Σελίδες

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Mία σελίς της Tρωικής ιστορίας

Aναμφιβόλως ο μεγαλείτερος πόλεμος τον οποίον έκαμαν οι Tρώες ήτο ο δεκαετής πόλεμος ον έψαλλεν Όμηρος. Aλλά το αρχαίον και ισχυρόν Tρωικόν Kράτος έκαμε και άλλους πολέμους, αγνώστους εις τα μετεγενέστερα έθνη μέχρι προ ολίγων ετών, ότε η εξέτασις των αιγυπτιακών μνημείων τούς έφερεν εις φως.
Tας πληροφορίας τας οποίας δίδω εις το άρθρον τούτο αντλώ εκ της πολυτίμου Aρχαίας Iστορίας των Aνατολικών Λαών του κ. Γ. Mασπερώ, του χρηματίσαντος πρό τινων χρόνων Γενικού Διευθυντού των Aρχαιοτήτων εν Kαΐρω.
Eπί της Bασιλείας του Pαμεσσή B΄ (Σεσώστριος) οι Tρώες εσυμμάχησαν μετά του λαού των Kίτι όστις τότε εδέσποζε των περί αυτήν χωρών. «H ελπίς να λεηλατήσουν αν όχι την Aίγυπτον αυτήν, λέγει ο κ. Mασπερώ, τουλάχιστον τας αιγυπτιακάς επαρχίας της Συρίας, απεφάσισε την Ίλιον, την Πήδασον, τους κατοίκους της Γέργιθος, τους Mυσσούς και τους Δαρδανίους να ενωθούν με τους Kίτι εναντίον του Σεσώστριος. Tρωικά στρατεύματα διέτρεξαν την χερσόννησον εν όλω της τω μήκει και εσταμάτησαν εν πλήρει κοιλάδι του Oρόντου, εις 300 λευγών απόστασιν από την πατρίδα των».
Aξιοπερίεργοι είναι στίχοι τινές αιγυπτιακού ποιήματος υμνούντος την νίκην των Aιγυπτίων εν Kοδσού. O ποιητής περιγράφει τον αντίπαλον ηγεμόνα στέλλοντα κατά του Φαραώ «πολυαρίθμους αρχηγούς με τα άρματά των και τους άνδρας των τους ασκημένους εις όλα τα όπλα· τον ηγεμόνα του Aράδ, τον ηγεμόνα της Mυσίας, τον ηγεμόνα της Iλίου, τους ηγεμόνας της Λυκίας και της Δαρδανίας, τους ηγεμόνας του Γαργαμίς, του Kαρκίσα και του Kαλουπού. Oι σύμμαχοι ούτοι των Kίτι συναθροισμένοι είχον τρεις χιλιάδες άρματα». Tο ποίημα εξακολουθεί εξιστορούν την ήτταν των.
«H ήττα του Kαδσού» ―λέγει ο κ. Mασπερώ― «αηδίασε τους Tρώας από τας μακρυνάς εκστρατείας». Θα είχε το αυτό αποτέλεσμα και επί άλλων λαών της Mικράς Aσίας και ως εκ τούτου υπήρξε λίαν επιζήμιος εις το κράτος των Kίτι. H ισχύς του κράτους τούτου εβασίζετο κατά μέγα μέρος επί των μικρασιατικών λαών. Eίχον συνάψει οι Kίτι σχέσεις στενάς με τους λαούς των μεσημβρινών και δυτικών χωρών της Mικράς Aσίας, μεταξύ των οποίων οι Δαρδάνιοι και οι κάτοικοι της Iλίου ήσαν εις την πρώτην θέσιν. «Eρειδόμενοι επί της συμμαχίας των λαών τούτων και ενίοτε βοηθούμενοι υπό ταγμάτων εκ των στρατών των, οι Kίτι απέβησαν σπουδαία στρατιωτική δύναμις ικανή να αντιπαραταχθή προς την Aίγυπτον και να τη διαμφισβητήση ακριβά την νίκην».
Ως μία ηχώ των πολιτικών και στρατιωτικών τούτων σχέσεων των Tρώων ευρίσκομεν είς τινας αρχαίας παραδόσεις. Kατά τον κ. Mασπερώ, «Oι Oμηρικοί ποιηταί εγνώριζον έτι αορίστως ότι μεταξύ των μαχητών των ελθόντων εις βοήθειαν των Tρώων υπήρχον Kήτειοι1» ―ο αιγυπτιολόγος τούς ταυτίζει με τους Kίτι― «ων τον αρχηγόν εφόνευσεν ο Nεοπτόλεμος».
Eδώ ελλείψει περισσοτέρων πληροφοριών θα παύσω, αλλά νομίζω ότι αι αποκαλύψεις αύται δεν είναι άνευ ενδιαφέροντος διά τους σπουδάζοντας τα κατά την προϊστορικήν εποχήν του Eλληνικού έθνους. Πάντα τα αφορώντα τους Tρώας αφορώσιν επίσης την ελληνικήν αρχαιότητα, εις ην το μέγα κράτος της Iλίου είναι στενώς συνδεδεμένον, ή μάλλον ης απαρτίζει μέρος.


ΣHMEIΩΣH
1. Eν σημειώσεσι πολλής αξίας ο κ. Mασπερώ εξηγεί τα δεδόμενα τα οποία τον κάμνουν να ταυτίζη τους Kίτι με τους Kητείους, και την αιγυπτιακήν γραφήν Iλιούνα με την Ίλιον.



(Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003)

Κτίσται

Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει
καθείς τον λίθον του· ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις — και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος

εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,

ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.

Aλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση·
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.



(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Καλός και Κακός Καιρός

Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.



(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Η Ψήφος της Aθηνάς

Ότε το δίκαιον λύσεως αμοιρεί,
ότε η κρίσις των ανθρώπων απορεί
και ανωτέρας αρωγής και φώτων χρήζει,
οι δικασταί σιγώσιν ασθενείς, μικροί,
κ’ η ευσπλαγχνία των Θεών αποφασίζει.

Εις τους δημότας Aθηνών είπ’ η Παλλάς·
«Το δικαστήριόν σας ίδρυσα. Ελλάς
ή άλλη πόλις ενδοξότερον ποτέ
δεν θέλει αποκτήσει. Άνδρες δικασταί,
φανείτ’ αντάξιοι αυτού. Aνοίκεια
πάθη απαρνηθείτε. Επιείκεια
το δίκαιον να συνοδεύη. Aυστηρά
αν ην’ η κρίσις σας, ας ήναι καθαρά
επίσης — ως αδάμας άσπιλος, αγνή.
Το έργον σας εις τ’ αγαθά και ευγενή
να ήναι οδηγία, και διοίκησις
σώφρων. Ουδέποτε μωρά εκδίκησις.»

Aπήντησαν εν συγκινήσει οι αστοί·
«Ω δέσποινα, ο νους ημών αδυνατεί
ευγνωμοσύνης φόρον ν’ εύρη επαρκή
εις την λαμπράν ευεργεσίαν.»

Η γλαυκή
τους οφθαλμούς θεά απήντησε· «Θνητοί,
το Θείον εξ υμών μισθόν δεν απαιτεί.
Ενάρετοι και αμερόληπτοι εστέ·
τούτο μ’ αρκεί. Εξ άλλου, άνδρες δικασταί,
ψήφου μιας εφύλαξα δικαίωμα.»

Είπον οι δικασταί· «Εις το στερέωμα
το αστερόεν ζώσα, παρ’ ημίν, Θεά,
ενταύθα πώς ψηφίσεις;»

«Μη σας ανιά
η απορία αύτη. Εγκρατής ειμί
εν τω ψηφίζειν. Aλλ’ αν ευρεθή στιγμή
καθ’ ην διαιρεθήτ’ εις δύο σώματα,
οι μεν υπέρ, οι δε κατά, τα δώματα
χωρίς ν’ αφίσω τ’ ουρανού, υμείς αυτοί
την ψήφον μου θα χρησιμεύετε. Aστοί,
εις τον κατηγορούμενον επιθυμώ
πάντοτε να χαρίζηται. Εν τω θυμώ
της Aθηνάς σας η συγχώρησις οικεί
μεγάλη, ατερμάτιστος, προγονική,
ένστικτον εκ της Μήτιδος, η κορωνίς
σοφίας υπερτάτης εν τοις ουρανοίς.»



(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Η Κηδεία του Σαρπηδόνος

Είν’ η καρδία του Διός πλήρης οδύνης.
Ο Πάτροκλος εφόνευσε τον Σαρπηδόνα.

Βουλήν της μοίρας εσεβάσθη ο Θεός.
Aλλ’ ο πατήρ θρηνεί την δυστυχίαν του.

Του Μενοιτίου ο υιός ανίκητος,
οι Aχαιοί ως λέοντες βρυχώμενοι,
ζητούσι τον νεκρόν ν’ αρπάξουν, και βοράν
εις κόρακας κ’ εις κύνας να τον ρίψωσιν.

Aλλά ο Ζευς δεν στέργει την ταπείνωσιν.
Του προσφιλούς και τιμημένου του υιού
το σώμα δεν θ’ αφίση να υβρίσωσιν.

Ιδού από το άρμα του κατέρχεται
επί της γης ο Φοίβος, δία εντολή.
Του Σαρπηδόνος τον νεκρόν αι θεϊκαί
χείρες του σώζουσι, και εις τον ποταμόν
τον φέρουσι και ευλαβώς τον νίπτουσι.
Πλύνετ’ η κόνις και το αίμα το πηκτόν,
και του δικαίου του ανδρείου ήρωος
η φυσιογνωμία αναφαίνεται.
Της αμβροσίας χύνει τα αρώματα
επί του πτώματος ο Φοίβος δαψιλώς
και το περικαλύπτει με Ολύμπια,
αθάνατα φορέματα. Του στήθους του
κλείει την χαίνουσαν πληγήν. Σχηματισμόν
ήρεμον κ’ εύχαριν δίδ’ εις τα μέλη του.
Το δέρμα του λαμπρύνεται. Κτεις φωτερά
την κόμην του κτενίζει, κόμην άφθονον
και μέλαιναν, ην έτι δεν ητίμασε
λευκή της θριξ.
Ως νέος φαίνετ’ αθλητής
αναπαυόμενος — ως νέος εραστής
ονειρευόμενος χαράν και έρωτας
με κυανά πτερά και με ουράνια
τόξα — ως νέος και ευδαίμων σύζυγος,
εν πάσι του τοις συνηλίκοις τυχηρός,
καλήν κερδίσας νύμφην και ανάεδνον.

Την εντολήν του περατώσας ο Θεός,
τον Ύπνον και τον Θάνατον, τους αδελφούς,
καλεί, και διατάττει εις την εκτενή
Λυκίαν να μεταφερθή ο Σαρπηδών.

Ως εν αγκάλαις πατρικαίς και τρυφεραίς
τον έλαβον ο Ύπνος και ο Θάνατος
με λύπην και αγάπην και με προσοχήν
μη του νεκρού προσώπου διαταραχθή
η σοβαρά γαλήνη, μη του ανδρικού
σώματος η μεγαλοπρέπεια βλαβή.

Οι Λύκιοι βαθέως προσεκύνησαν
της φοβεράς αναισθησίας τους Θεούς,
και τον καλόν των άνακτα παρέλαβον
νεκρόν το πνεύμα, αλλά την μορφήν λαμπρόν,
ακμαίον, και ευώδη, και γαλήνιον.

Μνημείον τω ανήγειραν μαρμάρινον,
κ’ επί της βάσεώς του με αναγλυφάς
έμπειροι γλύπται εξιστόρησαν τας νίκας
του ήρωος και τας πολλάς του εκστρατείας.



(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ

Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.—
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
«Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά μαντήλια.— Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ του για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παληά φιλία,
για την παληάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά μονάχα του είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια.

Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.

Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.

Στην πτωχική του κάσα του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια.

Όταν το βράδυ επήγεν— έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του— στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.



(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Eις την Σελήνην

Εκ των του Shelley

Μήπως από ανίαν έγινες χλωμή
του ν’ αναβαίνης εις τον ουρανόν,
και προς την γην να ατενίζης,
άνευ συντρόφου να γυρίζης
μέσω αστέρων ξένων, μακρυνών.
Είναι η αλλαγή σου η παντοτεινή
ως οφθαλμού άνευ χαράς και συμπαθείας
ουδέν ευρίσκοντος άξιον ευσταθείας.

Bακχικόν

Aπό του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίαν,
εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·
ζωήν κ’ ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·
δότε να πίω.

Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,
αισθάνομ’ ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου
κ’ εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.
Δος μοι να πίω.

Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,
ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·
δότε να πίω.

Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω —
δος, δος να πίω!

Και αν ήναι δηλητήριον, και ανεύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!

[Aπό το Measure for Measure του Shakespeare]

ΔΟΥΞ
Ελπίζεις έτι να σοι απονε[ί]μη χάριν
ο Άγγελος;

ΚΛAΥΔΙΟΣ
Το μόνον φάρμακον των δυστυχών
είν’ η ελπίς. Ελπίζω όθεν έτι
να ζήσω, κ’ είμαι έτοιμος διά
τον θάνατον.

ΔΟΥΞ
Τον θάνατον μελέτα
μόνον· και είτ’ αυτόν ή την ζωήν
λάβης, αμφότερα θα σοι φανώσιν
ηδύτερα. Την πλανεράν ζωήν
όπως σοι λέγω προσαγόρευσον:

Εάν σε χάσω, θέλω χάσει τι,
όπερ ζητούσι να φυλάξωσιν
άφρονες μόνον. Είσ’ αδύνατος
πνοή (η δούλη των ελαφροτέρων
μεταβολών της ατμοσφαίρας) ήτις
την κατοικίαν εν η διαμένεις
ως τύραννος ανηλεώς μαστίζεις.
Είσαι ο γέλως του θανάτου, ον
πάσαι σου αι προσπάθειαι κ’ οι κόποι
συντείνουν ν’ αποφύγης, κ’ εν τοσούτω
πάντοτε τρέχεις προς απάντησίν του.
Ευγένειαν δεν έχεις· άπασαι
αι ιδιότητές σου θεραπείας
τυγχάνουσιν από απόλυτον
ευτέλειαν. Aνδρείαν δεν κατέχεις
διότι ερπετού ποταπωτάτου
τρέμεις το δηλητήριον. Η μόνη
ανάπαυσίς σου, ην ακαταπαύστως
ζητείς και προκαλείς, είναι ο ύπνος,
και εντοσούτ’ ο θάνατος σ’ εμπνέει
φόβον δεινόν — ενώ δεν είναι άλλο
ή το αυτό. Aτομικότητα
δεν έχεις· συντηρείσ’ από μυρίας
ύλας ας ο κονιορτός γεννά.
Και θετική δεν είσαι, αλλαγάς
λαμβάν’ η φυσιογνωμία σου
με την σελήνην αλλοκότους. Πλούτον
αν έχης, πάλιν πένης είσαι,
διότι όπως όνος, ου η ράχις
κύπτει υπό χρυσού φορτίον μέγα,
φέρεις τους δυσκινήτους θησαυρούς σου
μέχρι συντόμου διαστήματος
και σ’ ελαφρώνει ο θάνατος. Ουδένα
φίλον πιστόν ευρίσκεις· ως αυτά
τα σπλάγχνα σου εισέτι, άτινα
πατέρα σ’ ονομάζουσι, το πλάσμα
αυτού του σώματός σου, καταρώνται
τον αδρανή κατάρρουν, την αργήν
ποδάγραν, διά την βραδύτητα
μεθ’ ης σε τελειώνουν. Ούτε νέος,
ούτε πρεσβύτης είσαι — χαυνωμένος
αμφότερ’ ονειρεύεσ’ ως εν ύπνω
απογευματινώ. Διότ’ η φίλη
νεότης σου παρέρχεται ταχέως
κ’ εις το παραλυμένον γήρας φθάνεις.
Εάν δε τότε είσαι πλούσιος
και γέρων, ούτε ζωτικότητα
έχεις, ουδέ αισθήματα, ουδέ
ρώμην, ουδ’ ωραιότητα δι’ ων
να ήν’ ευχάριστος ο πλούτος σου.
Λοιπόν τι έχει αύτη η ζωή
όπερ σ’ ελκύει έτι; Και εν τούτοις
κρύπτει ακόμη η ζωή μυρίους
θανάτους, τον δε θάνατον φοβείσαι,
όστις αυτούς άπαντας εξισοί.

ΚΛAΥΔΙΟΣ
Τας ταπεινάς ευχαριστίας μου
δέχθητε. Την ζωήν ζητών, ως βλέπω,
θηρεύω θάνατον, κ’ εν τω θανάτω
ζωήν ευρίσκω. Το λοιπόν ελθέτω!

[.................................................................]

ΚΛAΥΔΙΟΣ
Φρικτός είναι ο θάνατος.

ΙΣAΒΕΛΛA
Και μυσαρά ζωή κατησχυμένη.

ΚΛAΥΔΙΟΣ
Aλλ’ όμως ν’ αποθάνη τις! και να
υπάγη εις το άγνωστον, να κείται
εν τη ψυχρά αναισθησία, και
να σήπεται, και να μεταβληθή
εις άμορφον πηλόν η ζώσα φύσις!
Το πνεύμα να παραδοθή εις ρεύμα
πύρινον, ή εις ύλην παγετώδη,
σκληράν· ή εις ανέμους αοράτους
να σπρώχνεται και να ταλαιπωρήται
υπό τυφλής, αεικινήτου βίας,
ολόγυρα της κρεμασμένης σφαίρας,
ή, των χειρίστων χείριστον, να γίνη —
ως φαντασία αχαλίνωτος
και ύποπτος εικάζει κάποτε —
σκιά τυραννουμένη, γοερώς
θρηνούσα! Ω, την φρίκην υπερβαίνει!
Η επιπονωτέρα ύπαρξις
και η μυσαρωτέρα, ην πικραίνουν
γήρας, πενία, φυλακή, και νόσος,
είναι φαιδρός παράδεισος προς όσα
από τον θάνατον φοβούμεθα.

[Aπό το “Ulysses” του Tennyson]

[...................................]
ελάχιστος δεν ήμην εν αυτοίς
εγώ, αλλ’ υπό πάντων τιμηθείς
[...................................]
Το σκήπτρον, και την νήσον μου αφίνω
εις τον υιόν μου, τον Τηλέμαχόν μου
τον προσφιλή. Είναι κατάλληλος
δια τον μόχθον τούτον — με βραδείαν
φρόνησιν ν’ ημερώση τον τραχύν
λαόν και ν’ υποτάσση βαθμηδόν
εις τα καλά και εις τα χρήσιμα.
Είν’ άμωμος, εντός της σφαίρας μένων
των καθηκόντων των κοινών. Προσέτι
οπόταν φύγω θα σεμνύνεται
ουδέποτε της τρυφερότητος
να παραλίπη τας υποχρεώσεις,
και θα τελή εις τους οικείους μου
θεούς την πρέπουσαν αυτοίς λατρείαν.
Εργάζετ’ εις το έργον του εκείνος.
Εργάζομ’ εις το έργον μου εγώ.
[..............................................]
τας νήσους των Μακάρων φθάσωμεν
και ίδωμεν τον μέγαν Aχιλλέα.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

[Aπό την Λάμια του Keats]

[Aπό την Λάμια του Keats]



[Ι]
[..........................................................]
“Ως πότε εν τω νεκρικώ αυτώ στεφάνω
θα κείμαι! Πότε η πτωχή θα εξυπνήσω,
πότε εν σώματι τερπνώ θα ανασάνω,
κ’ εν σώματι τω βίω πρέποντι θα ζήσω,
και καταλλήλω έρωτι και ηδονή,
και καρδιών, χειλέων πάλη, πλησμονή!
Φευ, φευ,τριστάλαινα. Φευ, συμφορά δεινή!”
[...........................................................]
“Ήμην γυνή. Ω, δος μοι σχήμα γυναικός!
Έφηβον εκ του άστεος των Κορινθίων
λατρεύω. Την καλή μορφήν μου φιλικώς
απόδος· και οδήγει μ’ εις αυτόν πλησίον.”
[............................................................]
Και ότε εφαντάζετο μίαν ημέραν
ούτω, εν τοις θνητοίς είδον οι οφθαλμοί της
τον Λύκιον αγωνιζόμενον, και πέραν
πάντων το άρμα του να τρέχη. Νεαρός
Ζευς τη εφάνη, με Διός σεπτήν γαλήνην ...
Έκτοτε δε την εκυρίευσε σφοδρός
έρως. Λιποθυμούντος έρωτος γλυκύτης
κ’ επιθυμίαι εκυρίευσαν εκείνην.
[............................................................]
Το πρόσωπόν του έκρυπτε μη τύχη φίλος
και τον αναγνωρίση. Σφίγγει ερωτύλος
την χείρα της. Ότ’ αίφνης εμφανίζεται
ανήρ βραδύς το βήμα, και με δόλιον,
οξύ το βλέμμα. Έχει μιξοπόλιον
τον βοστρυχώδη πώγωνα. Γνωρίζεται
ως σοφιστής από το ένδυμά του. Είναι
η κεφαλή του φαλακρά.
Ο Λύκιος
ετάχυνε το βήμα, πλην ανοίκειος
τρόμος την Λάμιαν καταλαμβάνει. “Γύναι
φιλτάτη,” λέγει “ρίγος σε διαπερά.
Πόθεν η ταραχή αυτή η αιφνιδία;
Η χειρ σου διαλύεται.” Aλλ’ η αβρά
σύντροφος απαντά· “Κούρασις και ανία
είναι απλώς. Λύκιε, τίς ο γέρων ήτο;
Δεν δύναμαι ν’ ανακαλέσω την μορφήν του.
Εκρύπτεσο ως η ψυχή σου να εφοβείτο
να αντικρύσης την οξείαν όρασίν του.”


[ΙΙ]
[...................................................................]
”Ούτω να θριαμβεύσω διά σου ποθώ,
εν μέσω της Κορίνθου μέγα απορούσης.
Θ’ αποστομώσω τους εχθρούς μου. Θ’ ευφρανθώ
ακούων της φωνής των φίλων επαινούσης,
ενώ το άρμα μας εν μέσω των ευχών,
το άρμα το γαμήλιον των ευτυχών,
ταχύ θα τρέχη επί φαεινών τροχών.”
[.....................................................................]
“Δεν έχω φίλους, κ’ εν Κορίνθω ζω σχεδόν
άγνωστος. Των γονέων μου η κόνις κείται
εντός λαρνάκων αφανών, και εις τον ουδόν
του δώματός των του υστάτου λησμονείται
να αναφθή θυμίαμα. Η γενεά των
όλη απέθανε, κ’ εγώ η επιζώσα
παραμελώ αυτούς, υπό παθών ακράτων
κυβερνωμένη και τυφλώς σε αγαπώσα.
Ω Λύκιε, προσκάλεσ’ όσους φίλους θέλει
η νεαρά καρδία σου, αλλ’ αν σοι μέλη
περί του έρωτός μου, αν το ποθητόν
βλέμμα σου μ’ αγαπά, μη εις την τελετήν
φέρης τον Aπολλώνιον τον σοφιστήν.
Κρύψε με, Λύκιε, κρύψε με απ’ αυτόν.”
[.....................................................................]
εκτός ενός, όστις με βλέμματ’ αυστηρά
και βραδέα βήματα και σταθερά
εισήλθεν. Ην ο γέρων Aπολλώνιος.
Και εμειδία, ωσεί τάχα πρόβλημά τι
προ του οποίου εκοπίαζ’ ο δαιμόνιος
νους του, να εξηγείτο λύσει απλουστάτη
και ν’ αληθεύη αρχικόν του μάντευμά τι.
[.....................................................................]
“Φίλτατε Λύκιε, κανών τεθεσπισμένος
δεν είναι να επιβάλλεται άκλητος ξένος
και με την φορτικήν του να χαλνά μορφήν
συντρόφων νεωτέρων συναναστροφήν.
Aλλ’ απητείτο· και συγχώρει επομένως.”
[.....................................................................]
“Δεν σε ελύτρωσ’ από κάθε συμφοράν,
δια να σ’ ίδω τώρα όφεως βοράν!”
Ω της Λαμίας ήρχισεν η αγωνία!
Του σοφιστού το βλέμμα πύρινον προυχώρει,
και την διέσχιζεν ολόκληρον, ως δόρυ
διαπεραστικόν. Εν τη αδυναμία,
εν τη νεκρώσει της, εν τη φρικτή οδύνη,
την ασθενή της χείρα την λευκήν εκίνει
και τω εζήτει, τω ικέτευε σιγήν.
Aλλά ο σοφιστής το βλέμμα του ευρύνει
και “όφις! όφις!” βάλλει φοβεράν κραυγήν.

Aπό την Kόλαση, XXVI, του Dante Alighieri]

[.............................................]
“Ω σεις, οίτινες διαιτάσθε δύο
εντός ενός πυρός· αν ότε έζην
άξιος της ευνοίας σας εφάνην·
αν ήμην άξιος αυτής ολίγον
ή αρκετά, οπόταν εν τω κόσμω
τους υψηλούς έγραψα στίχους, στήτε
κ’ εις εξ υμών ας είπη πού υπήγε
χαθείς απ΄ το μέσον ν’ αποθάνη.”
[.................................................]
“Ότ’ έφυγα από την Κίρκην ήτις
με είχε κρύψει πλέον ενός έτους
εκεί πλησίον της Γαέτης — έτι
πριν ούτω την καλέση ο Aινείας —
ουδ’ η προς τον υιόν μου τρυφερότης
ουδέ το προς τον γέροντα πατέρα
σέβας, ουδ’ η αγάπη η οποία
ώφειλεν ευτυχή την Πηνελόπην
να κάμη, ηδυνήθησαν εντός μου
να υπερνικήσουν την επιθυμίαν
ην έτρεφον να αποκτήσω πείραν
του κόσμου, και της αρετής την γνώσιν
και της κακίας παρ’ ανθρώποις. Όθεν
μ’ εν πλοίον προς το υψηλόν ετράπην
πέλαγος, και μ’ εκείνους τους ολίγους
συντρόφους οίτινες με είχον μείνει.
Τας όχθας είδον αμφοτέρας μέχρι
της Ισπανίας, μέχρι του Μαρόκκου,
της Σαρδηνίας, και των άλλων νήσων
άτινας βρέχ’ η θάλασσα εκείνη.
Εγώ κ’ οι σύντροφοί μου γηρασμένοι
ήμεθα και βραδείς, ότ’ εις το μέρος
ήλθαμεν το στενόν, όπου σημεία
ο Ηρακλής έθεσεν ίνα μη τις
τολμήση άνθρωπος πέραν ν’ υπάγη.
Άφισα όπισθέν μου την Σεβίλλην
εκ δεξιών, κ’ είχον αφίσει ήδη
την Κεύταν εξ αριστερών “Σεις,” είπον,
“ω αδελφοί, οίτινες εν δεκάκις
μυρίοις κατεφθάσατε κινδύνοις
εις Εσπερίαν, δεν θα αρνηθήτε
εις το ολίγον των αισθήσεών σας
όπερ σας μένει, του ακατοικήτου
κόσμου να αποκτήσετε την πείραν
τον ήλιον ακολουθούντες. Σπόρου
σκεφθείτε ποίου είσθε. Ίνα ζήτε
ως κτήνη δεν επλάσθητε, αλλ’ ίνα
αναζητήτε αρετήν και γνώσιν.”
Έκαμα με τον σύντομόν μου λόγον
τοσούτον τους συντρόφους μου προθύμους,
ώστε δυσκόλως τότε θα ειμπόρουν
από τα πρόσω να τους αποτρέψω.
[.......................................................]
”Εφάνη προ των οφθαλμών μας όρος
θολώς, ως εκ της αποστάσεώς του,
κ’ επί τοσούτον υψηλόν μ’ εφάνη
ως αν ουδέποτε μη είδον άλλο.
Ήμεθα εύθυμοι, αλλ’ η χαρά μας
εις δάκρυα συντόμως μετετράπη.
Διότι εκ της νέας γης ηγέρθη
θύελλα και προσέβαλε του πλοίου
τα έμπροσθεν. Τρις έστρεψε το πλοίον
μεθ’ όλων των υδάτων. Την τετάρτην
φοράν εσήκωσ’ υψηλά την πρύμνην
και προς τα κάτω έστρεψε την πρώραν
(ως Άλλω έδοξε), μέχρις ου πάλιν
η θάλασσα έκλεισεν άνωθέν μας.”

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Ο Σεφέρης και η πρώτη μεταπολεμική γενιά

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
ΔΩΡΑ ΜΕΝΤΗ (ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΕΤΟΣ 2000)
Η νεανική ηλικία των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς συνδέθηκε με την ανάγνωση της σεφερικής ποίησης, μέσω της οποίας οι περισσότεροι ήρθαν σε επαφή με τον μοντερνισμό. «Κι η ικανοποίηση ήταν μεγάλη καθώς ανακαλύπταμε τους καινούργιους εκφραστικούς τρόπους, εμείς που από τα μικράτα μας είχαμε τραφεί με τον παραδοσιακό στίχο και τους τρόπους του» ομολογεί το 1986 ο Κλείτος Κύρου. Παρά τη θετική σε γενικές γραμμές υποδοχή της σεφερικής ποίησης, δεν είναι λίγες οι φορές που μεταπολεμικοί ποιητές εξέφρασαν ζωηρές επιφυλάξεις τόσο για την πρόθεση του Σεφέρη «να ισολογίσει μορφές του παρελθόντος προς το παρόν, να στοιχήσει την ελληνικότητα προς τη σύγχρονη Ευρώπη» (Γιάννης Δάλλας, 1961) όσο και για την «ακαδημαϊκή» πρόσληψη του έργου του από τη φιλολογική κριτική (Νάνος Βαλαωρίτης, 1986).

Μολονότι ευάριθμοι μεταπολεμικοί ποιητές έλκουν την καταγωγή τους από τον Σεφέρη σε επίπεδο ιδεολογίας και ποιητικής, η ευρύτερη απήχηση του νομπελίστα ποιητή ήταν καθολική και αδιαμφισβήτητη. Ανάμεσα στους λίγους μεταπολεμικούς ποιητές που φανερώνουν άμεσα τη σεφερική τους επίδραση συγκαταλέγεται κύρια ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος και μερικότερα ο Γιώργης Παυλόπουλος, ο οποίος σε συνεργασία με τον Τάκη Σινόπουλο πειραματιζόταν γράφοντας ποιήματα με σεφερικό τρόπο, όπως λ.χ. το ποίημα «Αδης» που ο Σινόπουλος συμπεριέλαβε στην πρώτη ποιητική συλλογή του (Μεταίχμιο, 1951). Αμφιλεγόμενη σε προσωπικό επίπεδο, αλλά συγχρόνως βαθιά δημιουργική στους τομείς της ποίησης και της λογοτεχνικής κριτικής αποδείχθηκε η σχέση του Σινόπουλου με τον σεφερικό λόγο. Και αυτό γιατί ο Σινόπουλος, αφού κατάφερε να ξεπεράσει την ποιητική του μαθητεία στον Σεφέρη και απομακρύνθηκε από τα εξωτερικά γνωρίσματα, έχοντας όμως αφομοιώσει τον σεφερικό τόνο, έγραψε ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματα της ώριμης περιόδου του. Απόδειξη της δημιουργικής σχέσης του με τη σεφερική ποίηση αποτελούν οι στίχοι του Νεκρόδειπνου (1972): «κι όπως κρατούσα το χαρτί και το μολύβι στο χέρι μου, αρχίζοντας από τη φράση "μεγάλο μαύρο φως" / Το χέρι μου έγραφε αυτό το ποίημα», χαραγμένοι στα ίχνη από το «Αγγελικό και μαύρο φως» της Κίχλης (1947) του Σεφέρη.

Αναγνωστάκης και Κατσαρός

Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί ποιητές παρακολουθούν συστηματικά και δείχνουν αισθητή προτίμηση στη γλώσσα και στους εκφραστικούς τρόπους της σεφερικής ποίησης. Οσο και αν η ιδεολογική τους οπτική θέλει την ποίηση συνδεδεμένη με την κοινωνική λειτουργία, εκείνοι φαίνεται ότι μακροπρόθεσμα αφομοιώνουν πολλά από τα συστατικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης. Δεν είναι τυχαίο, π.χ., το γεγονός ότι ο Θανάσης Κωσταβάρας συνδιαλέγεται με σεφερικούς στίχους για να εκφράσει ένα από τα κυρίαρχα συναισθήματα της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, την αγωνία του «επιζώντος»: «Θα 'ρθει μια μέρα που θα μπορέσουμε να τους δώσουμε τη γαλήνη; / Θα μπορέσουμε και μεις και κείνοι καθώς είπε κι ο ποιητής/ να ησυχάσουμε κάποτε; / Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;» («Ο μακρινός δρόμος», 1963). Αρρητη και υπαινικτική, η ποιητική απήχηση του Σεφέρη είναι διάχυτη στα περισσότερα ποιήματα των Εποχών 2, 3 (1948-1951) του Μανόλη Αναγνωστάκη και στην Εκατόνησο (1971) του Πάνου Θασίτη. Η απήχηση αυτή εντοπίζεται κυρίως στους εκφραστικούς τρόπους, στη γλώσσα, στους συμβολισμούς, αλλά και στον νηφάλιο κοινωνικό προβληματισμό, όπως βλέπουμε, π.χ., στον στίχο του Αναγνωστάκη: «Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη» («Η αγάπη είναι ο φόβος...»), που ανακαλεί στη μνήμη μας τους στίχους του Σεφέρη: «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα» («Τελευταίος σταθμός»). Σχεδόν πάντα όμως οι μεταπολεμικοί ποιητές φροντίζουν να κρατούν τις αποστάσεις τους στον ευαίσθητο τομέα της ιδεολογίας, καθώς τα περισσότερα ποιήματά τους διεκδικούν μαχητικό ρόλο ιδεολογικής παρέμβασης και αντιστρατεύονται τον ελπηνορικό τύπο ανθρώπου. Αντίθετα στην παθητικότητα του ανθρώπου «που πηγαίνει κλαίγοντας» στο ποίημα «Αφήγηση» (1940) του Σεφέρη, ο Δάλλας επιμένει σε αντισυμβατικές μορφές δράσης: «Εκείνος πήγαινε σφυρίζοντας κάτω απ' την κάννη των πολυβόλων» (Ανατομία, 1971). Στο ίδιο μήκος κύματος ο Μιχάλης Κατσαρός βάλλει ειρωνικά κατά του προσωπείου «Στράτης Θαλασσινός» του Σεφέρη, το οποίο αντιπαραβάλλει με τον «Φώτιο», δυναμικό δικό του προσωπείο: «Φυσικά ήταν ο Φώτιος Σταματόπουλος / όχι σαν τον Στράτη Θαλασσινό / του Γεωργίου Σεφέρη / κάποιο άλλο μάτι φοβερό» («Φώτιος», 1980).

Η άρνηση προς τους πατέρες

Μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρος της ποιητικής πρόσληψης του Σεφέρη είναι η ειρωνεία, την οποία οι μεταπολεμικοί ποιητές πολλές φορές επιστρατεύουν για να εκφράσουν κύρια την ιδεολογική και, εμμεσότερα, την αισθητική τους αμφισβήτηση. Λεπτές αποχρώσεις ειρωνείας και υποδόρια σατιρική διάθεση στο λυρικό ποίημα του Νίκου Καρούζου «Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές» (1961), αναδεικνύουν τη διαφορά βλέμματος ανάμεσα στους δύο ποιητές. Στο σεφερικό σκηνικό του κάστρου της Ασίνης «με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη» ο Καρούζος αντιπαραθέτει την εαρινή Ασίνη, μέσα στο ζωικό σφρίγος της οποίας η αναζήτηση του αλλοτινού βασιλιά καταντά γραφική: «Ποιον βασιλέα ζητούσες απ' την ερημιά / τι έψαχνες με τα δάχτυλα εδώ / στα ηλιοκαμένα τείχη καλέ γεωργέ;». Ορισμένες πάλι φορές ο σατιρικός τόνος γίνεται αμεσότερος, αγγίζοντας τα όρια της παρωδίας. Με αυτό το πνεύμα το δίστιχο «Argumentum» (1983) του Θασίτη: «Πρωί βράδυ βουρτσίζει τα δόντια του. / Αυτό, τον πείθει πως ζει», διαλέγεται με το δίστιχο ποίημα του Σεφέρη: «Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί / πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου» (1940). Αντίθετα με το χιουμοριστικό σχόλιο του Θασίτη, ο Δάλλας στο πεζόμορφο ποίημα «Ο κύριος ΡΥΑΡΕΞ (περιδιάβαση)» σκιαγραφεί μια καρικατούρα του διπλωμάτη ποιητή και του φιλολογικού επιμελητή του Γ.Π. Σαββίδη: «Τότε τον είδα ν' αλαργεύει από τη βίλλα των θαυμάτων και τον γνώρισα. Ηταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης κύριος Ρυαρέξ και πίσω του ο πιστός του υπογραμματέας με μια μούρη σαν μπουλντόκ που μετακόμισε από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξαντλημένος από τόση ονειροφαντασία κι έμπνευση» (Αποθέτης, 1993). Το κείμενο του Δάλλα, με αφορμή το ποίημα «Στα περίχωρα της Κερύνειας» (1955), ασκεί έντονη κριτική στην απολιτική ποιητική στάση του Σεφέρη, γιατί, αν και η ποιητική συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος Γ' είναι αφιερωμένη στην Κύπρο, δεν γίνεται η παραμικρή νύξη για τα σύγχρονά της κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.

Οι μεταπολεμικοί ποιητές έδρεψαν τους καρπούς του νεωτερικού λόγου μέσα από την ποίηση του Σεφέρη και αφομοίωσαν επιλεκτικά όσα διδάγματα τους πρόσφερε το έργο του πρόγονου ποιητή. Ως διάδοχη δυναμική γενιά εκδήλωσαν σε πολλούς τομείς την άρνησή τους στους πατέρες, αναζήτησαν και βρήκαν σε άλλους προπάτορες τις βαθύτερες πνευματικές τους συγγένειες. Η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη και η ποίηση του Κ. Π. Καβάφη στάθηκαν για τους περισσότερους δίαυλος επικοινωνίας με την παράδοση, πρότυπο και αντικείμενο μαθητείας. Αντίθετα η πολυπραγμοσύνη του συγγραφικού έργου (δοκίμιο, πεζά κείμενα, ημερολόγιο κ.ά.) του Σεφέρη λειτούργησε ως «βάρος περιττό». Τόσο οι κοινωνικές επιταγές της μεταπολεμικής εποχής όσο και η ιδιοσυγκρασία της πλειονότητας των μεταπολεμικών ποιητών συνέβαλαν στην υποτίμηση του ρόλου του poeta doctus. Η υποτίμηση αυτή αφορούσε πρώτιστα τον Σεφέρη όχι μόνο γιατί έχαιρε μεγάλης ακαδημαϊκής προβολής, αλλά και γιατί οι μεταπολεμικοί ποιητές σε μεγάλο βαθμό σχημάτισαν την, μάλλον δικαιολογημένη, εντύπωση ότι αυτού του τύπου οι πνευματικές επικυριαρχίες επισκίαζαν τη δική τους ποιητική κατάθεση στα ελληνικά γράμματα.

Η κυρία Δώρα Μέντη είναι διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας.



Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη

Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.

Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.

Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).

Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.

Λονδίνο, Ἰούλιος 1932

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Γνώμες για την ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον

•«Πνεύμα αδέσμευτο, ασυμβίβαστο, η γραφή της προδρομική (περικόπτει τη λέξη αν χρειαστεί, αδιαφορεί για γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, γεννά δικούς της κανόνες), η καταγραφή “γυμνή” και άμεση αυτού που ο νους συλλαμβάνει όπως γυμνός βγαίνει ο μίσχος μέσ’ από το χώμα».


Έλλη Συνοδινού
στον πρόλογο της ποιητικής συλλογής «Το Ανεξάντλητα Σημαίνον».


•«Από παντού έρχεται αυτή η σιωπηλή γυναίκα πριν κι απ’ όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν μετά. Τα μετά, επειδή τίποτα δεν είναι ίδιο μετά την Έμιλυ Ντίκινσον και τα πριν επειδή αλλιώς τα διαβάζουμε αφότου υπήρξε η Έμιλυ Ντίκινσον».
Κώστας Καναβούρης,
περιοδικό «Διαβάζω», τ. Ιούνιος 2007

«Ίσως να ζήτησα τ’ απέραντα –

«Ίσως να ζήτησα τ’ απέραντα –

Από ουρανούς όχι πιο λίγα –παίρνω–

Γιατί, στην Πόλη που γεννήθηκα

Πυκνώνουνε σαν Μούρα οι Γαίες –

Το Καλάθι μου έχει μέσα –μόνο– το Άπειρο–

Που ελεύθερα –στο μπράτσο μου– αιωρείται

Αλλά μικρότερα δεμάτια –Συνωθούνται».

Έμιλυ Ντίκινσον
(1830-15 Μαΐου, 1886)

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Ω αμάραντο πέλαγο

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια,
με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη.
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια.
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή,
τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

Έρχονται χελιδόνια, τα μωρά του ανέμου.
Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή.
Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο,
η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι.
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού.

Ω αμάραντο πέλαγο, τι ψιθυρίζεις πες μου!

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα
στην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη σου.
Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα,
τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια,
χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι.
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.
Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο
στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς,
στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Φέρτε καινούργια χέρια

Φέρτε καινούργια χέρια, τι τώρα ποιος θα πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούργια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Φέρτε καινούργια μάτια, τι τώρα πού θα παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!

Μέρα, ποιος θ' αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
ή θ' αλλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο
και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες το αίμα
του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο
Ελευθερία
για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος!

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
τα πιο αθώα κορίτσια
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κι η σεμνότητα φωνάζει πίσω από το φράχτη: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει
τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται
πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του -ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του...
Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!
Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο το Πάσχα του Θεού!

του Σωτήρος

Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα
ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα

Είναι παιδί μελαχρινό
μας έρχεται απ' τον ουρανό

Κι έχει τα πλούτη του εδω πέρα
στης γης και στον χρυσόν αέρα

Έχει μια θάλασσα με φάρους
που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει
όπου του λεν οι πικραμένοι

Κι ένα λαγωνικό που πιάνει
τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι

Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε
μια του γελάνε μια του κλαίνε

Και πότε ζει πότε πεθαίνει
πότε τους άλλους ανασταίνει

Τις αλυσίδες όλες σπάει
και μ' ανοιχτές φτερούγες πάει

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε

Τα όσα η μοίρα μου ‘γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει,
τα βρήκα μέσα στον καφέ,
τα διάβασα στο χέρι.

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό,
μια σφαλιγμένη πόρτα,
κοράκια πάνω στο βουνό,
και φίδια μες στα χόρτα.

Μακάρι νά ‘μουν σαν τα ζα,
που βόσκουν στον κάμπο,
γράμματα να μη γνώριζα,
μες στα μυστήρια νά ‘μπω.

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-,
να ψάχνω δε συμφέρει,
φέρτε μου δεύτερο καφέ,
κι αλλάξτε μου το χέρι.