ΔΟΥΞ
Ελπίζεις έτι να σοι απονε[ί]μη χάριν
ο Άγγελος;
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Το μόνον φάρμακον των δυστυχών
είν’ η ελπίς. Ελπίζω όθεν έτι
να ζήσω, κ’ είμαι έτοιμος διά
τον θάνατον.
ΔΟΥΞ
Τον θάνατον μελέτα
μόνον· και είτ’ αυτόν ή την ζωήν
λάβης, αμφότερα θα σοι φανώσιν
ηδύτερα. Την πλανεράν ζωήν
όπως σοι λέγω προσαγόρευσον:
Εάν σε χάσω, θέλω χάσει τι,
όπερ ζητούσι να φυλάξωσιν
άφρονες μόνον. Είσ’ αδύνατος
πνοή (η δούλη των ελαφροτέρων
μεταβολών της ατμοσφαίρας) ήτις
την κατοικίαν εν η διαμένεις
ως τύραννος ανηλεώς μαστίζεις.
Είσαι ο γέλως του θανάτου, ον
πάσαι σου αι προσπάθειαι κ’ οι κόποι
συντείνουν ν’ αποφύγης, κ’ εν τοσούτω
πάντοτε τρέχεις προς απάντησίν του.
Ευγένειαν δεν έχεις· άπασαι
αι ιδιότητές σου θεραπείας
τυγχάνουσιν από απόλυτον
ευτέλειαν. Aνδρείαν δεν κατέχεις
διότι ερπετού ποταπωτάτου
τρέμεις το δηλητήριον. Η μόνη
ανάπαυσίς σου, ην ακαταπαύστως
ζητείς και προκαλείς, είναι ο ύπνος,
και εντοσούτ’ ο θάνατος σ’ εμπνέει
φόβον δεινόν — ενώ δεν είναι άλλο
ή το αυτό. Aτομικότητα
δεν έχεις· συντηρείσ’ από μυρίας
ύλας ας ο κονιορτός γεννά.
Και θετική δεν είσαι, αλλαγάς
λαμβάν’ η φυσιογνωμία σου
με την σελήνην αλλοκότους. Πλούτον
αν έχης, πάλιν πένης είσαι,
διότι όπως όνος, ου η ράχις
κύπτει υπό χρυσού φορτίον μέγα,
φέρεις τους δυσκινήτους θησαυρούς σου
μέχρι συντόμου διαστήματος
και σ’ ελαφρώνει ο θάνατος. Ουδένα
φίλον πιστόν ευρίσκεις· ως αυτά
τα σπλάγχνα σου εισέτι, άτινα
πατέρα σ’ ονομάζουσι, το πλάσμα
αυτού του σώματός σου, καταρώνται
τον αδρανή κατάρρουν, την αργήν
ποδάγραν, διά την βραδύτητα
μεθ’ ης σε τελειώνουν. Ούτε νέος,
ούτε πρεσβύτης είσαι — χαυνωμένος
αμφότερ’ ονειρεύεσ’ ως εν ύπνω
απογευματινώ. Διότ’ η φίλη
νεότης σου παρέρχεται ταχέως
κ’ εις το παραλυμένον γήρας φθάνεις.
Εάν δε τότε είσαι πλούσιος
και γέρων, ούτε ζωτικότητα
έχεις, ουδέ αισθήματα, ουδέ
ρώμην, ουδ’ ωραιότητα δι’ ων
να ήν’ ευχάριστος ο πλούτος σου.
Λοιπόν τι έχει αύτη η ζωή
όπερ σ’ ελκύει έτι; Και εν τούτοις
κρύπτει ακόμη η ζωή μυρίους
θανάτους, τον δε θάνατον φοβείσαι,
όστις αυτούς άπαντας εξισοί.
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Τας ταπεινάς ευχαριστίας μου
δέχθητε. Την ζωήν ζητών, ως βλέπω,
θηρεύω θάνατον, κ’ εν τω θανάτω
ζωήν ευρίσκω. Το λοιπόν ελθέτω!
[.................................................................]
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Φρικτός είναι ο θάνατος.
ΙΣAΒΕΛΛA
Και μυσαρά ζωή κατησχυμένη.
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Aλλ’ όμως ν’ αποθάνη τις! και να
υπάγη εις το άγνωστον, να κείται
εν τη ψυχρά αναισθησία, και
να σήπεται, και να μεταβληθή
εις άμορφον πηλόν η ζώσα φύσις!
Το πνεύμα να παραδοθή εις ρεύμα
πύρινον, ή εις ύλην παγετώδη,
σκληράν· ή εις ανέμους αοράτους
να σπρώχνεται και να ταλαιπωρήται
υπό τυφλής, αεικινήτου βίας,
ολόγυρα της κρεμασμένης σφαίρας,
ή, των χειρίστων χείριστον, να γίνη —
ως φαντασία αχαλίνωτος
και ύποπτος εικάζει κάποτε —
σκιά τυραννουμένη, γοερώς
θρηνούσα! Ω, την φρίκην υπερβαίνει!
Η επιπονωτέρα ύπαρξις
και η μυσαρωτέρα, ην πικραίνουν
γήρας, πενία, φυλακή, και νόσος,
είναι φαιδρός παράδεισος προς όσα
από τον θάνατον φοβούμεθα.
Ελπίζεις έτι να σοι απονε[ί]μη χάριν
ο Άγγελος;
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Το μόνον φάρμακον των δυστυχών
είν’ η ελπίς. Ελπίζω όθεν έτι
να ζήσω, κ’ είμαι έτοιμος διά
τον θάνατον.
ΔΟΥΞ
Τον θάνατον μελέτα
μόνον· και είτ’ αυτόν ή την ζωήν
λάβης, αμφότερα θα σοι φανώσιν
ηδύτερα. Την πλανεράν ζωήν
όπως σοι λέγω προσαγόρευσον:
Εάν σε χάσω, θέλω χάσει τι,
όπερ ζητούσι να φυλάξωσιν
άφρονες μόνον. Είσ’ αδύνατος
πνοή (η δούλη των ελαφροτέρων
μεταβολών της ατμοσφαίρας) ήτις
την κατοικίαν εν η διαμένεις
ως τύραννος ανηλεώς μαστίζεις.
Είσαι ο γέλως του θανάτου, ον
πάσαι σου αι προσπάθειαι κ’ οι κόποι
συντείνουν ν’ αποφύγης, κ’ εν τοσούτω
πάντοτε τρέχεις προς απάντησίν του.
Ευγένειαν δεν έχεις· άπασαι
αι ιδιότητές σου θεραπείας
τυγχάνουσιν από απόλυτον
ευτέλειαν. Aνδρείαν δεν κατέχεις
διότι ερπετού ποταπωτάτου
τρέμεις το δηλητήριον. Η μόνη
ανάπαυσίς σου, ην ακαταπαύστως
ζητείς και προκαλείς, είναι ο ύπνος,
και εντοσούτ’ ο θάνατος σ’ εμπνέει
φόβον δεινόν — ενώ δεν είναι άλλο
ή το αυτό. Aτομικότητα
δεν έχεις· συντηρείσ’ από μυρίας
ύλας ας ο κονιορτός γεννά.
Και θετική δεν είσαι, αλλαγάς
λαμβάν’ η φυσιογνωμία σου
με την σελήνην αλλοκότους. Πλούτον
αν έχης, πάλιν πένης είσαι,
διότι όπως όνος, ου η ράχις
κύπτει υπό χρυσού φορτίον μέγα,
φέρεις τους δυσκινήτους θησαυρούς σου
μέχρι συντόμου διαστήματος
και σ’ ελαφρώνει ο θάνατος. Ουδένα
φίλον πιστόν ευρίσκεις· ως αυτά
τα σπλάγχνα σου εισέτι, άτινα
πατέρα σ’ ονομάζουσι, το πλάσμα
αυτού του σώματός σου, καταρώνται
τον αδρανή κατάρρουν, την αργήν
ποδάγραν, διά την βραδύτητα
μεθ’ ης σε τελειώνουν. Ούτε νέος,
ούτε πρεσβύτης είσαι — χαυνωμένος
αμφότερ’ ονειρεύεσ’ ως εν ύπνω
απογευματινώ. Διότ’ η φίλη
νεότης σου παρέρχεται ταχέως
κ’ εις το παραλυμένον γήρας φθάνεις.
Εάν δε τότε είσαι πλούσιος
και γέρων, ούτε ζωτικότητα
έχεις, ουδέ αισθήματα, ουδέ
ρώμην, ουδ’ ωραιότητα δι’ ων
να ήν’ ευχάριστος ο πλούτος σου.
Λοιπόν τι έχει αύτη η ζωή
όπερ σ’ ελκύει έτι; Και εν τούτοις
κρύπτει ακόμη η ζωή μυρίους
θανάτους, τον δε θάνατον φοβείσαι,
όστις αυτούς άπαντας εξισοί.
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Τας ταπεινάς ευχαριστίας μου
δέχθητε. Την ζωήν ζητών, ως βλέπω,
θηρεύω θάνατον, κ’ εν τω θανάτω
ζωήν ευρίσκω. Το λοιπόν ελθέτω!
[.................................................................]
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Φρικτός είναι ο θάνατος.
ΙΣAΒΕΛΛA
Και μυσαρά ζωή κατησχυμένη.
ΚΛAΥΔΙΟΣ
Aλλ’ όμως ν’ αποθάνη τις! και να
υπάγη εις το άγνωστον, να κείται
εν τη ψυχρά αναισθησία, και
να σήπεται, και να μεταβληθή
εις άμορφον πηλόν η ζώσα φύσις!
Το πνεύμα να παραδοθή εις ρεύμα
πύρινον, ή εις ύλην παγετώδη,
σκληράν· ή εις ανέμους αοράτους
να σπρώχνεται και να ταλαιπωρήται
υπό τυφλής, αεικινήτου βίας,
ολόγυρα της κρεμασμένης σφαίρας,
ή, των χειρίστων χείριστον, να γίνη —
ως φαντασία αχαλίνωτος
και ύποπτος εικάζει κάποτε —
σκιά τυραννουμένη, γοερώς
θρηνούσα! Ω, την φρίκην υπερβαίνει!
Η επιπονωτέρα ύπαρξις
και η μυσαρωτέρα, ην πικραίνουν
γήρας, πενία, φυλακή, και νόσος,
είναι φαιδρός παράδεισος προς όσα
από τον θάνατον φοβούμεθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου