Ήταν η πλώρη μας καθώς των φορτηγών οι πλώρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, που εμύριζαν βαριά,
μ’ ένα τραπέζι ξύλινο στη μέση, λερωμένο
και σκαλισμένο σε πολλές μεριές με το σουγιά.
Είχε δεξιά κι αριστερά, απάνω το ‘να στ’ άλλο,
τα ξύλινα κρεβάτια μας στα πλάγια κολλητά,
που έμοιαζαν, μέσα στο θαμπόν, ανάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα που ξεχάστηκαν και μείναν ανοιχτά.
Σε μια γωνιά το αρμάρι μας, απ’ έξω στολισμένο
με ζωγραφιές χρωματιστές από περιοδικό
ή γαλλικές φωτογραφίες αισχρές, που παρασταίνουν
το αμάρτημα της ηδονής το προπατορικό.
Πάντα βασίλευε σιγή θανατερή εκεί μέσα
και περπατούσαμε όλοι μας στις μύτες των ποδιών,
κι ήταν στιγμές που νόμιζες πως άκουες να χτυπούνε
σαν το ρολόι, μες στη σιγή, οι χτύποι των καρδιών.
Κι έκοβε μόνο τη σιγήν ο χτύπος της καμπάνας
που απάνου στο καμπούνι, αργά, χτυπούσε των ωρών
το πέρασμα, μ’ ένα βαρύ μα λυπημένον ήχο,
που πνίγονταν μες στη βοή του αγέρα ή των νεκρών.
Τις Κυριακές, σαν είχανε δουλειά μονάχα οι βάρδιες,
σ' αυτήν εμαζευόμαστε και ανάβαμε φωτιά
κι ή αισχρές, σιγά, για τις γυναίκες λέγαμε ιστορίες
ή το φαΐ μας παίζαμε με πείσμα στα χαρτιά.
Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμον εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Όμως ποτέ δε μ’ άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί.
Γιομάτη πράγματα παλιά, που εμύριζαν βαριά,
μ’ ένα τραπέζι ξύλινο στη μέση, λερωμένο
και σκαλισμένο σε πολλές μεριές με το σουγιά.
Είχε δεξιά κι αριστερά, απάνω το ‘να στ’ άλλο,
τα ξύλινα κρεβάτια μας στα πλάγια κολλητά,
που έμοιαζαν, μέσα στο θαμπόν, ανάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα που ξεχάστηκαν και μείναν ανοιχτά.
Σε μια γωνιά το αρμάρι μας, απ’ έξω στολισμένο
με ζωγραφιές χρωματιστές από περιοδικό
ή γαλλικές φωτογραφίες αισχρές, που παρασταίνουν
το αμάρτημα της ηδονής το προπατορικό.
Πάντα βασίλευε σιγή θανατερή εκεί μέσα
και περπατούσαμε όλοι μας στις μύτες των ποδιών,
κι ήταν στιγμές που νόμιζες πως άκουες να χτυπούνε
σαν το ρολόι, μες στη σιγή, οι χτύποι των καρδιών.
Κι έκοβε μόνο τη σιγήν ο χτύπος της καμπάνας
που απάνου στο καμπούνι, αργά, χτυπούσε των ωρών
το πέρασμα, μ’ ένα βαρύ μα λυπημένον ήχο,
που πνίγονταν μες στη βοή του αγέρα ή των νεκρών.
Τις Κυριακές, σαν είχανε δουλειά μονάχα οι βάρδιες,
σ' αυτήν εμαζευόμαστε και ανάβαμε φωτιά
κι ή αισχρές, σιγά, για τις γυναίκες λέγαμε ιστορίες
ή το φαΐ μας παίζαμε με πείσμα στα χαρτιά.
Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμον εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Όμως ποτέ δε μ’ άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου