"Σιωπηροί
διαβαίνανε, κουρασμένοι, κάπου κάπου ξαποσταίνανε το βλέμμα τους/ δεν ήταν τα
σύννεφα, ούτε το κρύο, που παγώνανε εδώ και ώρα την σκέψη τους/ ήταν τα πουλιά,
τα λουλούδια, τα χαμόγελα, τα σπίτια, όσα όμορφα είχαν φύγει μακριά/ ο δρόμος
ατέλειωτος, κρατούσε τις αποστάσεις, από το τέλος κι αυτής της πορείας/ φράχτης
νέος περίμενε, ίσως και κάποια άγρια θάλασσα, ή ένα ποτάμι θολωμένο αχόρταγο/
χειμώνας βαρύς, πεινασμένος, στέκονταν πάλι εμπόδιο, ανάμεσα στους μετανάστες
και την ελευθερία".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου