Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.
Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὄπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.
Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.
«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ τὸ χειμώνα κοντὰ στὴν κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»
Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς ἐν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;
Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.
Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.
Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».
Ἀθήνα, Φεβ. ῾39
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.
Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὄπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.
Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.
«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ τὸ χειμώνα κοντὰ στὴν κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»
Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς ἐν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;
Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.
Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.
Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».
Ἀθήνα, Φεβ. ῾39
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου