Σελίδες

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Το νεκρό σπίτι (απόσπασμα)

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας

(Απ' όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κ' η μια τρελάθηκε.
Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον,
στο Άργος - σύγχυζε τη μυθολογία, την Ιστορία και την Ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν
και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κ' είναι αυτή που μου
μίλησε το βράδυ που τους έφερα απ' την ξενιτειά ένα μήνυμα του θείου τους
- αδελφού τού πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου.
Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε η μεγάλη):

Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι -
μικρές, που λέει ο λόγος, - από χρόνια γεράσαμε κ' εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κ' οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε.
Δεν ξέρουμε
πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο - μια ζωή περάσαμε δω μέσα -
είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ - δεν μπορείς να τούς πουλήσεις -
κι άλλωστε ποιος τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε
απ' το ‘να σπίτι στ' άλλο, απ' τη μια συνοικία στην άλλη, -
πολύ κουραστικό κ' επικίνδυνο - βολεύτηκαν εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ' το τραπέζι,
άλλος πίσω απ' τη ντουλάπα ή πίσω απ' τα τζάμια τής βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί τής λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής πως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ' τούς δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες τής μικρής αδελφής μου.

Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,
το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,
τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,
μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτε
ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,
κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,
μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,
δικά μας και μαζί των πεθαμένων - όλα ανάκατα -
γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα καπέλα τής μητέρας,
το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,
και ξύλινα άλογα και κούκλες απ' τα παιδικά μας χρόνια,
επίσημες στολές τού πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι τού μεγάλου αδελφού μας,
η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες τού μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,
κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες - όλα ανάκατα,
χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.

Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα
αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,
το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,
αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο
ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ' τα περίχωρα.

Κι ούτε να πεις πως κ' έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε
από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,
για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο
το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει
μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση
σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.

Κάθε σκιά στο βάθος τού καθρέφτη, κάθε τρίξιμο
απ' τα μικρά δόντια τού ξυλοφάγου ή του σκόρου,
συνεχίζεται απέραντα ως τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής, ως μέσα στις φλέβες
της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα
ο χτύπος απ' τον αργαλειό τής πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια, ανάμεσα στα κιούπια,
ή το πριόνι τής σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων
κι άξαφνα ο μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο
Όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει
σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.

Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,
το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ' όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,
στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,
στα κουδουνάκια απ' το κοστούμι τού πιερότου, που 'χε φορέσει ο μικρός αδελφός μας
μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας - κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,
μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,
έτρεξα να προφτάσω τούς άλλους το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του
τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου - δεν μπορούσα πια να περπατήσω
κ' οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ' τα δέντρα
κι ακούγονταν σ' έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων
και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ' το αόρατο Μυρτώον πέλαγος,
κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι
γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη
σαν εκείνη πού βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας
ή τούς καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες -

Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,
να κρατήσουμε κάτι απ' όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,
καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη
να χτενίζουμε πότε - πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιος να τα φρόντιζε;
Τουλάχιστον έτσι,
μπορεί να τ' ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μάς παράτησαν.

...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου