ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΧΡ. ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Ω! ας κάτσουμε στον ήλιο αγαπημένες
μετά από την αγρύπνια! κι ας χυθούνε
τα ψιλά μαλλιά μας στα γυμνά μέσα
τα γόνατά μας
Κι ας σπάσουμε τα ωραία τα θυμιατήρια,
που μας μεθούσαν· με καημόν ας δούμε
τα κόκκινα λουλούδια, όπου η χρυσή μας
πέφτοντας ζώνη
έλυνε τη χαρά απ’ τους γόφους κάτου!
Παν τα γλυκά μερόνυχτα, που αλλάζαν
τη χλωμάδα όλο και την πορφυράδα
στα μάγουλά μας
με πάθος, όταν τα γυμνά κορμάκια
με βιά στης όμοιας αγκαλιάς δινόνταν
το κοινό δάμασμα κ’ εθεοποιούσαν
η φαντασιά μας
το σείσμα των μελών μας! Κ’ ένα νέο
χαρίζαμε στον Έρωτα βασίλειο,
πιο πλούσιο κι αναπάντεχο, εχθρεμένο
απ’ την εστία,
όπου διαιωνίζ’ η χόβολη τη φύση!
Και πάντοτες τ’ απόσωμα του πόθου
μας ξαναγέμιζε τ’ αλαφρά σπλάχνα
που δε δεχόνταν
του χρόνου το γλυκό το χρέος, που έχει
πικρή την πλερωμή. Κι όλο γινόνταν
της νιότης μας τα προφαντά τα ρόδα,
τα ζεστά ρόδα,
πιο κόκκινα δίχως ν’ ανοιούν στο βάθος.
Και στο γιαλό δε βγαίναμε τον έρμο,
για να λευκάνουμε των αδερφών μας
τα ματωμένα
τα ρούχ’ απ’ την εμφύλια την αμάχη.
Γιατί όλο τον καιρό τον άλλο οι κόρδες
γινόνταν πα στο καύκαλο το κούφιο
της αχελώνας
πρωτάκουστων τραγουδιών ρίζες μέσα
στον Παχτωλό του στήθους βυθισμένες·
και μες του αχού παλλόνταν τον καθρέφτη
τα μυστικά μας!
Ω τώρα παρατώντας μιαν αγάπη,
που έκαμνε ό,τι δεν ήξερε, φυλάξου
από την που άλλο δεν προσμένει κι έχει
γρήγορον τρόπο!
Ω! ας κάτσουμε στον ήλιο αγαπημένες
μετά από την αγρύπνια! κι ας χυθούνε
τα ψιλά μαλλιά μας στα γυμνά μέσα
τα γόνατά μας
Κι ας σπάσουμε τα ωραία τα θυμιατήρια,
που μας μεθούσαν· με καημόν ας δούμε
τα κόκκινα λουλούδια, όπου η χρυσή μας
πέφτοντας ζώνη
έλυνε τη χαρά απ’ τους γόφους κάτου!
Παν τα γλυκά μερόνυχτα, που αλλάζαν
τη χλωμάδα όλο και την πορφυράδα
στα μάγουλά μας
με πάθος, όταν τα γυμνά κορμάκια
με βιά στης όμοιας αγκαλιάς δινόνταν
το κοινό δάμασμα κ’ εθεοποιούσαν
η φαντασιά μας
το σείσμα των μελών μας! Κ’ ένα νέο
χαρίζαμε στον Έρωτα βασίλειο,
πιο πλούσιο κι αναπάντεχο, εχθρεμένο
απ’ την εστία,
όπου διαιωνίζ’ η χόβολη τη φύση!
Και πάντοτες τ’ απόσωμα του πόθου
μας ξαναγέμιζε τ’ αλαφρά σπλάχνα
που δε δεχόνταν
του χρόνου το γλυκό το χρέος, που έχει
πικρή την πλερωμή. Κι όλο γινόνταν
της νιότης μας τα προφαντά τα ρόδα,
τα ζεστά ρόδα,
πιο κόκκινα δίχως ν’ ανοιούν στο βάθος.
Και στο γιαλό δε βγαίναμε τον έρμο,
για να λευκάνουμε των αδερφών μας
τα ματωμένα
τα ρούχ’ απ’ την εμφύλια την αμάχη.
Γιατί όλο τον καιρό τον άλλο οι κόρδες
γινόνταν πα στο καύκαλο το κούφιο
της αχελώνας
πρωτάκουστων τραγουδιών ρίζες μέσα
στον Παχτωλό του στήθους βυθισμένες·
και μες του αχού παλλόνταν τον καθρέφτη
τα μυστικά μας!
Ω τώρα παρατώντας μιαν αγάπη,
που έκαμνε ό,τι δεν ήξερε, φυλάξου
από την που άλλο δεν προσμένει κι έχει
γρήγορον τρόπο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου