Σελίδες

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Ὁ Βαθὺς Λόγος

Ὁ Βαθὺς Λόγος

K᾿ ἕνας ἀπ᾿ ὅλους μοῦ ἔφεξε
κι ἀκόμα φέγγει λόγος. Καὶ ἡ ψυχή μου
στὴν πλάση μέσα τὸν ἀλήθεψε -
καί, νὰ μπεῖ
στὸ νόημα σύγκορμη καὶ πρίν, ἀκέρια ἐστάθη.
Ὡς ἕνα στύλο ἕνας σεισμός,
τὴ ζύγιασε, τὴν ἔστησε,
σὰν κυπαρίσσι ρίζες ἄδραξε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
K᾿ ἦταν ὁ λόγος τοῦ Ὀδυσσέα 100
στοῦ τραγῳδοῦ τὸ νοῦ,
ποὺ τρίσβαθα
τοῦ ραψῳδοῦ τοῦ ἐμίλει ἡ ἁρμονία
μπρὸς στὸ γιγάντειο πόνο τοῦ Αἴαντα
καὶ τὴν ἱερὴ μανία.
Καὶ πιὸ μεστά,
σὰ νὰ μοῦ ἀλάφρωνε
φλέβα νεροῦ ἀγερόλαμπρου
τὴ δέντρινη κορμοστασιά μου,
ἀνέβηκε ἄδιψα, 110
ἀλαφρά, τὴ φυλλωσιά μου·
μ᾿ ἔθρεψε τὸ ἀλαφρὸ νερὸ
καὶ τὸ ἀλαφρὸ τὸ χῶμα,
καὶ ἴσια
ἡ Βούλησή μου ἀπάνω ὑψώθηκε,
σὰν τὰ μεστά, τὰ ἐφτάψηλα,
μὲ τὰ κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια!
«Εἴδωλα εἴμαστε καὶ ἴσκιοι.»
Τὸ λόγο ποὺ ἀχνίζει τὴν πράξη, 120
γιὰ νύχτες, γιὰ μέρες,
ψηλὰ στὰ βουνά,
ὅπου ἀπάτητοι δρόμοι,
στὸν βαθιὸν ἐλαιώνα
ποῦ οἱ ἄγραφοι νόμοι
πάντα ἀστράφταν μπροστά μου,
τὸν ἔφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα ἀντρίζει βαθιὰ τὰ ἥπατά μου.
Ἀνέβηκα - φίλος
ἀνήφορων - ὄλες 130
τὶς κορφὲς ποὺ ἀγναντεύουν τὰ πέλαγα,
γαληνὴ ἄγγιξε ὅλα ἡ ὁρμή μου:
τὸ γεράκι ποὺ ἐπέρνα,
τὸ σύννεφο στὸν ἀγέρα,
τὸ διάστημα
ποὺ εἶχε ζώσει βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Πόσο φῶς ἐποτίστηκεν
ἡ κρυφὴ δύναμή μου!
Καὶ - ὄχι καύχημα ἀνίερο -
σὲ πηγὲς δαφνοσκέπαστες 140
ἤπια ἐγώ, καὶ στὴ στέρνα.
Τὴ ματιὰ καὶ τὴ ράχη μου
λαιμὸς βέβαιος
καὶ βέβαιο
τὸ ποδάρι ἐκυβέρνα.
Καὶ εἶπα, ὅλα γύρω βλέποντας:
«Νησί,
ἀβασίλευτη στὸ πέλαο δόξα,
ὦ ῥιζωμένο
στὸ πολύβοο διάστημα, 150
καὶ στοῦ Ὁμήρου τὸ στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στὸν ὕμνο!

Δάσο ὅλο δρῦ στὴν κορφή σου,
σιδερόχορδη ἀνάβρα
ποὺ ἀχνίσαν τὰ σπλάχνα μου ἀπάνω
ὁλοκαύτωμα θεῖο,
καὶ ἡ ἄκρη σου τρέμει σὰ φύλλο,
μέσα βροντάει ὁ Λευκάτας,
μαζώνεται ἡ μπόρα, 160
ξεσπάει μὲς στὸ θεῖον ἐλαιώνα,
τρικυμίζει τὸ πέλαο,
νησί μου·
ἄλλη θροφὴ ἀπὸ τὴ θροφή μου
δὲ θὰ βρῶ,
ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου ἄλλη ψυχή,
ἄλλο κορμὶ ἀπὸ τὸ κορμί μου.
Ἀλλοῦ οἱ ναοὶ κι ἀλλοῦ οἱ θεοί.
Μοῦ ἀστράφτει γύρω τῶν ἡρώων ἡ μοίρα.
Τὴ μοναξιὰ στὴ δύναμή μου ὑπόταξες. 170
Τῆς γλαυκομάτας ἡ ἔγνοια μου εἶναι κλήρα!
Τοῦ νοῦ τὸ νόμο στὰ βουνά,
στὸν κάμπο, ὁλοῦθε βρῆκες.
Νά, ἡ ἀγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιὰ γιὰ ὅλες τὶς ἄγνωρες
καὶ τὶς μεγάλες νίκες!»
(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, A´, Ἴκαρος 1965)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου