Σελίδες

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας


Εἶχε γηράσει πολὺ ἡ γραῖα Φωλιὼ τοῦ Ματαρώνα, χήρα τοῦ Γιάννη Καρπέτη. Καὶ ὅμως ἦτον ἀκόμη στὰ καλά της, ὁπωσοῦν ἀκμαία, καὶ ὅλαι σχεδὸν αἱ ὁμιλίαι της φρόνιμαι. Αὐτὴ μοῦ διηγήθη πρὸ δεκαετίας -τώρα εἶναι ἀποθαμένη πρὸ πέντε ἐτῶν- αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐνεθυμήθην, τέλος, νὰ γράψω σήμερον, κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1902.
«Ἔτσι πλιό, παιδάκι μου, ὅταν ἐστεφανώθη ἡ μάννα μου μὲ τὸν πατέρα μου, ἦτον χήρα ἀπὸ ἄλλον ἄνδρα, κι ἐκεῖνος ἀπὸ ἄλλην γυναίκα ἀπόχηρος. Ὁ ἀφέντης μου -ἔτσι τὸν ἐκράζαμε τότε τὸν πατέρα- ἀπὸ τὴν πρώτη γυναίκα εἶχε δυὸ παιδιὰ μικρά, ἕνα γυιὸν μεγαλείτερον, τὸν Κωσταντή, ποὺ τὸν ἐσκότωσαν ἄδικα οἱ Τοῦρκοι στὴν Πόλη, κι᾿ εἶπαν πὼς ἁγίασε. Σὰν ὄνειρο τὸ θυμοῦμαι. Ὅταν ἤμουν ἐγὼ ὡς πέντε χρόνων κορίτσι, πανδρεύθη ὁ Κωσταντής, κι ἔκαμ᾿ ἕνα παιδί, κι ἐπῆγε στὴν Πόλη μὲ τὸ καράβι, καὶ πλέον δὲν ξαναγύρισε.
Ἡ μητέρα μου πάλι, ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα εἶχε μίαν κόρη, τὴν Οὐρανίτσα, ποὺ ἤμουν ἐγὼ ὡς ὀκτὼ χρόνων, ὅταν ἀρραβωνίσθη. Αὐτὸ τὸ θυμοῦμαι καλλίτερα.
Ἦτον ὡς δεκαὲξ χρόνων ἡ Οὐρανίτσα μας καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν μὲ τὸν Σπῦρον τῆς Μπερνίτσας. Αὐτὸ ἔγινε πέντε ἢ ἓξ χρόνια μπροστὰ ἀπ᾿ τὴν Ἐπανάσταση. Καὶ σὰν ἐδώσανε τὶς πανδρειές, κι ἄλλαξαν τὰ σημάδια, τὴν ἄλλη μέρα ἐκάμαμε τὰ μπασίδια καὶ τὸν ἐμπάσαμε τὸν γαμβρὸ στὸ σπίτι μας, γιὰ νἄρχετ᾿ ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι συνήθεια. Καὶ σ᾿ ὀλίγες ἑβδομάδες ὁ Σπῦρος, ὁ γαμβρός, ἑτοιμάσθη νὰ κάνῃ ταξίδι, μὲ τὴν βομβάρδα τ᾿ ἀδερφοῦ του, γι᾿ ἀπάνω, γιὰ τὰ Μπογάζια τῆς Πόλης, κι ἀποκεῖ γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Ἐταξίδευαν συχνὰ γιὰ κεῖνα τὰ μέρη, πότε μὲ λάδια, πότε μὲ κρασιά. Καὶ σὰν ἑτοιμάσθη νὰ μισέψῃ ὁ Σπῦρος, μιὰ βραδυά, γυρίζει καὶ λέγει τῆς μητέρας μου·
- Νὰ σοῦ πῶ, μάννα, ἐσὺ ἔχεις, μὴ πρὸς βάρος, μὲς στὸ σπίτι, τριῶν λογιῶν παιδιά. Ὅσο καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾶ, τὴν Οὐρανίτσα, ὁ μητρυιός της, δὲν θὰ τὴν ἔχει σὰν τὰ παιδιά του, τὰ γκαρδιακά. Εἶναι τὸ σπίτι σας σὰν μιὰ φωλιὰ ἀπὸ λογιῶν τῶν λογιῶν πουλιά, ὅπου κάθε πουλὶ ἔχει καὶ τὴ λαλιά του. Δὲν ἀφήνεις τὴν Οὐρανίτσα νὰ τὴν πάρ᾿ ἡ μητέρα μου στὸ σπίτι, καλλίτερα, νὰ τὴν ἔχῃ συντροφιά, ποὺ εἶναι μονάχη της, ὅσο θὰ λείπω ἐγώ, ὡσποὺ νἄρθω, καλὸ κατευόδιο, νὰ στεφανωθῶ;
Ἡ μάννα μου, σὰν τ᾿ ἄκουσε, κούνησε τὶς πλάτες.
- Ξέρω κι ἐγώ, πλιό, εἶπε μόνον. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ πῇ κι ὁ πεθερός σου.
- Ὁ πεθερός μου, εἶπεν ὁ Σπῦρος, τί θὰ πῇ;... φθάνει νὰ θέλῃς τοῦ λόγου σου.
Ὁ πεθερὸς ἦτον ὁ ἀφέντης μου, ὁ μητρυιὸς τῆς Οὐρανίτσας. Ἐκεῖνος δὲν εἶπεν ὄχι, ἐπειδὴ πέφταμε πολλὰ παιδιὰ μὲς στὸ σπίτι, κ᾿ ἡ μάννα μου γεννοῦσε ἀκόμα.
- Ἂς πάῃ καλλίτερα μὲ τὴ συμπεθέρα, τὴ Μπερνίτσα, εἶπεν.
- Ἂς πάῃ, πλιό, εἶπε κι ἡ μάννα μου.
Ἡ Οὐρανίτσα, κι αὐτή, σὰν νὰ τῆς ἄρεσε νὰ πάῃ νὰ καθίσῃ μὲ τὴν πεθερά της. Ἡ συμπεθέρα, ἡ Μπερνίτσα, χήρα, ἄλλο παιδὶ δὲν εἶχε, παρὰ μίαν κόρη πανδρεμένη, μὲ δύο παιδιά, καὶ τὸν γυιό της τὸν Σπῦρο. Ὅποτε ἔλειπε ὁ Σπῦρος, ἔμενε μονάχη της στὸ σπίτι. Ὥστε ἐφάνη πρόθυμη νὰ δεχθῇ τὴ νύφη της γιὰ συντροφιά.
Ἡ Οὐρανίτσα ἑτοίμασε ὅλα τὰ ῥοῦχα της, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐκουβαλήθη στὸ σπίτι τῆς πεθερᾶς. Ὁ Σπῦρος ἦτον ἕτοιμος νὰ μπαρκάρῃ. Τὸ ταχιὰ ἐμβαρκάρισε νὰ φύγῃ, μὰ ἐπειδὴ οἱ καιροὶ ποὺ φυσοῦσαν ἦταν βοριάδες, ἐπόδισε, καὶ ἦλθε πίσω, κι ἐκάθισε ἀκόμη πέντ᾿ ἕξη ἡμέρες, ἐπειδὴ ἔκαμε μία ὄψιμη χιονιά, κι οἱ βοριάδες ἐθύμωσαν, καὶ δὲν μποροῦσε ἡ βομβάρδα νὰ ἀρμενίσῃ καταπάν᾿ τὸν ἀέρα. Ὕστερα, σὰν ἐμαλάκωσαν οἱ καιροὶ κι ἐπῆραν νοτιές, ἐμβαρκάρισε κι ἔφυγε.
Πέρασαν δυὸ-τρεῖς μῆνες, κι ἡ Οὐρανίτσα, ἡ ἀδερφή μου, ἐζοῦσε πολὺ ἀγαπημένα μὲ τὴν πεθερά της. Κι ἡ συμπεθέρα μὲ τὴν μάννα μου εἶχαν ἀγάπες, κι ὅλοι ἦσαν χαρούμενοι. Κι ἐπερίμεναν, ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, νὰ ἔρθῃ κανένα καΐκι ἀπὸ πάνω, νὰ τοὺς φέρῃ γράμμα ἀπ᾿ τὸν Σπῦρο. Κι ἐλογάριαζαν ὡς τὸ φθινόπωρο, ποὺ ἔρχονται τὰ καράβια καὶ δένουν στὴν πατρίδα γιὰ νὰ ξεχειμάσουν, νἄρθῃ κι ὁ Σπῦρος μὲ τὸ καλό, καὶ τότε νὰ γένῃ κι ὁ γάμος.
Πέρασε ἡ Λαμπρή, ἦλθε κι ὁ Μάης μὲ τὰ λούλουδα, ἦλθε κι ὁ θεριστὴς μὲ τὰ χρυσᾶ στάχια, ἦλθε κι ὁ Ἁλωνάρης μὲ τὶς θημωνιές. Καὶ σὰν ἐμβῆκ᾿ ὁ Ἄουστος, ἔξαφνα ἕνα πρωί, ἡ συμπεθέρα ἡ Μπερνίτσα βλέπει τὴ νύφη της καὶ τῆς ἐφάνη σὰν ὕποπτη καὶ φοβισμένη... Εὐθὺς ἄρχισε νὰ τὴν ἐξετάζῃ.
- Τί ἔχεις, κορίτσι;
Ἡ Οὐρανίτσα ἄρχισε τὰ κλάματα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὡς τὸν κόρφο τῆς πεθερᾶς της, τὸ ἐχαμήλωσε παρακάτω ὡς τὴν μέση της, τῆς ἐφίλησε τὰ γόνατα, καὶ ἠθέλησε νὰ ξομολογηθῇ. Μὰ ἡ φωνή της ἔτρεμε. Δὲν μποροῦσε νὰ βγάλῃ λόγο.
- Θὰ μοῦ πῇς;
Τῆς Οὐρανίτσας ἦτον κομμένη ἡ φωνή της. Ὡστόσο, νά ἀπάνω κάτω τί μπόρεσε νὰ πῇ...
- Σὰν ἔφυγε... κι ἐπόδισε... κι ἦρθε πίσω... ἔλειπες τοῦ λόγου σου... ἤσουν στὴν ἀνδραδέλφη μου... ἕνα δειλινό...
Ἤθελε νὰ πῇ ὅτι ὁ ἀρραβωνιαστικός της τὴν ηὗρε μοναχή, τὸν καιρὸ ποὺ εἶχε μπαρκάρει τὴν πρώτη φορά, κ᾿ ἐπόδισε· καὶ τὴν ἔπιασε, καὶ τὴν κατεχράσθη.
Ἡ Μπερνίτσα δὲν ἠθέλησε νὰ τὸ πιστέψῃ.
- Καὶ μοῦ τὸ κρύβεις τόσον καιρό;...
- Κι᾿ ἐγὼ δὲν ἤξερα... τώρα τὸ ἔνοιωσα, εἶπε μὲ κλάματα ἡ Οὐρανίτσα.
- Ψέματα λές! εἶπεν ἀγρία ἡ Μπερνίτσα. Εἶσαι σὲ τέτοια θέση ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ λείπει ὁ γυιός μου... Μὲ κανέναν ἄλλονε!...
Ὁ λόγος αὐτὸς τῆς πεθερᾶς ἦτον μαχαίρι δίκοπο, ἦτον ἀστροπελέκι, ἦτον θάνατος. Ἡ Οὐρανίτσα ἄρχισε νὰ τρέμῃ ὅλη, ἐκοκκίνισε, ἐκιτρίνισε, ἔπλεε στὸν ἱδρῶτα, πιάσθηκεν ὁ ἀνασασμός της.
- Ἐγώ! μπόρεσε μόνο νὰ πῇ... θὰ πιῶ φαρμάκι!...
- Νὰ ἐκειδά, πάνω στὸ ἀράφι, τὄχω, εἶπε σκληρὰ ἡ πεθερά της. Πάρε το καὶ πιέ το!!...
Αὐτὸν τὸν λόγο εἶπε, καὶ τῆς γύρισε τὶς πλάτες...
Αὐτὸ ἦτον «ἕνα κι ἕνα», παιδάκι μου, ἐξηκολούθησεν ἡ γραῖα Φωλιώ, ἀφοῦ εἶχε διακόψει ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τὴν ἀφήγησιν. Τὸ πρωὶ ἐπώθηκε αὐτὸς ὁ λόγος, καὶ τὸ ἀπόγευμα, κοντὰ τὸ δειλινό, ἡ Οὐρανίτσα ἡ ἀδελφή μου, βρέθηκε ξαπλωμένη κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἀπάνω στὸ κατώφλιο, μὲ τὰ ποδάρια κατὰ μέσα στὸ σπίτι, καὶ τὸ κεφάλι κατὰ ἔξω στὴν αὐλή, χλωμή, νεκρή, ἀποθαμένη.
Ἔβαλε ἡ Μπερνίτσα τὶς φωνές, ἔτρεξαν οἱ γειτόνισσες. Σὲ λίγο ἔφθασε καὶ ἡ μάννα μου ξεμανδήλωτη, τραβώντας τὰ μαλλιά της. Ἔτρεξα κι ἐγώ, πιανόμενη ἀπ᾿ τὴ φουστάνα τῆς μητέρας μου, ὀχτὼ χρόνων κορίτσι, κλαίοντας, χωρὶς ν᾿ ἀγροικῶ καὶ νὰ νοιώθω τὸ γιατί.
Τὴν ἐσαβάνωσαν, τὴν ἔκλαψαν σιγανά, χωρὶς μοιρολόγια. Ἡ Μπερνίτσα "ἔπιασε τὴ χάσα". Δὲν τῆς ἐβάστα ἡ καρδιὰ -δὲν κοτοῦσε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια τῆς μητέρας μου.
Ὕστερα, ἔπρεπε νὰ τὴν θάψουν, πρὶν βασιλέψῃ ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνον τὸν καιρό, δὲν εἴχαμε δημάρχους, εἴχαμε δημογερόντους τοῦ χωριοῦ, πρωτόγερους. Κι ὁ πρωτόγερος τοῦ χωριοῦ, ὁ κυρ-Ἀναγνώστης, ἕνας ἄνθρωπος ὅλο μὲ συννεφιασμένο μέτωπο καὶ ζαρωμένα φρύδια, δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ ἄδεια νὰ θάψουν τὴν φαρμακωμένη στὸν ἅγιο τὸν τόπο, στὰ Μνημούρια, ἐκεῖ ποὺ ἔθαφταν τοὺς χριστιανούς. Κι ὁ παπὰς τῆς ἐκκλησιᾶς, σύφωνος, δὲν ἠθέλησε νὰ διαβάσῃ, τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιο. Καθὼς μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ πνεματικός, εἶχαν δίκιο, γιὰ νὰ μὴ δίνεται κακὸ παράδειγμα. Ἔπειτα ἡ ἀδερφή μου ἦτον ἡ πρώτη ψυχή, ὕστερα ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια, ποὺ σκοτώθηκε μοναχή της. Ἄλλοτε δὲν εἶχε ξαναγίνει αὐτὸ στὸν τόπο μας.
Μερικοὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ταφῇ ἐπάνω στὸν τόπο, μὴ τυχὸν βρυκολακιάσῃ κι ἔρθῃ πίσω -ἐπειδὴ ὁ βρυκόλακας μόνον ἁρμυρὰ νερὰ δὲν μπορεῖ νὰ περάσῃ. Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ νησάκια, ποὺ εἶν᾿ ἕνα καμάρι, ἕνα στολίδι, ἐμπρὸς στὸ λιμάνι μας; Κοίταξ᾿ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ τὸ λένε Μαραγκό! Ἔτσι τὸ ἔλεγαν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἔτσι ἄρχισαν πάλι νὰ τὸ λένε καὶ τώρα. Μὰ ἕναν καιρὸ τὸ εἶχαν ὀνοματίσει ἀπ᾿ τὸ ὄνομα τῆς ἀδερφῆς μου!
Ὁ γείτονας μας, ὁ Γιαλουγγής, μὲ τὴν βάρκα του, καὶ μὲ τὸν σύντροφό του μαζί, τὸν Φραγκούλη τῆς Μπάλιαινας, ἐπῆραν τὸ λείψανο ἐπάνω εἰς ἕνα πλατὺ μαδέρι, καὶ τὸ κουβάλησαν, τὸ βράχο, τὸν κατήφορο, ὡς τὴ βάρκα. Ἡ μάννα μου ἔτρεχε κατόπιν, κι ἐγὼ μαζί της. Κόσμος πολύς, ἀπὸ περιέργεια, ἀκολούθησαν ὡς κάτω στὸ γιαλό. Μερικοὶ ἔλεγαν κι ἄσχημα λόγια.
- Σκύλα!... ψοφίμι!...
Τὴν ἐμβαρκάρισαν στὴ φελούκα, κι ἔπιασαν τὰ κουπιά, οἱ δυό τους, ἐπῆγε μαζὺ κι ἕνας ἄνθρωπος μ᾿ ἕνα σελάχι, μὲ μιὰ κουμπούρα στὴ μέση, καὶ μ᾿ ἕνα χονδρὸ ραβδὶ στὸ χέρι. Ἄνθρωπος μὲ μεγάλα μουστάκια, καὶ μὲ μακρυὰ μαλλιὰ καὶ μὲ μιὰ μαύρη σκούφια. Ἦτον ὁ καβάσης τῆς δημογεροντίας. Τὸν εἶχε στείλει ὁ πρωτόγερος γιὰ συνοδεία. Ἐπῆραν μαζύ τους δύο τσάπες κι ἕνα φτυάρι. Ἄλλον δὲν ἄφησαν νὰ πατήσῃ στὴ βάρκα. Τὴ μάννα μου τὴν ἔδιωξαν μακρυά.
Ἐγύρισε πίσω μὲ τὰ κλάματα.
Οἱ ἄλλες οἱ μαννάδες, ὅταν γυρίζουν ἀπ᾿ τὸ ξόδι, ἀπ᾿ τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ, παύουν τὰ μοιρολόγια. Ἡ μάννα μου τότες τ᾿ ἄρχισε...
Ἔκλαιε, ἀμέρωτα, ἀπαρηγόρητα, καὶ μ᾿ ἔκαμε κι ἐμὲ νὰ κλαίω. Ἀνάμεσα τὴν ἐρωτοῦσα·
- Ποῦ τὴν πᾶνε, μάννα, τὴν Οὐρανίτσα μας;
Ὑστερ᾿ ἀπὸ ἕνα χρόνο, μερικοὶ ψαράδες εἶχαν ἀνεβῆ στὴ ράχη τοῦ νησιοῦ, τοῦ Μαραγκοῦ, ὅπου ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐτύχαινε νὰ πατήσῃ ἄνθρωπος. Ἤθελαν νὰ κατεβάσουν μερικὰ ξηρόκλαδα, ἢ νὰ κόψουν ὀλίγα ξύλα, γιὰ ν᾿ ἀνάψουν φωτιὰ κάτω στὴν ἄμμο, νὰ ψήσουν ψαράκια γιὰ νὰ κολατσίσουν. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα, μιὰ ἀσυνήθιστη μοσχοβολιὰ τοὺς ἦρθε.
Ἐκεῖ, στὴν ρίζα ἑνὸς βράχου, εἰς ἕνα μέρος ὅπου τὸ χῶμα ἐξεῖχεν ὀλίγον, εἰς ἕνα μικρὸν ὄχθον, ὡς μιάμιση ὀργυιὰ τὸ μάκρος, καὶ τέσσαρες σπιθαμὲς τὸ πλάτος, ἀνθοῦσε μία ὄμορφη ἰτσιά, γεμάτη ἀπ᾿ ὡραῖα ἀσπροκίτρινα λουλουδάκια, ἴτσια, τόσα πολλὰ καὶ φουντωτὰ κι ἄφθονα, ὥστε μποροῦσαν νὰ γεμίσουν ὡς δέκα καλάθια.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος τῆς φτωχῆς ἀδερφῆς μου.
Ἀπὸ τότε τὸ Μαραγκὸ ἄρχισαν νὰ τὸ λένε «τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας».
(1902)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου