι δηλ. σημαίνει βάπτω, βυθίζω, βουτῶ, οἱ Ἕλληνες ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν ἁγνοήσωσιν.
Εἶναι καιρὸς νὰ φυλαχθῆ ὁ ἱερὸς οὖτος τύπος, διότι ἂν ἐξακολουθήση ἡ ἀμάθεια τοῦ κλήρου, καὶ πληθυνθῆ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀσέβεια, μετὰ μίαν γενεάν, ὅτε θὰ εἴμεθα μισοβαφτισμένοι ὅλοι, θὰ δεήση νὰ διαταχθῆ γενικὸς ἀναβαπτισμὸς ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ἀρρένων καὶ θηλέων. Διότι πρέπει νὰ εἴμεθα συνεπεῖς. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἰς μὲν τοὺς προσερχόμενους ἐκ τῶν Δυτικῶν εἰς τοὺς κόλπους της ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμόν, τοὺς δὲ Ἀρμενίους τοὺς μυρώνει μόνον, καὶ τοῦτο διότι οὖτοι μὲν εἶναι κανονικῶς βεβαπτισμένοι διὰ τριῶν ἀναδύσεων καὶ καταδύσεων, ἐκεῖνοι δὲ ἀτελῶς μόνον διὰ ραντισμοῦ. «Συντηρώμεθα χάριτι, πιστοί, καὶ σφραγίδι, ὡς γὰρ ὄλεθρον ἐφυγον, Ἑβραῖοι, φλιᾶς πάλαι αἱμαχθείσης, οὕτω καὶ ἡμῖν ἐξόδιον τὸ θεῖον τοῦτο, τῆς παλιγγενεσίας λουτήριον ἔσται, ἕνεκεν καὶ τῆς Τριάδος, ὀψόμεθα φῶς τὸ ἄδυτον».
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς», 6 Ἰανουαρίου 1888, 3α.)

Σημειώσεις

1. Ὅλες αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες, ποὺ καὶ οἱ παπάδες ἀκόμα δὲν καλοξέρουν, μᾶς φαίνονται περίεργες ἀπ᾿ τὴν πρώτη ματιά. Μὰ ὅσοι ἐδιάβασαν τὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τὸν παρακολούθησαν στὰ παιδικά του χρόνια, θὰ θυμοῦνται πὼς τὸ παπαδοπαίδι ἐκεῖνο παρακολουθοῦσε βῆμα πρὸς βῆμα τὸν πατέρα του σ᾿ ὅλες τὶς λειτουργίες καὶ τελετές, καὶ τὸν βοηθοῦσε «καὶ συνέψαλλε μετ᾿ αὐτοῦ» καὶ τὸν ρωτοῦσε γιὰ θρησκευτικὲς λεπτομέρειες καὶ τύπους, γιατὶ ὁ πατέρας του ἦταν ἀρχαιοπρεπὴς παπάς, ἀπόγονος καὶ μαθητὴς τῶν κολλυβάδων τῆς Σκιάθου, καὶ γνώριζε κατὰ βάθος τὴν παλαιὰ ἐκκλησιαστικὴ τάξη, καὶ τὴν τηροῦσε μὲ φανατισμό. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει γράψει καὶ ἄλλα παρόμοια εἰδικὰ λειτουργικὰ ἄρθρα, ὅπου κατήγγελλε ἢ καυτηρίαζε διάφορες παρατυπίες καὶ παραλείψεις, π.χ. Τὰ «Μνημόσυνα καὶ τὸ Καθαρτήριον», «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» κλπ. Τὸ δὲ διήγημά του «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔχει τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ἔμπνευσή του ἀπ᾿ τὸ ἁπλούστατο γεγονὸς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς παρατυπίας, ποὺ ἤθελε νὰ τὴν καυτηριάσει ὁ Παπαδιαμάντης. Καὶ ἡ παρατυπία αὐτὴ ἦταν ὅτι στὴν κηδεία ἑνὸς νηπίου ἐψάλη ὄχι ἡ εἰδική, μὰ ἡ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Γιὰ ἐκκλησιαστικὲς παρατυπίες παράβαλε καὶ τὸ διήγημα «Ὁ Καλόγερος», ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλα σκόρπια χωρία στὰ διηγήματά του.

Ἀποσπάσματα

Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς, ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς καὶ ἤκουε τὰ δυὸ τέκνα νὰ ψελλίζωσιν εἰς ἄγνωστον γλώσσαν.
***
Φρονῶ ὅτι ἡ καλὴ μνήμη ὀφείλει νὰ εἶναι καλὸν χωνευτήριον, ὡς ὁ στόμαχος, ὅστις δέχεται παντοῖα ἐδέσματα, χωρὶς νὰ ἐνθυμῆται τὰ εἴδη αὐτῶν.
***
Καὶ τὸ τρίτον παιδίον, ὁ Μῆτσος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔβλεπα, ἤρχετο εἰς τὸ παντοπωλεῖον καὶ ἐζήτει ἀπὸ τὸν μικρὸν μπακάλην, ὅστις ἦτο ἀκριβὴς εἰς τὰ σταθμά, ἀλλὰ δὲν ἐνόει ἀπὸ ἐλεημοσύνην, ἤρχετο καὶ ἐζήτει νὰ τοῦ στάξῃ «μιὰ σταξιὰ λάδι στὸ γυαλί», αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο ἄξιον νὰ στάξῃ μίαν σταγόνα νεροῦ εἰς πολλῶν πλουσίων χείλη εἰς τὸν ἄλλον κόσμον!...
Καὶ ἠτιολόγει τὴν αἴτησίν του, λέγων:
- Δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι!


τα βρήκαμε και τα διαβάσαμε στην Ιστοσελίδα:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/tria_ar8ra.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου