Το δρόμο, όπου ψωνίζουν οι κοπέλλες,
φορεματάκια πλούσια, βελουδένια,
περκάλια και μετάξια και νταντέλες,
για τα κορμάκια τους τα φαρφουρένια.
Ανηφόριζε ο πλάνος σαν σε τρέλλες
να τον τρίκλιζε η θεία η ασημένια
Πανσέληνη φεγγοβολή, ως κορδέλλες
που ξεδίπλωνε μάγια πουπουλένια.
Στον πλανταγμένο και παντέρμο δρόμο,
η ανάκρουση του πιάνου κατεβαίνει,
επάνω απ’ το τετράκλειστο το σπίτι.
Η εμποροπούλα τον καημό της βγαίνει
κι ένα τρελλός στου Έρωτα το νόμο,
την ψάλλει απ’ την Υπάτην ως τη Νήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου