Σελίδες

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Γκραγκάντα



Πώς έγιναν — είπε — με τον καιρό για σένα οι άνθρωποι —
ύποπτοι, μακρινοί ψηφοφόροι σ' ένα αόριστο μέλλον,
αυτό μονάχα∙ κι ούτε αυτό∙ ούτε ψηφοφόροι∙
και τότε ακόμη που μπορούσες να πιστέψεις
στο ελάχιστο άχυρο φυλαγμένο στη μασκάλη τού πελαργού,
μονάχα ψηφοφόροι∙ κι ούτε∙ — χαμένοι κ' οι ψήφοι.

Αυτό που στέκεται όρθιο, αυτό που κρέμεται ανάποδα,
το ανάποδο κεφάλι, το ανάποδο ποτήρι,
γρατζούνισμα στο τζάμι με το νύχι τού γέρου,
βαριά φορτία χωρίς βάρος —
τα τελευταία σαλιγκάρια ανηφορίζουν τον απέναντι τοίχο
πάνω ακριβώς απ' τη φωνή τού γαλατά σ' ώρα απογεύματος
κ' ή γριά τυλίγει με τις κομμένες κλωστές από παλιά ραψίματα
ένα δικό της άστρο, μιαν αράχνη ή το στεγνό τζιτζίκι∙

Έχουν ακόμη πόδια τα όνειρα — λέει — τ' ακούς στο πάνω πάτωμα
με το μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση τής νύχτας,
αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,
όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος,
ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ' όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,
ξυπνούν οι ένοικοι, σκύβουν απ' τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙
κανείς δεν είταν ποτέ∙ — τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;
μονάχα η νύχτα μόνη με χιλιάδες αποστρατευμένα κλειδιά
από βαλίτσες, κασέλες, χρηματοκιβώτια, αποθήκες, φέρετρα, ακατοίκητα σπίτια,
χιλιάδες και χιλιάδες κλειδιά, απεριόριστο πλήθος, απεριόριστοι κρότοι,
αυτό το απεριόριστο που σταματάει τούς ναύτες με τη ράχη γυρισμένη στη βιτρίνα γυναικείων εσώρουχων
κι ο νεκροθάφτης που κατουράει στη μάντρα ξεχνάει να κατουρήσει
σηκώνει το κεφάλι, κοιτάει, στήνει τ' αυτί, αφουγκράζεται
ψάχνει στην τσέπη του για το δικό του κλειδί — δεν το βρίσκει
κι άξαφνα κατεβάζουν απ' το φορτηγό μιαν άγκυρα
την κουβαλάνε οι πέντε δύτες στο διανυκτερεύον φαρμακείο
ο πέμπτος έχει δεμένο στο λαιμό του ένα κόκκινο μαντίλι
ο μέσα γλόμπος είναι πράσινος
το κόκκινο και το πράσινο είναι 1 και 2
αντίθετα, συνεννοημένα, προδοτικά, αυστηρά, ανεξέλεγκτα
1 και 2 ή 1 και 1, δεν ξέρεις ποιο είναι πρώτο,
ποια η άδεια, ποια η απαγόρευση,
και η άδεια: απαγόρευση — παραχωρημένη, προσταγμένη∙

Θυμάσαι το χορτάρι, το αίμα, το ποτάμι, τη συνουσία,
την είσοδο, την έξοδο — ο μεγάλος κόκκινος φαλλός,
η δαγκωμένη γυναίκα, ο νιπτήρας, ο στενός καθρέφτης,
η λεκάνη με το ζεστό νερό που ανέβαζε απ' την ξύλινη σκάλα η άλλη γυναίκα
η τρίτη γυναίκα ήταν πεθαμένη με τα ρούχα της μες στο μπαούλο με ναφθαλίνη
μαζί κ' οι φωτογραφίες της κ' ένα ζευγάρι καφετιά σκαρπίνια,

Τ' αναστημένα ψάρια στριφογύριζαν ψηλά στους φανοστάτες
οι ομπρέλες ήταν αφημένες στη σοφίτα με τη σκισμένη κουρτίνα
η μια γαλότσα με ξεραμένη λάσπη. Εδώ — είπε –
τα ποντίκια είναι ελεύθερα, κυλούν τις κουβαρίστρες, τρώνε τις καρέκλες∙
εγώ είμαι ψηλός, εσύ κοντός — λέει —
η γη είναι στρογγυλή, το μηδέν στρογγυλό — είπε —
ή ο κύκλος του χορού από κορίτσια με άσπρα φορέματα και γαλάζια μαλλιά∙ —
τι πονηριές μας ξεγελάσανε, πώς αντιστρέψαμε τα πράγματα, τα γάντια καπέλα —
είμαστε όμοιοι λοιπόν, το ίδιο ελεύθεροι — λέει — μες στη φθορά μας
μες στο διαφορετικό μας θάνατο — τον ένα,
αυτός φτερνίζεται, αυτός βήχει, αυτός τραγουδάει,
το ίδιο πεθαίνουμε όλοι
στη σκάφη, στο χρηματιστήριο, στο καμπαναριό, στο ρίζωνα,
πουλιά μου, καράβια μου, σκοινένιες σκάλες μου — είπε —
το ψόφιο σκυλί στο πηγάδι μαζί με το ρολόι τού χεριού μου. Εγώ

μάζεψα πούπουλα απ' τις κότες, απ' τις χήνες, απ' τους αητούς, απ' τα σπουργίτια,
έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη τού υπνοδωματίου,
τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,
έπαιξα τον αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,
κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ' τη μέση —
ο θόρυβος απ' τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν
τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα
ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ' ένα χάρτινο φεγγάρι
με χειροκρότησαν αρκετά — δεν τ' αρνιέμαι — παράπονο δεν έχω —

Γυρίζοντας μόνος με τα πόδια σπίτι μου περασμένα μεσάνυχτα
άκουσα τον ασπιδωτό θόρυβο απ' τα κλειστά σιδηρουργεία
το παλιό φυσερό το 'χαν έξω στο δρόμο, κοντοστάθηκα,
δοκίμασα να παίξω αρμόνιο, εκεί στο δρόμο,
ξέροντας πως η μουσική έχει περάσει ανάμεσα στο πυρωμένο σίδερο
αλλά με κοίταξε η βαμμένη γυναίκα — και δεν έπαιξα —
αυτή είχε δει πως τα φτερά μου είναι ψεύτικα —
απ' την πολλή απελπισία είχε αγγίξει την αδιαφορία εκείνη
που θα μπορούσε να μου το πει κατάμουτρα∙ κ' ήξερε
πως το σκοινί που με σήκωνε απ' τη μέση ήταν το ίδιο σκοινί του κρεμασμένου
δε μίλησε διόλου∙ δε με κοίταξε∙ άπλωσε το χέρι της
και μου 'δωσε λίγα στραγάλια ιδρωμένα απ' τη φούχτα της. «Εγώ
δεν μπορώ — λέει — να τα μασήσω∙ έχω μασέλες».
«Κ' εγώ το ίδιο», της είπα.

Βγάλαμε τις μασέλες μας
και τις κοιτούσαμε στο φεγγάρι∙ κοιταχτήκαμε∙ χαμογελάσαμε
γελάσαμε∙ γελάσαμε πολύ∙ στο Σταθμό σκύβαμε ως κάτω από τα γέλια∙
γελούσε μαζί μας κι ο Σταθμάρχης. Φτάσαμε σπίτι∙ πλαγιάσαμε∙
κάναμε αμίλητοι έρωτα, δεύτερη, τρίτη φορά,
ωραία, βαθιά, απροσποίητα, πιο μέσα απ' το χρόνο, πιο κάτω απ' το θάνατο. Τα χαράματα
ντύθηκε κ' έκανε να φύγει. Μια στιγμή πισωγύρισε,
μου ανέβασε στους ώμους το σεντόνι. «Εγώ το ξέρω — μουρμούρισε στ' αυτί μου —
τα φτερά σου είναι αληθινά∙ μη μου το κρύβεις εμένα∙
το φέρετρο πρέπει να ‘ναι μεγάλο, να χωράει και τα φτερά σου.
Κοιμήσου». Βγήκε απ' την πόρτα,

κ' η πόρτα ήταν πολύ αποσταμένη όπως η μητρική φωνή «κοιμήσου»
κι όλα ήταν πολύ αποσταμένα. Η αυγή σταχτιά-τριανταφυλλένια χνώτιζε τα τζάμια
και το μικρό μπαλκόνι της Μαρίας με τις τέσσερις γλάστρες
κρεμόταν μες στη φούχτα τ' ουρανού. Στη σκάλα του Ταχυδρομείου θα συναντούσαμε πάλι
κείνη τη γάτα με το ξεθωριασμένο τρίχωμα κολλημένο με την ψαρόκολλα των μοχθηρών παιδιών
την ίδια γάτα, καθισμένη κοντά στη χελώνα, πλάι-πλάι, παρέα οι δυο τους, καταμόναχες,
με τις πολύ μεγαλύτερες, πολύ πιο διάφανες πρωινές σκιές τους
την ώρα που τα βαρέλια μέσα στα υπόγεια αισθάνονται εγκαταλειμμένα απ' όλους
κι ο μαθητευόμενος ξυλουργός περιμένει μπρος στην κλεισμένη πόρτα τού ξυλουργείου
εκεί που ετοιμάζουν τις μεγάλες ντουλάπες με τους εσωτερικούς καθρέφτες
να καθρεφτίζονται στα σκοτεινά τ' άδεια ρούχα, απαλλαγμένα απ' τα σώματα
διατηρώντας τη μυρωδιά τού ιδρώτα και το ύφος τού σώματος
σαν κέλυφος παλιού τζιτζικιού φαγωμένου απ' τα μερμήγκια κι από αόρατα έντομα,
εκεί που φτιάχνουν τα μεγάλα φέρετρα για να χωρούν και τα φτερά σου.

Κι άκουγες κείνα τα στραγάλια να πέφτουν ένα - ένα στο ποτάμι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου