Ποιώ - Κάνω - Δημιουργώ.
Ποιητής.
Τι είναι η Ποίηση; ...
(Τι είναι η Πατρίδα μας;)
Γιώργος Πήττας - Άδραστος
Και δεν με απασχολεί το τι "Είναι η Ποίηση στις μέρες μας" όπως ίσως θα μπορούσε κάποιος να βάλει το ζήτημα, αν υποθέσουμε βέβαια πως υπάρχει ένα τέτοιο θέμα. Ποίηση Τραγούδι. Για αυτό μιλώ.
Και δεν εννοώ εδώ τη "μελοποίηση". Η Ποίηση, είναι τραγούδι (τραγουδώ-εω: εξυμνώ δια φράσεων ποιητικών / Δημητράκου 1964). Πρέπει να τραγουδιέται από τους Ποιητές, να απαγγέλλεται, να περιφέρεται στη κοινωνία να προφέρεται και να προσφέρεται με Πάθος στους ανθρώπους.
Η Ποίηση είναι Λόγος Ιερός.
Ανατρέπει το Χρόνο στο συναίσθημα, ακόμα και στην πιο «δύσκολη» μορφή της. Εάν είναι αληθινή, διαθέτει πάντα το πλέον ευθύβολο όπλο. Την έννοια που εκπορεύεται από την Λέξη, έννοια που συνυπάρχει εξ' απαλών ονύχων με την μουσική του ήχου αυτής της Λέξης, με τη μουσική που συνθέτουν όλες οι συντεταγμένες λέξεις μαζί...Το Ποίημα.
Φτάνω να πω, πως η Ποίηση, οφείλει να Λειτουργείται από τους Ποιητές όπως ακριβώς θα Λειτουργούσε το Λόγο της η όποια Εκκλησία προς το όποιο εκκλησίασμα... Τι άλλο θα όφειλε να είναι μια Εκκλησία από την μεταλαμπάδευση του δράματος και της ευφροσύνης; Ας μην λησμονάμε και την έννοια της λέξης ''Εκκλησία'', εννοώ ασφαλώς την προχριστιανική. Τι το διαφορετικό έχει η Ποίηση;
Στην Ποίηση μάλιστα, ο πυρήνας της αγωνίας δεν ξεκινά από τους Θεούς και τη θέση του Ανθρώπου απέναντί τους - δια των Θεων.
Η Ποίηση είναι ο δια του Ανθρώπου Λόγος Μνήμης για το τι του συμβαίνει (των Θεών συμπεριλαμβανομένων) με το φορτίο της βιωματικής του εμπειρίας στο Χρόνο.
Η Ποίηση, είναι νομίζω, η συγγενέστερη προς τη Φιλοσοφία Τέχνη, κρατάει όμως την πολύτιμη διαφορά της θυμικής διαδικασίας στη δημιουργία της γεγονός που την εξοπλίζει με ένα ισχυρό επικοινωνιακό όπλο, το Νοήμον Συναίσθημα.
Φαντάζομαι, πως ο Δημιουργός Άνθρωπος μπορεί να ισχυρισθεί τα ίδια, για την Τέχνη που ασκεί, με ίσως κάποιες διαφορές που ορίζονται από τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες του αντικειμένου. Αυτό πάντως που με ωθεί να γράφω αυτά που γράφω εδώ, έχουν ως αφορμή την τάση που έχουμε, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι πάντως ή έστω ανεπίτρεπτα πολλοί να αποδεχόμαστε την Ποίηση, σαν μια Τέχνη ερμητική που λειτουργεί αεροστεγώς, στο περιθώριο της ζωής, πράγμα που πιστεύω πως αντιτίθεται στην ίδια τη φύση της Τέχνης και της Ποίησης βέβαια.
Η Ποίηση, πρέπει να βγει έξω. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτό είναι εύκολο, η "πρόσωπο με πρόσωπο" έκθεση σε ένα άγνωστο κοινό είναι πάντα ένα δύσκολο ξεγύμνωμα, αλλά γιατί αυτό το ξεγύμνωμα να μη δρα διττά και αμφίσημα για όλους;
Ποιος είπε ότι το λεγόμενο κοινό... οι ακροατές δεν είναι διαθέσιμοι στο να παρασυρθούν στην ταλάντωση που πηγάζει από μια παλλόμενη φωνή ενώ αυτή κοινωνεί την αλήθεια της;
Πολύ περισσότερο πάντως οι Ακροατές από όσο οι Αναγνώστες.
Ακούω συχνά ,πως η Ποίηση δεν διαβάζεται και γι αυτό τάχα δύσκολα εκδίδεται.
Η Ποίηση όμως, εκπέμπεται δια του προφορικού ζέοντως Λόγου και μετά ο Ακροατής, με τον αντίλαλο της Απαγγελίας στη Μνήμη, έχοντας πλέον αποκρυπτογραφήσει και διαγνώσει τους ζωτικούς τονισμούς, μετατρέπεται σε εύφορο, γόνιμο και καρποφόρο Αναγνώστη.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο στην Ελλάδα, η Ποίηση να είναι τόσο περιθωριοποιημένη όταν πρόκειται για την πιο αρχαία και πάραυτα ζωντανή Τέχνη του τόπου.
Εξ ομμάτων δ' ήστραπτε σελας αντιλαλεί ο Αισχύλος και η φωνή του φθάνει μέχρις εδώ να γεμίσει δύναμη και πίστη τους διαθέτοντες φωνή. Φωνή, που με κόπο μεγάλο και οδύνη κρατούν σθεναρή οι ολίγοι, σε μια κοινωνία που ορίζεται όλο και πιο ασφυκτικά από μέτρα και κανόνες έξω από τις ανθρώπινες διαστάσεις.
Εδώ λοιπόν, μπαίνει ακόμα μια έννοια, αυτή της ευθύνης.
Ναι, της ευθύνης και δεν το λέγω αυτό με τον τρόπο που πριν από όχι πολλά χρόνια μιλούσαμε για στράτευση. Όχι, όχι, όχι. Οι σημαίες, ή μάλλον οι σημαιοφόροι φρόντισαν να ασελγήσουν με τον απεχθέστερο τρόπο στο πολυτιμότερο κομμάτι μας, στα όνειρα μας... (Χωρίς να τα ακυρώσουν ασφαλώς.)
Η ευθύνη είναι προσωπική και καθίσταται κοινή και συνολική μόνο από την συγκυρία της ανάληψης της από κάποιους λίγους, πολλούς, δεν έχει σημασία. Η ευθύνη είναι μεγάλη και αφορά τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε να προβάλουμε έναντι των πυροβολισμών που δεχόμαστε καθημερινά από τις επαναληπτικές καραμπίνες των πάσης φύσεως αρμοδίων για την αισθητική που μας παιδαγωγεί.
Το βάρος είναι μεγάλο, έναντι όλων αυτών που με κάθε τρόπο έχουν βαλθεί να μας αλλάξουν με το ζόρι και να μας κάνουν κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, γιατί έτσι τους βολεύει, γιατί έτσι αποφάσισαν πως πρέπει για το καλό μας και για το... καλό της Ελλάδας.
Για το καλό μας, είναι που μας θέλουν κυριολεκτικά να είμαστε "εκτός τόπου και χρόνου, ζαλισμένοι, απορημένοι, άπραγοι κι ανίκανοι να προβάλλουμε την οργή μας... οργή, για την οποία φτάνουμε να αμφιβάλουμε για την ορθότητα της μερικές φορές, αν είναι δυνατόν!
Ίσως πάλι, όλα όσα συμβαίνουν καλώς να συμβαίνουν, γιατί έτσι πρέπει, γιατί θα... εκσυγχρονισθούμε θα γίνουμε ανταγωνιστικοί, γιατί αλλιώς θα χαθούμε ως έθνος κλπ κλπ κλπ ...
Μα ακόμα κι αν είναι έτσι, τότε, η ανάγκη για την ύπαρξη ενός Αντίβαρου Λόγου, είναι έντονη, για να υπάρξει μια στοιχειώδης ισορροπία.
Αλίμονο αν η Αλήθεια μονό-πωληθεί -όπως τείνει- από τους τεχνοκράτες, τους επαγγελματίες πολιτικούς, τους managers και τους κάθε λογής διάφορους που σαν αποκλειστικό όραμα έχουν την συντήρηση της όποιας μορφής εξουσίας διαθέτουν.
Η Ποίηση, ανέκαθεν άνηκε στη Ζωή. Από την αρχαία Ελλάδα και τη δημοτική παράδοση, τους ποιητάρηδες της Κύπρου, έως τους Τροβαδούρους της Δύσης, η Ποίηση ήταν και είναι ο Λόγος της Μνήμης, ο Λόγος της Προφητείας.
Και, η Ποίηση δεν έφυγε ούτε στιγμή από την πατρίδα της, παρέμεινε ζωντανή, όρθια, μέρος μιας παράδοσης άσβεστης αιώνων .
Περιμένει λοιπόν να ξαναμπεί στη μάχη, πρέπει να ξαναμπεί στη μάχη να αναδείξει τη δύναμη του Λόγου της.
Σε αυτό, οφείλουν να συμβάλλουν οι εκδότες και οι Δήμοι "καθ' άπασαν την επικράτεια" και βέβαια οι Ποιητές, σπάζοντας την ενίοτε αυτάρεσκη ερμητικότητά τους.
Ο Ποιητής, είναι ένας παραμυθάς. Κουβαλάει εντός του, τους μύθους και τα φαντάσματα του και ότι καταγράφει, ακόμα και στον πιο κλειστό υποκειμενισμό της έκφρασής του, η αλήθεια αυτού του υποκειμενισμού, σε συνάρτηση με το έρμα του Λόγου που διατυπώνει, αφορά κυριολεκτικά τους πάντες, αφορά τον κόσμο ολόκληρο.
Η κοινωνία έχει ανάγκη την Ποίηση και την Ποιητική πράξη. Διψάει γι αυτή και το δείχνει συχνά.
Χωρίς έπαρση, χωρίς φόβο, με αγάπη, το Ποιητικό σώμα της Ελλάδας, πρέπει να προσεγγίσει την ψυχή των Ελλήνων, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από όσα την συντήρησαν στους αιώνες: Από τη Σκέψη και τ Όνειρο. Ή αν θέλετε, από το Σκεπτόμενο Όνειρο.
Ποιητήν πάντα στοχάζεσθαι ψυχαγωγίας, ου διδασκαλίας, ο ποιητής στην ψυχή μιλά, δεν κάνει διδασκαλία, έλεγε ο Ερατοσθένης ...
Μήπως χάνουμε την Ψυχή μας σιγά σιγά; Μήπως χάνουμε την Σκέψη μας επίσης;
Το κείμενο γράφτηκε το 1997 ως ''προσωπικές σημειώσεις'' και έλαβε αυτή τη μορφή τον Φεβρουάριο του 2001 για το περιοδικό Εξώπολις
http://www.ysee.gr/index.php?type=article&f=poiisi
Ποιητής.
Τι είναι η Ποίηση; ...
(Τι είναι η Πατρίδα μας;)
Γιώργος Πήττας - Άδραστος
Και δεν με απασχολεί το τι "Είναι η Ποίηση στις μέρες μας" όπως ίσως θα μπορούσε κάποιος να βάλει το ζήτημα, αν υποθέσουμε βέβαια πως υπάρχει ένα τέτοιο θέμα. Ποίηση Τραγούδι. Για αυτό μιλώ.
Και δεν εννοώ εδώ τη "μελοποίηση". Η Ποίηση, είναι τραγούδι (τραγουδώ-εω: εξυμνώ δια φράσεων ποιητικών / Δημητράκου 1964). Πρέπει να τραγουδιέται από τους Ποιητές, να απαγγέλλεται, να περιφέρεται στη κοινωνία να προφέρεται και να προσφέρεται με Πάθος στους ανθρώπους.
Η Ποίηση είναι Λόγος Ιερός.
Ανατρέπει το Χρόνο στο συναίσθημα, ακόμα και στην πιο «δύσκολη» μορφή της. Εάν είναι αληθινή, διαθέτει πάντα το πλέον ευθύβολο όπλο. Την έννοια που εκπορεύεται από την Λέξη, έννοια που συνυπάρχει εξ' απαλών ονύχων με την μουσική του ήχου αυτής της Λέξης, με τη μουσική που συνθέτουν όλες οι συντεταγμένες λέξεις μαζί...Το Ποίημα.
Φτάνω να πω, πως η Ποίηση, οφείλει να Λειτουργείται από τους Ποιητές όπως ακριβώς θα Λειτουργούσε το Λόγο της η όποια Εκκλησία προς το όποιο εκκλησίασμα... Τι άλλο θα όφειλε να είναι μια Εκκλησία από την μεταλαμπάδευση του δράματος και της ευφροσύνης; Ας μην λησμονάμε και την έννοια της λέξης ''Εκκλησία'', εννοώ ασφαλώς την προχριστιανική. Τι το διαφορετικό έχει η Ποίηση;
Στην Ποίηση μάλιστα, ο πυρήνας της αγωνίας δεν ξεκινά από τους Θεούς και τη θέση του Ανθρώπου απέναντί τους - δια των Θεων.
Η Ποίηση είναι ο δια του Ανθρώπου Λόγος Μνήμης για το τι του συμβαίνει (των Θεών συμπεριλαμβανομένων) με το φορτίο της βιωματικής του εμπειρίας στο Χρόνο.
Η Ποίηση, είναι νομίζω, η συγγενέστερη προς τη Φιλοσοφία Τέχνη, κρατάει όμως την πολύτιμη διαφορά της θυμικής διαδικασίας στη δημιουργία της γεγονός που την εξοπλίζει με ένα ισχυρό επικοινωνιακό όπλο, το Νοήμον Συναίσθημα.
Φαντάζομαι, πως ο Δημιουργός Άνθρωπος μπορεί να ισχυρισθεί τα ίδια, για την Τέχνη που ασκεί, με ίσως κάποιες διαφορές που ορίζονται από τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες του αντικειμένου. Αυτό πάντως που με ωθεί να γράφω αυτά που γράφω εδώ, έχουν ως αφορμή την τάση που έχουμε, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι πάντως ή έστω ανεπίτρεπτα πολλοί να αποδεχόμαστε την Ποίηση, σαν μια Τέχνη ερμητική που λειτουργεί αεροστεγώς, στο περιθώριο της ζωής, πράγμα που πιστεύω πως αντιτίθεται στην ίδια τη φύση της Τέχνης και της Ποίησης βέβαια.
Η Ποίηση, πρέπει να βγει έξω. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτό είναι εύκολο, η "πρόσωπο με πρόσωπο" έκθεση σε ένα άγνωστο κοινό είναι πάντα ένα δύσκολο ξεγύμνωμα, αλλά γιατί αυτό το ξεγύμνωμα να μη δρα διττά και αμφίσημα για όλους;
Ποιος είπε ότι το λεγόμενο κοινό... οι ακροατές δεν είναι διαθέσιμοι στο να παρασυρθούν στην ταλάντωση που πηγάζει από μια παλλόμενη φωνή ενώ αυτή κοινωνεί την αλήθεια της;
Πολύ περισσότερο πάντως οι Ακροατές από όσο οι Αναγνώστες.
Ακούω συχνά ,πως η Ποίηση δεν διαβάζεται και γι αυτό τάχα δύσκολα εκδίδεται.
Η Ποίηση όμως, εκπέμπεται δια του προφορικού ζέοντως Λόγου και μετά ο Ακροατής, με τον αντίλαλο της Απαγγελίας στη Μνήμη, έχοντας πλέον αποκρυπτογραφήσει και διαγνώσει τους ζωτικούς τονισμούς, μετατρέπεται σε εύφορο, γόνιμο και καρποφόρο Αναγνώστη.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο στην Ελλάδα, η Ποίηση να είναι τόσο περιθωριοποιημένη όταν πρόκειται για την πιο αρχαία και πάραυτα ζωντανή Τέχνη του τόπου.
Εξ ομμάτων δ' ήστραπτε σελας αντιλαλεί ο Αισχύλος και η φωνή του φθάνει μέχρις εδώ να γεμίσει δύναμη και πίστη τους διαθέτοντες φωνή. Φωνή, που με κόπο μεγάλο και οδύνη κρατούν σθεναρή οι ολίγοι, σε μια κοινωνία που ορίζεται όλο και πιο ασφυκτικά από μέτρα και κανόνες έξω από τις ανθρώπινες διαστάσεις.
Εδώ λοιπόν, μπαίνει ακόμα μια έννοια, αυτή της ευθύνης.
Ναι, της ευθύνης και δεν το λέγω αυτό με τον τρόπο που πριν από όχι πολλά χρόνια μιλούσαμε για στράτευση. Όχι, όχι, όχι. Οι σημαίες, ή μάλλον οι σημαιοφόροι φρόντισαν να ασελγήσουν με τον απεχθέστερο τρόπο στο πολυτιμότερο κομμάτι μας, στα όνειρα μας... (Χωρίς να τα ακυρώσουν ασφαλώς.)
Η ευθύνη είναι προσωπική και καθίσταται κοινή και συνολική μόνο από την συγκυρία της ανάληψης της από κάποιους λίγους, πολλούς, δεν έχει σημασία. Η ευθύνη είναι μεγάλη και αφορά τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε να προβάλουμε έναντι των πυροβολισμών που δεχόμαστε καθημερινά από τις επαναληπτικές καραμπίνες των πάσης φύσεως αρμοδίων για την αισθητική που μας παιδαγωγεί.
Το βάρος είναι μεγάλο, έναντι όλων αυτών που με κάθε τρόπο έχουν βαλθεί να μας αλλάξουν με το ζόρι και να μας κάνουν κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, γιατί έτσι τους βολεύει, γιατί έτσι αποφάσισαν πως πρέπει για το καλό μας και για το... καλό της Ελλάδας.
Για το καλό μας, είναι που μας θέλουν κυριολεκτικά να είμαστε "εκτός τόπου και χρόνου, ζαλισμένοι, απορημένοι, άπραγοι κι ανίκανοι να προβάλλουμε την οργή μας... οργή, για την οποία φτάνουμε να αμφιβάλουμε για την ορθότητα της μερικές φορές, αν είναι δυνατόν!
Ίσως πάλι, όλα όσα συμβαίνουν καλώς να συμβαίνουν, γιατί έτσι πρέπει, γιατί θα... εκσυγχρονισθούμε θα γίνουμε ανταγωνιστικοί, γιατί αλλιώς θα χαθούμε ως έθνος κλπ κλπ κλπ ...
Μα ακόμα κι αν είναι έτσι, τότε, η ανάγκη για την ύπαρξη ενός Αντίβαρου Λόγου, είναι έντονη, για να υπάρξει μια στοιχειώδης ισορροπία.
Αλίμονο αν η Αλήθεια μονό-πωληθεί -όπως τείνει- από τους τεχνοκράτες, τους επαγγελματίες πολιτικούς, τους managers και τους κάθε λογής διάφορους που σαν αποκλειστικό όραμα έχουν την συντήρηση της όποιας μορφής εξουσίας διαθέτουν.
Η Ποίηση, ανέκαθεν άνηκε στη Ζωή. Από την αρχαία Ελλάδα και τη δημοτική παράδοση, τους ποιητάρηδες της Κύπρου, έως τους Τροβαδούρους της Δύσης, η Ποίηση ήταν και είναι ο Λόγος της Μνήμης, ο Λόγος της Προφητείας.
Και, η Ποίηση δεν έφυγε ούτε στιγμή από την πατρίδα της, παρέμεινε ζωντανή, όρθια, μέρος μιας παράδοσης άσβεστης αιώνων .
Περιμένει λοιπόν να ξαναμπεί στη μάχη, πρέπει να ξαναμπεί στη μάχη να αναδείξει τη δύναμη του Λόγου της.
Σε αυτό, οφείλουν να συμβάλλουν οι εκδότες και οι Δήμοι "καθ' άπασαν την επικράτεια" και βέβαια οι Ποιητές, σπάζοντας την ενίοτε αυτάρεσκη ερμητικότητά τους.
Ο Ποιητής, είναι ένας παραμυθάς. Κουβαλάει εντός του, τους μύθους και τα φαντάσματα του και ότι καταγράφει, ακόμα και στον πιο κλειστό υποκειμενισμό της έκφρασής του, η αλήθεια αυτού του υποκειμενισμού, σε συνάρτηση με το έρμα του Λόγου που διατυπώνει, αφορά κυριολεκτικά τους πάντες, αφορά τον κόσμο ολόκληρο.
Η κοινωνία έχει ανάγκη την Ποίηση και την Ποιητική πράξη. Διψάει γι αυτή και το δείχνει συχνά.
Χωρίς έπαρση, χωρίς φόβο, με αγάπη, το Ποιητικό σώμα της Ελλάδας, πρέπει να προσεγγίσει την ψυχή των Ελλήνων, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από όσα την συντήρησαν στους αιώνες: Από τη Σκέψη και τ Όνειρο. Ή αν θέλετε, από το Σκεπτόμενο Όνειρο.
Ποιητήν πάντα στοχάζεσθαι ψυχαγωγίας, ου διδασκαλίας, ο ποιητής στην ψυχή μιλά, δεν κάνει διδασκαλία, έλεγε ο Ερατοσθένης ...
Μήπως χάνουμε την Ψυχή μας σιγά σιγά; Μήπως χάνουμε την Σκέψη μας επίσης;
Το κείμενο γράφτηκε το 1997 ως ''προσωπικές σημειώσεις'' και έλαβε αυτή τη μορφή τον Φεβρουάριο του 2001 για το περιοδικό Εξώπολις
http://www.ysee.gr/index.php?type=article&f=poiisi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου