Κυλοῦσε τὸ νερὸ
καὶ στὸν καθρέφτη του γυαλίζονταν ἰτιὲς
τὰ πλούσια τὰ μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Καὶ τὰ σπαθιὰ τ᾿ ἀστραφτερά τους
χτυπώντας στοὺς κορμοὺς
καλπάζαν κατακόκκινοι μὲς στοὺς δρυμοὺς
καλπάζαν πρὸς τὴ δύση
μεθύσι!...
Καὶ τότε ξάφνου
σὰ τὸ πουλὶ τὸ λαβωμένο
τὸ πληγωμένο
στὸ φτερό του
γκρεμίστηκ᾿ ἕνας καβαλάρης
ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του.
Δὲ σκλήρισε
τοὺς ἄλλους πού ῾φευγαν δὲ ζήτησε
τὰ βουρκωμένα μάτια του ἐγύρισε
μονάχα γιὰ νὰ δεῖ
τὰ πέταλα ποὺ λάμπαν.
Τὸ ποδοβολητὸ ἐσβοῦσε μὲς στὴ φύση
καὶ τ᾿ ἄλογα ἐχάνονταν στὴ δύση!
Καμαρωτοὶ ἐσεῖς καβαλαρέοι
Ὦ κόκκινοι κι ἀστραφτεροὶ καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοὶ
καμαρωτοὶ
ὡραῖοι!...
Μ᾿ ἴδιες φτεροῦγες πέταξη ἡ ζωὴ ποὺ ῥέει!
Ὁ φλοῖσβος τοῦ νεροῦ σταμάτησε
ἐχάθη
οἱ ἴσκιοι ἐβυθίστηκαν στοῦ σκοταδιοῦ τὰ βάθη
τὰ χρώματα σβηστῆκαν
στὰ μάτια του τὰ πένθιμα
τὰ πέπλα κατεβῆκαν
καὶ τῆς ἰτιᾶς ἡ φυλλωσιὰ
χαϊδεύει τὰ μαλλιά του!
Μὴ κλαῖς ἰτιά μου θλιβερὰ
καὶ μὴ βαριοστενάζεις
πάν᾿ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ
τὸ δάκρυ μὴ σταλάζεις
Ὦ μὴ στενάζεις
μὲ σφάζεις.
1925
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου