Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.
Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μία γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει,
της εξοχής πανήγυρις αθώα.
Κενούτ’ η Aλεξάνδρεια, κ’ οι δρόμοι οι πυκνοί της.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάση θέλει
ο αγαθός Aιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης.
Aπό παντού εξέρχονται τ’ αθρόα
των φιλεόρτων τάγματα.
Πληρούται το Γκαμπάρι
και η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία.
Το Μεξ, το Μωχαρέμβεη,το Pάμλιον πληρούνται
και αμιλλώντ’ αι εξοχαί τα πλείστα τις θα πάρει
κάρρα, εφ’ ων πλήθη λαού ευδαίμον’ αφικνούνται
(εν σοβαρά ησύχω ευθυμία.
Διότι ο Aιγύπτιος και εις το πανηγύρι
διατηρεί την σοβαρότητά του.
Μ’ άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν του
είν’ απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει,
χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ’ εις τον λογισμόν του,
ολίγιστον εις τα κινήματά του.
Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα,
δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις,
δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν.
Aλλ’ έχει άνθη μαγικά, πύριν’ από την δάδα
του Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίαν
μύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις.
Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμών επευφημείται
γλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης,
Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναι
στενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείται
κατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε,
κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης.
Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι
διώκονται ο καύσων και η σκόνη).
Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοι
εν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτη
επί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένη
το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει.
Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.
Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μια γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.
Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μία γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει,
της εξοχής πανήγυρις αθώα.
Κενούτ’ η Aλεξάνδρεια, κ’ οι δρόμοι οι πυκνοί της.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάση θέλει
ο αγαθός Aιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης.
Aπό παντού εξέρχονται τ’ αθρόα
των φιλεόρτων τάγματα.
Πληρούται το Γκαμπάρι
και η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία.
Το Μεξ, το Μωχαρέμβεη,το Pάμλιον πληρούνται
και αμιλλώντ’ αι εξοχαί τα πλείστα τις θα πάρει
κάρρα, εφ’ ων πλήθη λαού ευδαίμον’ αφικνούνται
(εν σοβαρά ησύχω ευθυμία.
Διότι ο Aιγύπτιος και εις το πανηγύρι
διατηρεί την σοβαρότητά του.
Μ’ άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν του
είν’ απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει,
χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ’ εις τον λογισμόν του,
ολίγιστον εις τα κινήματά του.
Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα,
δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις,
δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν.
Aλλ’ έχει άνθη μαγικά, πύριν’ από την δάδα
του Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίαν
μύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις.
Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμών επευφημείται
γλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης,
Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναι
στενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείται
κατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε,
κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης.
Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι
διώκονται ο καύσων και η σκόνη).
Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοι
εν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτη
επί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένη
το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει.
Το ωχρόν μας Μισίρι
με βέλη ο ήλιος πλήρη
πικρίας και πείσματος καίει και δέρει,
και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.
Το γλυκύ μας Μισίρι
εν μια γελαστή πανηγύρει
μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,
και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου