Γιορντάν, γνωρίζω αυτό το φαρδύ ουρανό της πατρίδας σου που φιλοξενεί τα δέντρα,
αυτό το εύφορο χώμα, το αμερόληπτο και υπάκουο
που ανθίζει κάτω απ' τα ομόφωνα χέρια του λαού σου.
Αυτόν τον 'Aγνωστο Χωρικό, εσύ μου τον σύστησες, Γιορντάν Γιόφκωφ,
κι ας μην έχει τώρα το μπαλωμένο εκείνο πουκάμισο
κι ας άλλαξε το δισταχτικό του χαμόγελο μ' ένα ξεκούμπωτο γέλιο,
-τα ίδια μάτια, τα ίδια χέρια, το ίδιο κομμάτι ψωμί στο χρώμα της καλοσύνης,
το ίδιο κι αυτός θάφηνε το ψωμί του ανέγγιχτο αν αρρωστούσε το άλογό του,
εκείνο το άλογο που μες στα μάτια του σπιθίζανε δυο φούχτες δακρυσμένα αστέρια.
Γιορντάν Γιόφκωφ, νάσαι ήσυχος - το 'Aσπρο σου Χελιδόνι
που αναζητούσε το χλωμό κορίτσι σου με τις μακριές πλεξούδες,
τόδα να κάθεται στα τηλεγραφικά σύρματα της Σόφιας
όταν μετέδιδαν τις ειδήσεις απ' το Πέμπτο Συνέδριο της Ειρήνης του Πλόβντιφ-
είχε το σχήμα του περιστεριού,
το στήθος του ήταν λείο κι ογκωμένο σαν το μαστό μιας νέας μητέρας
που θηλάζει στο φως το πρώτο παιδί της.
Νάσαι ήσυχος, Γιόφκωφ, τ' άσπρα χελιδόνια σου
περνούν κοπαδιαστά πάνω απ' τη λίμνη Μπαντζάρεβο
περνούν πάνω από τους υδατοφράχτες της πατρίδας σου
πάνω απ' τους ριζώνες, τα κριθαροχώραφα, τ' αμπέλια,
πάνω απ' τα χρυσά βουνά του λιναριού και του σταχυού
πάνω από τ' αρωματισμένα βουνά των καρπών,
κάθονται ολόλευκα ανάμεσα στα κόκκινα τούβλα των νέων εργατικών σπιτιών.
Κουβεντιάζουν με τους χτίστες για το νέο τους πλάνο,
κάθονται στους ώμους των κολχόζνικων, τους συμβουλεύουν,
τους δείχνουν τα σημάδια του καιρού στις παλάμες των άστρων,
κάθονται στα κομπάιν δίπλα στους λιοκαμένους θεριστάδες
προσθέτοντας την ευγένεια της λευκότητάς τους
στους απέραντους αριθμούς της μαζικής παραγωγής.
Πες στον Ελίν-Πελίν πως μπορεί να επιστρέψει ο Ματβέικο από τον 'Aλλο Κόσμο
γιατί και δω πολλές ταβέρνες κλείσανε κι ανοίξανε πολλά σχολεία
γιατί και δω τα δέντρα ανθίζουν πιο καλά κι απ' τον παράδεισο
κι οι φορατζήδες, πες του, λείψανε.
Κι η γριά του Ματβέικο μπορεί ν' αλλάξει το μαύρο τσεμπέρι της
μ' ένα μαντήλι κλαδωτό και να χορέψει σόπτσκο στην πλατεία του κολχόζ
ή να μαζέψει φράουλες κι ανθισμένα γέλια.
Γιορντάν Γιόφκωφ, νάσαι ήσυχος - τ' άσπρα σου χελιδόνια
κάθονται στην αυλή του Μουσείου της Επανάστασης
ανεβαίνουν τις σκάλες
κάθονται ανάμεσα στα σοβαρά γένια του Μπλαγκόβιεφ
όπως κάθεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις έγνοιες των αγωνιστών.
Γιορντάν Γιόφκωφ, ένας έλληνας ποιητής σου φέρνει νέα απ' την πατρίδα σου
Νάσαι ήσυχος, σου λέω, το φως μεγαλώνει σε καλά χέρια,
οι φράχτες πέσαν απ' τα παλιά ανάκτορα,
τώρα οι εργάτες και τα ζευγαράκια αναπαύονται στο Βασιλικό Κήπο -
οι φράχτες πέσαν, ανάμεσα στα χωράφια,
το στέρνο της γης πλάτυνε απ' τις βαθιές ανάσες της ευτυχίας -
οι φράχτες πέσαν ανάμεσα στις ψυχές,
έτσι να κάνεις να χαμογελάσεις σου απαντούν χίλια χαμόγελα.
Αν στήνουν τώρα κάποια φράγματα, αυτά είναι κείνα
που βάζουνε τα ρωμαλέα μπράτσα του νερού στη δούλεψη του ανθρώπου
που βάζουνε και τα λιανά δάχτυλα των ρυακιών
να κινούν τα μοτέρ, να στρίβουν το διακόπτη μέσα στα πανεπιστήμια
ν' ανάβουν τον ηλεκτρικό γλόμπο στην κάμαρα του γέρου αγρότη που μαθαίνει γράμματα
ν' ανάβουν το φως πάνω απ' τα χαρτιά μου
απόψε που σου κουβεντιάζω, Γιορντάν Γιόφκωφ.
Μάθε ακόμη πως τα βράδια η σκιά είναι πιο μαλακιά στα χωράφια
οι αγελάδες έχουν πάντοτε τα ίδια αγαθά μάτια που γνώρισες
αυτά τα μάτια που είναι σα δυο μικρά αλώνια καλοσύνης,
μονάχα που το καστανό τους χρώμα γύρισε στο χρυσαφί
γιατί είναι τώρα πιο πολλά και πιο χρυσά τα στάχυα που αντιγράφουνε τα μάτια τους.
Και το μουγκάνισμά τους μες στο φλωροκαπνισμένο δείλι δεν είναι πια θλιμμένο.
Σαλεύουν αργά την ουρά τους χαϊδεύοντας τα γόνατα της γαλήνης.
Σηκώνουν το κεφάλι και κοιτάζουν ένα ρόδινο σύννεφο.
Ίσως να οσμίζονται τη μυρωδιά του σακακιού σου, Γιόφκωφ.
Είδα σειρές τα κάρα να περνούν στη δημοσιά του Πλόβντιφ
κατάφορτα σανό, σαν κινητοί ναοί της γονιμότητας.
Είδα γριές κολχόζνικες να πίνουν μπύρα στα παλάτια του Μπόροβετς
με το χαράκι της οργής σβησμένο ανάμεσα στα φρύδια τους.
Ένα χαμόγελο έχει ντύσει τα βασανισμένα χρόνια τους
έτσι που ντύνει με λουλούδια η άνοιξη τα μαύρα βράχια.
Α, κι η σιωπή, Γιορντάν, που γνώρισες -η δίβουλη κι απέραντη σιωπή-
τις νύχτες που τ' αστέρια μπλέκανε τα δάχτυλά τους σε μια προσευχή ανεξήγητη,
δεν είναι πια η σιωπή σαν αίνιγμα
σα βήμα που δεν ξέρει πού πηγαίνει
σα φόβος που παραμονεύει και στις τέσσερις γωνιές της νύχτας
σα μια φωνή από αλλού που κρύβεται πίσω απ' τη ράχη σου
με μια αιχμηρή αστραπή σα μαχαίρι στο χέρι ενός ίσκιου -
τώρα η σιωπή είναι σαν τα ήμερα μάτια ενός ζώου που σου δίνει το γάλα του
είναι η σιγουριά της αυριανής δουλειάς
η στρογγυλή σιγουριά του ψωμιού και του γέλιου
η σιγουριά του τραγουδιού και του βιβλίου.
Γιόφκωφ, αν είδες κάποια αδεξιότητα στο νέο γέλιο των ανθρώπων
αν είδες κάποια αμηχανία στο νέο τραγούδι της
είναι η αδεξιότητα της χαράς όταν φοράμε καινούρια ρούχα
όταν φοράμε καινούρια παπούτσια μια Κυριακή κατάφωτη
- κοντοστεκόμαστε λίγο κάτω απ' τα δέντρα
να διορθώνουμε ένα λουλούδι σ' ένα ποτήρι με νερό.
Γι' αυτό σου λέω νάσαι ήσυχος - Γιορντάν Γιόφκωφ.
'Aλλο δεν έχω να σου πω. Α, ναι.
από τη συλλογή Τα επικαιρικά, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1976, σσ. 365-368.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου