Σελίδες

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Επιστολές Καρυωτάκη Κων/νου

Ύστερ' από τόσα χρόνια, έρχονται στο φως της δημοσιότητας τα πιο κάτω φιλικά γράμματα του Καρυωτάκη, που μου είχε στείλει από το 1919 ως το 1928. Υπάρχουν βέβαια αρκετές διαφωνίες σχετικά με τη δημοσίευση ενός κειμένου συγγραφέα, που δεν το είχε ο ίδιος προορίσει για το πολύ κοινό. Περισσότερες ακόμα για γράμματα που έχουν σταλεί σε ιδιώτες. Όποιος τυπώνει τέτοιας λογής επιστολές, γράφει ο Χάινε στα Απομνημονεύματά του, γίνεται ένοχος προδοσίας και αξίζει την περιφρόνηση.

Όμως, πολλές επιστολές του ποιητή των «Ελεγείων και Σατιρών» (όπως άλλωστε και κάθε άλλου διαλεχτού λογοτέχνη), μας είναι πολύτιμες γιατί, καθώς δεν είναι ούτε ποιήματα, ούτε άλλο είδος λογοτεχνικό, παρουσιάζουν, από την ανεπίσημη πλευρά της, αυτούσια τη ζωή του ανθρώπου, τη φωτίζουν ίσαμε τα πιο κρυφά της βάθη.

Και τα γράμματα τούτα, χαρακτηριστικά και για την έλλειψη οποιουδήποτε λόγου για θέματα λογοτεχνικά, έτσι κοντά στ' άλλα διαποτισμένα όπως είναι πότε με την ψυχική του κούραση από τη μονότονη ζωή του γραφείου, πότε με την ανήσυχη νοσταλγία των φοιτητικών του χρόνων ή της αμέριμνης ζωής που περνούσε στην Αθήνα, πριν διοριστεί υπάλληλος στην επαρχία, μπορεί νομίζω να θεωρηθούν σα στοιχείο ψυχολογικό, που θα συντελέσει σοβαρά για την κατανόηση της δημιουργικής του εργασίας, αφού το μεγαλύτερο της μέρος το αποτελεί η απόλυτη έκφραση του ψυχικού του βίου.

Είναι ακόμα αξιοπρόσεχτες και για την απέραντη, αγιάτρευτη ανία, μια πλήξη που από μικρό τον βάραινε σ' όλη τη λιγόχρονη ζωή του. Κι από τούτην ακριβώς μήπως μπορέσει και απαλλαχτεί, έπινε κάποτε με τους στενούς του φίλους λίγο κρασί, αυτός που μόνος του δεν έπινε ποτέ, σκάρωνε συνέχεια φάρσες, δημιουργούσε ακόμα κι απίθανα επεισόδια, που θάμπωναν τη λάμψη της ανώτερης αξίας του σ' όσους δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τα παρόμοια φανερώματα της δυσκολονόητης ψυχικής του σύνθεσης.

Μα κι αυτές του οι ιδιορρυθμίες αφετηρία έχουν τις ολοσύνεχες απόπειρες του για διαφυγή ακόμη και από τις συμβατικές κοινωνικές συνθήκες, πάνω απ' όλα όμως από την εξακολουθητική του απασχόληση σε μια δουλειά ολότελα ξένη προς τις βαθύτερες διαθέσεις του και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία. Μάταια προσπάθησε να λευτερωθεί από την πεζότητα της υπαλληλικής ζωής, άλλοτε έχοντας στο νου του, όπως αναφέραμε στα Άπαντά του, ν' ασκήσει στην Αθήνα ένα οποιοδήποτε άλλο βιοποριστικό επάγγελμα, έστω και ταπεινό, άλλοτε λογαριάζοντας να βρει ένα τέτοιο στο Παρίσι, ζώντας εκεί σ' ένα περιβάλλον που επίστευε πως θα 'ταν απολύτρωση γι' αυτόν.

Πάντα όμως θα περνούσε με τη χίμαιρα μιας ονειρευτικής ζωής, που ποτέ του δεν του ήταν γραφτό να ζήση. Κι ύστερα, ενώ μ' όλη την ψυχική του κόπωση ήταν υπόδειγμα εργατικότητας και ευσυνειδησίας, στάθηκε ο στόχος μιας σκληρής και συστηματικής καταδρομής, από την οποία μόνο με την τραγική του χειρονομία απαλλάχτηκε οριστικά. Πρόστιμα, αδικαιολόγητη μετάθεση από την Αθήνα στην Πάτρα, ώσπου του 'ρθε τέλος κι η χαριστική βολή: αποσπάστηκε από την Πάτρα στην Πρέβεζα.

Χ.Γ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΑΔΗΣ



(1)

Θ/νίκη 15 Νοεμβρίου

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Γειά σου, αγάπη μου! Τι γίνεσαι; Πώς πάνε οι επιχειρήσεις των τριόδων; Τι γίνονται τα κορίτσια; επέτυχες το rendezvous που έλεγες στο Ζάππειο; Γράψε μου για όλα αυτά. Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλως τε είναι περσότερο μονότονη κι ελεεινή από όσο επίστευα και απ' όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με, Χαρίλαε, κλαίγε με, παιδί μου. Αρχίζω να βλαστημώ τη στιγμή που αποφάσιζα να φύγω από αυτού.

Γράψε μου πολλά και γράψε μου έτσι που να νομίσω για λίγο πως είμαστε μαζί και πως σ' ακούω να μιλάς γρονθοκοπώντας τον αέρα με τις χειρονομίες σου.

Σε φιλώ

Κωστάκης

Η διέυθυνσις μου: Α' Γραμμ. Νομαρχίας ή οδός Καπετάν Πατρίκη 32



***** Το γράμμα τούτο, χαρακτηριστικό πάνω απ' όλα και για την αγαλήνευτη νοσταλγία της ζωής που περνούσε στην Αθήνα, μου το 'χε στείλει το Νοέμβριο του 1919 από την Θεσσαλονίκη, όπου είχε πάει τότε, μια κι είχε διορισθή, στις 31 Οκτωβρίου 1919, υπάλληλος στην εκεί Νομαρχία με τον αρκετά καλό βαθμό του α' γραμματέα. Ο διορισμός του έγινε μετά την προσωρινή απαλλαγή του από το στρατό, αφού έτυχε να περιλάβη κι αυτόν η ευεργετική διάταξη της αναστολής της στρατιωτικής υπηρεσίας για τους φοιτητές της φιλολογίας. Στα Άπαντα (σελ. ΧΧΥΙΙΙ) αναφέραμε πως είχε εγγραφή στη Φιλοσοφική Σχολή και για ποιον λόγο έκανε αυτήν την εγγραφή. Απόσπασμα της επιστολής δημοσιεύτηκε στα Άπαντα, σελ. ΧΧ



(2)

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Χθες σου γραψα να μου τηλ/σης ότι δήθεν ο Θάνος είναι άρρωστος για να μπορέσω να πάρω άδεια και να έλθω.

Συμβαίνει το εξής: Οι συνάδελφοί μου της εδώ Διοικήσεως, οι οποίοι όλοι είναι δικηγόροι και οι ομοιόβαθμοι, αριθμούν 8-10 χρόνια στην υπηρεσία, δεν είδαν με καλό μάτι το διορισμό μου. Τώρα δε έμαθα ότι πρόκειται να υποβάλουν υπόμνημα στο υπουργείο ζητούντες πράγματα επιζήμια για τους νέους υπαλλήλους και απειλούντες ομαδικήν παραίτησιν. Συγχρόνως δε από 3-4 ημερών εξηφανίσθη και ο Διευθυντής της Νομαρχίας μας χωρίς να γίνει γνωστόν πού επήγε. Συνδυάσας λοιπόν το υπόμνημα με την απουσίαν του διευθυντού, συνεπέρανα ότι ήλθε αυτού για να το υποβάλη και να φροντίση. Σου γράφω λοιπόν να μου τηλ/σης για να έλθω κι εγώ και συνεννοούμενος με τους εν τω υπουργείω συναδέλφους να φροντίσω για αντίδραση. Σήμερα είδα το διευθυντή εδώ. μας μένει λοιπόν να μάθουμε αν ήλθε αυτού και αν συνεπώς υπεβλήθη το υπόμνημα.

Καταφεύγω πάλιν σε εσένα επειδή ξέρω πόσο θα ενδιαφερθής για ένα ζήτημα από το οποίον ίσως θα εξαρτηθή το μέλλον μου, γιατί πρέπει να σου πω ότι και η ελάχιστη χειροτέρευση αν επέλθη στη θέση μου, είμαι αποφασισμένος να παραιτηθώ.

Σε παρακαλώ λοιπόν μόλις λάβης το γράμμα μου (και μ.μ. δέχονται στο υπ. Εσωτερικών) να πας στο Υπουργείο και να ρωτήσεις τον Τμηματάρχη του Προσωπικού κ. Γκιων (ή αν λείπει τον αντικαταστάτη του) αν έφυγε ο κ.Λαζαρίδης (είναι το όνομα του διευθυντού της Νομ. μας). Θα προσποιηθής ότι έμαθες ότι ήλθε και τον χρειάζεσαι για υπόθεσή σου. Αν δεν έχει έλθει καθόλου θα το καταλάβης. Αν πάλιν ήλθε και έφυγε θα στο ειπή. Μην αναφέρεις καθόλου τόνομα μου. Υπολογίζω ότι αν ήλθε, θα επαρουσιάσθη στο υπουργείο προχθές τη δευτέρα. Μπορείς να ρωτήσεις και τον επιθεωρητή της Διοικήσεως κ.Μάντζαρη, με τον οποίον συνδέεται ο κ.Λαζαρίδης. Εσύ μπορείς να επινοήσεις κι άλλον τρόπο για να μάθης. Και αν μεν βεβαιωθής ότι ήλθε, αν δε μού 'κανες ακόμη το τλ/μα που σου έγραψα χθες, θα προσθέσης μετά τις λέξεις «έλθε ταχέως» τη λέξη «ενταύθα» για να καταλάβω. Αν μου ετηλ/σες θα επαναλάβης το τηλ/μα. Αν μάθης ότι δεν ήλθε δε θα κάμης τίποτα παρά θα μου γράψης.

Θα σου γράψω άλλοτε περσότερα απαντώντας και στο γράμμα σου.

Προς το παρόν έχω πεποίθηση στη διπλωματικότητά σου και στην εχεμύθειά σου.

Σε φιλώ και σου έυχομαι καλές γιορτές.

Κωστάκης

25 - 12 - 19

***** Οι φόβοι του Καρυωτάκη σχετικά με το υπόμνημα των συναδέλφων του που αναφέρει αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Από το υπουργείο των εσωτερικών επληροφορήθηκα πως τέτοιο υπόμνημα δεν είχε αποσταλεί ούτε εξ άλλου ο διευθυντής της Νομαρχίας είχε πάει από τη Θεσσαλονίκη εκεί. Ο Θάνος που μνημονεύει είναι ο αδελφός του, συνταξιούχος τώρα διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας. Ο Καρυωτάκης τον αγαπούσε βέβαια πολύ, αλλά ποτέ του έξω από το σπίτι δεν έκανε παρέα μαζί του.



(3)

Αγαπητέ μου Χαρίλαε,

Με πολλήν χαράν εδιάβασα το γράμμα σου. Ήταν πολύ όμορφα γραμμένο και μου θύμισε αυτό που έλεγες, να συγγράψης δηλ. τα απομνημονεύματά σου. Λοιπόν, σοβαρώς, έχω τη γνώμη πως αν το επιχειρήσης δεν θα κάνεις καθόλου άσχημα. Ν' αρχίσης από τότε που πήγες φοιτητής στην Αθήνα και να εκθέσης όλα σου τα ειδύλλια, όλα σου τα επεισόδια με τις διάφορες σπιτονοικοκυρές, όλες τις διαφωνίες που εδημιούργησες με τους συναδέλφους σου, όλα σου τα ξυλοκοπήματα από τους αντίζηλους, αν και δεν πιστεύω να είναι πολλά τα τελευταία. Κι όλα αυτά να τα περιγράψης με ειλικρίνεια άλλοτε σοβαρά και άλλοτε μ' ένα μελαγχολικό χιούμορ, αναλύοντας συγχρόνως την ψυχολογική σου κατάσταση. Εννοείται ότι την ειλικρίνεια πρέπει να τη φυλάξης στο αίσθημα, ενώ τα επεισόδια μπορείς να τα αλλάξης επί το παραδοξότερον. Αυτά στα γράφω σοβαρά γιατί ενώ έχεις ζήσει ομολογουμένως μια ζωή μποέμ, έχεις συγχρόνως και το χάρισμα να την εξιστορής ωραία. Ένα τέτοιο βιβλίο και να μην το τυπώσης, θαναι όμορφη ανάμνηση.

Την "Αφροδίτη" την έβαλα και για την ανάγκη της ρίμας και συμβολικά και με την βεβαιότητα ότι μέσα στις τόσες θαχες κάποια και μ' αυτό τ' όνομα.

Αν και δεν έχω τίποτα άξιο λόγου να σου γράψω και το κεφάλι μου είναι καμωμένο καζάνι από τη δουλειά, θα προσπαθούσα κι εγώ να σου γράψω πολλά, όπως έχεις το δικαίωμα να τ' αξιώσεις υστερ' από κείνο το γράμμα σου, αλλά βιάζομαι να τελειώσω όπως όπως αυτό το γράμμα μου για να σε παρακαλέσω να μου κάνης μια μικρή χάρη που επίγει. Είδα χθες στην εφημερίδα ότι κοινοποιείται διαταγή εντός τριών ημερών δια της οποίας ανακαλούνται οι οπωσδήποτε τυχόντες αναστολής κληρωτοί του 1919. Θα με υποχρεώσης λοιπόν αν πας μόλις λάβης το γράμμα μου στο Στρατολ. Γραφείο και ρωτήσης αν περιλαμβάνονται και οι φοιτηταί της Φιλολογίας οι τυχόντες αναστολής μέχρι πέρατος σπουδών κι αν εγώ επειδή είμαι υπάλληλος μπορώ να τύχω κανενός ευεργετήματος. Δεν θ' αναφέρης εννοείται τ' όνομά μου. Αν πρέπει να προσέλθω μου τηλεγραφής, ειδεμή μου γράφεις. Να ιδούμε τι θα γίνει. Τι διάολο, δεν εννοούν να μ' αφήσουν ήσυχο ποτέ;

Εδιάβασα ακόμα ότι εκοινοποιήθη διαταγή να προσέλθουν στα σώματά τους όλοι οι απεσπασμένοι. Εσύ πώς θα τα καταφέρης. Θα μείνης; Τουλάχιστο να σμίγαμε πάλι, έστω και υπό τέτοιες περιστάσεις.

Μην κάνης λόγο σε κανένα για την ανάκληση της αναστολής.

Περιμένω γρήγορα γράμμα σου.

Σε φιλώ

Κωστάκης

4 - 2 - 920

****** Αναφορικά με τη διαταγή για την ανάκληση της αναστολής της στρατιωτικής θητείας των κληρωτών του 1919, σημειώνουμε πως ο Καρυωτάκης, μ' όλο που γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896, ήταν γραμμένος από τον πατέρα του, με έτος γέννησης 1899, στα μητρώα της κοινότητας Συκιάς της Κορινθίας, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε τότε να να εγγράφη ο κάθε πατέρας τα παιδιά του στα μητρώα του τόπου όπου τούτος γεννήθηκε, ή απ' όπου κρατούσε. Κι ο πατέρας του Καρυωτάκη είχε γεννηθεί στη Συκιά. Ο παππούς του ποιητή λεγόταν Κώστας Ευθυμίου, κι είχε γεννηθεί τον καιρό της ελληνικής επανάστασης σ' ένα βουνό, εκεί που είχαν καταφύγει οι γονείς του για ν' αποφύγουν τους καταδιωγμούς των Τούρκων. Όμως , επειδή μικρός ορφάνεψε κι απόμεινε απροστάτευτος, πολύ φτωχός, βρήκε καταφύγιο στα Καργιώτικα, ένα χωριό πολύ κοντά στη Συκιά, όπου καθημερινά πήγαινε για θελήματα και άλλες μικροδουλειές. Κι οι Συκιώτες σα βλέπανε αυτό το μικροκάμωτο, μα τόσο πρόθυμο κι εργατικό φτωχόπαιδο, λέγανε κάπως σπλαχνικά: Να το καημένο το καργιωτάκι! Του βγάλανε δηλ. μια προσονομασία, που του 'μεινε κατόπι για επώνυμο. Μα σιγά σιγά, όταν μεγάλωσε αυτό «το καημένο το καργιωτάκι», καθώς διακρινόταν για την αξιοσύνη του και το επιχειρηματικό του πνεύμα, έγινε, τέλος, ο καλύτερος νοικοκύρης της Συκιάς: απόχτησε χτήματα πολλά, έχτισε το ανώτερο σπίτι του χωριού, σπούδασε, είτε στο Πανεπιστήμιο, είτε στο Πολυτεχνείο τα πέντε του αγόρια και καλοπάντρεψε τις δυο του κόρες.

****** Όσο για την ανάκληση της αναστολής και για τους φοιτητές της φιλολογίας (ο Καρυωτάκης είχε γραφή στη Φιλοσοφική Σχολή το 1918), αυτή πραγματοποιήθηκε τότε, κι έτσι ξαναρρίχθηκε στο στρατό ως το καλοκαίρι του 1921 που απαλλάχτηκε πια οριστικά. Όσα πάλι μνημονεύει για την "Αφροδίτη", αποτελούν απόκριση σε κάποια δική μου επιστολή, όπου, απαντώντας σε μια δική του, του έλεγα πως με καμιά ποτέ μου δεν είχα συνδεθή που να τη λέγανε Αφροδίτη, καθώς έγραφε στους ακόλουθους στίχους ενός ποιήματος που είχε εσωκλείσει στο γράμμα:

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουνε τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θαχουν της Ειρήνης.

(Το ποίημα με τον τίτλο «ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ στον ποιητή Χαρίλαο Σακελλαριάδη, που, φοιτητές γλεντούσαμε μαζί», πρωτοδημοσιεύθηκε στον "Νουμά", 24 Οκτωβρίου 1920, σελ. 259, κι από 'κει, μ' αλλαγμένο τον τίτλο και κάπως παραλλαγμένη την πρώτη στροφή, περάστηκε στα Νηπενθή και κατόπιν στα Άπαντα, σελ. 43). Η Ειρήνη πάλι, που αναφέρεται στο ποίημα, ήταν μια ομορφοκαμωμένη ξανθή κοπέλα, που έμενε γωνία Κουντουριώτου-Νοταρά, απέναντι στο σπίτι που καθόταν μόνος του το 1918 ο Καρυωτάκης, στον οποίο, καθώς είχε συνδεθή μ' αυτόν, έστελνε τακτικά γράμματα με την υπηρέτρια του σπιτιού της. Και τούτης είναι τα γράμματα, που, κατόπι, αναφέρω στα Άπαντα (σελ. 205), επίμονα ύστερα του ζητούσε κάποιος αξιωματικός του Ναυτικού, που έπειτα είχε ερωτευθή την παλιά φιλενάδα του ποιητή. Είναι αβάσιμα λοιπόν όσα γράφονται στα Άπντα τα Ευρισκόμενα (τ.Β', σελ. 284), ότι αυτά τα γράμματα ήσαν της και μετά θάνατον, έτσι καθώς δυσφημίζεται, κακότυχης Άννας Σκορδύλη-Χαροκόπου, της πρώτης μα και μοναδικής, καθώς έχω τονίσει, ζωηρής αγάπης του Καρυωτάκη, ενός από τα πολλά και τούτης κατόπι θύματα της Δεκεμβριανής παραφροσύνης.



(4)

Αγαπητέ μου Χαρίλαε,

Τι γίνεσαι; Πάλι άργησα να σου γράψω. Ίσως γιατί έπρεπε πρώτα ν' αρχίσω να σε επιθυμώ και να βεβαιωθώ ότι και συ, για τον ίδιο λόγο, θα διαβάσης με περσότερη ευχαρίστηση το γράμμα μου.

Πώς τα περνάς στο Υπουργείο που είσαι απεσπασμένος; Επέρασες στο θέμα; Ο Ραφτόπουλος; Ο Βασιλάκης τι κάνει; Είδα, εκυκλοφόρησε το βιβλίο του. Η Μαρία του Φοιτητικού; Α, πόσο σας θυμάμαι, πόσο τα θυμάμαι όλα με λαχτάρα! Τον κήπο του Κλαυθμώνα, το Γράβαρη, το Ζάππειο, το σπίτι της οδού Φαβιέρου... Ναδινε ο θεός, απαλλαγμένος από το στρατιωτικό ναρχόμουνα κάποτε και για μένα οριστικά αυτού. Γραφιάς να διοριζόμουνα μόνο για να μπορώ να τρώω λίγο ψωμί στου Λούκουλλου.

Ο Θάνος είναι αυτού. Θα τον είδες βέβαια. Εκάνατε κανένα γλέντι μαζύ;

Εγώ εδώ τόρριξα στο διάβασμα. Δεν έχω πώς αλλιώς να περάσω τις ώρες μου. Εδιόρθωσα και το δράμα. Το κάλλιστον όμως όλων, δεν έγραψα ευτυχώς τίποτα ή σχεδόν τίποτα αφ 'ότου ήρθα· ένα μόνο ποίημα. Άμα λήξη η άδεια θα προσπαθήσω να μπω στο νοσοκομείο των Χανιών για να πάρω από κει την άδεια. Αλλά δεν πιστεύω να το κατορθώσω, γιατί θα καταλαβαίνης βέβαια ότι εδώ δεν είναι εύκολο ν' αποφασίση κανείς εκείνο που ξέρεις.

Περιμένω γρήγορα γράμμα σου.

Σε φιλώ πολύ

Κωστάκης

****** Το αχρονολόγητο τούτο γράμμα είναι πάντως γραμμένο τον Απρίλιο του 1920 στο Ρεθυμνο, όπου φαντάρος τότε και με δίμηνη άδεια αναρρωτική, είχε πάει να μείνει μαζί με τους γονείς του, που εκείνη την εποχή βρίσκονταν εκεί.

Αναφορικά με το θέμα που με ρωτάει αν είχα περάσει, πρόκειται για τις γραπτές εξετάσεις στα λατινικά που θα έδινα τότε, όπως του είχα γράψει, για το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής. Ο ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος που μνημονεύει, ήταν φίλος πολύ περισσότερο δικός μου, παρά του Καρυωτάκη. Ακόμη φυλάω το ακόλουθω γράμμα που μου έγραψε λίγη μόλις ώρα πριν πεθάνη σε μια κλινική, την ίδια πουη ύστερ' από επτά χρόνια μας άφησε και η Πολυδούρη:

Κλινική Χρηστομάνου 24 - 11 - 23

Αγαπητοί μου Σακελλαριάδη και Πελεκίδη.

Πεθαίνοντας σας ευχαριστώ.

Ιωσήφ Ραφτόπουλος

Οπωσδήποτε συνδεόταν αρκετά και με τον Καρυωτάκη, που μετά το θάνατο του φίλου του έγραψε ένα συγκινητικό άρθρο στο περ. Εμείς 2 Μαρτίου 1924 (=Άπαντα, σελ. 239-240). Ο Βασιλάκης πάλι, που κι αυτόν αναφέρει, ήταν ο Βασίλης Λειψιανός, περισσότερο γνωστός με την προσονομασία Λείψανος, που του είχαν βγάλει οι θαμώνες του κεφενείου του κήπου του Κλαυθμώνος, όπου εκείνη την εποχή σύχναζε και ο Καρυωτάκης, καθώς κάνω λόγο στο άρθρο Ο Καρυωτάκης επιθεωρησιογράφος, Ν. Εστία 15 Απριλίου 1940, σελ. 474-482. Παλιός αδιόρθωτος μποέμ, δημοσίευε κάπου κάπου άρθρα σ' εφημερίδες κι είχε τότε εκδώσει σε βιβλίο μερικά διηγήματά του. Ήταν πολύ φτωχός και τον φιλοξενούσε κάποιος στο ερημικό τότε Ψυχικό, απ' όπου κάθε πρωί ερχόταν στην Αθήνα με τα πόδια και το βράδυ γύριζε πάλι περπατώντας. Η Μαρία, εξ άλλου, ήταν μια χαριτωμένη παιδούλα 12-13 χρονών, κόρη του εστιάτορα του Φοιτητικού, ενός εστιατορίου της οδού Σόλωνος, όπου έτρωγε μαζί μου εκείνη την εποχή ο Καρυωτάκης. Εκεί, μετά την απαγωγή μιας νεκροκεφαλής από το νεκροταφείο, που γι' αυτήν αναφέρω στα Άπαντα (σελ. 205), την τοποθετήσαμε στο τραπέζι που τρώγαμε, με την πρόφαση πως είμαστε φοιητητές της Ιατρικής. Όσο για το Γράβαρη, ήταν ο ιδιόρρυθμος Ζακυνθινός μπαρμπέρης Σπύρος Γράβαρης, που βαστούσε κάποιο κουρείο δίπλα στο ιστορικό καφενείο Μαύρος Γάτος, εκεί στο ισόγειο του παλαιικού εκείνου σπιτιού, γωνία Ακαδημίας και Ασκληπιού, που σ' ένα χρονογράφημά του ο Παλαμάς στο Εμπρός το είχε αποκαλέσει «Σπίτι του κάρακα», έτσι όπως ονομαζόταν η ετοιμόροπη κατοικία, αυτή που περιγράφει στους Αθλίους ο Ουγκώ. Ο ίδιος άλλωστε ο Παλαμάς, καθώς και ο Εμμ. Λυκούδης, γείτονες του απαρχαιομένου αυτού σπιτιού, καταλέγονταν στους τακτικούς πελάτες του Γράβαρη. Εκτός από την ξακουσμένη εκείνη «παλαιά φρουρά» συχνοπήγαιναν εκεί και μερικοί ελεύθεροι ακόμα τότε του καλάμου σκοπευτές: ο Καρυωτάκης, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο Νίκος Λαΐδης (ο κατόποι Πολ Νορ), ο Γ. Σταυρόπουλος. Κοντά σε τούτους, ο κάπως αφελής συντοπίτης του εθνικού μας ποιητή, επηρεασμένος φαίνεται από την ποιητική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε αυτού, άρχισε και τούτος να σκοαρώνη στιχάκια και να τα απαγγέλλη με το ιδιαίτερο γνώρισμα της ζακυνθινής προφοράς του, φιλοδοξώντας ίσως να φανή ισάξιος του παλιού συναδέλφου του Πανάγου Μελησιώτη, του ποιητή της Θυμιούλας της Γαλαξιδιώτισσας και του σύγχρονού του, μπαρμπέρη και τούτου, Στέλιου Αυγουστάκη (ένα από τα πολλά του ποιήματα περάστηκε και στη Γάμπα, το περιοδικό του Καρυωτάκη), που με κάποια υπερβολή τον είχε κατόπι εγκωμιάσει για την ποιητική του αξία ο Κώστας Αθάνατος στο άρθρο του Εις το κουρείον των Μουσών (Κυριακή του Ελ. Βήμ,ατος 27 - 2 - 1927, σελ. 2). Επειδή ο Καρυωτάκης πολλές φορές χασομερούσε κάμποσο στο κουρείο περιμένοντας τη σειρά του να μπαρμπεριστή, για να γλυτώσει από την αρκετά νευριαστική γι' αυτόν αναμονή του εκεί, σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα: Μου ανέθεσε να πω στο Γράβαρη, τάχα εμπιστευτικά, πως πήρε από μια κληρονομιά 500 χιλιάδες δραχμές, ποσό αστρονομικό εκείνη την εποχή· πράγμα που το πήρε στ' αλήθεια ο ελαφρόμυαλος μπαρμπέρης, κι έτσι τα βόλευε με τέτοιο τρόπο, που ο φανταστικός μας κληρονόμος από τότε οικονομιόταν μια χαρά. Και καθώς ο Γράβαρης τον έβλεπε πάντα μετρημένο στα λόγια, αρκετά σοβαρό, δεν είχε σχηματίσει και τόσο καλή ιδέα για την πνευματική του ικανότητα. -- Δεν είναι ξύπνιος, μου 'λεγε, θα του τα φάνε γρήγορα τα λεφτά οι κατεργάρηδες. -- Το σπίτι της οδού Φαβιέρου, που και τούτο μνημονεύει, ήταν το σπίτι όπου έμενε τότε μόνος, αφού οι δικοί του λείπανε στην Κρήτη, εκεί που υπηρετούσε ο πατέρας του μετά τον ξαναδιορισμό του, μια και για πολιτικούς λόγους είχε χάσει προσωρινά το 1916 τη θέση του πολιτικού μηχανικού. Στο σπίτι αυτό βρίσκονταν και τα γραφεία του περιοδικού Η Γάμπα, όπως άλλωστε το είχε αναγράψει στο έμμετρο υπότιτλό της, συνθεμένο κατά το σύστημα του Ρωμηού του Σουρή:

Προσωρινώς, γραφεία μας
έχομε οδός Φαβιέρου,
54 αριθμός,
στο σπίτι κάποιου γέρου.

Μας βρίσκουνε τα άτομα
εις το μεσαίον πάτωμα
5 με 7 το εσπέρας
καθ' όλας τας ημέρας.

Λίαν δεχόμεθα ευγενώς
παξιμαδοκλέπτριας,
μοδίστες, κοριτσόπουλα
και σοβαρά κυρίας.

Ο Λούκουλος ήταν ένα εστιατόριο, όπου κι αυτού αρκετές φορές τρώγαμε μαζί. ήταν πολύ παλιό, αφού σ' ένα μυθιστόρημά του το αναφέρει ο Ξενόπουλος, μαζί με κάποιο άλλο παλαιότατο, το εστιατόριο του Ξύδη, στην οδό Ιπποκράτους. Βρισκόταν στη γωνία Δώρου και Σατωβριάνδου, εκεί που κατόπι, μετά την κατεδάφισή του, είχε εγκατασταθεί το εστιατόριο Ελληνικόν, που καταστράφηκε πριν λίγα χρόνια από πυρκαγιά -- Το δράμα που αναφέρει πως το ετελείωσε, είναι εκείνο που μνημονεύω λεπτομερώς στα Άπαντα, σελ. ΧΧΧΧΥ. Όσο για το ποίημα, το μόνο που, καθώς γράφει, είχε συνθέσει τότε, πρόκειται για τον Γυρισμό, που πρωτοδημοσιέυθηκε στο Νουμά, 17 Οκωβρίου 1920, σελ. 241, με αφιέρωση: στον ποιητή Μαλακάση. Το έβαλε υστερα στα νηπενθή, και κατόπι περάστηκε στα Άπαντα, σελ. 27-28. Στην πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, ένας του στίχος άρχιζε Γέλιο ιλασμού, Σαρωνικέ. Κι όταν του είπα πως ο Καρθαίος που είχε διαβάσει το ποίημα στο Νουμά, μου διατύπωσε τη γνώμη ότι η έκφραση δεν είναι σωστή, τη διόρθωσε κατόπι σε: Γέλιο των θεών, Σαρωνικέ. Κι άμα μου επρωτοδιάβασε το ποίημα και με ρώτησε αν μου αρέση, του απάντησα πως στο στίχο, που τώρα είναι γραμμένος: Άσωτο φτάνω εγώ παιδί πάλι σε σας να λυγιστώ αντί "λυγιστώ" είχε βάλει άλλη, αταίριαστη κατά τη γνώμη μου, λέξη, και του σύστησα να μπη εκείνη, πράμα που αμέσως το παραδέχθηκε. Γιατί, καθώς μνημονεύω στα Άπαντα (σελ. ΧΧΧΧΙΙΙ) «δεν δυσκολευόταν ακόμα να ζητήση από στενούς του φίλους τη γνώμη για όσα έγραφε και με προθυμία δεχόταν τις υποδείξεις τους, όταν τις εύρισκε σωστές». Στο τελευταίο μέρος της επιστολής, εκεί που γράφει ότι θα προσπαθήσει να μπη στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Χανιών για άδεια, προσθέτει: Αλλά δεν πιστεύω να το κατορθώσω, γιατί θα καταλαβαίνης βέβαια ότι εδώ δεν είναι εύκολο ν' αποφασίση κανείς εκείνο που ξέρεις. Εδώ εννοεί κάποιο στρατήγημα που είχε επινοήσει όταν ήταν στρατιώτης, ένα τέχνασμα τόσο παραπλανητικό, που όσοι τον βλέπαν πέφταν σε παγίδα κι αμέσως τον έστελναν σε στρατιωτικό νοσοοκομείο, απ' όπου πάντα τα κατάφερνε να βγη μα άδεια αναρρωτική. Κι έτσι, με τέτοιες άδειες πέρασε τον περισσότερο καιρό της στρατιωτικής του θητείας. Την απαλλαγή του εξ άλλου από τον στρατό σε καμίαν δεν την οφείλει πάθηση οργανική, μια που από μικρός ήταν πολύ γερός κι είχε αξιοθαύμαστη σωματική αντοχή, αλλά στη μεσολάβηση ενός συγγενή του, του τότε γενικού αρχίατρου Εμμ. Ευστρατιάδη, που εφρόντισε να τον απαλλάξουν -- Μικρό απόσπασμα αυτής της επιστολής δημοσιεύθηκε στα Άπαντα, σελ. ΧΧ.



(5)

Αγαπητέ Χαρίλαε,

έλαβα με ευχαρίστηση το γράμμα σου.

Για τον αδελφό σου δε μπόρεσα δυστυχώς να μάθω τίποτε. Ερώτησα πολλούς αιχμαλώτους από αυτούς που ήλθανε, αλλά δεν τον ήξερε κανένας. Πάντως όμως πρέπει να ελπίζεις γιατί έμειναν ακόμη εκεί κάτω. Εφόσον δεν είναι βεβαιομένος ο θάνατος του υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να ζη. Πολλοί απ' αυτούς που ήλθαν τους είχαν για χαμένους οι δικοί τους και πενθούσαν μάλιστα.

Γράψε μου κανένα από εκείνα τα μεγάλα παλιά γράμματά αφού ακόμη μπορείς και γράφεις από αυτά. Εγώ όταν θελήσω να σου γράχω κάτι τι παραπάνω από τα τυπικά, είμαι βέβαιος ότι θα αρχίσω τις αιώνιες μεμψιμοιρίες που δε σ' αρέσεουν καθόλου. Γι' αυτό προτιμώ να σιωπήσω.

Εν τούτοις θα ήθελα πάρα πολύ να ήσουν εδώ, να τα λέγαμε προφορικώς. Θα κάναμε και καμιά απόπειρα να πιούμε, να γλεντήσουμε όπως τότε. Ποιος ξέρει, μπορεί να πετύχαινε.

Τις διακοπές δε θαρθης; Εγέλασα με όσα έγραφες για τις τσούπες του Βελημαχιού. είχαν καμμιά σχέση με το επεισόδιο εκείνο που σου συνέβη και που δεν επληροφορήθηκα παρά εντελώς αόριστα; Αλήθεια, σ' εμαχαίρωσαν, βρε φουκαρά; Πώς και γιατί;

Με φιλιά

Κωστάκης

19 - 5 - 923

***** Το γράμμα τούτο είναι απάντηση σ' ένα δικό μου, που του 'χα στείλει από κάποιο χωριό της Πελοποννήσου, όπου είχα πρωτοδιορισθή ελληνοδιδάσκαλος στο εκεί Ελληνικό σχολείο. Πάνω απ' όλα τον παρακαλούσα να φροντίση για να πληροφορηθή από τους αιχμαλώτους που άρχισαν τότε να γυρίζουν από τη Μ.Ασία, μήπως κανένας τους γνωρίζη τίποτα για την τύχη του μικρότερου αδελφού μου Θόδωρου, που, εικοσάχρονος ακόμα, χάθηκε στην υποχώρηση του στρατού μας. Και μ' αυτόν πριν πάει στρατιώτης έκανε τακτικά παρέα ο Καρυωτάκης, μια κι εκείνος έγραφε ποιήματα, κι ένα μάλιστα με τον τίτλο Ματαιότης, δημοσιεύθηκε στο Νουμά, 12 Δελεμβρίου 1920, σελ 381. Όσο για τούτο που γράφει «Θα κάναμε και καμιά απόπειρα να πιούμε», δεν θα 'ταν άσκοπο, νομίζω, να μνημονεύσω, πως είτε μόνος του, είτε με την οικογένειά του βρισκόταν, ποτέ του δεν έπινε κρασί. Το κρασί δε μου αρέσει, μου 'λεγε κάποτε. Το πίνω μόνο για την ευχάριστη διάθεση που μου φέρνει έπειτα. Και, καθώς φαίνεται, όταν τύχαινε να πιη πιο πολύ, από την ευχάριστη τούτη διάθεση μπορούσε να μεταπέση ως τα όρια της επικίνδυνης ασυλλογιστίας. Το χειμώνα του 1918, μου είπε ένα βράδυ, πως την προηγούμενη βραδιά που είχαμε γλεντήσει και είχε πιει παραπάνω, όταν γύρισε αργά στο σπίτι του, στην οδό Νοταρά 22, όπου καθόταν τότε σε μια σοφίτα, αντί να πάη να κοιμηθή, ανέβηκε στο πεζούλι της ταράτσας κι άρχισε εκεί κάμποση ώρα να τρέχει από τη μια της άκρη ως την άλλη. Και στην ερώτηση μου πώς δε φοβήθηκε μην πέσει στο δρόμο και σκοτωθεί, μου απάντησε γελώντας: -- Α, όλα κι όλα! Μ' όλο μου το μεθύσι, εκεί που έτρεχα πρόσεχα πάντοτε να γέρνω προς τα μέσα, κι έτσι αν έπεφτα θα ριχνόμουν στην ταράτσα. Καθώς πάλι μου είχε πει ο ξάδελφος του Θόδωρος Καρυωτάκης, εκεί που περνούσαν μεσάνυχτα την οδό Πατησίων, τις απόκριες του 1924, αν δε γελιέμαι, κι είδε άξαφα φέρετρα σε μια φωτισμένη βιτρίνα ενός γραφείου κηδειών, αμέσως έγινε έξω φρενών -- Απόκριες τώρα και να βλέπω φέρετρα! εφώναξε με μιας, και, κεφωμένος καθώς ήταν, παίρνει μια πέτρα (υπήρχαν ακόμη τότε πέτρες στην οδό Πατησίων) και, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν τον βλέπει κανείς, την πετάει με δύναμη κατά τη βιτρίνα· μα μόλις είδε πως την έσπασε, αμέσως το έβαλε μετανιωμένος στα πόδια. Όταν εξ άλλου τύχαινε, παρασυρμένος από τους συμπότες του, να παραπιή, προξενούσε ύστερα την εντύπωση ανθρώπου με αποναρκωμένες τις αισθήσεις, έτσι καθώς παραμιλούσε και καθώς τόσο πολύ αδυνατούσε τότε να βαδίση που αναγκαζόμουν να τον υποστηρίζω ως που να τον πάω στο σπίτι και να τον βάλω να κοιμηθή. Άμα τον Ιανουάριο του 1919 πήρε την άδεια του δικηγόρου, για να πανυγηρίσουμε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός, εκάναμε οι δυο μας ένα γλεντάκι στην παλιά ταβέρνα Μάζεστικ, κοντά στο Πολυτεχνείο. Μα επειδή το 'φερε η τύχη να πιη πολύ περισσότερο από ότι είναι σωστό, μόλις βγήκαμε έξω τα μεσάνυχτα, αμέσως έπεσε στο πεζοδρόμιο αναίσθητος σχεδόν. Κάπου κάπου μόνο μιλούσε ξεκάρφωτα και μονάχα σε μια στιγμή που ήρθε κάπως στα συγκαλά του μού είπε: -- Αν μάθη τίποτα ο Δικηγορικός Σύλλογος γι' αυτό το ρεζιλίκι, θα με διαγράψη από δικηγόρο! Μ' έφερε η ανάγκη τότε να πάρω ένα αμάξι για να τον παω στο σπίτι του. -- Απόσπασμα αυτού του γράμματος δημοσιεύθηκε στα Άπαντα, σελ. ΧΧΙΙ-ΧΧΙΙΙ.



(6)

Αθήναι, 31 - 5 - 25

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Έλαβα την κάρτα σου. Σ' ευχαριστώ για τας ευχάς σου, μα περσότερο γιατί με θυμήθηκες, έστω και τόσο αργά.

Σου είχα γράψει εν τω μεταξύ επανειλημμένως, αλλά, καθώς είσαι, φαντάζομαι... πολυάσχολος αυτού πέρα, δε μπόρεσες ν' απαντήσης.

Τι γίνεσαι, πώς τα περνάς; Εγώ απορώ πώς είχες την υπομονή να κάθεσαι χρόνια ολόκληρα στα βουνά και την ψηλή ραχούλα, εσύ που έλεγες και εφαίνετο ότι δεν θα μπορούσες να ζήσης μακριά από την Αθήνα.

Τώρα το καλοκαίρι δε σκέφτεσαι να κάνης κανένα ταξειδάκι; Τι διάολο, μήπως απεφάσισες να πλουτίσης;

Εγώ προσφέρω τας υψηλάς μου υπηρεσίας εις το Υπουργείον Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, παρακαλώ.

Παρέα κάνω καμιά φορά, το Νίκο και τον ξάδελφό μου Θόδωρο, αν τον θυμάσαι.

Κατα τα λοιπά, γραφείο και σπήτι.

Η ζωή μου είναι ένα ωραίο (τρόπος του λέγειν) ρολογάκι, το οποίον ο Παντοδύναμος έχει την καλοσύνη να κουρντίζη ακόμη κάθε πρωί.

Ο Θάνος είναι στην Ξάνθη. Τον μετέθεσαν τελευταίως εκεί επειδή είχε αναμιχθεί σε κάποια κίνηση των υπαλλήλων της Τραπέζης για την άυξηση των μισθών κλπ.

Σου αποστέλλω το τραγούδι που εζήτησες.

Γράψε μου πολλά νέα σου.

Χαιρετσιμούς από το Νίκο.

Σε φιλώ

Κωστάκης

***** Πόση ευσυνειδησία, μα και ικανότητα έδειξε ο Καρυωτάκης στο Υπουργείο Υγιεινής που καθώς γράφει υπηρετούσε τότε, φαίνεται καθαρά από μια πρόταση προαγωγής που του έκαναν κατόπι, της οποίας ένα απόσπασμα καταχωρήσαμε στα Άπαντα, σελ ΧΧΥΙ. Ο Νίκος που αναφέρει ότι έκανε παρέα, είναι ο στενός του φίλος κ. Ν. Καράκαλος, συνταξιούχος τώρα ανώτατος δικαστικός. Ο ξάδελφός του Θόδωρός, είναι ο συνθέτης κ. Θ. Καρυωτάκης, τραπεζικός υπάλληλος εκείνη την εποχή. Όσο για το τραγούδι που μου έστειλε, πρόκειται για το με τον τίτλο: «Ιστορία», που κατόπι μπήκε στις Ελεγείες και Σάτιρες με αφιέρωση: Στον κ. Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Περάστηκε και στα Άπαντα (σελ. 132) και κατόπι στα Άπαντα τα ευρισκόμενα, τομ. Α', σελ. 128, χωρίς όμως να αναγράφεται στις σημειώσεις (σελ. 227) ότι η πρώτη του δημοσίευση με τον επίτιτλο Καινουργιοι στίχοι και μαζί με το γνωστό σκίτσο του Καρυωτάκη από τον Ν. Καστανάκη, είχε γίνει στο περ. Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, 12 Δεκεμβρίου 1926, σελ. 5. Επίσης, ο επιμελητής της εκδόσεως τούτης σημειώνει (σελ. 232-233) ότι υποθέτει πως προηγήθηκε μια άγνωστη σ' αυτόν δημοσίευση του ποιήματος Συμφωνία εις Α μείζον, που έγραψε ο Καρυωτάκης για τον Μαλακάση. Πραγματικά, τούτο το ποίημα, μαζί με ένα άλλο, το Σταδιοδρομία, είχε δημοσιευθή στο πιο πάνω περιοδικό, 20 Νοεμβρίου 1927, σελ. 4, με τον επίτιτλο Έλληνες ποιηταί και την ακόλουθη σημείωση: Από το βιβλίο «Ελεγείες και Σάτιρες» που εκδίδεται προσεχώς. Επίσης, στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος (18 - 12 - 1927, σελ. 4) υπάρχει η πρώτη δημοσίευση των ποιημάτων Εμβατήριον πένθιμον και κατακόρυφον και [Σα δέσμη από τριαντάφυλλα] που και τούτη δεν αναφέρεται στα Άπαντα τα Ευρισκόμενα. Καθώς φαίνεται, μαζί με τις προηγούμενες, πέρασαν απαρατήρητες κι οι δύο τούτες δημοσιεύσεις από τον επιμελητή της έκδοσης αυτής, μ' όλο που είχε υπόψη την Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, μια και σημειώνει (σελ. 227.133, 228.135 και 136.191) πως σ' εκείνο το περιοδικό είχαν πρωτοδημοσιευθή κάποια άλλα ποιήματα του Καρυωτάκη -- Τα ποιήματα Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον και Σταδιοδρομία τα έστειλε ο Καρυωτάκης για δημοσίευση στην Κυριακή του Ελέυθερου Βήματος ύστερ' από πρόταση του Κώστα Ουράνη, του αρχισυντάκτη αυτού του περιοδικού, να του δώση συνεργασία, και πήρε 75 δραχμές γι' αμοιβή, τη μόνη υλική παροχή που, καθώς μου 'λεγε γελώντας, είχε αξιωθή να λάβη ως τα τότε από τα τόσα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει. Κατόπι, για τη μετάφραση του διηγήματος του Hoffman O Χαρτοπαίκτης, που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1928 στοπεριοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας πήρε 600 δραχμές. Άλλα μόνο για να κερδίση χρήματα είχε κάνει με κάποια βιασύνη από το γερμανικό κείμενο τη μετάφραση τούτη. Γιατί από τις τρεις χιλιάδες δραχμές που έπαιρνε από το μισθό του, έδινε τις χίλιες κάθε μήνα στην αρκετά εξ άλλου άυπορη οικογένειά του, που μαζί με τούτη έμενε τότε κι έτσι δύσκολα πολλές φορές μπορούσε να αντιβγή στα ατομικά του έξοδα, πάντοτε αξιπρεπής και πάντα μ' εξαιρετική επιμέλεια καθώς ήταν ντυμένος. Γι' αυτόν τον λόγο τον Μάιο του 1928, θυμάμαι πως αναγκάσθηκε να πουλήση ένα πλούσιο βαλιτσάκι που πριν από χρόνια πολλά του είχε φέρει ο γαμπρός του από τη Γερμανία -- Μικρό απόσπασμα της επιστολής δημοσιεύθηκε στα Άπαντα, σελ. ΧΧΙΙΙ.

Ο επιμελητής της έκδοσης Άπαντα τα Ευρισκόμενα, Γ.Π. Σαββίδης, απάντησε στις "κατηγορίες" για σφάλματα και παραλείψεις εκείνης της έκδοσης που κάνει εδώ ο Σακελλαριάδης, με άρθρο του, γραμμένο στις 20 Νοεμβρίου 1971 (δηλαδή 5 ημέρες μετά την έκδοση αυτού του τεύχους της Νέας Εστίας), αλλά δημοσιευμένο δύο μήνες αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1972, πάλι στη Νέα Εστία (τεύχος 1069), με τον τίτλο «Μικρή Απολογία [αντεπιθετική]», το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Στα χνάρια του Καρυωτάκη, Εκδ. ΝΕΦΕΛΗ (σειρά Λογοτεχνία και Κριτική), Αθήνα, 1989, σελίδες 151-155.



(7)

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Γιατί δεν ήρθες από το γραφείο; Σε περιμένω ως τις 1 1/2. Θέλω να σου πω και για το Δρομοκαΐτειο.

Κωστάκης

****** Ένα μπιλιέτο αχρονολόγητο, γραμμένο πάντως τον Ιούλιο του 1925, τότε που από την επαρχία που βρισκόμουν είχα έρθει τις διακοπές στην Αθήνα κι είχα πάει να τον ιδώ στο Υπουργέιο που υπηρετούσε, γωνία Πατησίων και Στουρνάρα. Όσο γι' αυτό που γράφει αναφορικά με το Δρομοκαΐτειο, σχετίζεται με κάποια φάρσα που του είχα τότε σκαρώσει, θέλοντας έτσι να του ανταποδώσω τα ίσα για όσα χωριστά συνήθιζε να κάνει. Γιατί εκτός από τις πολλές του φάρσες (μερικές από τις οποίες αναφέραμε στα Άπαντά του), και στις καθημερινές του ακόμα ομιλίες με τους στενούς του φίλους επινοούσε πλήθος μηθεύματα κάθε λογής με τόση επιδεξιοσύνη, που σ' όσους δεν εγνώριζαν τη μυθοπλαστική του ικανότητα, γινόταν αμέσως πιστευτός. Έπρεπε να προσέχω πολύ στα λεγόμενά του, μου 'λεγε ένα χρόνο πριν πεθάνη η Πολυδούρη, γιατί τόσο πολύ εμπέρδευε, στ' αστεία, την ψευτιά με την αλήθεια, που δύσκολα μπορούσε να καταλάβη κανείς την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. Γι' αυτό λοιπόν, μόλις απροειδοποίητα τον ξαναείδα ύστερ' από τρία χρόνια, κι αυτός με υποδέχθηκε με επιφωνήματα συγκίνησης και χαράς, αμέσως τότε εγώ καμώθηκα τον τρελό· έναν όμως τρελό ακίνδυνο ολοσδιώλου, έναν τρελό που εκδήλωσε την τρέλα του μονάχα με παραλογισμούς, ασυνάρτητες κουβέντες και μωρολογίες. Και τόσο καλά, φαίνεται, υποκρίθηκα αυτόν τον ρόλο, που ο φίλος μου το πίστεψε πως πραγματικά είχα χάσει τα λογικά μου, κι έτσι, αφού του πέρασε η πρώτη του κατάπληξη, μου διατύπωσε με τρόπο τη γνώμη του πως πρέπει να υποβληθώ σε θεραπεία, βεβαιώνοντας με τελικά ότι αυτός μπορούσε, χάρη στη θέση του εκεί στο Ιατροσυνέδριο, να φροντίση να μπω προσωρινά στο Δρομοκαΐτειο, ένα τέλειο νοσηλευτικό ίδρυμα όπως μου το χαρακτήρισε. Κι εγώ το δέχθηκα με προθυμία. Γιατί αντίθετα με τους άλλους φρενοβλαβείς, που το συνηθισμένο τους γνώρισμα αποτελεί η σταθερή πεποίθηση, πως όλοι τους είναι άνθρωποι ισορροπημένοι, απεναντίας εγώ προσποιήθηκα ότι παραδέχομαι για πράγμα βέβαιο την παραφροσύνη μου και τον παρακάλεσα να κοιτάξη το συντομότερο για την εισαγωγή μου σ' αυτό το φρενοκομείο. Μου υποσχέθηκε ότι θα ενεργήσει με ενδιαφέρον και να περάσω, πρόσθεσε, την άλλη μέρα για να μου πη το αποτέλεσμα των ενργειών του. Κι επειδή άργησα να περάσω, μου 'στειλε αυτό το μπιλιέτο στη διεύθυνση ενός θείου μου, αφού δεν ήξερε τη δική μου. Στη δεύτερη συνάντησή μας τού αποκάλυψα τη φάρσα μου. Αυτόςέβαλε αμέσως τότε τα γέλια και μια και βρισκόταν μόνος στο σπίτι (υπάρχει ακόμα, γωνία Ιπποκράτους και Κομνηνών, ιδιοκτησία τότε του πατέρα του), μου επρότεινε να μείνουμε μαζί, κι έτσι με φιλοξένησε 15 πάνω κάτω ημέρες.



(8)

Αθήναι, 14 - 1 - 26

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Έλαβα προ ημερών, το γράμμα σου και σ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σου, ευχόμενος κι εγώ να περάσης με υγεία και χαρά το νέον έτος.

Σ' ευχαριστώ επίσης για την ευγενική σου πρόσκληση και λυπούμαι γιατί προς το παρόν δεν μπορώ να έλθω. Άδεια δεν επήρα γιατί εκατάλαβα ότι θα έφευγα μετά την επάνοδό μου από το Ιατροσυνέδριο, όπου είμαι ακόμη τοποθετημένος και θα ήθελα να είμαι εφ' όρου ζωής, λόγω... του όγκου της εργασίας που μου έχουν εμπιστευθή.

Ας ελπίσουμε ότι αργότερα, μετά την οριστική «διάλυση» του Υπουργείου μας, την οποίαν θα επληροφορήθης, θα μου δοθεί ευκαιρία ναρθω αυτού να καθήσω όσο θαχω διάθεση, αφού θα είμαι κ' εν διαθεσημότι (άνευ προθέσεως καλαμπουριού).

Τώρα πιστεύω πως είμαι καλά στην υγεία μου. Ένα μήνα, μετά την αναχώρησή σου, είχα πυρετό και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να μου πουν ακριβώς τι έχω. Φαίνεται ότι ήταν παράφυτος. Έπαυσα να βάζω θερμόμετρο κ' εξέφυγα από τα μιαρά τους χέρια.

Εσύ τι γίνεσαι; Πώς τα περνάς τώρα αυτού πέρα;

Η φιλενάδα σου η Λιλή δεν επανήλθε. Τη διαδέχθησαν κάτι κρεμανταλάδες αποτρόπαιοι την θέαν. Το μαντιλάκι της τοχεις αυτού; Τότε θα παρηγορείσαι οπωσδήποτε.

Εμείς εξακολουθούμε τη μονότονη ζωή που ξέρεις. Γραφείο, σπήτι, διάβασμα και κάθε Κυριακή συναυλία στο Κεντρικό. Απελπισία φίλε μου. Λείπει και η ελάχιστη όρεξη γλεντιού. Φαντάσου ότι άρχισα πάλι, έπειτα από τόσων ετών διακοπή, γερμανικά στη Γερμανική σχολή. και να ιδής που είμαι τακτικώτατος μαθητής και αρκετά επιμελής!! Βρίσκω κάποιο πικρό θέλγητρο ν' αναπολώ την ξένιαστη φοιτητική ζωή και να φαντάζωμαι ότι προπαρασκευάζω ακόμη το μέλλον μου, το οποίον επρόφθασε κ' έγινε ήδη παρελθόν, και τι γενναίον παρελθόν!

Περιμένω γράμμα σου

Σε φιλώ

Κωστάκης

Έχεις απ' όλους χαιρετισμούς

***** Το παραπάνω γράμμα ο Καρυωτάκης μου το έστειλε απαντώντας σ' ένα δικό μου, όπου και πάλι τον προσκαλούσα να έρθη με άδεια στη Δημητσάνα, εκεί που βρισκόμουν τότε, για να μου κάνη συντροφιά και να ξενοιάση κάπως, αφού μάλιστα πριν λίγους μήνες με είχε φιλοξενήσει στην Αθήνα, όπως αναφέραμε στα σχόλια της προηγούμενης επιστολής. Από το γράμμα τούτο, αξιοσημείωτο κυρίως για την παραστατική διαγραφή της μονότονης ζωής που συνέχεια περνούσε τότε, ένα του απόσπασμα δημοσιεύθηκε στα Άπαντα, σελ ΧΧΙΙΙ.



(9)

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Άργησα να σου γράψω επειδή θα ήθελα το γράμμα μου να είναι αντάξιο του δικού σου, αν όχι σε κέφι κ' ευθυμία -- πράγματα που μου λείπουν -- τουλάχιστον όμως εις έκτασιν.

Τώρα αποφασίζω να σου γράψω όπως όπως, πρωτίστως για να σ' ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σου, την οποία λυπούμαι που δεν μπορώ να δεχθώ. Πρόκειται να πάρω μια άδεια αναρρωτική 45 ημερών. Εσκεπτόμην να κάνω ένα ταξειδάκι σε διάφορα μέρη και ναρθω κι αυτού για λίγες ημέρες. Προχθές όμως, εντελώς τυχαίως, προσεφέρθη κάποιος να μου προμηθεύση ένα εισητήριο δωρεάν για την Κωνστάντζα (Ρουμανίας). Εννοείται ότι έσπευσα να επωφεληθώ της ευκαιρίας. Θα πάω και θα γυρίσω δια θαλάσσης περνώντας από την Κων/πολι. Λέω να προεκτείνω το ταξίδι μου έως το Βουκουρέστι. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι αξίζει τον κόπο. Βόσπορος, Αγια Σοφιά, Μαύρη θάλασσα, Ρουμανίδες (ων ουκ έστιν αριθμός, καθώς μαθαίνω), όλα αυτά, και πολλά άλλα πράγματα μαζύ, θα ομολογήσης ότι μπορούν κάπως ν' αντισταθμίσουν με την ωραία Δημητσάνα. Αναντικατάστατη θα είναι μόνο η συντροφιά σου. Αλλά ελπίζω στο ερχόμενο καλοκαίρι ναρθης εσί πια στην Αθήνα, για να επαναλάβουμε, πρόχειρα ξαναζεσταμένη την παλιά μας εκείνη ζωή του γλεντιού, του απεγνωσμένου και αμφίβολου, για μένα τουλάχιστον, ακόμη και τότε.

Εγέλασα με τις απροσδόκητες ομοικαταληξίες σου. Φαίνεται ότι είσαι πάντα ο ίδιος. Τα χρόνια και το καταθλιπτικόν περιβάλλον δεν ήρκεσαν να σε δαμάσουν.

Εδώ εμεσολάβησε σιωπή εβδομάδος περίπου, έπειτα από την οποία απεφάσισα να σου στείλω, έστω και μισοτελειωμένο, το γράμμα μου για μη ματαιωθή εντελώς από τα δικά σου (Αυτό σε συμβουλεύω να κάνεις άλλοτε και συ). Εν τω μεταξύ φαίνεται ότι ματαιούται το ταξείδι μου στο Βουκουρέστι, και αντ' αυτού θα έχω ένα για την Αλεξάνδρεια. Καταλαβαίνεις ότι το παν εξαρτάται από την πηγή των εισιτηρίων. Την άδεια την επήρα. Άλλος παράγων ρυθμιστής του ταξιδιού αυτού, στον οποίο πριν δεν υπελόγιζα, είναι το πόδι μου που έχει πληγιάσει από τα πατίνια (διότι πρέπει να μάθης ότι πατινάρουμε κιόλα). Τώρα άρχισε να πρίζεται. Ευνόητο είναι ότι με πρησμένο πόδι δε μπορώ να πάω πολύ μακρυά.

Γειά σου, λοιπόν, αγαπητέ Χαρίλαε. Θα σου στείλω ειδήσεις μου.

Κωστάκης

***** Σ' αυτό το γράμμα το αχρονολόγητο (οπωσδήποτε γράφθηκε τέλη Σεπτεμβρίου 1926), εκτός από μερικά δευτερεύοντα ζητήματα που εκθέτει, μου αναγγέλλει το ταξίδι που επρόκειτο να κάνη στη Ρουμανία, τις εντυπώσεις του από την οποία μου είχε περιγράψει σε μιαν άλλη κατόπι επιστολή που το μεγαλύτερό της μέρος δημοσιεύθηκε στα Άπαντα (σελ. 243-245) κι ολόκληρη στα Άπαντα τα Ευρισκόμενα, τομ. Β, σελ 311-314. Το πρόσπωο που γράφει ότι προσεφέρθη να του προμηθεύση δωρεάν ένα εισιτήριο για την Κωνστάντζα είναι ο παλιός του συμφοιτητής κ. Τάκης Τσάκωνας, ανώτερος τότε υπάλληλος του Υπουργείου Συγκοινωνιών, που και κατόπι, το Μάιο του 1928, τον διευκόλυνε μ' ένα, πάλι δωρεάν, εισιτήριο για το ταξίδι του στο Παρίσι. Όσο για το πατινάρισμα που εδώ μιλάει, καθώς μου είχε πει ο ξάδελφος του, κ. Θ. Καρυωτάκης, γινόταν σ' ένα τερραίν, όπου βρισκόταν τότε στο Νέο Φάληρο, δίπλα στον παλιό σταθμό. Άμα κανείς δεν πρόσεχε, ή δεν μπορούσε να κρατήσει ισορροπία, αμέσως έπεφτε κάτω, πράγμα που γινόταν τακτικά με τον Καρυωτάκη. Από μικρός το 'χε καημό να πατινάρη. Όταν, παιδί, ακόμα, μου 'λεγε κάποτε, έμενε στην Αθήνα (1909-1911), είχε ζωηρή επιθυμία χωρίς όμως να μπορέση τότε να την πραγματώσει, για να τρέξη κι αυτός με πατίνια, όπως έβλεπε να τρέχουν τόσα άλλα παιδιά στα "Skating-ring" του Τσόχα, ένα τερραίν που σε τούτο αναφέρει πως πήγαινε να πατινάρει, μαθητής όταν ήταν, ο Κλέων Παράσχος (Βιογραφία, 1951, σελ. 83) -- Μικρό απόσπασμα της επιστολής δημοσιεύθηκε στα Άπαντα, σελ ΧΧΙΙΙ.



(10)

Αγαπητέ Χαρίλαε,

Από το Βουκουρέστι σου στέλνω πολλά φιλιά και αυτή την ωραία κάρτα, η οποία, είμαι βέβαιος, θα σ' ενθουσιάσει.

Επιφυλάσσομαι ν' απαντήσω στο γράμμα σου και να σου διαβιβάσω τις εντυπώσεις μου άμα επιστρέψω.

Κωστάκης

16 - 10 - 26

***** Μια κάρτα με τον επεξηγηματικό τίτλο: Galazi: Scoala Normala. Tις εντυπώσεις που γράφει ότι θα μου διαβιβάση άμα επιστρέψη από το Βουκουρέστι, μου τις αφηγήθηκε στην επιστολή που αναφέραμε στο προηγούμενο σημείωμα.

politikokafeneio­.­com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου