I
Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός»
Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο
Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ' ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω
Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια
Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία
Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα
Μιὰ λεξούλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ
Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη
Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί
Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)
II
Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22
χρονῶ. ἐδῶ εἶναι ἡ γυναῖκα π᾿ ἀγαποῦσα: ἡ
γυναῖκα μου
Τὴ λέγανε Μάρθα· ἔσφιγγε τὸ γιό μου μὲ λαχτάρα
στὴν ἀγκαλιά της
Δὲ μοῦ ῾πε: «χαίρομαι ποὺ πᾶς νὰ πολεμήσεις».
Ἔκλαιγε σὰν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι.
Κι ἐδῶ κάποιο σπίτι παλιὸ μ᾿ ἕναν κῆπο στὴ μέση
καὶ μ᾿ ἄνθη...
...Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι-
νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα
Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ-
χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες
Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν
φημισμένων πολεμιστῶν
Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε-
λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα.
Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ-
τωπο
Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν-
θρώπων
Ποιὸς εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Σκίστε τὰ ροῦχα
μου ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος
Ἴσως θὰ βρεῖτε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου σκαλισμένο.
Ποιὸς τὸ θυμᾶται;
Ψάξτε τὰ ροῦχα μου ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα νέος
22 μόλις χρονῶ
Κι ἐδῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ σφίγγει μὲ λαχτάρα ἕνα
παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της.
(Ἔκλαιγε ἀλήθεια ὅταν ἔφευγα σὰν ἕνα μικρὸ κο-
ριτσάκι).
Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός»
Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο
Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ' ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω
Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια
Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία
Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα
Μιὰ λεξούλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ
Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη
Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί
Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)
II
Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22
χρονῶ. ἐδῶ εἶναι ἡ γυναῖκα π᾿ ἀγαποῦσα: ἡ
γυναῖκα μου
Τὴ λέγανε Μάρθα· ἔσφιγγε τὸ γιό μου μὲ λαχτάρα
στὴν ἀγκαλιά της
Δὲ μοῦ ῾πε: «χαίρομαι ποὺ πᾶς νὰ πολεμήσεις».
Ἔκλαιγε σὰν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι.
Κι ἐδῶ κάποιο σπίτι παλιὸ μ᾿ ἕναν κῆπο στὴ μέση
καὶ μ᾿ ἄνθη...
...Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι-
νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα
Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ-
χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες
Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν
φημισμένων πολεμιστῶν
Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε-
λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα.
Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ-
τωπο
Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν-
θρώπων
Ποιὸς εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Σκίστε τὰ ροῦχα
μου ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος
Ἴσως θὰ βρεῖτε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου σκαλισμένο.
Ποιὸς τὸ θυμᾶται;
Ψάξτε τὰ ροῦχα μου ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα νέος
22 μόλις χρονῶ
Κι ἐδῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ σφίγγει μὲ λαχτάρα ἕνα
παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της.
(Ἔκλαιγε ἀλήθεια ὅταν ἔφευγα σὰν ἕνα μικρὸ κο-
ριτσάκι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου