Σελίδες

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ποίηση και ποιητική

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ | Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008
Δυσκολότερα ορίζεται η ποίηση από την ποιητική, με βάση την προθυμότερη προσήλωσή μας στο περί ου ο λόγος από ό,τι στον ίδιο τον λόγο"
Αφορμή του πρώτου οκτωβριανού μονοτονικού (δεν πρόκειται για επανάσταση!) η κυκλοφορία ενός νέου (;) περιοδικού. Επίτιτλος: Εξαμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη της ποίησης. Τίτλος: Ποιητική. Υπότιτλος: Ανοιξη- Καλοκαίρι 2008. Πλαγιότιτλος: Νούμερο 1. Διευθυντής έκδοσης: Χάρης Βλαβιανός. Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗ. Η νεότης ωστόσο του περιοδικού στην προκειμένη περίπτωση είναι κάπως αμφίβολη, στον βαθμό που επιβάλλεται, ανειδοποίητα μάλιστα, στα τριάντα τεύχη της προηγούμενης Ποίησης, με τον ίδιο διευθυντή έκδοσης, σε διαφορετικό όμως τότε εκδοτικό οίκο (ΝΕΦΕΛΗ). Το πήδημα από το παλιό στο νέο περιοδικό, όπως και να το κάνουμε, είναι μάλλον απότομο, τόσο για τον επίκοινο διευθυντή όσο και προπαντός για τους αναγνώστες, που περίμεναν (και περιμένουν) κάποιαν εξήγηση της διπλής αυτής αλλαγής, τύπου και ουσίας· άλλως η νέα Ποιητική κινδυνεύει να προσληφθεί ως μεταποίηση της προηγούμενης Ποίησης. Παρακάμπτοντας ωστόσο τον τύπο, επιμένω εφεξής επί της ουσίας- καλοπροαίρετα πάντως και πάντα.

Θυμίζω καταρχήν τα αυτονόητα, αρχίζοντας από την επίσκεψη, όπως λένε οι γραμματικοί, των ονομάτων. Τόσο η ποίηση όσο και η ποιητική αποτελούν παράγωγα του ρήματος ποιώ, που η αρχική του σημασία παραπέμπει σε ό,τι φτιάχνει ο τεχνίτης με το χεράκι του: ο κεραμέας, ας πούμε, το κεραμικό σκεύος. Από την άποψη αυτή τούτο το ρήμα (που γρήγορα πέρασε από την τεχνική δεξιοσύνη στην καλλιτεχνική επίδοση) διακρίνεται κυρίως από το πράττω, που ρηματοποιεί την κάθε λογής πράξη, συμπεριλαμβανομένων του έρωτα και του πολέμου. Τούτο σημαίνει ότι το ποιώ και τα παράγωγά του (ποίημα, ποίηση, ποιητής, ποιητική) δεν έχει ακριβώς «πρακτική» αξία· αποτελεί περισσότερο κατασκευαστική λειτουργία, που σχετίζεται λίγο πολύ με ό,τι συνήθως ονομάζουμε «πολιτισμό». Αυτά, για να μην παίρνουν να μυαλά μας αέρα, αλλά και για να μην οδυρόμαστε με την αύξουσα υποτίμηση της ποίησης στις μέρες μας, όπου κυριαρχούν το πράττειν, το διαπράττειν και το συμπράττειν.

Στην προκειμένη ωστόσο περίσταση μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η διάκριση μεταξύ ποίησης και ποιητικής, που φαίνεται να αποτελεί και πρόκριση του ομώνυμου τώρα περιοδικού. Πρέπει να πω ότι δυσκολότερα ορίζεται η ποίηση από την ποιητική, με βάση την προθυμότερη προσήλωσή μας στο περί ου ο λόγος από ό,τι στον ίδιο τον λόγο. Που πάει να πει: περισσότερο ενδιαφέρουν στην εποχή μας οι περί ποιήσεως λόγοι παρά η ίδια η ποίηση. Ετσι ίσως εξηγείται, όπως το έχει και δημοσίως υπογραμμίσει ο φίλος Νάσος Βαγενάς, η κατάφωρη κάποτε επιβάρυνση της λογοτεχνίας (της ποίησης ιδιαίτερα) από συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες θεωρίες, στις οποίες επιστρατεύονται κυρίως η γλωσσολογία και η φιλοσοφία, όχι πάντα με έντιμο τρόπο.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται και μια δεύτερη διάκριση, στο εσωτερικό τώρα της λεγόμενης Ποιητικής. Η οποία προτείνω να μοιραστεί στα τρία: α) σε εσωτερική ποιητική (άλλως πως, ενδοποιητική)· β) σε εξωτερική ποιητική (εμπειρική ή θεωρητική)· γ) σε ποιητολογία (συχνά αφόρητη).

Η ενδοποιητική συνίσταται στα σήματα που υπόκεινται στο εσωτερικό ενός ποιητικού έργου, με τα οποία το ποίημα (και ο ποιητής) ομολογεί (ή υπονοεί) τα σύνεργα της τέχνης του (κίνητρα, στόχο, μηχανές, αμηχανίες, πλοκές, εμπλοκές). Σήματα ενδοποιητικής αναγνωρίζονται ήδη στα ομηρικά έπη, γίνονται εμφανέστερα στη λυρική και χορική ποίηση, διολισθαίνουν στην αττική τραγωδία και κωμωδία. Στη νεότερη και νεωτερική ποίηση τα σήματα αυτά περισσεύουν, προσηλωμένα κυρίως στο ύφος και στο ήθος της.

Η εξωτερική ποιητική (φιλοσοφικής κυρίως προέλευσης) εμφανίστηκε καταρχήν ως αντίπαλος και ελεγκτής της ποίησης (Ξενοφάνης, Ηράκλειτος, Πλάτων και άλλοι). Με τον Αριστοτέλη για πρώτη φορά συμμάχησε μαζί της, προβάλλοντας όμως συνάμα κανόνες και μοντέλα ευστοχίας και αστοχίας. Η εξέλιξή της στα νεότερα και νεωτερικά χρόνια δεν αφίσταται πολύ από την αριστοτελική μέθοδο, μετριάζοντας όμως τον κανονιστικό χαρακτήρα της και επιμένοντας περισσότερο στη γενεαλογία, στην ειδολογία και στους γλωσσικούς κώδικες της ποίησης, έναντι άλλων μορφών προφορικού και γραπτού λόγου. Τέλος, στη φλύαρη ποιητολογία ενέχονται τόσο οι μέτριοι ποιητές όσο και οι αγοραίοι διαμεσολαβητές.

Υπολείπεται ο εμπειρικός λόγος περί ποιήσεως, στον οποίο συχνά παρεμβαίνουν σημαντικοί και μείζονες ποιητές, δικοί μας και ξένοι. Υπάρχει ευτυχώς στο πρώτο τεύχος της «Ποιητικής» ένα τέτοιο κείμενο, που θα μπορούσε να ισχύσει και ως μανιφέστο της. Τίτλος του: «Συνηγορία υπέρ της ποίησης». Συγγραφέας του: o Lars Gustafsson. Για πρόγευση αντιγράφω την πρώτη, προκλητική του παράγραφο:

«Υπάρχουν πολλά είδη ποίησης και δεν είμαι βέβαιος αν θέλω να τα υπερασπιστώ όλα [...] Μερικά από αυτά, αν όχι η πλειονότητα, είναι τόσο οικτρά, που δεν αξίζει να ασχοληθούμε μαζί τους»
 ( Το διαβάσαμε στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου