[712]
Δεν πέρασα το Θάνατο να πάρω,
και μού `κανε ο ίδιος την τιμή.
στην άμαξα καθίσαμε μονάχα
εμείς κι η μετά θάνατον ζωή.
Βραδύναμε, εκείνος δεν βιαζόταν,
κι εγώ από τα έργα και τους κόπους
κι απ` την ανάπαυλα μου είχα πλέον
παραιτηθεί, για τους καλούς του τρόπους.
Περάσαμε εκεί που τα παιδιά
στο διάλειμμα παλεύαν του σχολείου,
περάσαμε τα ατενή σπαρτά,
και πέρα από τη δύση του ηλίου-
κι ο ήλιος μας προσπέρασε. Κι η δρόσος
έφερνε παγωνιά κι ανατριχίλα-
αράχνης είχα φόρεμα, και τούλι
γύρω στους ώμους που έτρεμαν σαν φύλλα.
Σταθήκαμε μπροστά σε κάποιο σπίτι,
Που έμοιαζε μ` εξόγκωμα στη γη.
Μόλις που διακρινόταν η σκεπή του,
το γείσωμά του έμπαινε στη γη.
Πάει καιρός πολύς, μα εκείνη η μέρα
μοιάζει πολύ μακρύτερη για μένα,
που κοίταξα και είδα των αλόγων
στραμμένα τα κεφάλια στους αιώνε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου