Σελίδες

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΤΩΝ ΑΚΟΥΜΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (Β' ΜΕΡΟΣ)

Πρόρρησις μοναχικῆς ἀφιερώσεως.
Μέ τήν Μονή Καλυβιανῆς ὁ Γέροντας διατηροῦσε στενές σχέσεις ἀγάπης. Σχετικό μέ τήν μονή εἶναι καί τό ἀκόλουθο περιστατικό: Οἱ ἀδελφές Χρυσοῦλα καί Μαρία Γεωργαλῆ, μορφωμένες καί πιστές, εἶχαν ἀποφασίσει νά μονάσουν στήν Καλυβιανή. Τό μοναστήρι φημίζεται γιά τό κοινωνικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο καί οἱ ἀδελφές εἶχαν ἀποφασίσει νά ἀφιερωθοῦν ἐκεῖ στήν διακονία τοῦ πλησίον.
Κάποτε ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα, ὅταν αὐτός φιλοξενοῦνταν στήν Ἀθήνα, γιά νά τόν συμβολευτοῦν καί νά πάρουν τήν εὐχή του. «Ναί, θά πᾶτε στήν Καλυβιανή – τούς εἶπε - ἀλλά γιά λίγο καιρό καί μετά θά γυρίσετε πάλι ἐδῶ».
Τήν στιγμή ἐκείνη οἱ ἀδελφές δέν τόν πίστεψαν, ὅταν ὅμως ἀργότερα πῆγαν στήν Καλυβιανή καί μέσα σέ ἕνα μῆνα ἀρρώστησαν ἀπό τήν ἀλλαγή τοῦ κλίματος, μέ προτροπή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης (Ν.Ε.) Τιμοθέου ἐπέστρεψαν στήν Ἀθήνα.

Θαυματουργική αὔξησις φαγητοῦ.
Ἡ Ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουμπέ Ρεθύμνου Γερόντισσα Πανσέμνη Αὐγουστάκη, διηγεῖται τό ἀκόλουθο περιστατικό:
«Κάποτε, σέ μικρή ἡλικία, πῆγα στήν ἁγ. Ἄννα καί παρακολούθησα τήν Ἀκολουθία πού διάβαζε ὁ γ. Γεννάδιος. Ἐγώ καί κουρασμένη ἦμουν καί πεινοῦσα, ἔλεγα «πότε θά τελειώσει;» Ἀφοῦ τελείωσε περίμενα φαγητό ἄφθονο, γιά νά χορτάσω τήν πεῖνα μου. Δυστυχῶς ὅμως, ἀντί τῶν πολλῶν φαγητῶν πού ὀνειρευόμουν, βλέπω ἕνα μόνο πιάτο. Σκέπτομαι, «ποιος θά πρωτοφάει;» ’Αρχίζουμε, λοιπόν, τρῶμε καί χορτάσαμε, ἀλλά τό φαγητό δέν τελείωσε! Ἐθαύμασα, ὅτι εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καί εὐλόγησε ἀληθινά τό φαγητό».

Θαυματουργική κατάσβεση πυρκαγιᾶς.
Κάποτε μία πυρκαγιά ἐκδηλώθηκε ἔξω ἀπό τό χωριό Ἀγαλλιανός. Μέ τήν δύναμη τοῦ ἀνέμου ἡ φωτιά ἐπεκτάθηκε ταχύτατα, ἔκαψε τήν νότια πλαγιά τοῦ Σιδέρωτα καί ἔφθασε ἀπειλητική στή Γιαλιά. Κινδύνευαν νά καοῦν χιλιάδες ἐλαιόδεντρα καί νά καταστραφοῦν δεκάδες οἰκογένειες. Ἀνάστατη ἡ Ἀντιγόνη Παπαμιχελάκη ἀπό τίς Βρύσες, ἔτρεξε στόν ὅσ. Γεννάδιο καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ Γεννάδιε, φωτιά, θά καεῖ ἡ Γιαλιά, θά χαθοῦμε. Κάνε τήν προσευχή σου, παρακάλεσε τήν ἁγ. Ἄννα, νά μᾶς γλυτώσει γιατί χαθήκαμε».
«Εἶναι θυμός Θεοῦ - ἀπάντησε ὁ Γέροντας - ὀργή Θεοῦ γιά τίς ἁμαρτίες μας». Ἔπειτα μπῆκε στό ἐκκλησάκι, πῆρε τήν εἰκόνα τῆς ἁγ. Ἄννας καί προσευχόμενος ἐσωτερικά, προχώρησε σέ ἕνα μικρό λόφο καί ἔστρεψε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας νά βλέπει τό μέτωπο τῆς φωτιᾶς. Σέ μερικά λεπτά ἡ διεύθυνση τοῦ ἀνέμου ἄλλαξε καί ἡ φωτιά στράφηκε πρός τήν θάλασσα, ὅπου ἔσβυσε!

«Εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς».
Ἄλλοτε, ἐνῶ ὁ γ. Γεννάδιος ἦταν φιλοξενούμενος στό σπίτι τοῦ Δασκάλου Ἀνδρέα Σταματεράκη στά Ἀκούμια, ἡ Πρεσβυτέρα Πηνελόπη, χῆρα τοῦ Ἱερέως Ἀντωνίου Παπαδάκη πού περνοῦσε ἀπό τόν δρόμο, ἀκούστηκε νά λέει μέ ἀπορία: «Εὐωδία μεγάλη ἄκουσα, περίεργο ἄρωμα αἰσθάνομαι, τί συμβαίνει ἄραγε;»
«Δέν ἐπρόκειτο περί συνήθους ἀρώματος ἤ λιβανίσματος – σημειώνει ὁ αὐτόπτης μάρτυρας Στυλ. Παπαδογιαννάκης - ἀλλά ἐπειδή ἐπέρασε ὁ γ. Γεννάδιος, ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί ἄφησε τό ἄρωμα τῆς ἁγιότητος, τό ὁποῖο ἔγινε αἰσθητό καί ἀντιληπτό μόνο ἀπό τήν γυναῖκα ἐκείνη»!

«Ὁ περιπατών ἐπί πτερύγων ἀνέμων» (Ψαλμ. 103).
Ἀληθινά ἡ ἄσκηση καί ἡ ἁγία ταπείνωση ἀποδείχθηκε ὑψοποιός καί γιά τόν μακάριο Γέροντα Γεννάδιο. Ὁ Ὅσιος τοῦ Θεοῦ κυριολεκτικῶς «δέν πατοῦσε στή γῆ»! Ὑπάρχουν δύο τουλάχιστον ἐξακριβωμένες μαρτυρίες αὐτοῦ τοῦ γεγονότος:
Ὅταν ὁ Γέροντας νοσηλεύοταν τραυματισμένος στήν Ἀθήνα (1980), ἐπισκέφθηκε μέ τήν Ἑλ. Μαρκάκη προσκυνηματικῶς ἕνα μοναστήρι στήν περιοχή τῆς Λούτσας. Ὅταν ἔφευγε ἡ ἀδελφότητα τόν παρεκάλεσε νά εὐλογήσει τήν μονή. Τόν εἶδαν τότε νά στέκεται πάνω ἀπό τήν γῆ καί νά εὐλογεῖ!
Παρόμοιο περιστατικό καρτυρεῖται καί στήν κατοικία τῆς οἰκογενείας Μαρκάκη, στήν Ἁγία Γαλήνη. Ἦταν ἡ περίοδος τῆς φιλοξενίας τῶν ὀκτώ ἡμέρων, μετά τόν τραυματισμό του (1980). Μία ἀπό τίς ἡμέρες ἐκείνες τόν εἶδαν νά κατεβαίνει τήν σκάλα τοῦ σπιτιοῦ, χωρίς νά πατάει καθόλου στά σκαλοπάτια, ἀλλά νά αἰωρεῖται στίν ἀέρα, μέχρι πού ἔφτασε στό ἔδαφος!
Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ τρομερές, ἐξακριβωμένες καί μαρτυρημένες, ἐκείνες περιπτώσεις κατά τίς ὁποίες ὁ μακάριος Γέροντας βρέθηκε σέ ἄλλους τόπους, χωρίς νά χρησιμοποιήσει κανένα ἀνθρώπινο μεταφορικό μέσο!

Τό μαθητικό ἀτύχημα στή Γεωργιούπολη Χανίων.
Τόν Μάϊο τοῦ 1972, ἔγινε στή Γεωργιούπολη Χανίων ἕνα φοβερό μαθητικό ἀτύχημα, τό ὁποῖο συντάραξε τό Πανελλήνιο. 21 μαθήτριες τοῦ Γυμνασίου Σπηλίου Ρεθύμνου πνίγηκαν κατά τήν διάρκεια σχολικῆς ἐκδρομῆς, ὅταν ἀνατράπηκε τό καϊκι στό ὁποῖο ἐπέβαιναν, μέσα στό λιμάνι τῆς Γεωργιούπολης.
Ἀνάμεσα στά θύματα ἦταν καί δύο κορίτσια τοῦ καλοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τό χωριοῦ Μυξούρεμα Γεωργίου Δουλγεράκη. Ἀδύνατη ἡ φύση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ὁ τραγικός πατέρας παρ’ ὀλίγο νά τρελαθεῖ ἀπό τόν πόνο του.
Ὁ γ. Γεννάδιος, γιά νά οἰκονομήσει τήν σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ, τόν κάλεσε καί τοῦ ἀποκάλυψε πῶς μέ ἄγνωστο καί ὑπερφυσικό τρόπο βρέθηκε ἀπό τό κελλί του στήν ἁγ. Ἄννα στήν παραλία τῆς Γεωργιούπολης, τήν ὥρα πού οἱ μαθήτριες ἔμπαιναν στή βάρκα. Ὁ Γέροντας παρακαλοῦσε καί ἔλεγε, «μήν μπεῖτε», ἀλλά αὐτές δέν τόν ἄκουγαν, ἴσως καί κάποιες νά τόν κοροϊδεψαν. «Δέν ξέρω, δέν ξέρω κι ἐγώ πῶς βρέθηκα στήν παραλία - διηγήθηκε στόν Στυλ. Παπαδογιαννάκη – μπαίνανε οἱ μαθήτριες στή βάρκα καί τούς ἔλεγα «μή μπῆτε», μά δέν μ’ ἀκούγανε, ἦταν σάν μεθυσμένες. Ὕστερα ἡ βάρκα ἄρχισε νά βουλιάζει. Μπῆκα στή θάλασσα καί χώθηκα μέχρι τόν λαιμό στό νερό, μά δέν μποροῦσα νά τίς σώσω. Ἔτσι ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μετά εἶδα τά κορίτσια σου στόν Παράδεισο, στεφανωμένα μέ τά στεφάνια τῆς παρθενίας»!
Σύμφωνα μέ μαρτυρίες κοριτσιῶν πού ἦσαν στή βάρκα καί ἐπέζησαν, ἄλλων μαρτύρων πού ἦσαν στήν παραλία τήν τραγική ὥρα τοῦ ἀτυχήματος, καθώς καί δημοσιευμάτων τῶν ἐφημερίδων πού κάλυψαν τό γεγονός, πράγματι ὑπῆρχε στήν παραλία κάποιος Κληρικός, στόν ὁποῖο σέ ἀνύποπτο χρόνο κάποιες μαθήτριες εἶπαν, «συγχώρεσέ μας, Παπούλη» καί ὁ ὁποῖος μετά ἐξαφανίσθηκε!
Ὁ τραγικός πατέρας, ὅταν ἄκουσε αὐτές τίς πράγματι ἀπίστευτες πληροφορίες ἀπό τόν γ. Γεννάδιο, πάνω στόν πόνο του τόν «προκάλεσε». «Γέροντα – τοῦ εἶπε – γιά νά πιστέψω ὅσα μοῦ εἶπες, νά παρακελέσεις τόν Θεό νά γίνουν τά παιδιά μου περιστέρια καί ἐκεῖ πού ζευγαρίζω (ὀργώνω) νά ἔρθουν τά τά δῶ»!
Αὐτά τά διηγήθηκε τρέμοντας καί κλαίγοντας ὁ ἀδ. Γεώργιος τό 1986, ἔξω ἀπό τόν ἱστορικό ναό τῆς Παναγίας τῆς Λαμπινῆς, σέ ὁμάδα Ὀρθοδόξων ἀπό τά Χανιά (στόν γράφοντα καί τήν σύζυγό μου Μαρία, τόν Νευρολόγο – Ψυχίατρο Στυλιανό Δοξάκη καί τήν σύζυγό του Ἑλένη, Καθηγήτρια Φιλόλογο, τόν Ἀντώνιο Βαβουλάκη καί τήν μητέρα του Ἐλευθερία, τόν Βασ. Χατζηϊωάννου καί τήν σύζυγό του Ἄννα, κ.ἄ. πιστούς. Τονίζουμε τήν ἐπαγγελματική ἰδιότητα τοῦ Στυλ. Δοξάκη, διότι ὡς εἰδικός ἐπιστήμων δέν διέγνωσε κάποια ψυχική διαταραχή στόν ἀφηγούμενο πατέρα).
«Ἀδελφοί – συνέχισε - ἐκεῖ πού ζευγάριζα, βλέπω δύο λευκά περιστέρια νά κάνουν κύκλους πάνω ἀπό τό χωράφι! «Θεέ μου – εἶπα - ἄν εἶναι τά παιδιά μου, ν’ ἀρθοῦν στά γόνατά μου. Καί ἦρθαν. Καί τά χάϊδεψα. Ἀπό τότε ἡρέμησα καί ὑποτάχθηκα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ»!!!
Φοβερά, θαυμαστά καί ἀπίστευτα ὅλα αὐτά. Τέτοια ἦταν ἡ παρρησία τοῦ ὁσ. Γενναδίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θά ρωτήσει κανείς, «ἔγιναν οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν περιστέρια;» Ρωτήσαμε ἕνα καλό πνευματικό τῶν ἡμερῶν μας καί μᾶς εἶπε:
«Δέν γνωρίζετε, ὅτι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο «οἱ Ἅγιοι τόν κόσμον κρινοῦσι» (Α’ Κορ. 6, 2) καί κατά τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16); Τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα ἀπό παροόμοια περιστατικά, ἀλλά καί φοβερώτερα καί παραδοξώτερα. Εἶναι μεγάλη ἡ δύναμις τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων. Φυσικά οἱ ψυχές δέν ἔγιναν περιστέρια. Ἄς δεχθοῦμε, ὅτι οἱ φύλακες Ἄγγελοι τῶν παιδιῶν, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πῆραν αὐτή τήν μορφή, γιά νά οἰκονομηθεῖ ὁ ἀβάσταχτος πόνος τοῦ πατέρα καί νά διασφαλιστεῖ ἡ δική του πίστη καί ψυχική σωτηρία».

Ἀποτροπή ἀπό αὐτοκτονία.
Σέ κάποια ἄλλη περίπτωση, μία γυναῖκα ὀνόματι Μαρία (γιά εὐνοήτους λόγους, δέν δημοσιοποιοῦνται τά ὑπόλοιπα στοιχεῖα της), παντρεμένη καί ἀπογοητευμένη ἀπό τήν ζωή της, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν διάβολο στήν ἀπελπισία καί ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήσει. Πῆρε, λοιπόν, ἕνα καλάθι, ἔβαλε μέσα ἕνα σκοινί καί πῆγε ἔξω ἀπό τό χωριό της, σέ ἕνα δικό της χωράφι καί κοίταζε τό δέντρο πού θά ἔδενε τό σκοινί γιά νά κρεμαστεῖ. Πενήντα μέτρα πρίν φτάσει στό δέντρο σκόνταψε κι ἔπεσε. Ὅταν σηκώθηκε εἶδε μπροστά της τόν γ. Γεννάδιο (σημειώνουμε, ὅτι ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν ἁγ. Ἄννα μέχρι τό μέρος ἐκεῖνο εἶναι περίπου μία ὥρα μέ τό αὐτοκίνητο).
«Ἐσύ μέ μπέρδεψες κι ἔπεσα;» ρώτησε ἡ γυναῖκα τόν Γέροντα.
«Ὄχι ἐγώ – τῆς ἀπάντησε - ἀλλά ὁ φύλακας Ἄγγελός σου καί μ’ ἔστειλε ὁ Θεός νά σέ προλάβω, νά μήν σ’ ἀφήσω νά κάνεις αὐτό πού ἔχεις στό νοῦ σου, νά μήν αὐτοκτονήσεις»!
Ἡ γυναῖκα θαύμασε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί τό προρατικό τοῦ δούλου Του, δόξασε τόν Θεό πού τήν ἔσωσε, μετανοήσε καί ἔζησε ἔκτοτε χριστιανική ζωή.

Σωματικῶς στήν Ἀμερική, χωρίς νά φύγει ποτέ ἀπό τήν Κρήτη!
Ἡ Δήμητρα… ἀπό τό Χρωμοναστήρι Ρεθύμνου, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ὅσ. Γεννάδιος βρέθηκε καί στήν Ἀμερική!
«Πῆγα καί στήν Ἀμερική – διηγήθηκε ὁ Γέροντας μέ τήν χαρακτηριστική ἁπλότητα πού τόν διέκρινε στόν Στυλ. Παπαδογιαννάκη – πῆρα κι ἕνα βιβλίο, δέν καταλάβαινα ὅμως τήν γλῶσσα τους καί δυσκολεύτηκα νά συννενοηθῶ. Εἶδα καί τήν Δήμητρα ἀπό τό Χρωμοναστήρι καί ἔτρεχε νά μέ πιάσει καί νά μέ χαιρετίσει, ἐγώ ὅμως τῆς ἔφυγα. Πῶς πῆγα στήν Ἀμερική καί πῶς ἦρθα δέν ξέρω»!
Ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης συνάντησε ἀργότερα τήν Δήμητρα… στό Ρέθυμνο, στό σπίτι τῆς Ζαχαρούλας Βούρβαζη, ἡ ὁποία ἦταν παροῦσα καί ἄκουσε τήν μεταξύ τους συζήτηση. Πράγματι ἡ Δήμητρα… εἶχε πάει στήν Ἀμερική, ὅπου ἔζησε 15 χρόνια καί πράγματι εἶδε τόν γ. Γεννάδιο. «Τόν εἶδα καί ἔτρεχα νά τόν χαιρετήσω – εἶπε - ἀλλά μοῦ ἔφυγε καί τόν ἔχασα»!

Θεατής «ἐν Πνεύματι» τοῦ πολέμου στή Μέση Ἀνατολή.
Γιά κάποια περίοδο ὁ γ. Γεννάδιος ἦταν χλωμός καί πολύ λυπημένος καί δέν ἤθελε φαγητό. Ὅταν τόν ρώτησαν γιατί ἦταν στενοχωρημένος καί δέν ἔτρωγε ἀπάντησε:
«Ὅταν μοῦ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι δέν τούς ἀκούω καλά. Καί ὅμως ἀκούω τόν πόλεμο στό Λίβανο καί τήν Περσία. Ἀκούω τίς ὀβίδες πού σκάζουν καί τά κλάματα καί τά βογγητά τῶν ἀνθρωπων, «μάνα μου, μάνα μου». Ὅταν μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι τ’ αὐτιά μου δέν ἀκοῦνε καί ‘κείνους ὅπου πολεμοῦν στόν πόλεμο γροικοῦνε» (τό τελευταῖο τό ἔλεγε σάν τραγοῦδι, μία ἁπλῆ καί χαριτωμένη ἀποστροφή).
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος, δηλαδή, ἔβλεπε «ἐν Πνεύματι» τόν ἐμφύλιο πόλεμο στό Λίβανο καί τήν Ἰρακινο-Περσική σύγκρουση! Μάλιστα στίς συρράξεις αὐτές ὁ θεοφόρος Γέροντας βρέθηκε καί σωματικῶς καί οἱ σφαίρες ἔπεφταν πάνω του σάν βροχή. Τότε, στήν ἀρχή, φοβήθηκε πῶς θά σκοτωθεῖ. Ἔπειτα, ὅμως, παρατήρησε, ὅτι οἱ σφαίρες δέν τόν «ἔπιαναν» καί πῆρε θάρρος. Κατάλαβε τότε, ὅτι δέν σκοτώνουν τόν ἄνθρωπο οἱ σφαίρες, ἀλλά οἱ ἁμαρτίες πού κάνει!

Ἐμπειρίες μεταθανάτιας ζωῆς.
Ἐξαιρετικῆς σημασίας γιά τούς ἀγωνιζομένους πιστούς εἶναι οἱ ἐμπειρίες τοῦ μακαρίου Γέροντα ἀπό τήν μεταθανάτια ζωή, ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά καί τόν τόπο τῆς κολάσεως. Δύο φορές στήν ὁσιακή του ζωή μαρτυρεῖται «ἀρπαγή εἰς τόν Παράδεισον». Τήν πρώτη φορά, ἄγνωστο ποῦ καί πῶς, βρέθηκε σέ μία τρύπα βράχου «πού ὡμοίαζε μέ ἀρκαλότρυπα». Τήν ἐμπειρία αὐτή διηγήθηκε ὡς ἐξῆς:
«Ἄκουσα ψαλμωδίες, εἶδα ὀμορφιές, πού δέν μπορῶ νά σᾶς περιγράψω. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Παράδεισος. Ἔμεινα ἐκεῖ ὡς πέντε λεπτά τῆς ὥρας. Πῶς πῆγα καί πῶς γύρισα δέν ξέρω»!
Πρόκειται ἀσφαλῶς περί τῆς συγκλονιστικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τῆς ἀρπαγῆς του στόν Παράδεισο (τήν ὁποία περιγράφει στήν Β’ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του), ὅπως ἐξ’ ἵσου συγκλονιστικά τήν βίωσε ὁ ὅσ. Γεννάδιος καί ταπεινά καί χαριτωμένα τήν μετέφερε στούς ἐπισκέπτες του, ὄχι γιά νά προβληθεῖ, ἀλλά γιά νά στηρίξει τήν κλονισμένη πίστη καί νά οἰκοδομήσει τόν πλησίον. «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῶ - γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος – πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων. Εἴτε ἔν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν. Ἀρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καί οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον. Εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν. Ὅτι ἠρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ εξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 2 - 4).
Τήν δεύτερη φορά τῆς ἀρπαγῆς του στόν Παράδεισο ὁ μακάριος Γέροντας εἶδε καί ἀναγνώρισε Χριστιανούς «πού ἔχουν ἀποθάνει καί εἰς τήν ζωήν των ὑπῆρξαν εὐσεβεῖς καί πιστοί», ἀνέφερε μάλιστα καί τά ὀνόματά τους (τά ὁποῖα στήν παροῦσα ἐργασία δέν ἀναφέρονται, γιά εὐνοήτους λόγους). Ἄν ὁ πλούσιος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς «ἐν τῶ ἅδῃ ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ, ἐώρακε τόν Ἀβραάμ ἀπό μακρόθεν καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» (Λουκ. 16, 19 – 31), πόσο μᾶλλον ὁ δίκαιος, ὁ πνευματικός (ἐπίσης κατά τόν ἀπ. Παῦλο), ὁ ὁποῖος «ἀνακρίνει τά πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»; (Α’ Κορ. 2, 15).
Ὑπῆρξε ὅμως καί μία τρίτη ἀρπαγή. Βρέθηκε ὁ Γέροντας σέ μία λίμνη, φρικτή καί ἀνυπόφορη. Ἄκουσε θρήνους καί βογγητά ἀνθρώπων.
«Ποίοι εἶναι ἐδῶ μέσα;» ρώτησε.
«Ἐδῶ - ἄκουσε νά τοῦ λέει μία ὑπερκόσμια φωνή – εἶναι οἱ μοιχοί καί οἱ πόρνοι πού δέν μετανόησαν γιά τά ἁμαρτήματά τους».
Ὁ Γέροντας ἀπέφευγε ἐπιμελῶς νά πεῖ ἄν εἶδε κάποιους Χριστιανούς ἤ ἄν ἀναγνώρισε κάποιες ψυχές. Ἀπό τότε ὅμως τό πρόσωπό του σκοτείνιαζε καί δάκρυα ἔτρεχαν στό ρυτιδωμένο του πρόσωπο. Μπόρεσε ἄραγε μέ τήν προσευχή του νά βγάλει κάποια ψυχή ἀπό τόν Ἅδη (ὅπως π.χ. διαβάζουμε σχετικά στό Βίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Πάπα Ρώμης); Ὁ Γέροντας πάντως βίωσε («εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός σώματος», Β’ Κορ. 12, 3), τίς τρομερές ἐκείνες σκηνές τῆς Ἀποκαλύψεως πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. «Τοῖς δέ δειλοῖς καί ἀπίστοις καί ἐβδελυγμένοις καί φονεῦσι καί πόρνοις καί φαρμακοῖς καί εἰδωλολάτραις καί πᾶσι τοῖς ψευδέσι, τό μέρος αὐτῶν ἐν τῆ λίμνῃ τῆ καιομένῃ ἐν πυρί καί θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος» (Ἀποκ.21, 8).

Ὁ ἁπλός διδάσκαλος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος δέν κατεῖχε κοσμική γνώση καί σοφία, εἶχε ὅμως χάρη καί πνευματικότητα. Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἁπλή καί ἀνεπιτήδευτη, γεμάτη ἄρωμα οὐρανοῦ, χαριτωμένη. Γι’ αὐτό ἄγγιζε τόν λαό καί «ἔκαιγε» τόν ἀντικείμενο. Μιλοῦσε ἁπλᾶ, στήν τοπική Κρητική διάλεκτο καί διάνθιζε τήν διδασκαλία του μέ διηγήσεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά συναξάρια τῶν Ἁγίων καί τά προσωπικά του βιώματα (τό τελευταῖο ὄχι γιά νά προβληθεῖ, ἀλλά γιά νά προβάλλει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν δύναμη τῆς μεσιτείας τῆς Παναγίας καί τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων).
Τό κήρυγμα τοῦ γ. Γενναδίου ἦταν χριστολογικό, ἁγιολογικό καί σωτηριολογικό. Ἡ διδασκαλία του ἦταν ἐπικεντρωμένη σέ τρεῖς λέξεις- κλειδιά γιά τήν ψυχική σωτηρία:
ΥΠΟΜΕΝΕ – ΑΠΕΧΕ – ΠΡΑΤΤΕ.
Περί Ὑπομονῆς
«Πάντοτε νά ὑπομένεις – δίδασκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ - ἡ ὑπομονή εἶναι μεγάλη ἀρετή. Πάντοτε καί «εἰς πάντα» νά ὑπομένεις, σάν τούς Μάρτυρες τῆς πίστεώς μας καί τόν Κύριο ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς. Ὑπόμενε, Χριστιανέ μου, τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, εἴτε προέρχονται ἀπό τόν Θεό, εἶτε ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ἀλήθεια, σκέφθηκες πῶς μᾶς ὑπομένει ἐμᾶς ὁ Θεός; Ὅλους, μέ τά τόσα ἁμαρτήματά μας καί ἐμεῖς δέν ἀνεχόμεθα, δέν ὑπομένουμε τό παραμικρό. Ὑπόμενε, Χριστιανέ μου. Μήπως ἐμαστιγώθης, ἐχλευάσθης καί ἐκεντήθης ὅπως ὁ Κύριός μας; Ὑπόμενε καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά νικήσεις, ἀρκεῖς νά ζητεῖς δύναμη ἀπό Ἐκεῖνον».

Περί ἀποχῆς τῆς ἁμαρτίας
«Νά ἀπέχεις ἀπό ὅλα τά ἁμαρτήματα – συνέχιζε – πάντοτε, σέ ὅλη σου τήν ζωή. Ὄχι νά μήν κάνεις μεγάλα ἁμαρτήματα καί νά κάνεις μικρά. Οὔτε πάλι σήμερα νά μήν ἁμαρτάνεις καί αὔριο νά συνεχίζεις. Συνέχεια καί πάντοτε νά ἀποφεύγουμε τίς ἁμαρτίες καί νά πράττουμε ὅ,τι ἀρέσει στό Θεό, ὅ,τι εἶναι τό θέλημά Του.
Ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
«Πράττε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ - κατέληγε – αὐτό λέμε στό «Πάτερ ἡμῶν», «γεννηθήτω τό θέλημά σου», ὄχι τό δικό μας θέλημα. Πράττε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πρός πάντας, ὅσο κακό καί ἄν σοῦ ἔκαναν. Ὁ Χριστιανός πρέπει νά ἐκτελεῖ μέ χαρά καί προθυμία τό θέλημα τοῦ Κυρίου, διότι «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς».
Ὦ καί ἄν ἐκτελούσαμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου! Δέν θά ὑπῆρχε πόλεμος, δυστυχία καί πεῖνα, ἀλλά εἰρήνη, ἀγάπη, ὀμόνοια καί εὐτυχία στά ἄτομα, τίς οἰκογένειες καί τά ἔθνη. Μόνον ὁ Χριστός φέρνει τήν εἰρήνη, τήν ἄνωθεν. Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ὄχι τῶν ἀνθρώπων, αὐτή ἔχουμε ἀνάγκη, αὐτή νά ἐπιδιώκουμε».

Περί Προσευχῆς
Ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, τόνιζε πάντοτε πρός ὅλους τήν ἀνάγκη της. «Ἡ προσευχή - ἔλεγε – εἶναι τό ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ. Ὅπως τό ὀξυγόνο εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ζωή, ἔτσι καί ἡ προσευχή. Στηρίζει τόν Χριστιανό καί διατηρεῖ ὅλες τίς ἀρετές τοῦ πιστοῦ. Μποροῦμε νά προσευχόμεθα παντοῦ καί πάντοτε, ἀκόμη καί ὅταν ἐργαζόμεθα. Ἀπαραίτητη ὅμως εἶναι ἡ κοινή προσευχή στήν ἐκκλησία, τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές.
Ἡ σύντομη προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ὅταν λέγεται μέ θερμότητα καρδιᾶς καί συναίσθηση τοῦ νοήματος πού περικλείει, καθαρίζει τόν προσευχόμενο καί τόν ἀνεβάζει σέ πνευματικά ὕψη. Καίει τούς δαίμονες ἡ προσευχή».
Ὁ μακάριος Γέροντας ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως καί ὑπερβαλλόντως τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γιά τόν λόγο αὐτό τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» τό θεωροῦσε «καλή προσευχή». Συνήθιζε νά λέει: «Παναγία μου κοντά Σου νά μ’ ἔχεις καί κοντά μου νά Σ’ ἔχω κι ἐγώ».

Περί Χριστιανικῆς ζωῆς
Ὁ ὅσ. Γεννάδιος ἔδινε μεγάλη σημασία στόν τρόπο ζωῆς τῶν Χριστιανῶν. Δέν ἦταν βεβαίως Ἱερεύς γιά νά ἐξομολογεῖ, ἀλλά ἡ μοναχική του ἰδιότητα τοῦ ἐπέτρεπε νά ἀκούει τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καί νά συμβουλεύει.
«Ὁ Χριστιανός - ἔλεγε – πρέπει νά ζῆ ζωή χριστιανική, ἄν θέλει νά λέγεται Χριστιανός. Πρέπει νά ξεχωρίζει ἀπό τόν κόσμο, χωρίς νά μισεῖ τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους. Δέν πρέπει νά ζῆ ζωή κοσμική, γιά νά ἀρέσει στούς ἀνθρώπους, γιά νά τόν ἐπαινοῦν.
Εἶσαι, εὐλογημένε, Χριστιανός; Θέλεις νά ἔχεις πατέρα τόν Θεό; Θά εἶσαι ἤ μέ τόν Θεό καί θά ζῆς ὅπως θέλει Ἐκεῖνος ἤ μέ τόν διάβολο καί αὐτοῦ θά κάνεις τό θέλημα. Ὅποιος θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, νά ἀγαπᾶ τόν κόσμο καί τήν κοσμική ζωή, μισεῖ τόν Θεό, δέν θέλει τόν Θεό. Ὅποιος ὅμως ἀποστρέφεται καί περιφρονεῖ τήν κοσμική καί ἁμαρτωλή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγαπᾶ τόν Θεό. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν ἄνομες ἀπολαύσεις, ἀκολασίες, ἐπαίνους καί δόξα, πράγματα πού δέν θέλει ὁ Θεός. Ὁ Θεός θέλει ταπεινοφροσύνη, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἁγνότητα καί μελέτη τοῦ νόμου Του, πράγματα πού δέν θέλουν οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι».

Περί νηστείας καί ἐγκρατείας
Ὁ Γέροντας ὡς ἀσκητής ὑπῆρξε μεγάλος νηστευτής καί ἐγκρατευτής. «Χαλινός γιά τήν σάρκα – τόνιζε – εἶναι ἡ νηστεία. Σκοπός της εἶναι νά ἀδυνατίσει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιβάλλεται στόν ἑαυτό του, νά εἶναι τίμιος καί ἐγκρατής. Ὁ Θεός δέν λέει «μήν τρώγεις», ἀλλά «μήν πολυτρώγεις». Δέν καταδικάζει τήν χρήση, ἀλλά τήν κατάχρηση μέ τήν ὁποία παρεκτρεπόμεθα σέ ἁμαρτωλές σκέψεις, φράσεις καί πράξεις. Ἡ νηστεία εἶναι τό χαλινάρι τοῦ σώματος, μία ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγνότητος».
Σύμφωνα μέ ἀσφαλεῖς πληροφορίες ὁ Γέροντας συνήθιζε τήν ἑβδομαδιαῖα νηστεία, στή διδασκαλία του ὅμως μιλοῦσε γιά «τούς ἀσκητές πού νήστευαν ἔως καί ὀκτώ ἡμέρες», χωρίς νά παρουσιάζει τόν ἑαυτό του, κρύβοντας ἀπό γνήσια ταπείνωση τήν ἀρετή του. «Εἶναι εὔκολο νά νηστεύουμε - ἔλεγε - ἔχουμε τά φροῦτα μας, τά καλά μας, τά ἀγαθά μας. Οἱ παλαιοί δυστυχοῦσαν καί ὑπέφεραν καί ὅμως νήστευαν. Σήμερα τά νοσοκομεῖα εἶναι γεμάτα ἀπό ἀσθενεῖς, ὄχι ἀπό τήν πεῖνα καί τήν στέρηση, ἀλλά ἀπό τήν πολυφαγία καί τίς καταχρήσεις. Νηστεία, βέβαια, ὄχι μόνο φαγητοῦ, ἀλλά καί αἰσθήσεων καί ἁμαρτημάτων».

Περί ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν
Ἕνα ἰδίαιτερης σημασίας πρόβλημα πνευματικῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ἀπασχολοῦσε συχνά τόν Γέροντα, ἦταν ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν στίς χριστιανικές οἰκογένειες. Πολλά ἄκουγε στήν ἐπαρχία του σχετικά μέ τό θέμα αὐτό. «Οἱ γονεῖς - συμβούλευε - ἔχουν μεγάλο χρέος ἀπέναντι στό Θεό, γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν τους καί πρέπει νά τά ἀνατρέφουν σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς τήν χριστιανική διδασκαλία τά παιδιά ἀγριεύουν. Γιά τοῦτο μεγάλο μέρος τῆς νεολαίας μας ἔχει ἀγριέψει, δέν σέβεται τίποτα, δέν ἀναγνωρίζει τίποτα, διότι ἀνατρέφεται χωρίς Θεό. Δυστυχισμένοι οἱ γονεῖς πού φροντίζουν γιά τήν κάθε εἴδους τακτοποίηση τῶν παιδιῶν τους καί ἀδιαφοροῦν γιά τήν ψυχή τους. Τά κακά παιδιά τοῦ αἰῶνος τούτου λέγουν οἱ Ἅγιοι, θά λέγονται «δαιμονόπαιδα», διότι θά εἶναι γεννημένα στήν ἁμαρτία καί θά ζοῦν στήν ἁμαρτία. Θά κολαστοῦν, ἔτσι, καί οἱ γονεῖς καί τά παιδιά».
Καί πρόσθετε ὁ Γέροντας μέ τό χαριτωμένο του Κρητικό ἰδίωμα: «Εἰς τήν ἄλλη ζωή οἱ κολασμένοι γονεῖς θά βλασφημοῦν τά παιδιά των καί θά τούς λέγουν: «Ἀνάθεμά σας, παιδιά μας, πού δέν μᾶς ὑπακούετε εἰς τήν γῆν, μόνο ἐκάμετε τό θέλημά σας καί ἐκολαστήκετε καί ἐσεῖς καί ἐμεῖς». Καί τά κολασμένα παιδιά πάλι θά λέγουν: «Ἀνάθεμά σας, γονεῖς μας, γιατί δέν μᾶς ἐτιμωρούσατε ὅταν εἴμεθα μικροί, διά νά ἔχουμε φόβο κι εὐλάβεια Θεοῦ, ἀλλά κολαζόμεθα τώρα μαζί».

Περί μετανοίας
Ὁ ἡσυχαστής γ. Γεννάδιος, ὁ ὁποῖος ἐβίωσε τήν μετάνοια στά 82 χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, δέν μποροῦσε παρά νά εἶναι διαπρύσιος κήρυκας μετανοίας. «Ὁ Κύριος – κατέλειγε συνήθως τήν διδασκαλία του – δέν θά μᾶς πεῖ «τέκνο μου, γιατί ἁμάρτησες;», ἀλλά θά μᾶς πεῖ «τέκνο μου, γιατί δέν μετανοήσες;» Καί συνέχιζε: «Ἁμαρτάνουμε; Νά μετανοοῦμε. Πάλι ἁμαρτάνουμε; Πάλι νά μετανοοῦμε. Νέ ἔχουμε τόν νοῦ μας νά μήν μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος στήν ἁμαρτία, ἀλλά στήν μετάνοια.
Ὁ Θεός δέν θέλει τήν ἁμαρτία. Ἔτσι καί δέν σταματήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἁμαρτία, θά τήν σταματήσει ὁ Θεός. Μέ ποιό τρόπο; Μέ φωτιά, μαχαίρι, θανατικό, σεισμό, πόλεμο. Ξέρει ὁ Θεός νά μᾶς ἀνταποδώσει αὐτό πού μᾶς ἀξίζει γιά νά σωφρονιστοῦμε. Σάν τούς Νινευϊτες εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε ὅλοι, ἀπό τόν μικρότερο μέχρι τόν μεγαλύτερο. Νά ἐπιστρέψουμε στόν Θεό, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, γιά νά σωθοῦμε, νά κερδίσουμε τήν αἰώνια εὐτυχία, τόν ποθειτό Παράδεισο. Ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἀγάπη, ὅλα εἶναι χαρά, ὅλα εἶναι ἅγια».

Ἡ ὁμολογία τοῦ μακαρίου Γέροντος
Στό θέμα τῆς γνησιότητος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ὁ μακάριος γ. Γεννάδιος ἦταν αὐστηρός. Σεβόμενος τήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦσε τό παλαιό ἡμερολόγιο, ὅπως παρέλαβε ἀπό τήν μετάνοιά του, τήν Μονή Κουδουμᾶ. Ἡ εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί κατ’ ἐπέκταση στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τό 1924 (σάν πρώτου βήματος γιά τήν ἐπιβολή τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), τόν βρῆκε ἀσκούμενο στό ἐρημητήριο τῆς ἁγ. Ἄννας, ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ τό 1918.
Τόν Γέροντα ἔθλιβε ἰδιαίτερα τό σχίσμα, ἡ διαίρεση τοῦ λαοῦ καί ἡ ἀναταραχή στίς τάξεις τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. «Μᾶς διαίρεσε ὁ ἐχθρός – συνήθιζε νά λέει - ἀλλοίμονο στούς πρωταίτιους. Ἀφήσαμε τήν ἀλήθεια καί πήγαμε μέ τό ψέμμα. Ἀφήσαμε τό φῶς καί πήγαμε μέ τό σκότος».
Τό μεγάλο θαῦμα τῆς Γ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Χολαργός Ἀττικῆς, 1925), ἡ «θεόθεν βεβαίωσις» τῆς ἱερότητος τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (κοινῶς Παλαιοημερολογιτῶν), τόν συγκλόνιζε. Τό ἀνέφερε συχνά στούς ἐπισκέπτες του καί συνιστοῦσε τήν ἐπάνοδο στήν ἑορτολογική τάξη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐπίσης, ἡ Δ’ Ἐμφάνισις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στό Ὄρος Κόφινας τῆς νοτίου Κρήτης (1937), κατά τήν διάρκεια ἀγρυπνίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων πού εἶχε ὀργανωθεῖ «ἀπό τούς αὐστηρούς καί ἀσκητικούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ», ἦταν ἕνα γεγονός πολύ σημαντικό, πού ἐπίσης συγκλόνιζε τόν Γέροντα. Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες ἄν παρεβρέθηκε στήν ἀγρυπνία, ὑπῆρξε πάντως μάρτυρας τοῦ θαύματος, διότι τό γεγονός ἦταν ὀρατό σέ ὅλη τήν κεντρική Κρήτη. Τό θαυμαστό αὐτό γεγονός τό ἀνέφερε συχνά στούς πιστούς, σάν μία ἐπιπρόσθετη ἀπόδειξη τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, σάν μία δεύτερη «θεόθεν βεβαίωση» τῆς ἱερότητος τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γ.Ο.Χ.
Τά πρῶτα χρόνια μετά τήν ἐπιβολή τῆ καινοτομίας, ὁ Γέροντας ἐξυπηρετοῦνταν μυστηριακά ἀπό τόν Ἱερέα π. Κωνσταντίνο Σπυριδάκη ἀπό τό Ἀσῆμι Μονοφατσίου. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁμολογητοῦ αὐτοῦ Κληρικοῦ (τό 1962), μέ τόν δεύτερο Γνησίως Ὀρθόδοξο Ἱερέα τῆς Μεγαλονήσου, τόν π. Χαράλαμπο Σταματάκη ἀπό τά Καπετανιανά (+ 1972,) σέ κατ’ οἶκον περιορισμό στό Ἡράκλειο, ὁ Γέροντας - ὅπως καί πολλοί ἄλλοι πιστοί – συνδέθηκε μέ τήν νεοημερολογητική Μονή Καλυβιανῆς καί ἐξυπηρετοῦνταν ἐκεῖ μυστηριακά. Ἡ πρακτική αὐτή, ἀπαράδεκτη καί ἀπορριπτέα ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη, υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Γέροντα λόῳ τῆς ἁπλότητάς του.
Ἡ πρακτική αὐτή θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σάν ἀποτέλεσμα δύο τουλάχιστων παραγόντων: Τῶν διωγμῶν καί τῆς ἐλλείψεως Γνησίως Ὀρθοδόξων Ἱερέων καί τῆς ἀνεκτικῆς στάσεως ἀπέναντι στούς πιστούς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου τοῦ Ἐπισκόπου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Τιμοθέου (Παπουτσάκη, ἀπό τό 1975 Ἀρχιεπισκόπου Ν. Ε. Κρήτης).
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ, ὅτι στήν Κρήτη, ὅσοι πιστοί δέν ἀκολούθησαν τήν Παπική καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀντιμετωπίσθηκαν μέ ἐξαιρετικά σφοδρούς καί ἀπεινεῖς διωγμούς. Οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς προσπάθησαν νά καλύψουν τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας μέ χρήση βίας καί ἀστυνομικά μέτρα. «Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί – τόνισε ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἀνδρέας, στήν προσφώνησή του κατά τόν Ἑορτασμό τῆς 50ετηρίδος ἀπό τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (1937 – 1987), τήν 14η Σεπτεβρίου 1987, στόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Ἡρακλείου – διώκονται, ὑβρίζονται, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, συκοφαντοῦνται καί ὅμως ἀγωνίζονται. Κατηγοροῦνται ὡς ταραχοποιοί, ὡς ὑπονομευτές τοῦ καθεστώτος, ὡς πλανεμένοι, ὡς αἱρετικοί. Καί ὅμως συνεχίζουν τόν ἀγῶνα των καί τόν κλιμακώνουν. Ἀγρυπνοῦν καί προσεύχονται «ἐν σπηλαίοις καί ὄρεσι καί ἐν ταῖς ὁπαῖς τῆς γῆς» (Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων», τ. 1987, σελ. 296 - 297).
Τήν καινοτομία στήν Κρήτη δέν ἀποδέχθηκαν δύο Ἱερεῖς: Ὁ π. Κωνσταντίνος Σπυριδάκης ἀπό τό Ἀσῆμι Μονοφατσίου (γιά τόν ὁποῖο κάναμε ἀναφορά στό κεφάλαιο περί τοῦ Ὁσίων Γερόντων Παρθενίου καί Εὐμενίου) καί ὁ π. Δημήτριος Βεργετάκης ἀπό τόν Κρουσῶνα. Τό 1935 προσχώρησε καί ὁ π. Χαράλαμπος Σταματάκης ἀπό τά Καπετανιανά Οἱ Ἱερεῖς αὐτοί διώχθηκαν μέ σκληρότητα ἀπό τούς καινοτόμους Ἐπισκόπους Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Βασίλειο Μαρκάκη καί Εὐγένιο Ψαλιδάκη. Ἀπεβίωσαν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό κατά τήν δεκαετία 1962 – 1972.
Οἱ Ἱερεῖς αὐτοί ὑπάγονταν στή δικαιοδοσία τοῦ Κρητικῆς καταγωγῆς Προκαθημένου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἁγ. Ματθαίου τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ (+ 14. 5. 1950), ἀρχικά Ἐπισκόπου Βρεσθένης (1935 – 1949) καί τελικά Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (1949 – 1950).
Ὁ ἐπ. Ματθαῖος, ἱδρυτής τῶν μεγάλων καί ἱστορικῶν Μονῶν Παγαγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας (1927, ἐπί τῶν ἡμερῶν του 400 μοναχές!) καί Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ (1934, ἐπί τῶν ἡμερῶν του 170 μοναχοί!), ἔδειξε μεγάλο ποιμαντικό ἐνδιαφέρον γιά τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδας Κρήτης, στίς μονές του, ἄλλωστε, μόναζαν πολλοί μοναχοί καί μοναχές Κρητικῆς καταγωγῆς. (Μεταξύ αὐτῶν ὁ Γεώργιος Κωστάκης ἀπό τά Μεσκλᾶ Χανίων, ἔπειτα Ἐπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Μελέτιος, + 1966, καί ὁ Ἐμμανουήλ Σηφάκης ἀπό τήν ἁγ. Βαρβάρα Ἡρακλείου, ἔπειτα Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Κρήτης Εὐμένιος, + 1981, ἡ δασκάλα Συγκλητική Καρπαθάκη, κ.ἄ.).
Γιά τήν περίοδο ἐκείνη τῶν διωγμῶν, μοναδική παρηγοριά τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης ἦσαν «οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές τῆς Κερατέας» πού ἐπισκέπτονταν τήν Μεγαλόνησο μέ ἀφορμή τήν «ζητεία», τήν συλλογή - δηλαδή – ἐλεημοσύνης σέ λάδι, ἀπαραίτητου ἀγαθοῦ γιά τήν συντήρηση τῶν πολυπληθῶν ἀδελφοτήτων καί τῶν προσκυνητῶν. Οἱ μοναχοί αὐτοί (λ.χ. ὁ μακαριστός γ. Ἀναστάσιος ἀπό τόν ἅγ. Γεώργιο Φθιώτιδος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τήν διωκτική μανία τοῦ Ἐπισκόπου Ν.Ε. Κυδωνίας Ἀγαθαγγέλου Ξηρουχάκη) καί οἱ μοναχές, ἐργάσθηκαν σάν πραγματική ἱεραπόστολοι καί πνευματικοί καθοδηγητές μεταξύ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης, διαδίδοντας τά ἀγωνιστικά περιοδικά τοῦ ἐπ. Ματθαίου (τόν «Κήρυκα Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων» καί τόν «Πολύτιμο Θησαυρό Μετανοίας») καί τίς πνευματικές ἐκδόσεις του (τόν «Μεγάλο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» κ.ἄ.), τό κομποσχοῖνι, τό Τετραευάγγελο καί τό Προσευχητάριο.
Μεταξύ τῶν συνδρομητῶν – παραληπτῶν τοῦ «Κήρυκος» ἦταν καί ὁ μακάριος Γεννάδιος. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἦταν τέτοιο, ὥστε ἔστελνε μέχρι τόν θάνατό του καί οἰκονομική βοήθεια στό περιοδικό! Μάλιστα, ὅταν ἡ ὅρασή του δέν τοῦ ἐπέτρεπε πλέον νά διαβάζει, «ἀγγάρευε» ἄλλους καί τοῦ τό διάβαζαν!
Τό 1949 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος χειροτόνησε τόν πρῶτο μετά τό Νεοημερολογητικό Σχίσμα τοῦ 1924 Κρητικῆς καταγωγῆς Κληρικό, τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως Εὐμένιο (Ἐμμανουήλ Σηφάκη, ἀπό τήν Ἁγία Βαρβάρα Ἡρακλείου). Ὁ π. Εὐμένιος ἀμέσως μετά τήν χειροτονία του κατέβηκε στήν Κρήτη, ἀλλά ἀντιμετώπισε τήν διωκτική μανία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ν.Ε. Κρήτης Εὐγενίου Ψαλιδάκη, συνελήφθη καί ἔκτισε ποινή ὀκτώ ἐτῶν «κατ’ οἶκον περιορισμοῦ», στό χωριοῦ του Ἁγία Βαρβάρα! Τελικά ὁ π. Εὐμένιος ἀναγκάστηκε νά ἔρθει καί πάλι στήν κυρίως Ἑλλάδα καί μέχρι τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο (τό 1973), ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Κων/νου καί Ἑλένης, στό Καπαρέλλι Θηβῶν. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα οἱ πιστοί στήν Κρήτη νά μείνουν ἀποίμαντοι καί ἀκατήχητοι, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία σέ πολλούς μιᾶς ἐλαστικῆς ἐκκλησιολογικῆς συνειδήσεως, ἑνός νοσηροῦ δεκατριμεριτισμοῦ.
Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁ γ. Γεννάδιος ἐξυπηρετοῦνταν μυστηριακά στή Μονή Καλυβιανῆς.
Μοναδική νησίδα ἀσφαλείας καί ἡσυχίας γιά τούς πιστούς τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου μετά τό 1958, ἦταν ἡ Ἐπισκοπή Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, ἐπί ἀρχιερατείας Τιμοθέου Παπουτσάκη. Ὁ ἐπ. Τιμόθεος – εἴτε λόγῳ τοῦ προσωπικοῦ του πιστεύω, εἴτε λόγῳ ποιμαντικῆς διακρίσεως ἤ καί διπλωματίας - δέν ἐνόχλησε τούς Χριστιανούς πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἀκολουθοῦν τό παλαιό ἡμερολόγιο. Ἀντίθετα μάλιστα, προσφέρθηκε νά τούς προσφέρει καί Ἱερεῖς του πού θά ἱερουργοῦσαν κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο καί θά τούς ἐξυπηρετοῦσαν μυστηριακά. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ Παλαιοημερολογιτική Οὐνία, πέτυχε νά δημιουργήσει μία ἀκίνδυνη γιά τόν Νεοημερολογιτισμό – Οἰκουμενισμό μορφή Παλαιοημερολογιτισμοῦ καί νά ἀπορροφήσει ἀρκετούς ἄγευστους Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας πιστούς.
Ἡ κατάσταση βελτιώθηκε αἰσθητά μετά τό 1975, ἔτος ἐκλογῆς τοῦ ἐπ. Τιμοθέου σέ Ἀρχιεπίσκοπο Ν.Ε. Κρήτης. Ὁ Ἐπίσκοπος Εὐμένιος ἐπέστρεψε τότε ἐλεύθερα στήν Κρήτη, ἀνήγειρε στό Ἡράκλειο τόν Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος (τόν ὁποῖο ἐγκαινίασε τό 1980, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέα καί τόν Σεβ. Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Σερβίων καί Κοζάνης Τίτο) καί ἀπόλαυσε πρός τό τέλος τοῦ βίου του (ἀπεβίωσε τό ἑπόμενο ἔτος 1981), τήν τιμή καί τῶν σεβασμό τῶν Ὀρθοδόξων.
Προηγούμενως (τό 1979) ὁ Σεβ. Εὐμένιος ἀξιώθηκε νά δεῖ τό πνευματικό του τέκνο Κωνσταντίνο Σελληνιωτάκη, ἀπό τό χωριό Μεγάλη Βρύση, νά χειροτονεῖται Ἱερεύς. Τήν χειροτονία τέλεσε στήν Ἀθήνα ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέας καί ὁ νεοχειροτονηθείς ὀνομάσθηκε Καλλίνικος Ἱερομόναχος. Στόν Ἱερομ. Καλλίνικο ἀνῆκει ἡ τιμή τῆς ὀργανώσεως τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Κρήτης. Ὡς Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μεγαλονήσου καί ἐκπρόσωπος τοῦ Τοποτηρητοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης, Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἀνδρέου, μέ τήν συνδρομή τοῦ γράφοντος (ὡς Γραμματέως τῆ Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί Ἱεροκήρυκος, 1982 – 1988), τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτρόπων πού τότε διορίσθηκαν καί ὅλων τῶν πιστῶν, ἡγήθηκε σημαντικοῦ οἰκοδομικοῦ, ὀργανωτικοῦ καί πνευματικοῦ ἔργου. Ἀνηγέρθησαν ναοί στά Χανιά, στό Ρέθυμνο, στό Τυμπάκι, σέ ἄλλα χωριά τῆς Μεσσαρᾶ. καί ὁ ἴδιος ἀνήγειρε τόν Ἱ. Ν. Τριῶν Ἱεραρχῶν - ἁγ. Νεκταρίου στή Μεγάλη Βρύση. Τό 1987 τιμήθηκε ἡ 50ετηρίδα ἀπό τῆς Δ’ Ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Ὄρος Κόφινας, 14. 9. 1937), παρουσίᾳ τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν Ἀνδρέου. Τότε χειροτονήθηκε ὁ Ἱερεύς π. Ζαχαρίας Τσικριτσάκης, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε τόν Ἱ. Ν. τοῦ ἁγ. Νικολάου στά Καπετανιανά Μοιρῶν.
Μέ τήν χειροτονία τοῦ Ἱερομ. Καλλινίκου τακτοποιήθηκε τό λεπτό ὁμολογιακό θέμα τῆς ἐξυπηρετήσεως πιστῶν ἀπό Νεοημερολογίτες Κληρικούς. Ὁ π. Καλλίνικος πλησίασε καί τόν μακάριο γ. Γεννάδιο καί συζήτησε μαζί του τά θέματα τῆς Πίστεως. Στόν σοφό Γέροντα δόθηκε ἀφορμή νά γίνει σοφώτερος (κατά τήν Ἁγιογραφική ρήση). Κατανόησε τό ζήτημα, ταπεινώθηκε καί διέκοψε τίς πνευματικές του σχέσεις μέ τήν Μονή Καλυβιανῆς, διατηρῶντας πάντα τίς ἐγκάρδιες καί φιλικές σχέσεις ἀγάπης, ὅπως ἄλλωστε πρός ὅλους.
Ἔκτοτε ὁ μακάριος Γέροντας ἐξομολογοῦνταν στόν Ἱερομόναχο Καλλίνικο καί κοινωνοῦσε «διά τῶν χειρῶν» τοῦ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Ἡ ὁσιακή κοίμηση
Ὁ Ὅσιος τοῦ Θεοῦ Γεννάδιος πλήρωσε τό κοινόφλητο χρέος τοῦ θανάτου τόν Μάρτιο τοῦ 1983. Προηγουμένως, τόν Ἰανουάριο τοῦ ἰδίου ἔτους, ἀσθένησε καί μία εὐσεβής Χριστιανή ἀπό τά Ἀκούμια, ἡ Χρυσή Μαναράκη, προσφέρθηκε καί τόν πῆρε στό σπίτι της, γιά νά τόν περιποιηθεῖ. Ἀργότερα μεταφέρθηκε στό σπίτι τῆς Ἐλευθερίας Παπαδογιαννάκη. Ἐκεῖ ἡ χαρά του ἦταν νά δέχεται ἐπισκέπτες καί νά τούς διδάσκει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, παρά τά 97 του χρόνια. Ἦταν ἥρεμος, ἔτρωγε κανονικά καί εἶχε ἀκμαίες τίς πνευματικές του δυνάμεις.
Ὁ χειμῶνας στήν Κρήτη ἐκείνη τήν χρονιά ἦταν ἐξαιρετικά βαρύς. Εἶχαν πέσει πολλά χιόνια καί ἐπικρατοῦσε παγωνιά. Κι ὅμως πολλοί πιστοί ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα γιά νά πάρουν τήν εὐχή του, διαισθανόμενοι ὅτι ἦταν στά τελευταῖα του.
Στό τέλος Φεβρουαρίου παρουσιάσθηκαν τά συμπτώματα πού ἀνθρωπίνως εἶναι προάγγελοι τοῦ θανάτου. Ἔγινε ἀνήσυχος, ἐλαττώθηκε τό φαγητό του, ἄρχισε νά χάνει δυνάμεις. Τότε ἀποζητοῦσε τήν συντροφιά τοῦ καλοῦ του φίλου Στυλ. Παπαδογιαννάκη. Τήν Κυριακή 28η Φεβρουαρίου σηκώθηκε κανονικά, διάβασε τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἀπό τήν Σύνοψη καί ζήτησε ἀπό τόν Σταθμάρχη τοῦ Ἀστυνομικοῦ Σταθμοῦ Ἀκουμίων, τόν Γραμματέα τῆς Κοινότητας καί τόν Στυλ. Παπαδογιαννάκη τήν ρύθμιση κάποιων προσωπικῶν του θεμάτων, ἕνα εἶδος διαθήκης. Ἀπό τήν λεπτομέρεια αὐτή προκύπτει, ὅτι προγνώρισε τόν θάνατό του πρό τριῶν ἡμερῶν.
Τό μεσημέρι τῆς Τρίτης 2ας Μαρτίου ἐπέστρεψε πεζός στό σπίτι τῆς Χρυσῆς Μαναράκη. Ἐκεῖ δέχθηκε τό ἀπόγευμα τήν ἐπίσκεψη τοῦ Στυλ. Παπαδογιαννάκη, τῶν Δασκάλων ἀπό τό Ρέθυμνο Ἀνδρέα Σταματεράκη καί Στυλιανῆς Φωτάκη καί τῆς Νηπιαγωγοῦ Παγῶνας Φωτάκη. Τούς δέχθηκε εὐχάριστα, τούς εἶπε λόγια σωτηρίας καί ὅταν ἔφυγαν τούς σταύρωσε μέ τόν ξύλινο σταυρό πού ἔφερε πάντα στό στῆθος του.
Ὁ οὐρανοπολίτης Γέροντας εἶχε εξομολογηθεῖ τήν προηγουμένη ἑβδομάδα στόν Ἱερομόναχο Καλλίνικο, ἀλλά δέν εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διότι ἡ Θεία Λειτουργία εἶχε τελεσθεῖ στό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, πού ἦταν ἀρκετά μακρυά ἀπό τήν διαμονή του. Τήν Τετάρτη 3η Μαρτίου ὁ Γέροντας βάρυνε καί ἀμέσως εἰδοποιήθηκε ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος νά ἔρθει νά τόν μεταλάβει. Ὅμως ὁ Ἱερεύς νοσηλευόταν στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο τοῦ Ἡρακλείου, ἐπειδή ὑπέφερε ἀπό ἄσθμα. Μέ δική του εὐθύνη καί μέ τήν συνδρομή τοῦ Ἰωάννη Κλεισαρχάκη (Προέδρου τῆς Παγκρητίου Ἑνώσεως Γ.Ο.Χ. «Ἡ Ἁγία Τριάς», ἤδη μακαριστοῦ, ζηλωτοῦ τῆς πίστεως καί ἐκλεκτοῦ ἐργάτη στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας), βγῆκε ἀπό τόν νοσοκομεῖο καί μέ ταξί ξεκίνησε γιά τά Ἀκούμια, παρά τήν πρωτοφανῆ κακοκαιρία.
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ γ. Γεννάδιος βρίσκεται στά τελευταῖα του εἶχε διαδοθεῖ στό χωριό καί πολλοί ἄνθρωποι εἶχαν συγκεντρωθεῖ στό σπίτι. Ὅλοι ἀγωνιοῦσαν ἄν ὁ Ἱερεύς θά προλάβαινε νά κοινωνήσει τόν Γέροντα. «Σωπᾶται – τούς εἶπε κάποια στιγμή ὁ μακάριος, μέ τά μάτια κελιστά - ἔρχονται». Πράγματι σέ μερικά λεπτά ὁ Ἱερομόναχος Καλλίνικος μέ τόν συνοδό του Ἰω. Κλεισαρχάκη μπῆκαν στό σπίτι!
Ὁ ὅσιος Γέροντας ἐξομολογήθηκε γιά τελευταῖα φορά καί κοινώνησε τῶν Ἀρχάντων Μυστηρίων, μέ πλήρη διαύγεια πνεύματος. Περίμενε τό τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας ἥσυχος καί ἥρεμος, μέ πρόσωπο φωτεινό. Δέν μιλοῦσε. Κάπου – κάπου ἄνοιγε τά μάτια του καί χαμογελοῦσε εὐχαριστημένος. «Τί νά βλέπει - διερωτῶνται οἱ παριστάμενοι, γράφει ὁ Στυλ. Παπαδογιαννάκης - πού οἱ ἄλλοι δέν τό βλέπουν; Τι αἰσθάνεται καί οἱ ἄλλο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου