Σελίδες

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Τα τρία «Δεκατετράστιχα της Πολιτιστικής»

Τα ονομάζω έτσι σαν φόρο τιμής στο αριστερό πολιτιστικό περιοδικό Πολιτιστική του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή.



Πρόκειται για τρία δεκατετράστιχα ποιήματα που δημοσίευσε ο Βάρναλης στο περιοδικό «Λόγος» το 1917 και που δεν τα συμπεριέλαβε ο ποιητής σε βιβλίο του, ούτε περιλαμβάνονται στα ποιήματα που δημοσίευσαν οι Αργυρίου και Σαββίδης στο περιοδικό Ηριδανός το 1975. Τα βρήκε ο Μ.Μ.Παπαϊωάννου και τα δημοσίευσε στο 2ο τεύχος του περιοδικού Πολιτιστική το 1984. Δεν νομίζω να έχουν συμπεριληφθεί σε βιβλίο, αν και την Πιερροτίνα τη συμπεριέλαβε ο Βασίλης Βασιλικός στην ανθολογία του «Λύρα ελληνική».







Πιερροτίνα



Στη φαντασία μου μέσα έχουνε μείνει

τ’ αγκώνα σου όλο μέλι τα λακκάκια

και κακό, που έκαμναν, δίχως κάκια

τα χείλια σου βαμμένα με καρμίνι.



Κι ακόμη τα χρυσά σου κουδουνάκια

σαν καναρίνι αχούν, και μ’ αξιωσύνη

στον κούκο σου ψηλά λυγάει και κλίνει

το φτερό του κοκόρου όλο κανάκια.



Κι ανθίζει το πηγούνι σου, χιονάτο

τριαντάφυλλο στη μάσκα σου από κάτω

και βαθειά μου κυλάει, καθώς εκύλα



τότε με το βοριά, ω Πιερροτίνα,

το φύσημα και με την πρώτη αχτίνα,

του ηλιού, της απιστιάς σου η φαρμακίλα.





Σερενάτα



Σ’ ευωδερά απλωμένοι χαμομήλια,

σε μαλακές μολόχες με την πλάτη,

στα γαλανά εκοιτάζαμε τα πλάτη

σε λαγαρό φεγγάρι. Εσύ με χείλια,



σφιγμέν’ από τον πόνο, τα δαχτύλια

τ’ αγγελικά στη βρύση τη γεμάτη

του βιολιού σου βυθίζοντας, το μάτι

με δάκρυα μας εράντιζες. Στη γρίλλια



οπίσω τη μαντεύαμε να μένει

αρώματα θερμά περιζωμένη

κ’ η ψυχή μας, σα μαύρο κυπαρίσσι



όντας βυθάει ο ήλιος δοξασμένα,

εγέμιζε πουλάκια φοβισμένα

και του βιολιού σου εμάτωνεν η βρύση.







Φαντασία

Της φαντασίας το πέλαο στα κλεισμένα

λάμπει τα μάτια μου: έρωτες καβάλα

σε δερφίνια, χαρούμενη φευγάλα

σημαδεύουν πανιά, ζωγραφισμένα



με φτερωτά θεριά, όνειρα μεγάλα

κυνηγούν· ο Αλφειός ερωτεμένα

κι άβροχα τα νερά του σε ανθισμένα

ακρογιάλια κυλάει μέλι και γάλα,



για την πηγή, που μύρεται ασημένια·

του ιδανικού οι σειρήνες το μοιραίο

τραγούδι τους σε βράχη διαμαντένια



σκορπάν και συ κρεμιέσαι με τ’ ωραίο

γέλιο και με τ’ αγγελινό σου σχήμα

λαμποκοπώντας, όνειρο στο κύμα.


ΑΠΌ SARANTAKOS.GR

Άι-Στράτης 1935

Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι

στα μακελειά τους χρόνια οι μπαζαδόροι

κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα

στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα,



αφού μας εσκοτώναν έτσι, αιώνες

οι μασκαράδες κι οι απατεώνες,

του γδικιωμού, συντρόφοι, η ώρα φτάνει.

Αρπάχτε το σφυρί και το δρεπάνι!



Τελειώσανε τα λόγια και τ’ αστεία.

Ολούθε τρίζει η σάπια πολιτεία,

κάνει νερά και γέρνει το καράβι.

Δεν το σώζουν των φασιστών οι μπράβοι.



Εμπρός, παιδιά, με τα γερά μας μπράτσα

των ληστών να σαρώσουμε τη ράτσα.

Απ' τα μπουντρούμια και την εξορία

η νέα του Κόσμου ξεκινά Ιστορία.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Bρυκόλακες αλαλάζοντες

Bρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μού έφεραν χτες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Kουταλιανού. H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη ! Mέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων.

Mε γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. H μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελλός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, τα λησμονημένα σκιάχτρα μέσ' απ' τα χωράφια.

Kαι όμως την έχασα, μπορώ να πω μέσ' απ' τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέπτης. Kι' όταν έσκυψα να δω μέσα σ' αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ' άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια : το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης.

Εγγονόπουλος Νίκος, 1977

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ' ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ' το λαιμό σαν τοκογλύφος -
τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες;

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς -
τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους;

Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα -
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου.


Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

«στου πικραμένου την αυλή».

Ο μυστικός διάλογος των ποιητών:
Ο Μάνος Ελευθερίου γράφει «στου πικραμένου την αυλή». Ο Οδυσσέας Ελύτης μεταφράζοντας Λόρκα (βλέπε βίντεο Αρλέτα- του πικραμένου http://www.youtube.com/watch?v=y9caTi... ) χρησιμοποιεί πάλι «στου πικραμένου την αυλή». Το 1943 ο Νίκος Γκάτσος στο ποίημα του Αμοργός έχει αφιερώσει ολόκληρο κομμάτι «στου πικραμένου την αυλή» :
"Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι"
Τους τελευταίους στίχους μελοποιεί ο Χατζιδάκις στο "ήταν του Μάι το πρόσωπο" http://www.youtube.com/watch?v=gjjOFj... Ένα αέναος διάλογος ποιητών και συνθετών. H αιώνια τέχνη που ξεκινάει από πολύ παλιά. Ένα από τα μοιρολόγια του λαού μας λέει
«Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει,
μον' είναι πάντα συννεφιά και βασιλεύει αντάρα,»

Στου πικραμένου την αυλή (Νύχτα Θανάτου 1974)
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλογιάννης
Φωτογραφίες: Ρινέττα Βαλσάμου ,από το «Ψυχοθεραπευτήριο» της Λέρου (http://www.fotoart.gr/gallery/valsamou/index.htm)

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει ξερό χορτάρι
δεν έχει δέντρο και πουλί τον πόνο του να πάρει.

Κι αυτά τα δάκρυα τα καυτά δεν ξέρεις για που πάνε
για όσους θά 'ρθουν ή γι' αυτούς που πίσω δεν γυρνάνε.

Μες στο παλιό το σπιτικό που έχουν όλοι φύγει
ο θάνατος το μυστικό σιγά-σιγά τυλίγει.



"όσους δεν πήρε η μοναξιά"

Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Οκτώβρης ΄78)
"Όσους δεν πήρε η μοναξιά"




Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλογιάννης (Νύχτα Θανάτου - 1974)

Όσους δεν πήρε η μοναξιά
τους έχει πάρει ο θάνατος
κι είχαν τα λόγια τους πουλιά
να κελαηδούν στην πόρτα μου.

Όσους δεν πήρε ο ποταμός
τους πρόδωσαν τα όνειρα
νύχτα τους πήρε και καπνός
και μας φιλούν στον ύπνο μας.

είχα φυτέψει μια καρδιά"

Είχα φυτέψει μια καρδιά"
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Αρχιπέλαγος - 1959 & 1976 - 45άρια - 1960)
Μπουζούκι: Μανώλης Χιώτης
Άλλες ερμηνείες: Δήμητρα Γαλάνη || Γιώργος Μούτσιος

Με τ'αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σα βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να ΄ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ'άσπρα σου πουλιά
γλυκά φιλιά

Με τ'αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σα βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να 'ρχεται από την ξενιτιά
στείλε με τ'άσπρα σου πουλιά
χίλια γλυκά φιλιά

Είχα φυτέψει μια καρδιά
στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που ‘ρθα να σε βρω
με δαχτύλίδι και σταυρό
γίνε το φως μου και του κόσμου η ξαστεριά
κι απ'το παλιό μας το κρασί
δώσ'μου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα στην πικρή στεριά


" ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΣΕ ΚΛΟΥΒΙ "

ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ " ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ " ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 1969. ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ.

" ΤΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ Ο ΚΥΡ ΦΩΤΗΣ "

ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ " ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ " ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 1969. ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ

" ΣΕ ΠΕΛΑΓΙΣΙΟ ΜΝΗΜΑ "

ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ " ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ " ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 1969. ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ

" ΣΤΗ ΖΩΗΣ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ "



ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΣ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ " ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ " ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ1969.

"Ήταν του Μάη το πρόσωπο"




"Ήταν του Μάη το πρόσωπο"
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος (από το ποίημα Αμοργός)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη, "ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ", Ηρώδειο,2003.
Ενορχήστρωση: Σταύρος Ξαρχάκος.
Πρώτη εκτέλεση: Νανά Μούσχουρη
Άλλες ερμηνείες: Μαρία Φαραντούρη http://www.youtube.com/watch?v=gjjOFj...

Οι εικόνες είναι λεπτομέρειες από φωτογραφίες του "πατέρα" της καλιτεχνικής φωτογραφίας Wilhelm von Gloeden

Ήταν του Μάη το πρόσωπο
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου

Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στύψουμε ένα σύννεφο
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί
θα σφάξουμε ένα αηδόνι

Αν και οι συγκεκριμένες στροφές είχαν μελοποιηθεί πολλές δεκαετίες πριν, η συλλογή «Αμοργός» κυκλοφόρησε με την Μαρία Φαραντούρη μόλις το Δεκέμβρη του 2005 αφού ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει όσο ζούσε.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Ἡ τελευταία μέρα

Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.

Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὄπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.

Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.

«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ τὸ χειμώνα κοντὰ στὴν κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»

Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς ἐν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.

Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;

Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.

Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.

Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».

Ἀθήνα, Φεβ. ῾39

Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά

Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο

Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ
κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι αὐλακώ-
νουνε τὰ τειχιά.

Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παι-
διά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν
ἀντίπερα γιαλὸ-
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρό-
χειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλι-
καριοῦ ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι-
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ
καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς
κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε Θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δω-
ρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα-
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ πά-
λαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγά, βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.

Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο
γιὰ νὰ πονοῦμε
γι᾿ αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τό με-
γάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καί σε
χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
σπέρνουν καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν
νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν αὐθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα
χωρὶς τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ
ἔστω καὶ γιὰ τὰ μεγάλα-
ὅταν κοιτάζουν ἴσια- πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συν-
ήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
περιβόλι στὸ κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν᾿ ἀλλά-
ζει σχῆμα, νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει-
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πό-
θου μας καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι
ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε
σωστὴ κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.

Κάϊρο, 20 Ἰουνίου ῾42

Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη ἀχτῖνα

«Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.

Τὰ χέρια

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.
Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,
μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.
Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια
καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.

Δὲν ξέρεις τίποτα γιατὶ κοίταξες τὸν ἥλιο.
Τὸ αἷμα σου στάλαξε στὰ μαῦρα φύλλα τῆς δάφνης
τ᾿ ἀηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στὸ φεγγάρι
καὶ στὸ ποτάμι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.

Συλλογίζομαι, ὅταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τὶς φλέβες μου καὶ τὸ μυστήριο τῶν χεριῶν σου ποὺ ὁδηγοῦν
κατεβαίνοντας προσεχτικὰ σκαλοπάτι τὸ σκαλοπάτι.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο

Μποτίλια στὸ πέλαγο

Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.

Θεόφιλος

------------------------------------------------------------------------

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄ ῾βαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».

Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».

Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνίτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.

Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ χρωστᾶμε χάρη μεγάλη στοὺς λίγους ἐκείνους, πού, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, εἶχαν τὴν ἀρετὴ νὰ διακρίνουν καὶ ν᾿ ἀφοσιωθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸ καταφρονεμένο ἔργο καὶ νὰ τὸ προστατέψουν ὅσο μποροῦσαν καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία νὰ συγκεντρώσουν σ᾿ αὐτὲς τὶς αἴθουσες, γιὰ τὴν πρώτη δημόσια παρουσίασή τους, τὶς καλύτερες ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Ἀθήνα· γιατί μιὰ μεγάλη συλλογή, εἶναι, χρόνια τώρα, στὸ Παρίσι. Ἂν οἱ περιστάσεις ἦταν καλύτερες, θὰ εἶχε βρεθεῖ ἀπὸ καιρὸ μιὰ προστατευτικὴ στέγη γιὰ τὴν κληρονομιὰ ποὺ σὲ ὅλους μας ἄφησε ὁ Θεόφιλος. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ἐλπίζει κανεὶς πὼς ἡ ἔκθεση ποὺ ἐγκαινιάζουμε σήμερα θὰ δώσει ἀφορμὴ σὲ κάποια συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ σωθεῖ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὸ μόνιμο κίνδυνο τῆς καταστροφῆς.

Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν γίνει, ἡ σημερινὴ ἔκθεση εἶναι μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ στὰ χρόνια της ζωγραφικῆς μας. Ἐννοῶ τῆς ζωγραφικῆς χωρὶς ἐπίθετο· ὄχι τῆς λαϊκῆς ζωγραφικῆς.

Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν. Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.

Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.

Συλλογίζομαι πὼς μιλῶ ἴσως ἄσκημα· πὼς ἡ συγκίνησή μου μπορεῖ νὰ νομιστεῖ ἀκρισία. Καὶ ὅμως εἶναι μιὰ συγκίνηση ποὺ προσπαθῶ νὰ ἐλέγξω ἐδῶ καὶ δεκατρία χρόνια, ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀντρέας Ἐμπειρίκος μοῦ ἔδειξε, μὲ ἄπειρη εὐλάβεια, ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου. Ἀπὸ τότε, κάθε καινούριο ἀντίκρισμα ἦταν σὰν ἐκείνη τὴν πρώτη φορά, κάτι σὰ νὰ ἔπεσε ὁ τοῖχος μιᾶς πληχτικῆς κάμαρας· αὐτῆς τῆς τόσο καταθλιπτικῆς ζωγραφικῆς ποὺ τόσο συχνὰ καὶ μὲ τόση εὐκολία ἐπιτυχαίνουμε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Παλιγγενεσίας. Ἡ ἴδια συγκίνηση, ὅπως ὅταν πρωτοδιάβασα τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη.

Δὲν ἔχω διόλου τὴν ἐπιθυμία νὰ μειώσω τοὺς μορφωμένους μὲ τοὺς ἀμόρφωτους, μήτε νὰ ὑποστηρίξω πὼς ἡ ἄσκηση καὶ ἡ μάθηση εἶναι πράγμα βλαβερό. Ὅπως τόσοι ἄλλοι φίλοι του ζωγράφου μας, πολὺ πιὸ ἱκανοὶ καὶ πιὸ ἁρμόδιοι σ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα ἀπὸ ἐμένα, τὸ ἀντίθετο πιστεύω. Γιατί μόρφωση καὶ μάθηση εἶναι ἄσκηση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἄσκηση τῆς ζωῆς ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν τὸν Θεόφιλο ποὺ βρῆκαν τὸ δρόμο τους ψηλαφώντας, μόνοι μέσα στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια μιᾶς πολὺ καλλιεργημένης, καθὼς νομίζω, ὁμαδικῆς ψυχῆς ὅπως εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας. Ἔχει πολλὰ νὰ κερδίσει· καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα νὰ μάθει πὼς νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὴ μισὴ μόρφωση καὶ ἀπὸ τὴ μισὴ μάθηση ποὺ καταντᾶ στρέβλωση καὶ νάρκη. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ θὰ μοῦ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ παραδεχτῶ πὼς εἶναι ἀμόρφωτος ὁ Θεόφιλος, μήτε κἂν εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικό. Σὲ τέτοια συμπεράσματα μᾶς ὁδηγεῖ, τουλάχιστο καθὼς πιστεύω ἡ τόσο ἰδιότροπη διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς ἔκφρασης. Ἕνα λαϊκὸ τραγούδι λ.χ. ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ στόματα «τῶν θεραπαινίδων», ὅπως ἔλεγαν, ὁ Ἐρωτόκριτος, γίνεται ἀγκωνάρι στὴν ποιητικὴ δημιουργία τοῦ Σολωμοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ καλλιεργημένους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης. Καὶ τὰ δυὸ σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πεζοῦ λόγου εἶναι, τὸ ἕνα ἡ Γυναίκα τῆς Ζάκυθος αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντα τῆς μόρφωσης, τὸ ἄλλο τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ «πώποτε μὴ ἀναγνώσαντος» Μακρυγιάννη. Στὴ ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ἕνας νοῦς, ὅπως ὁ Θεοτοκόπουλος, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποστηρίξει τὴν τέχνη του μπροστὰ στὸ μεγάλο ἱεροεξεταστή, καὶ κάποτε ἕνας Θεόφιλος, ὁ ἀλλόκοτος φουστανελᾶς, ποὺ γυρίζει στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὰ πινέλα στὸ σελάχι του, καὶ οἱ γυναῖκες τόνε φωνάζουν τρελὸ καὶ «ἀχμάκη».

Ἡ ἑλληνικὴ πνευματικὴ κληρονομιὰ εἶναι τόσο μεγάλη ποὺ ἀλήθεια δὲν ξέρει κανεὶς ποιοὺς μπορεῖ νὰ διαλέξει γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς βουλές της. Εἶναι στιγμὲς ποὺ τὴν κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς οἱ πιὸ φημισμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκούστηκαν ποτὲ στὸν κόσμο, καὶ εἶναι στιγμὲς ποὺ πάει καὶ φωλιάζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνώνυμους, περιμένοντας νὰ φανερωθοῦν ξανὰ οἱ ἄρχοντες ἐπώνυμοι. Εἶναι σπουδαῖο τὰ δίδαγμα ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς ὅταν λάβει τὸν κόπο νὰ κοιτάξει αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη περιπέτεια. Τὸ δημοτικὸ τραγούδι νὰ φωτίζει τὸν Ὅμηρο καὶ ὁ Αἰσχύλος νὰ συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὴν εὐαισθησία ἑνὸς καὶ τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, δὲν εἶναι λίγο πράγμα κι αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει. Μιλῶ νωρὶς ὑπεροψία, γιατί δὲν ξεχνῶ πὼς μόνο στὴν Ἑλλάδα μποροῦν νὰ γίνουν ἀκόμη τὰ πιὸ ἀπίστευτα παραστρατήματα.

Ὕστερα ἀπὸ τὴ διευκρίνηση αὐτή, μποροῦμε νὰ συλλογιστοῦμε μὲ περισσότερη ἄνεση τὸ λαϊκὸ ἄνθρωπο τὸν Θεόφιλο. Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ ν᾿ ἀνιστορήσω τὴ ζωή του. Ὅμως δὲ θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω προτοῦ θυμηθῶ, ἴσως τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα ποὺ εἶχε τὴ μικρὴ κασέλα ὅπου φύλαγε τὰ σύνεργα τῆς δουλειᾶς του καὶ τὰ βιβλία του. Εἶναι ἕνα ξύλινο μπαουλάκι ζωγραφισμένο ὁλόκληρο μὲ τὸ χέρι του, ἡ Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, ὁ Διάκος, ὁ Μπότσαρης, ὁ Γρίβας, καὶ τὰ καταπληκτικὰ λουλούδια αὐτοῦ τοῦ κηπουροῦ τῆς λεβεντιᾶς καὶ τοῦ ἔρωτα, τὸ στολίζουν. Ὁ φίλος ποὺ τὸ ἔσωσε τὸ διατηρεῖ πὼς βρέθηκε, πλάι στὸ ζωγράφο νεκρό, τὴν παραμονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ 1934. Ὅταν τ᾿ ἀνοίξεις, τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς ἑνὸς μεγάλου ἄνθρωπου, θέλω νὰ πῶ ἑνὸς ὁλόκληρου ἄνθρωπου, φανερώνουνται συγκλονιστικά. Αἰσθάνεσαι τὴν παρουσία μιᾶς ὕπαρξης ποὺ τίποτε δὲν πῆγε γι᾿ αὐτὴν χαμένο ἕνα τόσο σπάνιο πράγμα. Ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ εὐτελῆ ἀντικείμενα, τὰ πιὸ ἐφήμερα, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι φτιαγμένα γιὰ νὰ μείνουν μόνο λίγες στιγμὲς κοντά μας, ἢ ἄλλα ποὺ προορίζονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν τὸ μεράκι μιᾶς ζωῆς ποὺ δὲ γυρεύει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ λησμονήσει τὸν ἑαυτό της, τῆς ζωῆς τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν παιδιῶν φιορόχαρτα ποὺ στροβιλίζει ὁ ἄνεμος στὰ σοκάκια μιᾶς ἐπαρχίας ὅπου πέρασε μιὰ Ἀποκριά, μιὰ Λαμπρή, ἢ ἕνα πανηγύρι· εἶναι ἐκεῖ γιὰ νὰ σοῦ δείξουν ἀπὸ τί μικροπράγματα μπορεῖ νὰ ξεκινήσει ἡ δύναμη τῆς γοητείας ἑνὸς τεχνίτη. Τὰ βιβλία του; φυλλάδες τῆς δεκάρας, ἢ σχολικὰ βιβλία, τριμμένα, γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων, βίοι ἁγίων, ἡ Ὀχτώηχος, ὁ Ἐρωτόκριτος, ὁ Παπουτσωμένος Γάτος καὶ ἡ Κοκκινοσκουφίτσα, ἄσματα ἡρωικά, ἄσματα ἐρωτικὰ κοντὰ στὰ βιβλία καὶ ἡ πινακοθήκη του: εἰκονογραφημένα δελτάρια, φτηνὲς χρωμολιθονραφίες, χαλκομανίες, μαζεμένες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς νιότης του ποὺ ἦταν καβάσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Προξενείου στὴ Σμύρνη: ἀρειμάνιοι ἄντρες, ὡραῖες γυναῖκες σὰν ἐκεῖνες ποὺ βλέπαμε ἄλλοτε στὰ ὀργανέτα, ναυμαχίες τοῦ ρωσοϊαπωνικοῦ πολέμου, ὑποδοχὲς τοῦ Μεγάλου Μογγόλου, ζευγάρια τοῦ παλιοῦ αἰσθηματισμοῦ· μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τὸ σημειωματάριό του· ἕνα χοντρὸ δεφτέρι ἀπὸ στρατσόχαρτο, ὅπου ἀντιγράφει, ἀπὸ βιβλία καὶ ἐφημερίδες, ἀπόψεις ἀρχαίων πόλεων καὶ μνημείων, ἀγάλματα θεῶν, μάχες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ ἄπειρες προτομὲς παλαιῶν καὶ σύγχρονων ἡρώων.

Αὐτὰ ἦταν τὰ μουσεῖα ποὺ εἶδε ὁ Θεόφιλος καὶ ἀπὸ αὐτὰ προσπάθησε νὰ μάθει ὅ,τι ἔμαθε, θὰ ἔλεγαν. Δὲν ὑπάρξει ἀμφιβολία, ὁ Θεόφιλος ξεκινᾶ κάποτε ἀπὸ αὐτὰ τὰ μικροπράγματα. Ὅμως θὰ ἦταν μεγάλο τὸ λάθος ἂν πιστεύαμε ὅτι αὐτὴ ἡ βιομηχανία εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωγραφικῆς του. Ὅποιος δημιουργὸς δὲν ξεκίνησε ἀπὸ μικροπράγματα ἂς ρίξει πρῶτος τὴν πέτρα, θυμοῦμαι τὸν Yeats:

Οἱ μαστορεμένες τοῦτες εἰκόνες γιατί εἶναι ὁλόκληρες
σὲ ἄδολο νοῦ βλαστήσανε, ἀλλὰ ποῦθ᾿ ἔχουνε ξεκινήσει:
Ἀπὸ τὰ σωριασμένα σκύβαλα ἢ τὰ σαρίδια ἑνὸς δρόμου...

Ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους νέους ζωγράφους μας μοῦ ἔλεγε τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε ὅταν πρωτόειδε ἔργα τοῦ Θεόφιλου: «Μὰ αὐτὸς μᾶς γυρεύει πάρα πολλά· γυρεύει νὰ λέμε ὅλη τὴν ἀλήθεια» συλλογίστηκε. Καὶ ἡ ἀλήθεια ἡ ὁλόκληρη ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεόφιλος εἶναι o ὁλοζώντανος κόσμος του, ἕνας ζωγραφικὸς κόσμος χωρὶς τεχνάσματα καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές, ὁποὺ τὰ πράγματα δὲν πέφτουν, ὅπως πέφτουν τὰ ἀληθινὰ ψωμιά. Εἶναι ἡ καταπληκτικὴ δύναμη ποὺ ἔχει νὰ μεταμορφώνει, σύμφωνα μὲ τὸ ρυθμό του, ὅ,τι ἀγγίξει. Κυριεμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἔκφρασης, ἀπορροφᾶ καὶ παράγει ζωγραφικὴ ὅπου τὴ βρεῖ καὶ ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι ζωγραφίζει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ ὅποιαν ἐπιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιῶν ἢ σπιτιῶν. Αὐτὰ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ μ᾿ αὐτὰ δημιούργησε ὁ μικρόσωμος αὐτὸς ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἀλαφροΐσκιωτος, ὅπως τὸν βλέπω σὲ μιὰ παλιά του φωτογραφία. Ὁ Θεόφιλος ἔπαιρνε κάποτε τὶς φιγοῦρες του ἀπὸ λιθογραφίες ἢ ἀπὸ δελτάρια. Τὸ ἔκανε καὶ ἦταν ἴσως ἕνας ἐμπειρικὸς τρόπος γιὰ ν᾿ ἀκουμπήσει κάπου τὸ λογικό μου καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ δαιμόνιο ποὺ εἶχε μέσα του. Ἀλλὰ καὶ ὁ Βιντσέντζος Κορνάρος ἐπῆρε τὶς φιγοῦρες τοῦ ποιήματός του ἀπὸ ἕνα γαλλικὸ ρομάντσο τῆς Ἱπποσύνης, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἕνα εἶδος χρωμολιθογραφίας τῆς ἐποχῆς. Τέτοια πράγματα ἔγιναν πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲ γίνεται πολλὲς φορὲς εἶναι ὁ Ἐρωτόκριτος ἢ τὸ φῶς τοῦ Θεόφιλου, ποὺ μένει ἐκεῖ ὅπως στὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

«Δοκιμές», Φέξης, 1962

Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Γιῶργος Σεφέρης - Ἡ γλῶσσα στὴν ποίησή μας



---------------------------------------------------------------------

Ἐδῶ στὶς χῶρες τοῦ Μεγαλέξαντρου εἴταν ἀναπόφευκτο νὰ θυμηθῶ τὸ θρυλικὸ βασιλέα καὶ τὸ λόγο του, καθὼς τὸν μνημονεύει ἡ περιώνυμη «φυλλάδα»: «τῶν βασιλέων τὰ δῶρα πάντοτε πολλὰ πρέπει νὰ εἶναι». Μοῦ ἐκάματε ἕνα βασιλικὸ δῶρο, σεῖς ποὺ κρατᾶτε τὰ φῶτα τῆς σοφίας σ᾿ αὐτὸ τὸ σύνορο. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ κάνει ἡ πατρίδα στὸ ἔργο μιᾶς ἀρκετὰ σπαταλημένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θὰ ἦταν ὑπερβολὴ καὶ ἀνακρίβεια ἂν ἐνόμιζα πὼς ἡ τιμὴ ἀνήκει μόνο σ᾿ ἐμένα καὶ ὄχι σ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βοήθησαν νὰ κάμω τὸ πρᾶγμα ποὺ τιμᾶτε. Στὴν ἴδια «φυλλάδα» ὑπάρχει ἕνας ἄλλος λόγος ἀκόμη: Ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης ρώτησε τὸν Ἀλέξαντρο : «τὸ μάλαμα καὶ τὸν πλοῦτο ὁποὺ ἐπῆρε ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο ποῦ τὸν ἔχει;», ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «οἱ ἠγαπημένοι μου συντρόφοι καὶ ὁ λαὸς εἶναι τὸ μάλαμα καὶ ὁ πλοῦτος μου». Οἱ ἠγαπημένοι μου συντρόφοι καὶ ὁ λαός· αὐτοὶ μοῦ ἔδωσαν τὸ πολυτιμότερο ποὺ ἔχω, κι αὐτοὺς τιμᾶτε σήμερα. Σᾶς εὐχαριστῶ.

Ἀρχὲς τοῦ Μάρτη εἴχαμε ἕνα Συμπόσιο στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴ γλῶσσα μας σ᾿ ὅλες τὶς ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. Μ᾿ ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα οἱ ὁμιλίες ποὺ ἀφοροῦσαν κάθε κλάδο τοῦ ἐπιστητοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποίηση. Φοβόμουν ἀλήθεια ὅτι σχετικὴ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη τούτη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου θὰ μποροῦσε καὶ συγχύσεις νὰ προκαλέσει καὶ νὰ βλάψει τὸ σκοπὸ τοῦ Συμποσίου. Γιατὶ ἡ ποίηση χρησιμοποιεῖ μιὰν εἰδικὴ λειτουργία τῆς γλώσσας, τὴ συγκινησιακή, αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ δὲ χρειάζεται, θὰ εἴταν μάλιστα βλαβερή, ἂν τὴν χρησιμοποιούσαμε γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε ἄλλες ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. Ἔτσι, σὲ μιὰ παρέμβασή μου, εἶπα λίγα λόγια ποὺ εἶναι πιθανὸ νὰ φάνηκαν αἱρετικά. Θὰ ἤθελα ν᾿ ἀναπτύξω περισσότερο τὴν ἰδέα μου σήμερα.

Σὲ διάφορους καιροὺς ζητήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ νὰ κάμει μαζὶ μὲ τὴν ποίηση καὶ ποικίλα πράγματα: νὰ εἶναι μάγος, νὰ εἶναι προφήτης, νὰ εἶναι κοινωνικὸς ἀναμορφωτὴς λ.χ. Δὲν εἶναι τὸ θέμα μου νὰ ἐξετάσω τώρα ποιὰ ἄλλα πράγματα πρέπει νὰ κάνει ὁ ποιητής. Θὰ περιοριστῶ στὴν ποίησή του. Κι ἐδῶ νομίζω πὼς ἕνα πρᾶγμα τουλάχιστο εἶναι βέβαιο: ὁ ποιητὴς δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ πράξει παρὰ μὲ τὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται γύρω του. Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ ριζώσει καὶ θὰ βλαστήσει ἡ δική του λαλιὰ ποὺ τὸν ἐκφράζει. Μεταχειρίστηκα τὰ ρήματα ριζώνω καὶ βλασταίνω στὴν κυριολεξία τους, μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς φυσικῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ τεχνητὸ ἢ τὸ μηχανικό. Ἂν εἶναι φυτό, ἕνα ποίημα μᾶς ἐνδιαφέρει ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ καρποῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς ρίζας.

Ἔτσι, στὸ ξεκίνημά του, ὁ ποιητὴς βρίσκεται σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ τοῦ παρέχει τὴ γλῶσσα ποὺ θ᾿ ἀρχίσει νὰ χρησιμοποιεῖ. Αὐτὴ τὸν συνδέει μὲ τοὺς ἄλλους, αὐτὴ δίνει σάρκα στὸν καημό του, στὸν πόνο του, στὴ χαρά του· τὴν ἀγαπᾶ, εἶναι ἡ ἀνθρωπιά του. Ὡστόσο, καθὼς προχωρεῖ, προσπαθεῖ νὰ διαλέξει τὶς λέξεις ποὺ ἔχουν τὴ δική του ἁφή, τὸ δικό του βάρος· τὶς ψάχνει ὁλοένα πιὸ βαθιὰ μέσα του. Γυρεύει, καὶ καθὼς γυρεύει αἰσθάνεται πὼς ὁ κόσμος ὅπου ζεῖ τοῦ προσφέρει ἕνα πλῆθος φωνές, ἀλλὰ καμιὰ δὲν εἶναι ἡ δική του. Στὰ νιάτα του εἴταν εὐκολώτερο· μιμοῦνταν ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς ξένες φωνὲς ποὺ τοῦ ἄρεσαν περισσότερο. Τώρα νιώθει, παραμερίζοντάς τες, πὼς ὁ ἑαυτός του τείνει νὰ εἶναι ὁλοένα καὶ περισσότερο ἄλαλος, κι ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει πίσω· νιώθει πὼς πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς ἀπόλυτης σιωπῆς γιὰ νὰ βρεῖ στὸ βυθὸ τί εἶναι πραγματικὰ ὁ ἴδιος. Κάθε ἀτόφιος ποιητὴς περνᾷ, νομίζω, τέτοιες κρίσεις· γι᾿ αὐτὸ λέμε πὼς κάθε ποίημα ποὺ γράφουμε εἶναι σὰ νὰ εἴταν τὸ τελευταῖο. Ἀφοῦ ὁ ποιητὴς ἀφομοιώσει τὰ πράγματα ποὺ ἔχει μαζέψει ἡ ἰδιοσυγκρασία του ἀπὸ τὸ γύρω κόσμο, φτάνει στὴ στιγμὴ ποὺ θὰ νιώσει τὸ κενὸ μέσα του, ποὺ θὰ νιώσει ὅτι βρίσκεται στὸ σκοτεινὸ δάσος, ὅπως ἔλεγα κάποτε, στὴ selva oscura, μόνος καὶ ἀβοήθητος· ὅτι πρέπει νὰ τὸ ἐμπιστευτεῖ αὐτὸ τὸ κενό, ἐπὶ ποινῇ θανάτου. Εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη στιγμή του, αὐτὸς ὁ ἀγῶνας γιὰ νὰ βρεῖ ἐκείνη τὴ φωνὴ ποὺ ταυτίζεται καὶ σωφιλιάζεται μὲ τὰ πράγματα ποὺ θέλει νὰ δημιουργήσει, ἤ, ἂν θέλουμε, ποὺ δημιουργεῖ τὰ πράγματα ὀνομάζοντάς τα. Τὸ ἀκραῖο ὅριο ὅπου τείνει ὁ ποιητὴς εἶναι νὰ μπορέσει νὰ πεῖ « γεννηθήτω φῶς» καὶ νὰ γίνει φῶς.

Μπορεῖ νὰ φανεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέω ἀφοροῦν καὶ ἄλλες λειτουργίες, ποὺ σχετίζονται μ᾿ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ἀσφαλῶς τὶς ἀφοροῦν· ὡστόσο θὰ ἤθελα νὰ παρατηρήσω ὅτι τὶς διακρίσεις σ᾿ αὐτὰ τὰ ζητήματα τὶς κάνουμε πάντα ἐπιφανειακὰ καὶ μόλις προχωρήσουμε λίγο, συναντοῦμε ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ποίηση εἶναι ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ὁρισμός, εὐτυχῶς.

Ὁ E. M. Forster, ἕνας ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος μυθιστοριογράφος καὶ δοκιμιογράφος, παρατηροῦσε:

«Ὅπως ἀκριβῶς οἱ λέξεις ἔχουν δυὸ λειτουργίες, τὴ μιὰ ποὺ ἀφορᾷ τὴ μετάδοση ἐννοιῶν, καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ἀφορᾷ τὴ δημιουργία, ἔτσι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἔχει δυὸ προσωπικότητες, τὴ μιὰ στὴν ἐπιφάνεια, καὶ τὴν ἄλλη μέσα πιὸ βαθιά. Ἡ ἀπάνω προσωπικότητα ἔχει ὄνομα· ὀνομάζεται Σαμουὴλ Κόλεριδζ, Γουλιέλμος Σαίξπηρ, ἡ Κυρία Χ... Εἶναι εὐσυνείδητη, σβέλτα, καὶ διαφέρει ἁδρὰ καὶ διασκεδαστικὰ ἀπὸ τὶς προσωπικότητες τῶν ἄλλων. Ἡ ἐσώτερη προσωπικότητα εἶναι μία πολὺ παράξενη ὑπόθεση. Ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς εἶναι ὁλωσδιόλου ἀκαταλόγιστη. Ὅμως χωρὶς αὐτὴ δὲν ὑπάρχει λογοτεχνία· γιατὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲ ρίξει ἕναν κουβᾶ (γιὰ ν᾿ ἀντλήσει) βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἔργο πρώτης ποιότητας. Τὴ χαρακτηρίζει μ᾿ ἕναν τρόπο κάτι τὸ γενικό. Μολονότι βρίσκεται μέσα στὸν Κόλεριδζ, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τῆς δώσουμε τ᾿ ὄνομά του. Ἔχει κάτι τὸ κοινό με τὶς βαθύτερες προσωπικότητες τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ μυστικὸς θὰ μᾶς βεβαιώσει πὼς αὐτὴ ἡ κοινὴ ἰδιότητα εἶναι ὁ Θεός, καὶ πὼς ἐκεῖ, στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας πλησιάζουμε τὶς πύλες τοῦ θεϊκοῦ» (2).

Εἶναι ἀξιοπρόσεχτο ὅτι ἕνας σημαντικὸς λογοτέχνης, ποὺ δὲν τὸν χαρακτηρίζει ὁ μυστικισμός, καὶ ποὺ δὲν ἔγραψε ποιήματα, μιλᾷ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια. Μᾶς εἶναι χρήσιμη ἡ παραβολή του. Μολονότι δὲ θὰ χρησιμοποιοῦσα ὁλωσδιόλου ἔτσι τὴ λέξη προσωπικότητα, νομίζω πὼς ἐκφράζει μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια αὐτὴ τὴν τόσο σκοτεινὴ λειτουργία τοῦ ποιητῆ. Θὰ ἤθελα μόνο νὰ παρατηρήσω ὅτι κι ἐδῶ ἡ διάκριση γίνεται γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀκριβολογίας καὶ ὅτι οἱ δυὸ αὐτὲς προσωπικότητες ποὺ λέει δὲν εἶναι στεγανὰ χωρισμένες, καὶ ἡ λειτουργία τοῦ ποιητῆ ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἕνα ἀδιάκοπο πάει κι ἔλα ἀνάμεσα στὸ ἐσώτερο καὶ τὸ ἐπιφανειακότερο ἐγώ. Τέλος θέλω νὰ ὑπογραμμίσω πὼς ὅταν μιλῶ γιὰ τὴ γλωσσικὴ λειτουργία τοῦ ποιητῆ ἔχω πάντα ὑπ᾿ ὄψη μου αὐτὴ τὴν ἐσώτερη λειτουργία, εἴτε ὅπως προσπάθησα νὰ τὴν ἐκφράσω, εἴτε ὅπως τὴν ἐκφράζει ἡ περικοπὴ ποὺ ἀκούσατε. Τώρα ἂς ἔρθουμε στὰ δικά μας.

Ἔχουμε μίαν ἰδιότροπη ἱστορία· πῶς νὰ τὴν πῶ ἀλλιῶς· ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες. Ἡ συνέχεια τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς ζωῆς μας κόπηκε ἀπὸ μία «νύκτα αἰώνων». Αὐτὸ εἶναι τὸ χοντρὸ γεγονός· δὲν πρόκοψαν ἁρμονικὰ τὰ διάφορα κλωνάρια τῆς ζωῆς τοῦ σημερινοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Κι ὅταν ἐλευθερωθήκαμε, ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση, καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀπελευθέρωση, μᾶς ἔφερε τέτοιες ἀντιδράσεις καὶ προκάλεσε τέτοια φαινόμενα, ποὺ ἀκόμη σήμερα λογαριάζουμε κάποτε πόσα πράγματα τεχνητὰ δημιούργησε τὸ νεογέννητο Ἑλλαδικὸ κράτος. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τεχνητὰ εἶναι καὶ ἡ ροπή μας πρὸς τὴν ἐπιφανειακὴ ρητορεία, αὐτὴ τὴ λοιμική. Ἴσως αὐτὰ νὰ μὴν ἔγιναν τότε ἀπὸ τὸ μηδέν. Εἶναι πολὺ πιθανὸ πὼς εἶχαν καὶ ἄλλα αἴτια. Ὅμως καλλιεργήθηκαν καὶ προστατεύτηκαν ὅσο ποτὲ κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο τῆς ἐλευθερίας ποὺ μᾶς χάρισαν οἱ καταπληκτικοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τοῦ Εἰκοσιένα. Εἶναι ὀδυνηρὴ ἡ ἀντίθεση ὅταν τ᾿ ἀναλογίζεται κανείς.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ Ἑφτάνησα προσφέρνουν στὴν Ἑλλάδα δυὸ ποιητές, τὸ Σολωμὸ καὶ τὸν Κάλβο. Θὰ ἤθελα νὰ κοιτάξουμε τὸ παράδειγμά τους.

Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἔχω γράψει γιὰ τὴν πολὺ μεγάλη φυσιογνωμία τοῦ Σολωμοῦ πιστεύω νὰ ἔχει φανεῖ πὼς τὰ χάσματα ποὺ μᾶς ἄφησε μ᾿ ἐνδιαφέρουν τὸ ἴδιο ὅσο καὶ τ᾿ ἀποσπάσματά του. Τ᾿ ἀποσπάσματα τοῦ Σολωμοῦ εἶναι δεῖκτες. Δείχνουν ποιὰ καὶ τί λογὴς μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀτόφια λαλιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου. Δὲν ξέρω παράδειγμα στὴν παγκόσμια λογοτεχνία ποὺ οἱ σκόρπιοι στίχοι ἑνὸς ποιητὴ νὰ ἔχουν δώσει μία τέτοιαν ἀποκάλυψη. Ὅμως αὐτοὺς τοὺς σκόρπιους στίχους δὲν μποροῦμε ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, νὰ τοὺς κοιτάξουμε σὰν δημιουργίες τετελεσμένες. Πάντα μὲ κάποιον τρόπο μᾶς σπρώχνουν πρὸς τὶς σιωπὲς ποὺ τοὺς περιβάλλουν: τὰ κενά τους. Κι αὐτὰ τὰ χάσματα μᾶς δείχνουν ὄχι μόνο τὴν τραγῳδία αὐτοῦ τοῦ ἐναγώνιου ἀνθρώπου, ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνουν, καθὼς νομίζω, πὼς ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα ποὺ μαζεύει γύρω του. Ἐλπίζω νὰ μὴ νομιστεῖ πὼς ὑποστηρίζω μία φωνογραφικὴ ἐπανάληψη τῆς λαλουμένης· σίγουρα ἡ προσωπικὴ ἐνέργεια τοῦ ποιητῆ πάνω στὴ γλῶσσα εἶναι μεγάλη, σίγουρα τὸ πρῶτο χρέος του εἶναι νὰ κυριαρχήσει τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δόθηκε, νὰ τὴν ἀναπτύξει καὶ νὰ τὴν κάνει τὸ καλύτερο δυνατὸ ὄργανο τῆς ἔκφρασής του· αὐτῆς τῆς ἔκφρασης ποὺ κάνει εἴτε τὸν παλαιότερο μονοτονικὸ ἢ τὸν ἄλλον τὸν πολυτονικὸ στίχο νὰ μοιάζει πρωτάκουστος. Ἀλλὰ ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφεύρει μία καινούργια γλῶσσα· γιατὶ θὰ εἶναι ἀρίζωτη, δὲ θὰ πηγαίνει ν᾿ ἀγγίξει τοὺς μυχοὺς τοῦ βαθύτερου ἐγώ του. Ὁ λόγος τοῦ Σολωμοῦ εἶναι καλὰ ριζωμένος, ὅπως δὲν εἶναι λ.χ. στοὺς Σούτσους καὶ στοὺς Ραγκαβῆδες· αὐτοὶ δὲ νιώθουν τὴν ἐπιταγὴ ἐκείνου τοῦ σωφιλιάσματος (πῶς νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς) τῆς γλώσσας μὲ τὴ βαθύτερη ζωή μας. Εἶναι ἐπιφανειακὲς προσωπικότητες, μένουν στὴν ἐπιφάνεια. Ἂς μὴν εἴμαστε ὑπερβολικοὶ στὴν κατηγόρια. Ἂς συλλογιστοῦμε πὼς ἡ ῥοπὴ ποὺ κάνει τοὺς λογίους μας νὰ κινοῦνται συχνὰ στὴν ἐπιφάνεια πρέπει νὰ εἶναι κοντὰ στὰ ὁρμέμφυτά μας· τὴν ξαναβρίσκουμε κάθε τόσο στὰ πιὸ ἀπροσδόκητα σταυροδρόμια, ὡς τὶς μέρες μας. Ὅταν λ.χ. παρουσιάστηκε ἡ αὐτόματη γραφή, υἱοθετήθηκε φυσιολογικὰ αὐτὴ ἡ γλῶσσα ἐπιφανείας· εἴταν, θαρρῶ, ἀναπότρεπτο· χρειαζότανε μία γλῶσσα ποὺ νὰ γλιστρᾷ· καὶ νὰ ξεφεύγει μὲ κάποιον τρόπο· μιὰ γλῶσσα πιὸ ριζωμένη, καὶ γι᾿ αὐτὸ πιὸ βαριά, θὰ διέκοπτε τὴν ὑποσυνείδητη ροὴ ποὺ ἀπαιτοῦσε αὐτὴ ἡ γραφή.

Τώρα ποιὰ εἶναι ἡ γλωσσικὴ παρουσία ποὺ ἔχει γύρω του ὁ Σολωμός; Εἶναι πρῶτα καὶ βαθύτερα ἡ γλῶσσα τῆς μάνας του· τῆς «πληβείας» Ἀγγελικῆς Νίκλη. Ἔπειτα εἶναι τὰ ἰταλικά, πολλὰ ἰταλικὰ ποὺ μαθαίνει ἀπὸ μικρός, καὶ στὴ Ζάκυνθο καὶ στὴν Ἰταλία ὅπου ἐκπαιδεύεται. Τὰ γλωσσικὰ σκιρτήματα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει μέσα του τὸ γάλα τῆς μητρός του βρίσκουν, μόλις δοῦν τὸ φῶς, μιὰ μεγάλη μάθηση στὰ ἰταλικά. Σὰν ἀληθινὸς ποιητὴς ξέρει πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε χωρὶς αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ σκιρτήματα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἄσκησή του στὰ μεγάλα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης τοῦ μαθαίνει ὅτι: «Καλὸ εἶναι νὰ ρίχνει κανεὶς τὶς ρίζες του πάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ χνάρια [ἐννοεῖ τὰ κλέφτικα τραγούδια, ὅπως τὰ λέει], δὲν εἶναι ὅμως νὰ σταματᾷ ἐκεῖ· πρέπει νὰ ὑψώνεται κατακόρυφα». Αὐτὰ γράφει στὸν Τερτσέτη ὁ Σολωμός (3). Ἔτσι εἶναι. Ὅμως ὅσο ὑψώνεται κανείς, πρέπει οἱ ρίζες του ν᾿ ἁπλώνουνται σὲ πλατύτερο ἔδαφος. Τὸ ἔδαφός του, τὸ ἑλληνικό, δὲν μπορεῖ νὰ πλατύνει στὴ ζωὴ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἴδιος ὑψώνεται τὸ αἰσθάνεται πιὸ στενό. Δὲ γίνεται ποίηση μόνο μὲ τὶς κορυφές. Γιὰ τοὺς στοχασμούς του, γιὰ τὶς ἐπιστολές του, μεταχειρίζεται τὰ ἰταλικά, ποὺ ξέρει θαυμάσια· στὴν ἴδια γλῶσσα γράφει καὶ στιχουργήματα. Ὅμως ὅλα αὐτὰ δὲν τοῦ προσφέρουν τὸ βάρος τοῦ λόγου, ποὺ ξέρει νὰ τὸν ξεχωρίσει καὶ τὸν γυρεύει ἀκατάπαυστα. Αὐτὸν ποὺ βλέπουμε στὴ Γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος ἢ στοὺς καλύτερούς του δεκαπεντασύλλαβους (4). Ἀντίθετα, τὰ ἰταλικὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ δὲ δείχνουν παρὰ ἕναν ποιητὴ ποὺ ξέρει καλὰ τὴν τεχνική του. Γι᾿ αὐτὸ λέω πὼς τὰ χάσματά του εἶναι ἕνα μεγάλο δίδαγμα καὶ γιὰ μᾶς τοὺς σημερινούς· δὲν ξέρω καὶ γιὰ πόσες γενεὲς ἀκόμη, ἂν πηγαίνουμε ὅπως πᾶμε. Μᾶς δείχνουν πόσο εἶχαν ὀγκωθεῖ ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ δυσκολίες τοῦ ποιητῆ ποὺ βρίσκει μίαν ἀκαλλιέργητη γλῶσσα. Τὰ παραδομένα ἑλληνικὰ τοῦ Σολωμοῦ εἶναι μέρος μόνο ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ποὺ εἶχε ὁ Χορτάτσης ἢ ὁ Κορνάρος κι ὅπου κινήθηκαν μὲ τόση ἄνεση. Αὐτοὶ μποροῦσαν νὰ μὴν ἀρνοῦνται τίποτε ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ τοὺς ἔδινε ὁ περίγυρός τους. Μᾶς τὸ δείχνει ἡ εὐκολία τους, ποὺ ἰδωμένη ἀπὸ ἄλλη πλευρὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὸ μειονέκτημά τους. Ἂν εἴχαμε τὴν παραξενιὰ νὰ φανταστοῦμε τὸ Σολωμὸ νὰ κινεῖται στὴ γλῶσσα του μὲ τὴν ἴδια εὐκολία, θὰ ἔπρεπε σὲ τελευταῖα ἀνάλυση νὰ τὸν φανταστοῦμε πῶς θὰ συμπλήρωνε τὰ χάσματά του μὲ κατωφέρειες γραμμένες ἰταλικά, ὅπως μας δείχνουν, μὲ κάποιο τρόπο, οἱ σάτιρες ἢ τὰ σχεδιάσματά του. Ὁ Σολωμὸς ὁλοένα γυρεύει καὶ ὁλοένα ἀρνεῖται τὴ φυσικὴ κατάστασή του στ᾿ ὄνομα μιᾶς βαθύτερης φύσης, ποὺ καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ ὅσο τὴ γυρεύει πιὸ βαθιά, στενεύει. Ἡ φυσικὴ κατάστασή του εἶναι, μὲ κάποιο τρόπο, διφυής: ἡ μιὰ περιορισμένη, ἀλλὰ συγκλονίζει τὸ βαθύτερο εἶναι του, καὶ ἡ ἄλλη πολὺ πιὸ πλατιά, ἀλλὰ ρηχή, ποὺ ἀπασχολεῖ τὸ «ἀπάνω ἐγώ» τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς ἔλεγα. Τὰ δυὸ αὐτὰ στοιχεῖα, στὴν περίπτωσή του, δὲν μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν καὶ ν᾿ ἀποτελέσουν ἕνα ὁμοιόμορφο μίγμα. Ἡ ἄρνηση γιὰ τὸν ποιητὴ δὲν εἶναι κακό. Ἀπεναντίας· ὅλοι οἱ ποιητὲς εἶναι φτιαγμένοι ἀπὸ ἀρνήσεις. Ἀλλὰ τὴν ἀντιζυγιάζει μιὰ ἀποφασιστικὴ παραδοχή. Παραδοχή, ὄχι συμβιβασμός. Ἀλίμονο στὸν ποιητὴ ποὺ δὲν παραδέχεται, κάποτε, τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ τὴν παραδοχὴ βλέπω νὰ λιγοστεύει ὁλοένα στὸ Σολωμό. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία του ὅπως τὴν αἰσθάνομαι καὶ πάντα μὲ συγκλονίζει.

Φυσικά, ἕνα τέτοιο πρόβλημα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γυμνὰ γλωσσικό· δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τ᾿ ἀπομονώσουμε. Γιατὶ ἀγγίζει τὴν ἔκφραση ποὺ ὡριμάζει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ ἡ αἴσθηση καὶ ὁ νοῦς συναπαντιοῦνται ἀπάνω σὲ μιὰ λέξη καί, ὅπως θὰ λέγαμε, τὴ φορτίζουν. Δὲν εἶναι ξένη, τούτη ἡ δυσεξερεύνητη λειτουργία, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ θὰ ὀνομάζαμε ρυθμὸ καὶ μᾶς πηγαίνει σὲ μία πανάρχαια τάξη μαγείας. Ὁ ἀφοσιωμένος ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ τὴ μελετήσει καὶ σὲ ἄλλους, δικούς μας ἢ ξένους, αὐτὴ τὴ μετατροπὴ τῆς δοσμένης γλώσσας ἀπὸ τὸν ποιητὴ· πῶς πιάνει ἀπάνω του, πῶς τὸν βοηθᾷ ἢ πῶς τὸν βλάπτει.

Ὁ Σολωμὸς εἶχε τὸ πλεονέκτημα ποὺ δὲ νόθεψε τὴ γλῶσσα του ὁ λογιότατος, καθὼς παρατηρεῖ ὁ Λίνος Πολίτης. Εἶχε τὴ διαίσθηση νὰ κλείσει ἀπὸ νωρὶς τὴν πόρτα του στὸ λογιότατο. Αὐτὸ δὲν ἔτυχε στὸν Κάλβο, τὸν ξενιτεμένο, στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ποὺ ὀνειρεύουνταν στὴν ἀρχὴ νὰ γίνει Ἰταλὸς ποιητής.

Εἶχα προσπαθήσει σὲ παλαιότερα χρόνια νὰ δείξω τὶς διαλείψεις ποὺ κόμισε στὸν Κάλβο ἕνας ἀποστεγνωτικὸς ἀρχαϊσμός· τὰ σημεῖα ὅπου δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς τοῦ ἔχει κοπεῖ ἡ λαλιά, πὼς ἡ ἔξοχη ποιητικὴ φωνή του ἔχει πάθει μία ξαφνικὴ ἀφασία· πὼς μᾶς ἀφήνει στὸ τέλος κι αὐτὸς λαμπρὰ συντρίμματα ποὺ παρασέρνει ἕνας ρωμαλέος ρυθμός, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὴν κακοριζικιά μας. Ἂς μὴν ἐπαναλαμβάνομαι. Ἡ μόνη παρατήρηση ποὺ θέλω νὰ προσθέσω τώρα εἶναι ὅτι διάφοροι μεταγενέστεροι ποιητὲς ἀντὶ νὰ γυρεύουν νὰ διδαχτοῦν ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλαψαν τὸν Κάλβο, τὰ νομίζουν ἀντίθετα ὠφέλιμα παραδείγματα. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ μὲ τὸν Καβάφη.

Ὁ Κάλβος ἔχει πάψει πιὰ νὰ γράφει στὴν ἡλικία ποὺ ὁ Καβάφης ψάχνει καὶ παραπατᾷ ἀκόμη ἀνάμεσα σὲ ἐκφράσεις ποὺ εἶναι σκαλοπάτια πρὸς τὸ ὥριμο ἔργο του καὶ στίχους σὰν τοὺς ἀκόλουθους:

Ἡ ἀρχαία τραγῳδία, ἡ ἀρχαία τραγῳδία
εἶναι ἱερὰ κ᾿ εὐρεία ὡς τοῦ σύμπαντος καρδία.
Τὴν ἐγέννησεν εἷς δῆμος, μιὰ πόλις Ἑλληνίς.
Ἀλλ᾿ ευθύς ἐκείνη ἔπτη κ᾿ ἔκτισεν ἐν οὐρανοῖς
τὴν σκηνὴν...

· στίχους ποὺ εἶναι χειρότεροι νομίζω ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄδειους στίχους τοῦ Κάλβου. Ἀλλὰ ἡ μοῖρα τοῦ Καβάφη εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ μοῖρα τοῦ Κάλβου καὶ διαφορετικὰ μᾶς διδάσκει. Ὁ Κάλβος ὕστερα ἀπὸ τὶς «Ὠδές» γυρίζει μία γιὰ πάντα τὴ ράχη του στὴν ποίηση. Ὁ Καβάφης θὰ δουλέψει πολλὰ χρόνια ἀκόμη, ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προικισμένος μὲ μίαν ἀσυνήθιστη ἐπιμονὴ ὅλο καὶ ἀρνεῖται κακὲς συνήθειες, κακὲς μαθητεῖες, ὡς τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἑαυτός του ἔχει ὁλωσδιόλου καθαριστεῖ καὶ τοῦ ἐπιτρέπει τὴν τελικὴ παραδοχή. Τὸ πιὸ ἀργοπορημένο σημάδι ποὺ ξέρω αὐτῆς τῆς ἀφηρημένης ἔκφρασης, ὄχι τῆς πεζολογικῆς ὅπως λένε, ἀλλὰ ἑνὸς ἀνυπόστατου λυρικοῦ διάκοσμου, τὸ δημοσιεύει στὰ 1916, δηλαδὴ ὅταν ἔχει περάσει τὰ πενῆντα. Λέει:

...Ἐν ἐκτάσει βλέπω νῦν
τοῦ Ἐνδυμίωνος τὴν φημισμένην καλλονήν.
Ἰάσμων κάνιστρα κενοῦν οἱ δοῦλοι μου· κι εὐοίωνοι
ἐπευφημίαι ἐξύπνησαν ἀρχαίων χρόνων ἡδονήν.

Μ᾿ ἐνδιαφέρει τούτη ἡ στιχοποιία, ὄχι μόνο γιατὶ δείχνει σὲ τί καμώματα μπορεῖ νὰ παραστρατήσει ἕνας καλὸς ποιητής, ἀλλὰ κυρίως γιατὶ μοῦ ξαναθυμίζει, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν Ἰθάκη, πόσο ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνει ὁ ποιητὴς αὐτός, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὰ κίβδηλα ἀπὸ τὰ ἀτόφια ποὺ εἶχε μέσα του· γιὰ ν᾿ ἀποφασίσει νὰ δουλέψει ἐπὶ τέλους ὄχι μὲ τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίδαξαν ὁ Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος καὶ ἡ σχολή του, ἀλλὰ μ᾿ ἐκείνη ποὺ ἐναπόθεταν μέσα του λαϊκοὶ ἄνθρωποι ἢ μικροαστοὶ τοῦ καφενὲ ἢ τοῦ χρηματιστηρίου, ποὺ συνελάμβανε ὡς ὠτακουστής, πάνω στὴ βράση της· καθὼς ἔλεγε σ᾿ ἕνα φίλο. Δὲν εἶναι ἡ ὥρα νὰ προχωρήσω περισσότερο στὴν ἀνάλυση τῆς ἔκφρασης τοῦ ὠτακουστῆ Καβάφη, ποὺ ἔχει, καθὼς νομίζω, τρία στηρίγματα: τὴν ἀκρίβεια, τὴν εὐκινησία, καὶ τὸ ἐπιμυθιακὸ ἀπόφθεγμα. Αὐτὸ ποὺ τοῦ δίνει ἕνα πλατύτερο ὑπόβαθρο ἐπικοινωνίας. Ὅμως θέλω νὰ συγκρατήσουμε στὴ μνήμη μας πὼς κι ὁ Καβάφης μπόρεσε νὰ μιλήσει καὶ νὰ βρεῖ τὴ φωνή του μὲ τοὺς σπόρους ποὺ ἔπιαναν πραγματικὰ μέσα του κι ὄχι μ᾿ ἀνεμοσκορπίσματα.

Τὰ τρία παραδείγματά μου χρησιμοποιοῦν τρεῖς ποιητικὲς ἰδιοσυγκρασίες πολὺ διαφορετικὲς κι ἐπιμένουν ὄχι στὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωσαν, ἀλλὰ προπάντων στὸν ἀγῶνα τους γιὰ νὰ ὑπερβοῦν στὴν ἔκφρασή τους, τὰ ψεγάδια ποὺ τοὺς πρόσφεραν οἱ κοινωνίες ὅπου ἔζησαν. Γιατὶ, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πὼς ἔχει τὴν ἄδεια νὰ κατασκευάζει φραστικὲς μηχανὲς ἀσύνδετες μὲ τὴ ζωή. Ὁ ποιητὴς θὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίνουμε ἐμεῖς οἱ τριγυρινοί του· δὲν μπορεῖ νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητά του. Καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι. Κάποτε, στοὺς ἡρωικοὺς χρόνους τοῦ δημοτικισμοῦ, λέγαμε πὼς θὰ ἔρθει ἕνας Δάντης, ἕνας μεγάλος ποιητὴς νὰ φτιάξει τὴ γλῶσσα. Εἴταν, φοβοῦμαι, ἕνας μεσσιανισμὸς ὑπαγορεμένος ἀπὸ τὴ νωχέλειά μας. Στὸν ἴσκιο του μπορούσαμε νὰ περιμένουμε ἀμέριμνοι. Ἡ δουλειὰ τοῦ ποιητῆ εἶναι νὰ προσπαθήσει νὰ κυριαρχήσει αὐτὴ τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίνουμε ἐμεῖς καὶ νὰ τὴν κάνει νὰ μιλήσει στὴν ὑψηλότερη δυνατὴ ἔνταση. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ χωρὶς κίνδυνο ἀπὸ τὴν κοινὴ χρήση ποὺ κάνει τὴ γλῶσσα φορέα συναισθημάτων. Κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τόσο φθαρμένη ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκώσει ἔνταση, αὐτὸ θὰ πεῖ πῶς καὶ ἡ κοινωνία εἶναι φθαρμένη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θρέψει ποιητές. Ἔτσι ἀκολουθώντας τὸ μονοπάτι τῆς λαλιᾶς μας ἀγγίζουμε γενικότερα ἐλαττώματα. Δὲ θέλω τώρα νὰ παρασυρθῶ ἀπὸ αὐτά. Θέλω ὅμως νὰ προσθέσω πὼς ὁ ποιητὴς, σὰν ἄνθρωπος ποὺ μοιράζεται μία κοινωνία, ἔχει τὸ χρέος νὰ ἐπισημαίνει καὶ νὰ καταδικάζει κάθε ἑστία φθορᾶς τῆς γλώσσας του. Γιατὶ ξέρει πὼς ἡ φθορὰ θὰ πέσει στὸ τέλος ἀπάνω του καὶ στοὺς ἐπιγόνους του.

Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μία γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴ φᾶνε· ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλὰ ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θα᾿ λεγα παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν πὼς ἂν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἂν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλῶσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη. Αὐτὰ θὰ εἶχα νὰ πῶ στοὺς σημερινοὺς ὠτακουστές, ἂν πραγματικὰ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴν τέχνη τοῦ λόγου.

Πιστεύω νὰ φάνηκε ἀπὸ ὅσα εἶπα ὡς τώρα ὅτι δὲν ἔχω διάθεση νὰ κηρύξω κανένα δογματισμό. Ὁ Κάλβος καὶ ὁ Καβάφης εἶναι φίλοι μου καὶ δὲν ἔχω τὴ ροπὴ νὰ τοὺς ἀποκηρύξω σὰν κακὰ παραδείγματα. Τὸ ἀντίθετο μοῦ συμβαίνει καὶ γι᾿ αὐτὸ λυποῦμαι βλέποντας, ἀκόμη σήμερα, πόσο λίγο ξέρουμε νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ μᾶς ἄφησαν· ἀπὸ τὰ χάσματα τοῦ Σολωμοῦ, ἀπὸ τὶς διαλείψεις τοῦ Κάλβου, ἀπὸ τὸ ἀργοπορημένο καὶ ἐπίπονο ὡρίμασμα τοῦ Καβάφη.

Καὶ τοῦτο: Λέμε κάποτε, ἡ λογοτεχνία κέρδισε πρώτη στὸν ἀγῶνα τοῦ δημοτικισμοῦ, δὲ γράφεται πιὰ σὲ νεκρὰ σχήματα, δὲν τὴν ἐνδιαφέρει τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Σ᾿ αὐτὸ θ᾿ ἀπαντοῦσα: Ἡ λογοτεχνία ποὺ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴ λογοτεχνία εἶναι λίγη. Μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς ζωῆς, κι ὅσο κλείνεται στὸν ἑαυτό της τόσο θὰ μαραζώνει. Ἴσως νὰ νομιστεῖ πὼς μιλῶ γιὰ μάταια στολίδια, ὅπως ὑποτίθεται ἀπὸ τοὺς ζηλωτὲς τῆς ἐπιφανειακῆς σοβαρότητας πὼς εἶναι ἡ τέχνη τοῦ λόγου. Θὰ ἦταν ὡραῖα ἡ ζωὴ ἂν τὰ πράγματα εἴταν ἔτσι. Ὅμως ἡ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἕνα σύνολο ἀπὸ θορύβους, ἀλλὰ εἶναι δείκτης τῆς ψυχολογικῆς συμπεριφορᾶς μας. Κι ἂν μᾶς δείχνει τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀσυνέπεια ἢ τὴν ἀκρισία, αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ ἀσυνέπεια ἢ ἡ ἀκρισία βρίσκουνται βαθύτερα κάπου μέσα μας.

Μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία ἔλεγα. Ἂν ἀφήσουμε κατὰ μέρος παλαιότερα ἔργα ποὺ οἱ πολλοὶ ἀπό μᾶς -ἐννοῶ τοὺς λογοτέχνες- μοιάζουν νὰ τὰ νομίζουν ξεπερασμένα καὶ χωρὶς ὀργανικὴ ἐπιρροὴ στὴ ζωή τους· ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ὁ καρπὸς ἑνὸς κράτους ἑκατὸν πενῆντα χρόνων. Μετρώντας μὲ τὰ μέτρα τῆς ζωῆς τῶν λαῶν, ὄχι τῶν ἀνθρώπων, δὲν ξέρω ἂν τὰ λίγα αὐτὰ χρόνια εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐνηλικίωσή της. Ὅμως τὸ πρᾶγμα ποὺ θα᾿ πρεπε νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους εἶναι πόσο ἡ λογοτεχνία αὐτὴ μπορεῖ ν᾿ ἀντισταθεῖ στὸ νόμο τῆς ἀπορρόφησης ἀπὸ ἰσχυρότερες γλῶσσες καὶ λογοτεχνίες.

Κι ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό, θὰ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ ποῦμε πὼς δὲν τῆς μένουν διόλου περιθώρια γιὰ νὰ σπαταλᾷ δυνάμεις, ὅπως ὅταν ἀπαρνιέται τὴν παλαιὰ παράδοσή της. Παράδοση δὲ σημαίνει ἀπαρίθμηση καὶ μνεῖες τίτλων, ἀλλὰ ἔργα ποὺ ζοῦν καὶ γονιμοποιοῦν τὴ δημιουργικὴ φαντασία τῶν σημερινῶν ζωντανῶν ἀνθρώπων.

Βρισκόμαστε σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι· δὲν εἴμασταν ποτὲ ἀπομονωμένοι· μείναμε πάντα ἀνοιχτοὶ σ᾿ ὅλα τὰ ρεύματα -Ἀνατολὴ καὶ Δύση- καὶ τ᾿ ἀφομοιώναμε θαυμάσια τὶς ὧρες ποὺ λειτουργούσαμε σὰν εὔρωστος ὀργανισμός. Εἴμαστε τώρα μέρος τῆς λογοτεχνίας τῆς Εὐρώπης (ἐννοῶ μὲ τὴν πιὸ πλατιὰ ἔννοια) καὶ συνταραζόμαστε κι ἐμεῖς, δικαιολογημένα ἢ ἀδικαιολόγητα, ἀπὸ διαδοχικὲς κρίσεις, ἀποκαλυπτικὲς ἐφευρέσεις καὶ φόβους, ποὺ δὲν ἀφήνουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ νὰ ἠρεμήσει· σὰν τὴν καλαμιὰ στὸν κάμπο. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ τί μᾶς μένει γιὰ νὰ βαστάξουμε ἂν ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας; Δὲ μένω τυφλὸς στὰ ψεγάδια μας, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἰδιοτροπία νὰ πιστεύω στὸν ἑαυτό μας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσετε ποὺ μνημονεύω ἐδῶ προσωπικὲς ἐμπειρίες· δὲν ἔχω ἄλλο πειραματόζωο ἀπὸ ἐμένα. Καὶ ἡ προσωπική μου ἐμπειρία μου δείχνει πὼς τὸ πρᾶγμα ποὺ μὲ βοήθησε, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, δὲν εἴταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοὶ ἑνὸς διανοουμένου, ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ προσήλωσή μου σ᾿ ἕναν κόσμο ζωντανῶν καὶ περασμένων ἀνθρώπων· στὰ ἔργα τους, στὶς φωνές τους, στὸ ρυθμό τους, στὴ δροσιά τους. Αὐτὸς ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τὸ συναίσθημα πὼς δὲν εἶμαι μία ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ᾿ ἁλῶνι. Μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κρατηθῶ ἀνάμεσα στοὺς χαλασμοὺς ποὺ εἴταν τῆς μοίρας μου νὰ ἰδῶ. Κι ἀκόμη μ᾿ ἔκανε νὰ νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τὸ χῶμα ποὺ μὲ γέννησε, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τὶς κόψουν πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τὸν ἀκρωτηριάσουν.

Ἐδῶ στοὺς πρόποδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι ἴσως ἄτοπο νὰ θυμηθῶ τὴν πόλη ποὺ γοητεύει πάντα τὴ φαντασία μου, ὅταν συλλογίζομαι τὰ χρόνια ποὺ ταξίδευα στὴν ἀραβικὴ ἔρημο· τὴ Σελεύκεια ἐπὶ τοῦ Τίγρη. Εἴταν ἡ τρίτη μεγάλη πολιτεία τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἔπειτα ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια· ἕνας μεγάλος ἀγωγὸς τῶν ἰδεῶν τῆς Δύσης πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὴ Δύση. Πῆγα νὰ ἰδῶ τὴ θέση της καθὼς ἔπεφτε ὁ ἥλιος. Δὲν ἀπομένει ἀπολύτως τίποτε σήμερα. Μόνο τὸ πράσινο στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ ὁ ἦχος μιᾶς φλογέρας. Ὅμως αὐτὸ τὸ τίποτε μοῦ ἔδωσε μία τέτοια εὐρυχωρία. Θὰ αἰσθανόμουν ἄραγε ἔτσι ἂν εἴμουν ὁλότελα μόνος; Ἡ Ἑλλάδα εἶναι στενόχωρη, ἀκοῦμε νὰ παραπονιοῦνται κάποτε· ἄραγε ἀναρωτηθήκαμε πόση στενοχώρια μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὶς σύγχρονες κοσμοπόλεις, ὥς που νὰ βροῦν τὴν κάθαρση τῆς Σελεύκειας ἐπὶ τοῦ Τίγρη;

Κι ὅλα τοῦτα θὰ μποροῦσα νὰ τὰ ὀνομάσω μὲ τὴ λέξη παράδοση, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κάποτε ψυχρὰ καὶ μᾶς φαίνεται ὑπόδικη. Ἀλήθεια, ὑπάρχουν ροπὲς ποὺ νομίζουν πὼς ἡ παράδοση μᾶς στρέφει σὲ ἔργα παρωχημένα καὶ ἀνθρώπους παρωχημένους· πὼς εἶναι πρᾶγμα τελειωμένο καὶ ἄχρηστο γιὰ τὶς σημερινές μας ἀνάγκες· πὼς δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει σὲ τίποτε τὸ σημερινὸ τεχνοκρατικὸ ἄνθρωπο ποὺ γνώρισε φριχτοὺς πολέμους καὶ φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως· αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀμφιταλαντεύεται ἀνάμεσα στὴν κατάσταση τοῦ θηρίου καὶ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνδροειδοῦς. Ἡ παράδοση εἶναι λοιπὸν ἕνα περιττὸ βάρος ποὺ πρέπει νὰ ἐξοβελιστεῖ. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτὲς οἱ ροπὲς ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἀπελπισία γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὰ συμπτώματα ἑνὸς πανικοῦ ποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρώπου τείνουν νὰ κατακερματίσουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τί ἀπομένει ἂν βγάλουμε ἀπὸ τὴ μέση τὸν ἄνθρωπο;

Ἂς ξαναγυρίσουμε καλύτερα στὴν παραβολὴ ποὺ μνημόνευα ἀρχίζοντας. Σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐσώτερη προσωπικότητα ποὺ ἔχει κάτι τὸ κοινό με τὶς βαθύτερες προσωπικότητες τῶν ἄλλων, ποὺ βρίσκεται στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας. Χωρὶς ν᾿ ἀντλήσουμε ἀπὸ αὐτὴ δὲν μποροῦμε νὰ δημιουργήσουμε ἔργο πρώτης ποιότητας, μᾶς ἔλεγε ὁ Forster. Ἐκεῖ, στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας, θὰ συναντήσουμε καὶ τὴν παράδοση τοῦ ἀνθρώπου, θὰ πρόσθετα. Ἡ μάθηση εἶναι μέγα ἀγαθό· ἀσφαλῶς χρειάζεται μάθηση πολλὴ γιὰ νὰ γίνει ἕνας ποιητής. Ὅμως ἂν δὲν πᾶνε ὡς ἐκεῖ, κι ἂν δὲν ἀγγίξουν ἐκείνη τὴν καταποντισμένη μνήμη, τ᾿ ἀγαθὰ τῆς μάθησης θὰ μείνουν ἐξωτερικὰ στολίδια χωρὶς ἀξία. Τὸ πρᾶγμα ποὺ προσπαθῶ κι ἐδῶ νὰ ἐκφράσω εἶναι μία λειτουργία ὅπως τὸ ὡρίμασμα ἑνὸς καρποῦ. Εἶναι δύσκολο νὰ τὴν ξεχωρίσει ὁ καθένας αὐτὴ τὴν κίνηση τοῦ χυμοῦ πρὸς τὸ κάρπισμα. Τὸ εὐαίσθητο ἔνστικτό του ποιητῆ μπορεῖ νὰ τὸ νιώσει σὲ στιγμὲς ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, καί, ὄντας ἐλεύθερος, κάνει ἐλεύθερους καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ τὸν ἀκοῦνε. Οἱ μαντατοφόροι, θὰ ἔλεγα, ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ δείξουν στὴν ἀσκημένη ἀκοὴ τοῦ ποιητῆ ὅτι ἕνα ἀντικείμενο ἄγγιξε τὸ βαθύτερο ἐγώ του, εἶναι οἱ λέξεις, αὐτὲς οἱ ἀναδυόμενες, ποὺ ξαναβγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια μ᾿ ἕνα ἰδιαίτερο χνούδι, ἕναν ἰδιαίτερο φωτοστέφανο. Μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπεῖς ἢ γυμνές, παλλόμενες ἢ ἀθόρυβες, ὅμως ὅλες ἔχουν τὴν ἰδιαίτερη ἁφή τους.

Μαθαίνουμε τὴν τέχνη μας σὲ πολλὰ καὶ διάφορα ἐργαστήρια, εἴτε μέσα εἴτε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Πῶς νὰ γίνει ἀλλιῶς; Ὅλοι μας πρέπει νὰ διδαχτοῦμε καὶ νὰ ἐπεξεργαστοῦμε αὐτὸ ποὺ διδαχτήκαμε. Ἀλλὰ ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅσο καὶ νὰ μᾶς ἀπελπίζουν κάποτε οἱ κακὲς πλευρὲς τῆς πολυμήχανης ἐφευρετικότητάς μας, δὲν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ ποὺ κράτησε τὰ βαθιὰ κοιτάσματα τῆς μνήμης του σὲ καιροὺς ἀκμῆς καὶ σὲ αἰῶνες διωγμῶν καὶ ἄδειων λόγων. Τώρα ποὺ ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νὰ θέλει νὰ μᾶς κάμει τρόφιμους ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θὰ τὴν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτὴ τὴ μνήμη; Θὰ τὸ παραδεχτοῦμε τάχα νὰ γίνουμε ἀπόκληροι; Δὲ γυρεύω μήτε τὸ σταμάτημα, μήτε τὸ γύρισμα πρὸς τὰ πίσω· γυρεύω τὸ νοῦ, τὴν εὐαισθησία καὶ τὸ κουράγιο τῶν ἀνθρώπων ποὺ προχωροῦν ἐμπρός.

Μοῦ ἔτυχε κάποτε νὰ κάνω ἕναν πειραματισμὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς μας. Νὰ τοὺς κοιτάξω σὲ διάφορες ὧρες τῆς ἱστορίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Ἀλεξανδρινῶν. Συλλογιζόμουν καὶ προσπαθοῦσα νὰ συναισθανθῶ, ὅσο μοῦ εἴταν δυνατό, πόσο ἄλλαζε κάθε φορὰ ἡ παρουσία τους. Κι αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δὲν εἴταν τόσο ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ, ἀλλὰ κυρίως, ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἀπὸ τοὺς τρόπους τῆς εὐαισθησίας σὲ κάθε διαφορετικὴ ἐποχὴ ἢ τόπο. Ὅταν λ.χ. ἕνας «περὶ τὴν κολακείαν πολύς» -καθὼς μᾶς διηγεῖται ὁ Μιχαὴλ Ψελλός- ψιθυρίζει στὴ Σεβαστὴ Σκλήραινα τὴν ἀρχὴ τοῦ περιώνυμου στίχου τῆς Ἰλιάδας γιὰ τὴν Ἑλένη: «οὗ νέμεσις ...», αἰσθάνομαι τὴν παρουσία τοῦ Ὁμήρου πολὺ πιὸ ζωντανὴ στὰ χρόνια ἐκεῖνα, παρὰ στὴν Ἀθήνα τοῦ 1860, ὅπου, μολονότι γίνεται ἄπειρος θόρυβος γι᾿ αὐτούς, εἶναι ἄφαντοι οἱ ἀρχαῖοι.

Τώρα, ἂν προσέξουμε τὴ σημερινὴ συμπεριφορά μας ἐμπρὸς στ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα μας, εἶναι εὔκολο νομίζω νὰ παρατηρήσουμε τὰ συμπτώματα μιᾶς νωχελικῆς αὐτοκολακείας, σὰν ἐκεῖνα ποὺ παράγει ἡ τουριστικὴ βιομηχαία -οἰκονομικὴ ἀνάγκη ἀσφαλῶς- ποὺ ἔχει ὡστόσο τὸ ἴδιο νὰ μοῦ προκαλεῖ ἐφιάλτες, ὅπως λ.χ. ἡ φωταγωγημένη Ἀκρόπολη. Ἡ παρατήρησή μου -περιττὸ νὰ τὸ διευκρινίσω- δὲν μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ ἀνθρώπους σὰν τοὺς ἔξοχους μελετητὲς ποὺ τιμοῦν τὸ Πανεπιστήμιό σας ἢ ἀκόμη ἐκείνους, ὅποιοι καὶ νὰ εἶναι, ποὺ αὐτὰ τὰ πράγματα ἀγγίζουν ἄμεσα στὴν εὐαισθησία τους καὶ τοὺς ἀλλοιώνουν. Ἀφορᾷ ἀντιλήψεις ὁλοένα πλατύτερα διαδεδομένες, ἐπίσημες ἢ ἀνεπίσημες, ποὺ στομώνουν κάθε ζωντανὴ αἴσθηση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ φέρουν ἀντιδράσεις· ποὺ προκαλοῦν μία συμπεριφορά, κατὰ βάθος παραπλήσια μὲ τὴν κίβδηλη ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων τοῦ 1860. Ἔτσι δὲ μὲ παραξενεύει ἡ ἀποστροφὴ ὁρισμένων νέων συγγραφέων γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα τῆς κληρονομιᾶς μας. Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔλεγα πολλὰ περισσότερα. Ὅμως εἴτε ἔχουν δίκιο εἴτε ἄδικο, μένει ἀκέραιο τοῦτο: πὼς μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία μετριέται καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχει ν᾿ ἀντιμετωπίζει τὶς ξένες λογοτεχνίες, ἀλλὰ προπάντων μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζει τὰ δικά της περασμένα· ἄλλωστε τὰ δυὸ τοῦτα πράγματα εἶναι ἀλληλένδετα. Γιατὶ ὅλα στὸ βάθος καταλήγουν σ᾿ ἕναν κοινὸ τόπο: στὸ ἐρώτημα ἂν μία λογοτεχνία ἔχει εὔρωστους συγγραφεῖς τόσο στὴν ποίηση ὅσο καὶ στὴν πρόζα, μείζονες καὶ ἥσσονες.

Σκοπός μου δὲν εἴταν ν᾿ ἀντιπαραβάλω αἰσθητικὲς θεωρίες ἢ ν᾿ ἀναπτύξω προτιμήσεις. Ξέρω πὼς οἱ ποιητικοὶ τρόποι τρίβουνται καὶ ἀλλάζουν, ὅπως ἀλλάζουν καὶ περνοῦν οἱ ψυχολογικὲς συμπεριφορὲς καὶ οἱ γλωσσικὲς ἐκφράσεις τῶν ἀνθρώπων, ἐκτὸς ἂν εἶναι κανεὶς πολὺ μεγάλος, κι αὐτὸ τ᾿ ἀποφασίζουν, ὄχι μιὰ μόνο γενιά, ἀλλὰ πολλές. Ὅμως ἔμαθα ἐπίσης ὅτι ἂν ἕνας λαὸς δὲν παράγει ἄξιους καὶ ζωντανοὺς ποιητές, ἄξιους καὶ ζωντανοὺς συγγραφεῖς, οἱ παλαιότεροι θ᾿ ἀπομακρύνονται ὁλοένα ὅσο νὰ καταντήσουν ἄδειοι ψιττακισμοί, καὶ ἡ λαλιά του θὰ ἐκφυλίζεται ὅσο νὰ γίνει ἕνα κούφιο πρᾶγμα. Ἂν ἴσως καὶ τὰ χώματά μας πάψουν νὰ γεννοῦν τέτοιους ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ γεμίζουμε ἀκόμη τ᾿ ἀρχαῖα θέατρά μας ὡς τὶς τελευταῖες κερκίδες, μπορεῖ νὰ τὰ κάνουμε ν᾿ ἀντηχοῦν ἀκόμη ἀπὸ θρηνῳδίες ποὺ θὰ μᾶς φαίνουνται ἐξαίρετα σπαραχτικές, ὅμως ἡ ζωντανὴ παρουσία τῶν ἔργων τῆς παράδοσής μας θὰ μᾶς ἀφήνει ὁλοένα πιὸ μακριά· καὶ τὸ χειρότερο, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ συναίσθησή μας ἀνεπαίσθητα θὰ φυραίνει.

Προσπάθησα νὰ δείξω μόνο λίγες ὄψεις ἑνὸς θέματος δύσκολου, γιατὶ ξεφεύγει τὶς διακρίσεις, ὑπερβαίνει, θὰ ἔλεγα, τὰ πλαίσια ποὺ ἐπιβάλλει ἡ σαφήνεια. Ὡστόσο μίλησα περισσότερο γιὰ τὴ συνάρτηση τοῦ ποιητικοῦ ἔργου μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ γύρω του κόσμου καὶ τὴ στάθμη τῆς παιδείας ποὺ ἀναπότρεπτα δέχεται. Ἔτσι ἄφησα σχεδὸν ἀνέγγιχτη μίαν ἄλλη ἀξιοπρόσεχτη πλευρά. Αὐτὴ ποὺ θὰ προσπαθοῦσα νὰ κοιτάξω, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη φράση ποὺ ἔγραψε ἕνας ἀληθινὸς ποιητής: «Τὰ ἔθνη ἔχουν μεγάλους ἀνθρώπους παρὰ τὴ θέλησή τους. Ὁ μεγάλος ἄνθρωπος εἶναι λοιπὸν νικητὴς ὁλόκληρου τοῦ ἔθνους του». Ἀλλὰ τώρα ἐξάντλησα τὴν κλεψύδρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στὸ Ἀθηναϊκὸ Τεχνολογικὸ Ἰνστιτοῦτο, 5η Μαρτίου 1964 (τρίτη βραδιά, γιὰ τὴ λογοτεχνία). Ἔλεγα λ.χ.: «Τώρα ἔρχομαι στὴν ποίηση. Νομίζω ὅτι ἡ θέση της δὲν εἶναι σ᾿ αὐτὸ τὸ Συμπόσιο. Ἐξηγοῦμαι. Τὴ γλῶσσα τὴ χρησιμοποιοῦμε μὲ δυὸ τρόπους· τὸν ἕναν γιὰ νὰ μεταδίνει ἔννοιες καὶ τὸν ἄλλον γιὰ νὰ μεταδίνει καὶ συναισθήματα, μίαν ἀτμόσφαιρα, ἕνα ὕφος. Μὲ τὴ μετάδοση ἐννοιῶν ἀσχοληθήκαμε ὡς τὰ σήμερα, μὲ τὴν ἄλλη ἀσχολεῖται ἡ ποίηση. Μὲ ἄλλα λόγια, φοβοῦμαι ὅτι συζητώντας γιὰ τὴν ποίηση ἐδῶ θὰ κινδυνεύαμε νὰ κάνουμε σύγχυση τῆς γλώσσας καὶ τοῦ ὕφους. Καὶ ἡ σύγχυση δὲν ὠφελεῖ ποτέ, οὔτε καὶ τώρα. Θὰ κινδυνεύαμε νὰ κρίνουμε τὰ ποιήματα γιὰ τὴ γλωσσική τους μορφή, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κρίνουμε ἂν εἶναι καλὰ ἢ κακὰ ποιήματα. Κι αὐτὰ ὑποτάσσουνται σὲ ἄλλα κριτήρια ποὺ δὲν εἶναι τῆς σημερινῆς στιγμῆς. Ἂν εἶναι καλὸ τὸ ποίημα θὰ βαστάξει, ἂν εἶναι κακὸ θὰ γίνει σαρίδια. Ἀνατράφηκα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ δημοτικισμοῦ, καί, ὅταν εἴμουν νέος, καταδίκαζα τοὺς καθαρευουσιάνους ποιητὲς γιὰ τὴ γλῶσσα ποὺ μεταχειρίζουνταν. Τώρα ξέρω ὅτι τοὺς καταδικάζω γιὰ τὸ ὕφος τους, γιὰ τὴν ποιότητά τους. Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους διεκδικῶ καὶ ὑποστηρίζω τὴν ἐλευθερία τοῦ ποιητῆ, ὅπως τὸ ἔκανα πάντα, ξέροντας ἄλλωστε πὼς ὅποιο φραγμὸ κι ἂν τοῦ βάλουμε δὲ θ᾿ ἀντέξει. [...]. Δὲ θὰ ἤθελα νὰ δώσω τὴν ἐντύπωση πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορο ὅταν βλέπω συχνὰ τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν ἔλλειψη ἄσκησης στὰ ποιητικά μας πράγματα. Ἂν εὐχόμουν ἕνα «σχολεῖο ἀφοσιωμένων ποιητῶν» -γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Ρήγα- θὰ εἴταν ἕνα σχολεῖο ὅπου οἱ μαθητευόμενοι, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα (ποὺ παραλείπω γιὰ συντομία καὶ γιὰ νὰ περιοριστῶ στὰ γλωσσικά), θὰ μάθαιναν ἀπ᾿ ἔξω μεγάλα κομμάτια ἀπὸ τοὺς ποιητές μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὡς τοὺς Βυζαντινοὺς ὑμνογράφους, τὸν Διγενῆ, τὸν Φτωχοπρόδρομο, ἐννοῶ στὸ πρωτότυπο, καὶ παρακάτω ὡς ἐμᾶς. Θὰ μάθαιναν ὅ,τι μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία προσῳδία· θὰ ἔκαναν ἀσκήσεις πάνω στοὺς διάφορους τύπους τοῦ δεκαπεντασύλλαβου καὶ σὲ πολὺ αὐστηρὰ στιχουργικὰ θέματα· θὰ δοκίμαζαν τέλος νὰ συμπτύξουν εἰκοσιπέντε στίχους ἑνὸς ποιήματος σὲ τρεῖς. Θ᾿ ἀπόφευγα τὶς σχολικὲς ἀναλύσεις τῶν κειμένων· ἀπεναντίας θὰ χρησιμοποιοῦσα κάθε μέσο γιὰ νὰ τοὺς φέρω στὴν ἀμεσώτερη ἐπαφὴ μὲ τὴν ὑφὴ τῆς γλώσσας αὐτῶν τῶν ποιημάτων. Ἔπειτα θὰ τοὺς ἄφηνα ἐλεύθερους νὰ βροῦν τὸ δρόμο τους. Τώρα βλέπετε, φαντάζομαι, πόσο ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ συμπόσιό μας, καὶ ἴσως νὰ συλλογιζόσαστε πὼς εἶναι καιρὸς νὰ διώξουμε τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὴν πολιτεία».

2. Ε. M. Forster, Two Cheers for Democracy, Λονδίνο, Edward Arnold and Co, 1951, σελ. 93.

3. Τὸ γράμμα ἰταλικά. Δὲς Κ. Θ. Δημαρᾶ, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, Νέα ἔκδοση, Ἀθήνα, Ἴκαρος.

4. Θέμα γιὰ πλατύτερη ἐπεξεργασία: Κοιτάζοντας τὰ σῳζόμενα τοῦ Σολωμοῦ, θὰ ἔλεγα: α) Σχετικὰ μὲ τὸ στίχο· ὅτι ἔχει τόνους ἰταλικοὺς ὡς τὸν Κρητικό, ὅπου φαίνεται καθαρὰ ἡ καταβολὴ τοῦ Ἐρωτόκριτου. Ὁ ἦχος ὁ ἀποκλειστικὰ δικός του φαίνεται στὰ ἀποσπάσματα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων καὶ στὸν Πόρφυρα. β) Σχετικὰ μὲ τὴν πρόζα, τὸ πρᾶγμα ποὺ μοῦ δημιουργεῖ περισσότερα ἐρωτήματα εἶναι ἡ Γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος, ποὺ πρέπει νὰ ἔπαψε νὰ τὴ δουλεύει τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1829, κείμενο ἀπαλλαγμένο καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἰταλικοὺς τόνους. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ προσέξει κανεὶς τὴ διαφορὰ ἤχου ἀνάμεσα στὴ Γυναῖκα καὶ στοὺς στίχους ποὺ γράφει τὸν ἴδιο καιρό. Σ᾿ αὐτούς, ἴσως νὰ εἶναι ἡ στιχουργική, στὴν ὁποία ἔχει πολὺ ἀσκηθεῖ ἰταλικά, ποὺ τὸν παρασέρνει. Ὅπως καὶ νἆναι, ἐκεῖνο ποὺ μπορῶ νὰ ἰδῶ εἶναι ὅτι τέτοια κείμενα, ποὺ ὀνομάζω ἑλληνικά, βγαίνουν ἀπὸ τὸ βαθύτερο κοίτασμα τῆς ὕπαρξής του.

περιέχεται στὸ τεῦχος: Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἐπίτιμος διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, ἔκδοση Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1965