Εμπρός της γης οι κολασμένοι
της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός
Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει
σαν βροντή σαν κεραυνός.
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς.
Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
με πλάνα λόγια μας γελούν
της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
μοναχοί τους, θα σωθούν...
Για να λείψουν τα δεσμά μας
για να πάψει πια η σκλαβιά
να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά.
Και αν τολμήσουν και αντικρίσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
θα δούνε τότε αν μπορούνε
πως θα είναι οι σφαίρες μας για αυτούς
Τα λόγια αυτά έχουν τραγουδηθεί απ' όλους τους εργάτες του κόσμου. Ο Υμνος της Διεθνούς έγινε σύμβολο για τους «κολασμένους της Γης». Ξεσήκωσε καρδιές. Υψωσε τις γροθιές των προλετάριων. Ομως, όσο γνωστό είναι αυτό το ποίημα, άλλο τόσο άγνωστη είναι η ιστορία του, πώς γεννήθηκε, ποιος το έγραψε και ποιος το μελοποίησε. Και, αν αυτό αποκτά μιαν ιδιαίτερη αξία, είναι διότι γράφτηκε και μελοποιήθηκε από εργάτες. Ο Ευγένιος Ποτιέ είναι ο ποιητής, που συμπύκνωσε το όραμα για ένα νέο κόσμο - το σοσιαλιστικό κόσμο - σε αυτούς τους στίχους. Και ο Πιερ Ντεζετέ, ο συνθέτης που έκανε αυτές τις λέξεις να «χορέψουν». Ενα επαναστατικό ποίημα, σε μια επαναστατική μουσική.
Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι δύο εργάτες - καλλιτέχνες; Κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες επιρροές γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι; Πότε και πώς έζησαν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τούτο το κείμενο. Η ιστορία, άλλωστε, του Υμνου της Διεθνούς των εργατών έχει ένα ξεχωριστό δικό της ενδιαφέρον, που δείχνει τα επίπεδα που μπορεί να φτάσει η προλεταριακή Τέχνη, όταν στοχεύει στην αφύπνιση των λαών, στην εξέγερση των εργαζομένων, με στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους εξουσίας.
Ο Ευγένιος Ποτιέ
Επανάσταση του '48
Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1816 στο Παρίσι. Ηταν εργάτης από πολύ μικρή ηλικία, ζώντας έτσι και ο ίδιος τα βάσανα μιας ζωής που καθορίζεται από τις συνθήκες της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από το κεφάλαιο. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά στη συνείδησή του την αναγκαιότητα της πάλης των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, ενώ ταυτόχρονα γίνεται η πηγή της έμπνευσης της ποίησής του, η οποία επίσης υπηρετεί τους σκοπούς του αγώνα, όπως τους αντιλαμβανόταν τότε ο Ευγένιος Ποτιέ. Αυθόρμητα στην αρχή και μάλιστα κάτω από τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών. Παίρνει μέρος στην επανάσταση του Ιούλη του 1830 στο Παρίσι. Τότε γράφει και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1830 εκδόθηκε η συλλογή τραγουδιών του με τίτλο «Η νέα μούσα» και γίνεται γνωστός ως ποιητής της εργατιάς. Νωρίτερα, σε ηλικία 14 ετών, μάλιστα, συνθέτει το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Ζήτω η ελευθερία».
Ο Ευγ. Ποτιέ συμμετέχει σε όλες τις εξεγέρσεις του - νεαρού τότε - προλεταριάτου της Γαλλίας. Βρίσκεται, λοιπόν, στα οδοφράγματα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848 και πολεμά μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Φίλιππου. Αναδεικνύεται ως ένας από τους πρωτοπόρους της εργατικής τάξης. Συνδυάζει τη δουλειά, τον αγώνα και την ποίηση - όπως μόνο προλετάριοι ποιητές έχουν δείξει και τότε, αλλά και αργότερα με την Οκτωβριανή Επανάσταση ότι μπορούν.
Ο ποιητής ζει την επανάσταση και την ήττα της εργατικής τάξης, συνεχίζοντας να γράφει ποιήματα για το δίκιο του αγώνα των προλετάριων. Ταυτόχρονα, κάνει τα δικά του βήματα σε ιδεολογικό - πολιτικό επίπεδο, συνειδητοποιώντας ακόμη περισσότερο τον τελικό σκοπό της ταξικής πάλης. Βέβαια, τότε, είναι και η εποχή που εμφανίζονται τα έργα των Μαρξ - Ενγκελς και το προλεταριάτο μπολιάζεται με τη δική του επαναστατική κοσμοθεωρία.
Η Κομμούνα
Δίκη Κομμουνάρων. Ο Ποτιέ μετά την ήττα αυτοεξορίστηκε. Στο μεταξύ, τον Ιούνη του '71, είχε γράψει τη «Διεθνή»
Η πιο σημαντική περίοδος στη ζωή και στο έργο του Ποτιέ άρχισε την εποχή της Παρισινής Κομμούνας, το 1871. Υπερασπίστηκε το Παρίσι, όταν το πολιορκούσαν τα γερμανικά στρατεύματα και ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς. Εχει ήδη προσχωρήσει στην Α' Διεθνή, έχοντας περάσει από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού στην επαναστατική υλιστική κοσμοαντίληψη. Από ποιητής των καταπιεζόμενων και των φτωχών έγινε ποιητής του επαναστατημένου προλεταριάτου. Ηταν από τους οργανωτές της Κομμούνας, εκλεγμένο μέλος της και πολέμησε στα οδοφράγματα.
Ετσι, ο Ευγένιος Ποτιέ ζει όλες τις εξελίξεις από την ήττα των Γάλλων στο Γαλλογερμανικό πόλεμο και τη συνθηκολόγηση της αστικής κυβέρνησης της Γαλλίας έως την ήττα της Κομμούνας. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης ανέδειξαν για πρώτη φορά την εργατική τάξη στην εξουσία, έστω και για 72 μέρες, και απέδειξαν, για πρώτη φορά στην ιστορία της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων, ότι η εργατική τάξη βρίσκεται στο προσκήνιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων «ως τάξη για τον εαυτό της», χειραφετημένη πολιτικά από την αστική τάξη. Οπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, «ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».
Συνεδρίαση της Κομμούνας
Οι κομμουνάροι αντιπαραβάλλανε στο αστικό κράτος την κοινωνία της Κομμούνας.
«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό».
«Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή».
«Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς».
«Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία... Ολα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Ετσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία».
«Το μεγάλο κοινωνικό έργο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλειάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους... η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών...».
Οδόφραγμα Κομμουνάρων στην οδό Ρουαγιάλ
Σημείωση: Τα «πρώτα διατάγματα» παρουσιάζονται όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».
Τέχνη και Κομμούνα
Στο σύντομο χρονικό διάστημα των 72 ημερών ύπαρξης της Κομμούνας, οι κομμουνάροι συνειδητοποίησαν ακόμα και σ' αυτά τα πρώτα βήματα ότι δεν μπορεί να έρθει το καινούριο, χωρίς οι επιστήμες, οι τέχνες και η λογοτεχνία να συνδεθούν με το λαό, εκφράζοντάς τον, χωρίς να εξυπηρετούν τις ιστορικές και κοινωνικές του ανάγκες, τους πραγματικούς στόχους του.
Κατανοούσαν την επίδραση που έχει το πολιτιστικό εποικοδόμημα στη συνείδηση του ανθρώπου, αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγονται με τη λειτουργία αυτού του εποικοδομήματος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Και μπορεί το διάστημα αυτό να μην ήταν αρκετό, για να εκφραστεί ολόκληρος ο πολιτισμός της, καθώς και τα περιθώρια να δοθεί ένα αποφασιστικό χτύπημα σε παραδοσιακές ξεπερασμένες αντιλήψεις για το ρόλο της Τέχνης στην κοινωνία, ωστόσο το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει να αναδύεται η νέα αντίληψη για την Τέχνη και αυτή η νέα αντίληψη πρακτικά εκφράστηκε με ειδικά άρθρα του Διατάγματος, με τη δημιουργία θεσμών και τη λήψη πρωτοβουλιών.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι έκανε η Κομμούνα για την Τέχνη και τη σύνδεσή της με το λαό:
Παρέδωσε στην Ενωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών τον τεράστιο πλούτο των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού. Στη Διοίκηση της Ενωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως ο Κουρμπέ, που ήταν και ο αντιπρόσωπός της, οι Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
Κατάργησε την ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και την εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές, επιβάλλοντας διά νόμου το σύστημα των «ίσων δυνατοτήτων» για όλους, με λαϊκό έλεγχο.
Απελευθέρωσε από την οικονομική και κυβερνητική επιβολή του γούστου και των ενδιαφερόντων των κυρίαρχων τάξεων τους μουσικούς και τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, βάζοντας ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
Ταυτόχρονα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, σ' όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Το περιβάλλον τους διαμορφώνεται λαμπρό, διακοσμητικό, κόντρα στο καταθλιπτικό και αυστηρό κλίμα των κρατικών ιδρυμάτων. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί παντού, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας.
Οι ηγετικές μορφές της Κομμούνας (γκραβούρα της εποχής)
Ολα αυτά, έστω κι αν «χάθηκαν» στη ματωμένη βδομάδα, μας άφησαν κληρονομιά, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί η Τέχνη να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον αληθινό δημιουργό της, το λαό, σπάζοντας όλα τα φράγματα που την κρατάνε μακριά του.
Είναι όμως πολύτιμα και γιατί απέδειξαν ότι ο καλλιτέχνης γνωρίζει την αληθινή καταξίωση όταν συμμετέχει ολόπλευρα στο ιστορικό γίγνεσθαι, παίρνοντας ενεργό μέρος στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και μέσω του έργου του, και μέσω της συμμετοχής του σε επαναστατικούς θεσμούς και μέσα από τα οδοφράγματα, δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.
Ωστόσο, πέρα από την ανάδειξη αυτής της ριζοσπαστικής στάσης που κράτησε η Κομμούνα απέναντι στην Τέχνη και του ρόλου που έπαιξαν οι επαναστάτες καλλιτέχνες σ' αυτήν, αναδεικνύεται και η ανάγκη να δοθεί απάντηση στην εκστρατεία αποσιώπησης, διαστρέβλωσης και αλλοτρίωσης του ρόλου που έπαιξαν γνωστές προσωπικότητες του Πνεύματος και της Τέχνης στα γεγονότα της Κομμούνας. Ρόλου που αντιμετωπίστηκε από πολλούς ιστορικούς σαν μαύρη κηλίδα στην προσωπική τους ιστορία.
Ετσι, τον Αρθούρο Ρεμπό τον παρουσιάζουν σαν τον «ρομαντικό και καταραμένο» ποιητή, το «παρακμιακό» ίνδαλμα της νεολαίας που οφείλει τη γοητεία του στο μελαγχολικό των στίχων του και στην αινιγματική και τρικυμιώδη ζωή του.
Ο Πολ Βερλέν, ποιητής και μέντορας του Ρεμπό, που παίρνει και αυτός τη θέση του ανάμεσα στους «καταραμένους ποιητές», είναι ο κυκλοθυμικός, όλο συναισθηματικές εξάρσεις ποιητής που καταστράφηκε από έναν ανέλπιδο έρωτά του.
Οσο για την ιστορική αλήθεια, φαίνεται ότι γεγονότα που φωτίζουν βασικές πτυχές της ζωής και του έργου καλλιτεχνών, αλλά και της ίδιας της πάλης των τάξεων, παραλείπονται ή διαστρεβλώνονται, ώστε αφ' ενός η προσωπικότητα να «εξωραΐζεται» και να μην προκαλεί επικίνδυνους ιδεολογικούς τριγμούς για την αστική τάξη και αφ' ετέρου η εργατική τάξη να παρουσιάζεται ότι δε μετέχει στην πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Η «Διεθνής»
Σ'
Η επανάσταση του 1848. Μάχες στα οδοφράγματα στο Παρίσι
αυτήν την τελευταία βδομάδα, κατ' άλλους τον Ιούνη του 1871, ο Ευγένιος Ποτιέ, όντας παράνομος στο Παρίσι, μετουσιώνει σε ποίημα την εργατική εξέγερση και την Κομμούνα που καθοδήγησε η Α` Διεθνής με τον Μαρξ, γράφει τους στίχους της «Διεθνούς» που έμελλε να γίνει ο Υμνος της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Μετά την ήττα της Κομμούνας και τη σφαγή του επαναστατημένου προλεταριάτου του Παρισιού, μετουσιώνει καλλιτεχνικά την ήττα συνεχίζοντας να γράφει ποίηση, που εκφράζει το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, και καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα του προλεταριάτου, την κομμουνιστική κοινωνία, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για τη συνέχιση και ένταση της ταξικής πάλης για την επιβολή της ιστορικής ανάγκης ανατροπής της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ευγένιος Ποτιέ έφυγε από τη Γαλλία, αρχικά για τη Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Εζησε εξόριστος έως το 1880 οπότε επέστρεψε στη Γαλλία, σε ηλικία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό - καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Συνέχισε τον ταξικό αγώνα και με την επιστροφή του στη Γαλλία εντάσσεται στο Εργατικό Κόμμα. Το 1884 δημοσίευσε τις συλλογές «Κοινωνικο-οικονομικοί στίχοι και σοσιαλιστικά επαναστατικά τραγούδια», «Ποιος είναι τρελός;». Το 1887 δημοσιεύει τη συλλογή «Επαναστατικά τραγούδια». Σε αυτές τις εκδόσεις συμπεριλαμβάνονται τα καλύτερα τραγούδια και ποιήματα.
Πέθανε μέσα στην αγάπη της εργατικής τάξης, του λαού, σε αναγνώριση της δράσης του στις 8 Νοέμβρη του 1887.
Ο Λένιν για τον Ποτιέ
Για τα 25 χρόνια από το θάνατο του Ευγένιου Ποτιέ, ο Λένιν γράφει για τον ποιητή της εργατιάς άρθρο στην «Πράβντα», το 1913. Παρακάτω το δημοσιεύουμε ολόκληρο:
«Το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου, του 1912, έκλεισαν 25 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Γάλλου ποιητή - εργάτη Ευγένιου Ποτιέ, που έγραψε τον περίφημο προλεταριακό Υμνο της Διεθνούς ("Εμπρός της Γης οι κολασμένοι" κτλ.).
Ο Υμνος αυτός μεταφράστηκε σ' όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Σ' όποια χώρα κι αν βρεθεί ένας συνειδητός εργάτης, όπου κι αν τον ρίξει η μοίρα, όσο κι αν νιώθει τον εαυτό του ξένο, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνωστούς, μακριά από την πατρίδα του, μπορεί να βρει συντρόφους και φίλους με το γνωστό σκοπό του Υμνου της Διεθνούς.
Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Υμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου - ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο.
Και οι εργάτες όλων των χωρών τιμούν τώρα τον Ευγένιο Ποτιέ. Η γυναίκα και η κόρη του ζουν ακόμη και ζουν μέσα στη φτώχεια, όπως ζούσε σ' όλη του τη ζωή ο ποιητής του Υμνου της Διεθνούς. Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 του Οχτώβρη 1816. Ηταν μόλις 14 χρόνων, όταν σύνθεσε το πρώτο του τραγούδι και το τραγούδι αυτό τιτλοφορούνταν "Ζήτω η ελευθερία!". Το 1848 πήρε μέρος σαν μαχητής των οδοφραγμάτων στη μεγάλη μάχη των εργατών ενάντια στην αστική τάξη.
Ο Ποτιέ γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και σ' όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός, προλετάριος. Εβγαζε το ψωμί του συσκευάζοντας κιβώτια και αργότερα κάνοντας ζωγραφιές πάνω σε υφάσματα.
Από το 1840 ο Ευγένιος Ποτιέ απαντούσε σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της ζωής της Γαλλίας με το μαχητικό του τραγούδι, αφυπνίζοντας τη συνείδηση των καθυστερημένων, καλώντας τους εργάτες να ενωθούν, μαστιγώνοντας την αστική τάξη και τις αστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας.
Στην περίοδο της Μεγάλης Κομμούνας του Παρισιού (1871) ο Ποτιέ εκλέχτηκε μέλος της. Από τις 3.600 ψήφους, αυτός πήρε τις 3.352. Συμμετείχε σ' όλα τα μέτρα της Κομμούνας, της πρώτης αυτής προλεταριακής κυβέρνησης.
Η πτώση της Κομμούνας ανάγκασε τον Ποτιέ να καταφύγει στην Αγγλία και στην Αμερική. Τον περίφημο Υμνο της Διεθνούς τον έγραψε τον Ιούνη του 1871, την άλλη μέρα, μπορούμε να πούμε, μετά την αιματηρή ήττα του Μάη.
Η Κομμούνα καταπνίγηκε... αλλά η "Διεθνής" του Ποτιέ διακήρυξε τις ιδέες της σ' όλο τον κόσμο, κι αυτή ζει τώρα όσο ποτέ άλλοτε.
Το 1876, στην εξορία, ο Ποτιέ έγραψε το ποίημα: "Οι εργάτες της Αμερικής στους εργάτες της Γαλλίας". Στο ποίημα αυτό απεικόνιζε τη ζωή των εργατών κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού, την εξαθλίωσή τους, τη βασανιστική εργασία τους, την εκμετάλλευσή τους, τη σταθερή πεποίθησή τους για την επικείμενη νίκη της υπόθεσής τους.
Μόνο ύστερα από εννιά χρόνια μετά την Κομμούνα, ο Ποτιέ γύρισε στη Γαλλία κι αμέσως μπήκε στο "Εργατικό Κόμμα". Το 1884 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των ποιημάτων του. Το 1887 εκδόθηκε ό δεύτερος τόμος με τον τίτλο: "Επαναστατικά τραγούδια".
Πολλά άλλα τραγούδια του ποιητή - εργάτη εκδόθηκαν πια μετά το θάνατό του.
Στις 8 του Νοέμβρη 1887 οι Παρισινοί εργάτες συνόδευσαν στο νεκροταφείο Pare Lachaise, όπου είναι θαμμένοι οι εκτελεσθέντες κομμουνάροι, τη σορό του Ευγένιου Ποτιέ. Η Αστυνομία ματοκύλισε τους εργάτες, για να αποσπάσει από τα χέρια τους την κόκκινη σημαία. Τεράστιες μάζες πήραν μέρος στην κηδεία. Από παντού αντηχούσαν οι ιαχές: "Ζήτω ο Ποτιέ!".
Ο Ποτιέ πέθανε μέσα στη φτώχεια. Αφησε όμως πίσω του ένα αληθινά αθάνατο πνευματικό μνημείο. Ηταν ένας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι. Οταν έγραψε το πρώτο τραγούδι του, οι σοσιαλιστές εργάτες μετριούνταν το πολύ πολύ σε δεκάδες. Τώρα το ιστορικό τραγούδι του Ευγένιου Ποτιέ το ξέρουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι...».
Ο Ντεζετέ και η μελοποίηση της «Διεθνούς»
Το ποίημά του, ο Ποτιέ, ποτέ δεν το άκουσε να τραγουδιέται. Κι αυτό γιατί μελοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Λίλλη (Lille), ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Συνθέτης - όπως είδαμε - ήταν ο Πιερ Ντεζετέ.
Πρώτη φορά τραγουδήθηκε σε ένα καφενείο στην οδό Βινιέτ 21, από τη χορωδία των εργατών της Λίλλης με την ονομασία «Λύρα των εργαζομένων» στις 23 Ιούνη 1888, στη γιορτή των εφημεριδοπωλών. Η Λίλλη εκείνον τον καιρό ήταν το κέντρο των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας και ορυχείων και ακόμη η έδρα του Κόμματος των Γάλλων Εργατών, που ίδρυσε ο Ζιλ Γκεστ. Ετσι, ήταν ο πλέον κατάλληλος τόπος, για να ακουστεί για πρώτη φορά ο ύμνος της «Διεθνούς».
Ο Ντεζετέ γεννήθηκε στη βελγική Γάνδη το 1848 και πέθανε το 1932 στο Σεν Ντενί στο Παρίσι. Καταγόταν από εργατική οικογένεια, που αργότερα μετανάστευσε στη Γαλλία και κέρδιζε τη ζωή του κατασκευάζοντας έπιπλα. Από παιδί εργαζόταν σε διάφορες επιχειρήσεις στη Λίλλη, τραγουδούσε σε χορωδία, μελετούσε θεωρία της μουσικής και μάθαινε μουσικά όργανα.
Αργότερα, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα και έγινε αρχηγός της «Λύρας των εργαζομένων». Η μουσική της «Διεθνούς», δημοσιεύτηκε μόνο με το επώνυμό του, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Αργότερα οι σοσιαλιστές της δεξιάς, που αντιμάχονταν τον Ντεζετέ, εκμεταλλεύτηκαν την παράλειψη αυτή και πίεσαν τον αδελφό του Αντολφ (επίσης συνθέτη) να αμφισβητήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο τραγούδι. Το 1922, έπειτα από μακρά διαδικασία, το εφετείο επικύρωσε τα δικαιώματα του Πιερ.
Η εργασία μελοποίησης της «Διεθνούς» ανατέθηκε στο Ντεζετέ, από ένα στέλεχος του Κόμματος των Γάλλων Εργαζομένων, τον Γουσταύο Ντελορί, που αργότερα έγινε και δήμαρχος της πόλης. Στον Ντελορί άρεσε το άγνωστο αυτό ποίημα του Ποτιέ και ήθελε να το κάνει ύμνο του κόμματος με την ευκαιρία των εργασιών της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία τελικά έγινε στις 21 Ιουλίου του 1889.
Αλλα τραγούδια του, από τα οποία μερικά παρέμειναν αδημοσίευτα είναι «Ο κομμουνιστής» (στίχοι Ποτιέ), «Εμπρός», «Εργάτες», «Δρεπάνη και σφυρί» και «Ο θρίαμβος της Ρωσικής Επανάστασης» (στίχοι του ίδιου). Από το 1902, ο Ντεζετέ ζούσε στο Σεν Ντενί. Το 1920, έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας και το 1928 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ. Το 1962 δημοσιεύτηκε στη Μόσχα συλλογή διασκευασμένων τραγουδιών του από τον Β.Α. Μπέλυι.
Ο Ντεζετέ πήρε πολύ λίγους επαίνους για τη συνεισφορά του στη μουσική και ιστορική κληρονομιά της Γαλλίας. Μάλιστα, απολύθηκε από τη δουλειά του και μπήκε στο «μαυροπίνακα» της Ενωσης Εργοδοτών της χώρας του. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποτιμήσει την επίδραση που είχε η μουσική του.
Η «ζωή» του Υμνου
Οπως συμβαίνει με όλα τα καλλιτεχνικά έργα, έτσι και με τον Υμνο της «Διεθνούς», ο ύμνος, όταν έφυγε απ' τα χέρια των δημιουργών του, απέκτησε δική του «ζωή». Κι αυτή τη ζωή θα δούμε εδώ.
Το 1888, την ίδια χρονιά που μελοποιείται, ο ύμνος εκδίδεται σε ξεχωριστό φυλλάδιο σε 6.000 αντίτυπα και εκδότη τον Boldoduc. Από τις αρχές του 1890, η «Διεθνής» διαδόθηκε στους κύκλους των εργαζομένων στη Βόρεια Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ μετά το 1ο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, κυκλοφόρησε και πέρα από τα σύνορα Γαλλίας - Βελγίου και άρχισε να τραγουδιέται σαν διεθνής ύμνος του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου.
Στα 1894, ο Γάλλος σοσιαλιστής Γκοσελέν, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τη δεύτερη έκδοση της μουσικής της «Διεθνούς». Αιτία ήταν η 5η στροφή που απηχούσε την αντιμιλιταριστική εκστρατεία της Α΄ Διεθνούς. Οι πρώτες μεταφράσεις του κειμένου του ποιήματος εμφανίστηκαν στα 1890 - 1900. Στην παγκόσμια, όμως, διάδοση της «Διεθνούς» και στη μετάφραση των στίχων της στις γλώσσες όλων των λαών του κόσμου, συνέβαλε και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Η μουσική της «Διεθνούς» απέκτησε δεύτερη ιστορική ζωή σε νέα χορωδιακή έκδοση και με μελωδία ελαφρά αλλαγμένη στη Ρωσία, τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας.
Η συμβολή της Οχτωβριανής Επανάστασης στον ύμνο
Το κείμενο της μουσικής της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε στη ρωσική γλώσσα στο 1ο φύλλο της λενινιστικής «Ισκρα», το Δεκέμβρη του 1900. Στα 1902 ο Κοτς, έγραψε και δημοσίευσε τους στίχους της «Διεθνούς», στα ρώσικα και η γραφή αυτή έγινε δεκτή απ' όλους. Την ίδια χρονιά οι στίχοι τυπώθηκαν στο περιοδικό «Ζιζν» που εκδιδόταν στο Λονδίνο και τη Γενεύη. Το ρώσικο κείμενο, που είναι μετάφραση της 1ης, 2ης και 3ης στροφής, με την επίδραση των ιδεών του Λένιν απέκτησε πρωτότυπη μορφή, που ανταποκρινόταν στα αγωνιστικά προβλήματα του νέου σταδίου του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Στροφές της «Διεθνούς», εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά των μπολσεβίκων και τις συλλογές των επαναστατικών τραγουδιών, δημοσιεύτηκαν και σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο προκηρύξεις και διακηρύξεις πριν από την Επανάσταση του Οκτωβρίου.
Με βάση τους ρώσικους στίχους, η «Διεθνής» μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες των λαών της ΕΣΣΔ και σε πολλές γλώσσες άλλων χωρών. Αρχίζοντας από το 4ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (1906), η «Διεθνής» έγινε κομματικός ύμνος της ρωσικής επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην έναρξη του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, στις 10 Ιανουαρίου 1918, η «Διεθνής» εκτελέστηκε σαν κρατικός ύμνος του νεαρού Σοβιετικού Κράτους.
Παρέμεινε εθνικός ύμνος της ΕΣΣΔ, μέχρι το 1944, όταν και καθιερώθηκε ο νέος κρατικός ύμνος της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε η «Διεθνής» - σύμφωνα με απόφαση της ολομέλειας του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) - καθιερώθηκε ως ύμνος του Κόμματος. Παράλληλα, ήταν ύμνος και της Γ΄ Διεθνούς.
της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός
Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει
σαν βροντή σαν κεραυνός.
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς.
Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
με πλάνα λόγια μας γελούν
της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
μοναχοί τους, θα σωθούν...
Για να λείψουν τα δεσμά μας
για να πάψει πια η σκλαβιά
να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά.
Και αν τολμήσουν και αντικρίσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
θα δούνε τότε αν μπορούνε
πως θα είναι οι σφαίρες μας για αυτούς
Τα λόγια αυτά έχουν τραγουδηθεί απ' όλους τους εργάτες του κόσμου. Ο Υμνος της Διεθνούς έγινε σύμβολο για τους «κολασμένους της Γης». Ξεσήκωσε καρδιές. Υψωσε τις γροθιές των προλετάριων. Ομως, όσο γνωστό είναι αυτό το ποίημα, άλλο τόσο άγνωστη είναι η ιστορία του, πώς γεννήθηκε, ποιος το έγραψε και ποιος το μελοποίησε. Και, αν αυτό αποκτά μιαν ιδιαίτερη αξία, είναι διότι γράφτηκε και μελοποιήθηκε από εργάτες. Ο Ευγένιος Ποτιέ είναι ο ποιητής, που συμπύκνωσε το όραμα για ένα νέο κόσμο - το σοσιαλιστικό κόσμο - σε αυτούς τους στίχους. Και ο Πιερ Ντεζετέ, ο συνθέτης που έκανε αυτές τις λέξεις να «χορέψουν». Ενα επαναστατικό ποίημα, σε μια επαναστατική μουσική.
Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι δύο εργάτες - καλλιτέχνες; Κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες επιρροές γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι; Πότε και πώς έζησαν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τούτο το κείμενο. Η ιστορία, άλλωστε, του Υμνου της Διεθνούς των εργατών έχει ένα ξεχωριστό δικό της ενδιαφέρον, που δείχνει τα επίπεδα που μπορεί να φτάσει η προλεταριακή Τέχνη, όταν στοχεύει στην αφύπνιση των λαών, στην εξέγερση των εργαζομένων, με στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους εξουσίας.
Ο Ευγένιος Ποτιέ
Επανάσταση του '48
Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1816 στο Παρίσι. Ηταν εργάτης από πολύ μικρή ηλικία, ζώντας έτσι και ο ίδιος τα βάσανα μιας ζωής που καθορίζεται από τις συνθήκες της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από το κεφάλαιο. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά στη συνείδησή του την αναγκαιότητα της πάλης των εργατών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, ενώ ταυτόχρονα γίνεται η πηγή της έμπνευσης της ποίησής του, η οποία επίσης υπηρετεί τους σκοπούς του αγώνα, όπως τους αντιλαμβανόταν τότε ο Ευγένιος Ποτιέ. Αυθόρμητα στην αρχή και μάλιστα κάτω από τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών. Παίρνει μέρος στην επανάσταση του Ιούλη του 1830 στο Παρίσι. Τότε γράφει και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1830 εκδόθηκε η συλλογή τραγουδιών του με τίτλο «Η νέα μούσα» και γίνεται γνωστός ως ποιητής της εργατιάς. Νωρίτερα, σε ηλικία 14 ετών, μάλιστα, συνθέτει το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Ζήτω η ελευθερία».
Ο Ευγ. Ποτιέ συμμετέχει σε όλες τις εξεγέρσεις του - νεαρού τότε - προλεταριάτου της Γαλλίας. Βρίσκεται, λοιπόν, στα οδοφράγματα της επανάστασης του Φλεβάρη του 1848 και πολεμά μαζί με το παριζιάνικο προλεταριάτο για τη δημοκρατία μέχρι την ανατροπή της αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Φίλιππου. Αναδεικνύεται ως ένας από τους πρωτοπόρους της εργατικής τάξης. Συνδυάζει τη δουλειά, τον αγώνα και την ποίηση - όπως μόνο προλετάριοι ποιητές έχουν δείξει και τότε, αλλά και αργότερα με την Οκτωβριανή Επανάσταση ότι μπορούν.
Ο ποιητής ζει την επανάσταση και την ήττα της εργατικής τάξης, συνεχίζοντας να γράφει ποιήματα για το δίκιο του αγώνα των προλετάριων. Ταυτόχρονα, κάνει τα δικά του βήματα σε ιδεολογικό - πολιτικό επίπεδο, συνειδητοποιώντας ακόμη περισσότερο τον τελικό σκοπό της ταξικής πάλης. Βέβαια, τότε, είναι και η εποχή που εμφανίζονται τα έργα των Μαρξ - Ενγκελς και το προλεταριάτο μπολιάζεται με τη δική του επαναστατική κοσμοθεωρία.
Η Κομμούνα
Δίκη Κομμουνάρων. Ο Ποτιέ μετά την ήττα αυτοεξορίστηκε. Στο μεταξύ, τον Ιούνη του '71, είχε γράψει τη «Διεθνή»
Η πιο σημαντική περίοδος στη ζωή και στο έργο του Ποτιέ άρχισε την εποχή της Παρισινής Κομμούνας, το 1871. Υπερασπίστηκε το Παρίσι, όταν το πολιορκούσαν τα γερμανικά στρατεύματα και ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της εθνοφρουράς. Εχει ήδη προσχωρήσει στην Α' Διεθνή, έχοντας περάσει από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού στην επαναστατική υλιστική κοσμοαντίληψη. Από ποιητής των καταπιεζόμενων και των φτωχών έγινε ποιητής του επαναστατημένου προλεταριάτου. Ηταν από τους οργανωτές της Κομμούνας, εκλεγμένο μέλος της και πολέμησε στα οδοφράγματα.
Ετσι, ο Ευγένιος Ποτιέ ζει όλες τις εξελίξεις από την ήττα των Γάλλων στο Γαλλογερμανικό πόλεμο και τη συνθηκολόγηση της αστικής κυβέρνησης της Γαλλίας έως την ήττα της Κομμούνας. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης ανέδειξαν για πρώτη φορά την εργατική τάξη στην εξουσία, έστω και για 72 μέρες, και απέδειξαν, για πρώτη φορά στην ιστορία της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων, ότι η εργατική τάξη βρίσκεται στο προσκήνιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων «ως τάξη για τον εαυτό της», χειραφετημένη πολιτικά από την αστική τάξη. Οπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, «ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».
Συνεδρίαση της Κομμούνας
Οι κομμουνάροι αντιπαραβάλλανε στο αστικό κράτος την κοινωνία της Κομμούνας.
«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό».
«Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή».
«Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς».
«Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία... Ολα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Ετσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία».
«Το μεγάλο κοινωνικό έργο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλειάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους... η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών...».
Οδόφραγμα Κομμουνάρων στην οδό Ρουαγιάλ
Σημείωση: Τα «πρώτα διατάγματα» παρουσιάζονται όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».
Τέχνη και Κομμούνα
Στο σύντομο χρονικό διάστημα των 72 ημερών ύπαρξης της Κομμούνας, οι κομμουνάροι συνειδητοποίησαν ακόμα και σ' αυτά τα πρώτα βήματα ότι δεν μπορεί να έρθει το καινούριο, χωρίς οι επιστήμες, οι τέχνες και η λογοτεχνία να συνδεθούν με το λαό, εκφράζοντάς τον, χωρίς να εξυπηρετούν τις ιστορικές και κοινωνικές του ανάγκες, τους πραγματικούς στόχους του.
Κατανοούσαν την επίδραση που έχει το πολιτιστικό εποικοδόμημα στη συνείδηση του ανθρώπου, αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγονται με τη λειτουργία αυτού του εποικοδομήματος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Και μπορεί το διάστημα αυτό να μην ήταν αρκετό, για να εκφραστεί ολόκληρος ο πολιτισμός της, καθώς και τα περιθώρια να δοθεί ένα αποφασιστικό χτύπημα σε παραδοσιακές ξεπερασμένες αντιλήψεις για το ρόλο της Τέχνης στην κοινωνία, ωστόσο το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει να αναδύεται η νέα αντίληψη για την Τέχνη και αυτή η νέα αντίληψη πρακτικά εκφράστηκε με ειδικά άρθρα του Διατάγματος, με τη δημιουργία θεσμών και τη λήψη πρωτοβουλιών.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι έκανε η Κομμούνα για την Τέχνη και τη σύνδεσή της με το λαό:
Παρέδωσε στην Ενωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών τον τεράστιο πλούτο των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού. Στη Διοίκηση της Ενωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως ο Κουρμπέ, που ήταν και ο αντιπρόσωπός της, οι Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
Κατάργησε την ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και την εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές, επιβάλλοντας διά νόμου το σύστημα των «ίσων δυνατοτήτων» για όλους, με λαϊκό έλεγχο.
Απελευθέρωσε από την οικονομική και κυβερνητική επιβολή του γούστου και των ενδιαφερόντων των κυρίαρχων τάξεων τους μουσικούς και τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, βάζοντας ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
Ταυτόχρονα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, σ' όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Το περιβάλλον τους διαμορφώνεται λαμπρό, διακοσμητικό, κόντρα στο καταθλιπτικό και αυστηρό κλίμα των κρατικών ιδρυμάτων. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί παντού, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας.
Οι ηγετικές μορφές της Κομμούνας (γκραβούρα της εποχής)
Ολα αυτά, έστω κι αν «χάθηκαν» στη ματωμένη βδομάδα, μας άφησαν κληρονομιά, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί η Τέχνη να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον αληθινό δημιουργό της, το λαό, σπάζοντας όλα τα φράγματα που την κρατάνε μακριά του.
Είναι όμως πολύτιμα και γιατί απέδειξαν ότι ο καλλιτέχνης γνωρίζει την αληθινή καταξίωση όταν συμμετέχει ολόπλευρα στο ιστορικό γίγνεσθαι, παίρνοντας ενεργό μέρος στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και μέσω του έργου του, και μέσω της συμμετοχής του σε επαναστατικούς θεσμούς και μέσα από τα οδοφράγματα, δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.
Ωστόσο, πέρα από την ανάδειξη αυτής της ριζοσπαστικής στάσης που κράτησε η Κομμούνα απέναντι στην Τέχνη και του ρόλου που έπαιξαν οι επαναστάτες καλλιτέχνες σ' αυτήν, αναδεικνύεται και η ανάγκη να δοθεί απάντηση στην εκστρατεία αποσιώπησης, διαστρέβλωσης και αλλοτρίωσης του ρόλου που έπαιξαν γνωστές προσωπικότητες του Πνεύματος και της Τέχνης στα γεγονότα της Κομμούνας. Ρόλου που αντιμετωπίστηκε από πολλούς ιστορικούς σαν μαύρη κηλίδα στην προσωπική τους ιστορία.
Ετσι, τον Αρθούρο Ρεμπό τον παρουσιάζουν σαν τον «ρομαντικό και καταραμένο» ποιητή, το «παρακμιακό» ίνδαλμα της νεολαίας που οφείλει τη γοητεία του στο μελαγχολικό των στίχων του και στην αινιγματική και τρικυμιώδη ζωή του.
Ο Πολ Βερλέν, ποιητής και μέντορας του Ρεμπό, που παίρνει και αυτός τη θέση του ανάμεσα στους «καταραμένους ποιητές», είναι ο κυκλοθυμικός, όλο συναισθηματικές εξάρσεις ποιητής που καταστράφηκε από έναν ανέλπιδο έρωτά του.
Οσο για την ιστορική αλήθεια, φαίνεται ότι γεγονότα που φωτίζουν βασικές πτυχές της ζωής και του έργου καλλιτεχνών, αλλά και της ίδιας της πάλης των τάξεων, παραλείπονται ή διαστρεβλώνονται, ώστε αφ' ενός η προσωπικότητα να «εξωραΐζεται» και να μην προκαλεί επικίνδυνους ιδεολογικούς τριγμούς για την αστική τάξη και αφ' ετέρου η εργατική τάξη να παρουσιάζεται ότι δε μετέχει στην πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Η «Διεθνής»
Σ'
Η επανάσταση του 1848. Μάχες στα οδοφράγματα στο Παρίσι
αυτήν την τελευταία βδομάδα, κατ' άλλους τον Ιούνη του 1871, ο Ευγένιος Ποτιέ, όντας παράνομος στο Παρίσι, μετουσιώνει σε ποίημα την εργατική εξέγερση και την Κομμούνα που καθοδήγησε η Α` Διεθνής με τον Μαρξ, γράφει τους στίχους της «Διεθνούς» που έμελλε να γίνει ο Υμνος της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Μετά την ήττα της Κομμούνας και τη σφαγή του επαναστατημένου προλεταριάτου του Παρισιού, μετουσιώνει καλλιτεχνικά την ήττα συνεχίζοντας να γράφει ποίηση, που εκφράζει το στόχο και τη δράση της Κομμούνας, και καλεί στον αγώνα για το ταξικό όραμα του προλεταριάτου, την κομμουνιστική κοινωνία, «μιλώντας» απλά, καθαρά, στην καρδιά και στο νου του λαού, παρακινώντας για τη συνέχιση και ένταση της ταξικής πάλης για την επιβολή της ιστορικής ανάγκης ανατροπής της εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ευγένιος Ποτιέ έφυγε από τη Γαλλία, αρχικά για τη Μεγάλη Βρετανία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Εζησε εξόριστος έως το 1880 οπότε επέστρεψε στη Γαλλία, σε ηλικία 64 ετών, μισοπαράλυτος και φτωχός, μα πλούσιος από επαναστατικό - καλλιτεχνικό ταλέντο, που το αφιερώνει στους αγώνες, στο ηθικό και στη δικαίωση των οραμάτων της τάξης του. Συνέχισε τον ταξικό αγώνα και με την επιστροφή του στη Γαλλία εντάσσεται στο Εργατικό Κόμμα. Το 1884 δημοσίευσε τις συλλογές «Κοινωνικο-οικονομικοί στίχοι και σοσιαλιστικά επαναστατικά τραγούδια», «Ποιος είναι τρελός;». Το 1887 δημοσιεύει τη συλλογή «Επαναστατικά τραγούδια». Σε αυτές τις εκδόσεις συμπεριλαμβάνονται τα καλύτερα τραγούδια και ποιήματα.
Πέθανε μέσα στην αγάπη της εργατικής τάξης, του λαού, σε αναγνώριση της δράσης του στις 8 Νοέμβρη του 1887.
Ο Λένιν για τον Ποτιέ
Για τα 25 χρόνια από το θάνατο του Ευγένιου Ποτιέ, ο Λένιν γράφει για τον ποιητή της εργατιάς άρθρο στην «Πράβντα», το 1913. Παρακάτω το δημοσιεύουμε ολόκληρο:
«Το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου, του 1912, έκλεισαν 25 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Γάλλου ποιητή - εργάτη Ευγένιου Ποτιέ, που έγραψε τον περίφημο προλεταριακό Υμνο της Διεθνούς ("Εμπρός της Γης οι κολασμένοι" κτλ.).
Ο Υμνος αυτός μεταφράστηκε σ' όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Σ' όποια χώρα κι αν βρεθεί ένας συνειδητός εργάτης, όπου κι αν τον ρίξει η μοίρα, όσο κι αν νιώθει τον εαυτό του ξένο, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνωστούς, μακριά από την πατρίδα του, μπορεί να βρει συντρόφους και φίλους με το γνωστό σκοπό του Υμνου της Διεθνούς.
Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Υμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου - ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο.
Και οι εργάτες όλων των χωρών τιμούν τώρα τον Ευγένιο Ποτιέ. Η γυναίκα και η κόρη του ζουν ακόμη και ζουν μέσα στη φτώχεια, όπως ζούσε σ' όλη του τη ζωή ο ποιητής του Υμνου της Διεθνούς. Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 του Οχτώβρη 1816. Ηταν μόλις 14 χρόνων, όταν σύνθεσε το πρώτο του τραγούδι και το τραγούδι αυτό τιτλοφορούνταν "Ζήτω η ελευθερία!". Το 1848 πήρε μέρος σαν μαχητής των οδοφραγμάτων στη μεγάλη μάχη των εργατών ενάντια στην αστική τάξη.
Ο Ποτιέ γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και σ' όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός, προλετάριος. Εβγαζε το ψωμί του συσκευάζοντας κιβώτια και αργότερα κάνοντας ζωγραφιές πάνω σε υφάσματα.
Από το 1840 ο Ευγένιος Ποτιέ απαντούσε σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της ζωής της Γαλλίας με το μαχητικό του τραγούδι, αφυπνίζοντας τη συνείδηση των καθυστερημένων, καλώντας τους εργάτες να ενωθούν, μαστιγώνοντας την αστική τάξη και τις αστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας.
Στην περίοδο της Μεγάλης Κομμούνας του Παρισιού (1871) ο Ποτιέ εκλέχτηκε μέλος της. Από τις 3.600 ψήφους, αυτός πήρε τις 3.352. Συμμετείχε σ' όλα τα μέτρα της Κομμούνας, της πρώτης αυτής προλεταριακής κυβέρνησης.
Η πτώση της Κομμούνας ανάγκασε τον Ποτιέ να καταφύγει στην Αγγλία και στην Αμερική. Τον περίφημο Υμνο της Διεθνούς τον έγραψε τον Ιούνη του 1871, την άλλη μέρα, μπορούμε να πούμε, μετά την αιματηρή ήττα του Μάη.
Η Κομμούνα καταπνίγηκε... αλλά η "Διεθνής" του Ποτιέ διακήρυξε τις ιδέες της σ' όλο τον κόσμο, κι αυτή ζει τώρα όσο ποτέ άλλοτε.
Το 1876, στην εξορία, ο Ποτιέ έγραψε το ποίημα: "Οι εργάτες της Αμερικής στους εργάτες της Γαλλίας". Στο ποίημα αυτό απεικόνιζε τη ζωή των εργατών κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού, την εξαθλίωσή τους, τη βασανιστική εργασία τους, την εκμετάλλευσή τους, τη σταθερή πεποίθησή τους για την επικείμενη νίκη της υπόθεσής τους.
Μόνο ύστερα από εννιά χρόνια μετά την Κομμούνα, ο Ποτιέ γύρισε στη Γαλλία κι αμέσως μπήκε στο "Εργατικό Κόμμα". Το 1884 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των ποιημάτων του. Το 1887 εκδόθηκε ό δεύτερος τόμος με τον τίτλο: "Επαναστατικά τραγούδια".
Πολλά άλλα τραγούδια του ποιητή - εργάτη εκδόθηκαν πια μετά το θάνατό του.
Στις 8 του Νοέμβρη 1887 οι Παρισινοί εργάτες συνόδευσαν στο νεκροταφείο Pare Lachaise, όπου είναι θαμμένοι οι εκτελεσθέντες κομμουνάροι, τη σορό του Ευγένιου Ποτιέ. Η Αστυνομία ματοκύλισε τους εργάτες, για να αποσπάσει από τα χέρια τους την κόκκινη σημαία. Τεράστιες μάζες πήραν μέρος στην κηδεία. Από παντού αντηχούσαν οι ιαχές: "Ζήτω ο Ποτιέ!".
Ο Ποτιέ πέθανε μέσα στη φτώχεια. Αφησε όμως πίσω του ένα αληθινά αθάνατο πνευματικό μνημείο. Ηταν ένας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι. Οταν έγραψε το πρώτο τραγούδι του, οι σοσιαλιστές εργάτες μετριούνταν το πολύ πολύ σε δεκάδες. Τώρα το ιστορικό τραγούδι του Ευγένιου Ποτιέ το ξέρουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι...».
Ο Ντεζετέ και η μελοποίηση της «Διεθνούς»
Το ποίημά του, ο Ποτιέ, ποτέ δεν το άκουσε να τραγουδιέται. Κι αυτό γιατί μελοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Λίλλη (Lille), ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Συνθέτης - όπως είδαμε - ήταν ο Πιερ Ντεζετέ.
Πρώτη φορά τραγουδήθηκε σε ένα καφενείο στην οδό Βινιέτ 21, από τη χορωδία των εργατών της Λίλλης με την ονομασία «Λύρα των εργαζομένων» στις 23 Ιούνη 1888, στη γιορτή των εφημεριδοπωλών. Η Λίλλη εκείνον τον καιρό ήταν το κέντρο των βιομηχανιών κλωστοϋφαντουργίας και ορυχείων και ακόμη η έδρα του Κόμματος των Γάλλων Εργατών, που ίδρυσε ο Ζιλ Γκεστ. Ετσι, ήταν ο πλέον κατάλληλος τόπος, για να ακουστεί για πρώτη φορά ο ύμνος της «Διεθνούς».
Ο Ντεζετέ γεννήθηκε στη βελγική Γάνδη το 1848 και πέθανε το 1932 στο Σεν Ντενί στο Παρίσι. Καταγόταν από εργατική οικογένεια, που αργότερα μετανάστευσε στη Γαλλία και κέρδιζε τη ζωή του κατασκευάζοντας έπιπλα. Από παιδί εργαζόταν σε διάφορες επιχειρήσεις στη Λίλλη, τραγουδούσε σε χορωδία, μελετούσε θεωρία της μουσικής και μάθαινε μουσικά όργανα.
Αργότερα, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα και έγινε αρχηγός της «Λύρας των εργαζομένων». Η μουσική της «Διεθνούς», δημοσιεύτηκε μόνο με το επώνυμό του, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Αργότερα οι σοσιαλιστές της δεξιάς, που αντιμάχονταν τον Ντεζετέ, εκμεταλλεύτηκαν την παράλειψη αυτή και πίεσαν τον αδελφό του Αντολφ (επίσης συνθέτη) να αμφισβητήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο τραγούδι. Το 1922, έπειτα από μακρά διαδικασία, το εφετείο επικύρωσε τα δικαιώματα του Πιερ.
Η εργασία μελοποίησης της «Διεθνούς» ανατέθηκε στο Ντεζετέ, από ένα στέλεχος του Κόμματος των Γάλλων Εργαζομένων, τον Γουσταύο Ντελορί, που αργότερα έγινε και δήμαρχος της πόλης. Στον Ντελορί άρεσε το άγνωστο αυτό ποίημα του Ποτιέ και ήθελε να το κάνει ύμνο του κόμματος με την ευκαιρία των εργασιών της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία τελικά έγινε στις 21 Ιουλίου του 1889.
Αλλα τραγούδια του, από τα οποία μερικά παρέμειναν αδημοσίευτα είναι «Ο κομμουνιστής» (στίχοι Ποτιέ), «Εμπρός», «Εργάτες», «Δρεπάνη και σφυρί» και «Ο θρίαμβος της Ρωσικής Επανάστασης» (στίχοι του ίδιου). Από το 1902, ο Ντεζετέ ζούσε στο Σεν Ντενί. Το 1920, έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας και το 1928 επισκέφτηκε την ΕΣΣΔ. Το 1962 δημοσιεύτηκε στη Μόσχα συλλογή διασκευασμένων τραγουδιών του από τον Β.Α. Μπέλυι.
Ο Ντεζετέ πήρε πολύ λίγους επαίνους για τη συνεισφορά του στη μουσική και ιστορική κληρονομιά της Γαλλίας. Μάλιστα, απολύθηκε από τη δουλειά του και μπήκε στο «μαυροπίνακα» της Ενωσης Εργοδοτών της χώρας του. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να υποτιμήσει την επίδραση που είχε η μουσική του.
Η «ζωή» του Υμνου
Οπως συμβαίνει με όλα τα καλλιτεχνικά έργα, έτσι και με τον Υμνο της «Διεθνούς», ο ύμνος, όταν έφυγε απ' τα χέρια των δημιουργών του, απέκτησε δική του «ζωή». Κι αυτή τη ζωή θα δούμε εδώ.
Το 1888, την ίδια χρονιά που μελοποιείται, ο ύμνος εκδίδεται σε ξεχωριστό φυλλάδιο σε 6.000 αντίτυπα και εκδότη τον Boldoduc. Από τις αρχές του 1890, η «Διεθνής» διαδόθηκε στους κύκλους των εργαζομένων στη Βόρεια Γαλλία και το Βέλγιο, ενώ μετά το 1ο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, κυκλοφόρησε και πέρα από τα σύνορα Γαλλίας - Βελγίου και άρχισε να τραγουδιέται σαν διεθνής ύμνος του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου.
Στα 1894, ο Γάλλος σοσιαλιστής Γκοσελέν, καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τη δεύτερη έκδοση της μουσικής της «Διεθνούς». Αιτία ήταν η 5η στροφή που απηχούσε την αντιμιλιταριστική εκστρατεία της Α΄ Διεθνούς. Οι πρώτες μεταφράσεις του κειμένου του ποιήματος εμφανίστηκαν στα 1890 - 1900. Στην παγκόσμια, όμως, διάδοση της «Διεθνούς» και στη μετάφραση των στίχων της στις γλώσσες όλων των λαών του κόσμου, συνέβαλε και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Η μουσική της «Διεθνούς» απέκτησε δεύτερη ιστορική ζωή σε νέα χορωδιακή έκδοση και με μελωδία ελαφρά αλλαγμένη στη Ρωσία, τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας.
Η συμβολή της Οχτωβριανής Επανάστασης στον ύμνο
Το κείμενο της μουσικής της «Διεθνούς» δημοσιεύτηκε στη ρωσική γλώσσα στο 1ο φύλλο της λενινιστικής «Ισκρα», το Δεκέμβρη του 1900. Στα 1902 ο Κοτς, έγραψε και δημοσίευσε τους στίχους της «Διεθνούς», στα ρώσικα και η γραφή αυτή έγινε δεκτή απ' όλους. Την ίδια χρονιά οι στίχοι τυπώθηκαν στο περιοδικό «Ζιζν» που εκδιδόταν στο Λονδίνο και τη Γενεύη. Το ρώσικο κείμενο, που είναι μετάφραση της 1ης, 2ης και 3ης στροφής, με την επίδραση των ιδεών του Λένιν απέκτησε πρωτότυπη μορφή, που ανταποκρινόταν στα αγωνιστικά προβλήματα του νέου σταδίου του ρωσικού επαναστατικού κινήματος. Στροφές της «Διεθνούς», εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά των μπολσεβίκων και τις συλλογές των επαναστατικών τραγουδιών, δημοσιεύτηκαν και σε περισσότερες από μισό εκατομμύριο προκηρύξεις και διακηρύξεις πριν από την Επανάσταση του Οκτωβρίου.
Με βάση τους ρώσικους στίχους, η «Διεθνής» μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες των λαών της ΕΣΣΔ και σε πολλές γλώσσες άλλων χωρών. Αρχίζοντας από το 4ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (1906), η «Διεθνής» έγινε κομματικός ύμνος της ρωσικής επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην έναρξη του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, στις 10 Ιανουαρίου 1918, η «Διεθνής» εκτελέστηκε σαν κρατικός ύμνος του νεαρού Σοβιετικού Κράτους.
Παρέμεινε εθνικός ύμνος της ΕΣΣΔ, μέχρι το 1944, όταν και καθιερώθηκε ο νέος κρατικός ύμνος της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε η «Διεθνής» - σύμφωνα με απόφαση της ολομέλειας του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) - καθιερώθηκε ως ύμνος του Κόμματος. Παράλληλα, ήταν ύμνος και της Γ΄ Διεθνούς.
Η Διεθνής υπήρξε ένα τραγούδι που πρωτογράφτηκε στα οδοφράγματα της Παρισινής Κομμούνας στα 1871, από τον εργάτη και κομμουνάρο Ευγένιο Ποτιέ, με μουσική επένδυση ενός άλλου κομμουνάρου, του Πιερ Ντεζετέ, λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στα 1888. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από το Ρήγα Γκόλφη.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.epohi.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2642&Itemid=39
http://prkls.blogspot.com/2010/01/1886.html
Έχεις απόλυτο δίκαιο. Στην προσπάθεια να συμπεριλάβω όσο το δυνατόν περισσότερα ποιήματα στην συλλογή του Κώστα Βάρναλη, συμπεριέλαβα και το ποίμα- τραγούδι: Η Διεθνής που απλώς μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον ποιητή. Ευχαριστούμε για την επισήμανση και διορθώνουμε την ετικέτα.
ΑπάντησηΔιαγραφή