Στοιχειωμένη και παρεξηγημένη ώρα, καλώς ήρθες … σκέφτηκα με μιά δόση νοσταλγίας κι άλλη τόση ειρωνίας. Το καλοφτιαγμένο σκηνικό της υπέρ-κατανάλωσης θα άλλαζε, επιτέλους, μορφή καθώς ο ξέφρενος ρυθμός της άτσαλης βιασύνης άρχισε να ελαττώνεται. Το αδηφάγο κλειδί γύρισε μιά φορά ανάποδα κι έτσι τα νούμερα στό καντράν της ταμειακής ( αυτού του μηχανικού τέρατος, που γεννάει και κλωσάει το χρήμα ) χάθηκαν για σήμερα οριστικά. Φωνές άγριες, βάρβαρες, άρχισαν να σβήνουν, οριστικά καταχωνιασμένες σάν σπαράγματα της μέρας, στίς βιασμένες αναμνήσεις μας.
Πίσω τους οι άνθρωποι, άφηναν δίχως αιδώ, δίχως ντροπή, ένα βουνό σκουπίδια, κάτι σάν το απρόσωπό τους φιλοδώρημα και την αχανή βλακεία τους.
Ο υπεύθυνος τακτοποίησε στά γρήγορα, τον φωτισμό και αμέσως αυτό το παγερό, άσπρο φώς, που θύμιζε ανακριτικό γραφείο, άρχισε να χαμηλώνει παντού.
Άξαφνα το μαγαζί ανθρώπεψε, έγινε πιο ζεστό, πιο φιλικό. Μιά μοναχική μουσική απο παλιά, ξεχασμένα μπλούζ, συνόδευε αυτή την αλλαγή του σκηνικού, δηλώνοντας διακριτικά, στους τελευταίους, αποξεχασμένους πελάτες ότι, “… σας ενημερώνουμε πώς κλείνουμε για σήμερα … κ.λ.π. κ.λ.π. κ.λ.π.”.
Η ώρα που γουστάρω έφτασε … είπα απο μέσα μου και έριξα μια γερή δόση κονιάκ, στό ζεστό μου ποτήρι. Με μιά καλή ρουφηξιά καθάρισα, τον πηγμένο απο ακαθαρσίες και κοινοτυπίες, νού μου κάνοντας χώρο για πιο ελεύθερες ιδέες και σκέψεις αληθινής αγωνίας. Ό,τι εμπνευσμένο, άρχισε να ξεπροβάλει στήν οθόνη του μυαλού μου, άφοβα πιά.
Θυμάμαι … σήμερα το πρωί, παραλίγο να λατρέψω τη ζωή μου. Η νύχτα όμως, ήρθε ύπουλα και μου τ’άρπαξε ολα και χάθηκαν μέσα μου για πάντα.
“Κακιά νύχτα, σε μισώ !” είπα και καθάρισα. Μετά, έχωσα τον αντίχειρα στο στόμα μου και πιπιλώντας τον, αποξεχάστηκα στό μπάρ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου