Σελίδες

Μελοποιημένα του Κώστα Βάρναλη

Αιδώς Αργείοι

Με ζήλο στα σχολειά της προδοσίας
του σάπιου αιώνα σέπεται η γενιά
χαίρονται της σκλαβιάς την ξεγνοιασιά
και τρέμουν του λαού την παρουσία.

Κι αν στα βουνά κραξ' η τρομπέτα ανάστα
θα τρέξουν τον οχτρό να διπλαρώσουν
να ξαναδέσουν τη φτωχιά πατρίδα
κι όσοι απροσκύνητοι όλους ντουφεκίδι.

Μακρυγιάννη οι πληγές σου από τα βόλια
τρέχαν αίματα και όμπυο όλο ζωής
μα τώρα διπλοτρέχουνε πατέρα
της ψυχής σου οι πληγές από ντροπή.

========================================================================
Βάστα καρδιά

Να με ξεριζώσεις χάρε, σ’ αντιστέκομαι σαν δρυ,
όση φόρα θέλεις πάρε, να με πάρει δεν μπορεί.

Να με ξεριζώσεις, όχι, δεν το θέλω και βαστώ,
όσο η καρδιά μου το ’χει, το κουράγιο της σωστό.
Ρ.
Στ’ αγιασμένο τούτο χώμα, που ’πιεν αίμα ποταμό
μας κρατάει το χρέος ακόμα, για το μέγα λυτρωμό.

Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν, δίχως μου, στην κορυφή,
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν οι γενναίοι μου σύντροφοι.

Θα γιορτάσουμε σαν ένας τη μεγάλη Ανατολή,
κάθε τόπου, κάθε γέννας, κάθε γλώσσας οι καλοί.
Ρ.
Να με ξεριζώσεις τώρα μην σε τρώει αποθυμιά,
όλη η γη είναι μια χώρα, ένα δρυ και ρίζα μια.

======================================================================

Το πέρασμά σου

Στη ζήση αυτή που τη μισούμε
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.

Ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ' η καρδιά μας, όλη η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ' η γιορτή κι η Πασχαλιά.
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι - η Πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει!

=======================================================================

Της εξορίας

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτη
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ αρετή, μυαλό και νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα.
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη μοίρα αυτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νευρικός απ' την αηδία.

Μαζί μας, τελευταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η λευτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να 'ρθει ο εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.

=====================================================================

Γεια χαρά καλή

Πάνω στου πελάγου το σπιθάτ΄αφρό
Έστησα χορό φεύγω αναχωρώ

Έκανα φτερά κι έγινα πουλί
Γεια χαρά καλή και μην κλαις πολύ

Ντύθηκα γαμπρός από καινουργής
άστρο της αυγής έβγα να με δεις

Φεύγω μοναχός σε νησί τρανό
Μεσ' το γαλανό τον ωκεανό

=======================================================================

Παρωδία

Ήρθανε ωραία κόρη
ήρθαν οι Αμερικάνοι
φρούτσου, φρούτσου το φουστάνι
πάρτε μας Αμερικάνοι.

Πέσανε χιλιάδες γλάροι
στ' αχαμνούλη μας τομάρι
οι σύμμαχοι Αμερικάνοι
δεν αφήσανε λιμάνι.

Πήρανε βουνά και δάση
για τον έκτο στόλο βάση
διευκόλυνση αιωνία
έτσι λέγει η συμφωνία.

Θα σ' αρπάξουν απ' τ' αυτί
να σε διώξουν σένα αυτοί
θα σε μπαγλαρώσουν και
«άι σιχτήρ βαλκανικέ».

========================================================================

Διεθνής

Εμπρός της γης οι κολασμένοι
της πείνας σκλάβοι εμπρός - εμπρός
Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει
σαν βροντή σαν κεραυνός.
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς.

Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
στον κόσμο η Διεθνής.

Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
με πλάνα λόγια μας γελούν
της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
μοναχοί τους, θα σωθούν...
Για να λείψουν τα δεσμά μας
για να πάψει πια η σκλαβιά
να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά.

Και αν τολμήσουν και αντικρίσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
θα δούνε τότε αν μπορούνε
πως θα είναι οι σφαίρες μας για αυτούς

=======================================================================

Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.

Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.

Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό

Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις

Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ' την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν

=======================================================================

Η Μάνα του Χριστού

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

========================================================================

Οι μοιραίοι

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

========================================================================

Η μπαλάντα του Αντρίκου

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ' Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ' Αντρέα
για να τις πάει στ' ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ' ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ' έριξε χάμω, μπάρμπα-Αντρέα.

=======================================================================

οδηγητης

Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.

Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά κι ψαλμουδές -
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.

Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ' ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.

Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ' η ανθρωπότητα πονεί.

Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζυμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί -
κ' οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.

Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.

Κ' ένα στηλώνει κι ανασταίνει
το 'να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.

======================================================================

Ο μπάρμπα-Θάνος

"Σαν ήρθε η ώρα να πεθάνω
έλα κοντά μου μπάρμπα-θάνο
δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι
ξέχειλο κι είναι το στερνό
ʼνοιξε και το παραθύρι
να μπει το φως το βραδινό
να μπει το φως το βραδινό

Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα
πλούσιο κι αφέντη προσκυνούσα
μα τώρα που'χω πια πεθάνει
το θέλημά σου σεβαστό
του Παραδείσου που μου κάνει
άνοιξ'την πόρτα δεν βαστώ
άνοιξ'την πόρτα δεν βαστώ"
======================================================================

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ' αφήναν νηστικό
και μ' αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ
για τ' αφέντη το φαί

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ' άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

=======================================================================

Θα γεννηθώ ξανά

Αν από 'δώ σ’ αφήσουν κι αν εκεί
σε δεχτούνε, θ’ αλλάξεις φυλακή.
Ανάσα πουθενά του δουλευτή
που προσκυνά, ο φτωχός, να βολευτεί!

Θα γεννηθώ ξανά όπως θέλω κι όσο
μπορώ και θέλω εγώ να μεγαλώσω.
Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
Ο ελεύθερός σου κόσμος είν’ εδώ,
κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού !
Όλα τα ‘χεις γιατί να πας αλλού!

Χιλιάδες μίλια πέρα, αιώνες πίσω,
φτηνά το κρέας πουλιέται τ’ ανθρωπίσο!
Ξεν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
χωρίς πατρίδα, πάντα «οχτροί και μούλοι»!

Όπου να πας, ξένος και δούλος, κι όπου
σταθείς, θα χάνεις κάθε αξία του ανθρώπου.
Αλλού αν γεννηθείς, αλλού κι αν πας,
παντού θα σε χτυπούν, αν δεν χτυπάς!

Πουθενά δε θα μείνεις. Κάθε λίγο
θα παίρνεις το δισάκι σου : «Θα φύγω !»
Οι αλυσίδες σου στο ‘να το σακί,
στ’ άλλο ο τάφος σου – κι ώρα σου κακή !

Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ,
κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού !
Όλα τα ‘χεις γιατί να πας αλλού!

========================================================================

Ο Κωνσταντής

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός
κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι.

“Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε”!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σού 'δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά
έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά
κι αν σε πείραζε κανένας, αχ, εκείνος ο Tριβέλας,
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά
η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, πού 'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

========================================================================

Θα γεννηθώ ξανά

Αν από 'δώ σ’ αφήσουν κι αν εκεί
σε δεχτούνε, θ’ αλλάξεις φυλακή.
Ανάσα πουθενά του δουλευτή
που προσκυνά, ο φτωχός, να βολευτεί!

Θα γεννηθώ ξανά όπως θέλω κι όσο
μπορώ και θέλω εγώ να μεγαλώσω.
Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
Ο ελεύθερός σου κόσμος είν’ εδώ,
κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού !
Όλα τα ‘χεις γιατί να πας αλλού!

Χιλιάδες μίλια πέρα, αιώνες πίσω,
φτηνά το κρέας πουλιέται τ’ ανθρωπίσο!
Ξεν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
χωρίς πατρίδα, πάντα «οχτροί και μούλοι»!

Όπου να πας, ξένος και δούλος, κι όπου
σταθείς, θα χάνεις κάθε αξία του ανθρώπου.
Αλλού αν γεννηθείς, αλλού κι αν πας,
παντού θα σε χτυπούν, αν δεν χτυπάς!

Πουθενά δε θα μείνεις. Κάθε λίγο
θα παίρνεις το δισάκι σου : «Θα φύγω !»
Οι αλυσίδες σου στο ‘να το σακί,
στ’ άλλο ο τάφος σου – κι ώρα σου κακή !

Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ,
κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού !
Όλα τα ‘χεις γιατί να πας αλλού!

========================================================================

Νανούρισμα

Γλυκοφιλώ παιδάκι μου
τα μάτια σου τ' αγγελικά
με το φιλί το πατρικό
πού 'ναι γλυκό σαν μέλι.

Να γαληνέψει ο ύπνος σου
και μέσα σ' όνειρο γλυκό
δίκαια να σου φανεί η ζωή
κι άνθρωποι σαν αγγέλοι.

Νάνι θά 'ρθουν παιδάκι μου
χιλιόχρωμες κοιμήσου
πεταλουδίτσες τα όνειρα
στην άνθηνη ψυχή σου.

Κοιμήσου κι αγρυπνούν πολλοί
για σε παιδί μου τώρα
να κάνουν κήπο το χωριό
κι ανθόκηπο τη χώρα.

========================================================================

Καμπάνα

Μες στο δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους χανότανε
σε χάος γαλάζιο
ψηλά ας μ’ αφήνατε
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη,
στόμα κλειστό.

Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει
απ’ το χρυσόνειρο
στην άγια πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή,
με τραβάς, αίμα μου
ξανά στη Γη.

Ω! σεις χαμόσυρτα
λερά σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια!
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.

Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει,
κορμιά, που η άλυσσο
τα ’χει τσακίσει!
Σκέψη, ποιος άνεμος
θέ ν’ αξιωθεί
να σ’ ανατάραζε,
σκότος βαθύ;

Πίσου απ’ τα λόγια μου
πίκρα φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί;

Να 'ταν να ξήλωνεν
απ’ την καρδιά μου
Μοίρα καλόβουλη
τ’ άγρια καρφιά μου
και να με σήκωνε
μ’ άξιο φτερό
σκέψη που μέστωσε
με τον καιρό.

Πάνω από θάλασσες
πάνω από χώρες
με τον καλόκαιρο
και με τις μπόρες
να με κατέβαζεν αγαλινά
όπου τ’ ανθρώπινο
πλήθος πονά.

Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες,
λιμάνια ολόκαπνα,
βοερές ταβέρνες,
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές,
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές.

Στα στήθια να μπαινα
σαν την ανέσα,
σφυγμός βαθύρριζος
στις φλέβες μέσα
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν’ αχούσ’ αδιάκοπα
τη διδαχή:

Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.
Στις νέες ανάγκες σου
κόπος βαρύς,
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις.

Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα.
Τη σκλάβα σκέψη σου, σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι Δυνατοί.

Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς!

Τ’ άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την πολιτεία!
Βγαίνει απ’ τα χέρια σου
κάθε αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό.

Σφίξε τα χέρια σου,
για Σένα κράτει
τ’ άμοιαστον έργο σου,
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά
μέσα σου θά ναβεν
άστρων σπορά.

Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόνταε άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλι’ αστροπέλεκα:
Δεν είναι μπρος!
Κρύβεται πίσω σου
χρόνια ο οχτρός!

=====================================================================

Να σ' αγναντεύω, θάλασσα

Να σ' αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ' το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ' άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ' τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα, κι' ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι' αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα-
κι' αυτά μες στ' όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι' από τους μαύρους κολασμένους

======================================================================

Το τραγούδι του τρελού

Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που 'ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.

Χίλια χέρια κι άρματα
να 'χα να σας φράξω,
να 'χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!

Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να 'στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.

Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.

Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!

Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.

========================================================================

Χορός Ωκεανίδων

Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη
και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι
των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί
κι αν τον δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,
αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα
της οργής οι μεγάλες βροντές.
Δεν σε χάνω ποτές.

Στην κορφή του νερού, στον αγέρ' ανεβαίνω
να κορμί στον αφρό και στην άρμη δεμένο,
να κορμί σα λαμπάδα χυτό,
σαν τριαντάφυλλο νέο, της αυγής πρώτη γνώρα.
Να κι αστήθι σα ρόδι σφιχτό,
που μ' αγάπη και πόνο για σε
το φροντίζω, χρυσέ!

Τα βαριά σου βλέφαρα, Αγνέ, σήκωσέ τα,
τα ρουθούνια, που πάγοι τα κλείουν, άνοιξε τα,
μες στα σπλάχνα σου να μπει φως,
του κορμιού μου το φως, η ευωδιά του συνάμα,
του κορμιού, που λυγάει σαν νερόφιδο, θάμα
κι ένας κόσμος ωραίος, μυστικός
στην ψυχή σου γλυκά να χυθεί,
τη βαριά και παθή.

Πλούσια δώρα σου φέρνω, ό,τι μπόρεσα νάχω
κουβαλήσει μ' αγάπη στον άξενο βράχο.
Ω! καθώς σε νερά γαληνά
τα ψηλά και σπιθιροβόλα πέφτουν ουράνια,
την αυγή ρουμπίνια και το δείλι γεράνια,
και τα πράσινα γύρα βουνά,
κι ο κατάφορτος ήλιος ορτός
πά στη γή καρφωτός,
σε ψυχή μου και σάρκα, τα δύο πελαγίσια,
οι ομορφάδες της πλάσης, του ονείρου τα ηλύσια
καθρεπτίζονται, σβήουν ως αφρός
και με πιότερο λάμπος ξανά μεταδένουν
μιας στιγμής φαντασίες, που για πάντοτε μένουν,
δέξου τά μου κι ως πρίν αλαφρός
από πάνω σου διώξε τη μοίρα
τη κακιά και τη στείρα.

Τα λουλούδια από χώρες, που ο ήλιος τες πνίγει
σε γαλάζια, χρυσά, κατακόκκινα ρίγη,
των πουλιών τα τραγούδια, που αχούν
σε νερά, σε κλαριά, με φεγγάρι και μ' ήλιο,
της ζωής τη χαρά, της χαράς το βασίλειο,
όπου πάω και σταθώ μ' ακολουθούν,
όλο ζέστα, ευφροσύνη και φως
το τραγούδι κι ο ανθός.

Τα χρυσά μου μαλλιά στα νερά τα ξαπλώνω,
τα μαλλιά μου στα χέρια ψηλά τα σηκώνω
δίχως βάρος μετάξι λεπτό,
την πληγή σου αν μπορούσαν να φτάνανε λίγο,
θα δενόμουνα γύρα, ποτές να μη φύγω,
τον καημό της εγώ να βαστώ
κι όταν σκόζουν βοριάδες αγρίμια,
να σου σκέπω τη γύμνια.

=====================================================================

Τσιγγάνικο

Βάρα γερά τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσέ ζουρνά σου!
Φλουρί κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
Στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιά κι ο κόρφος σου πετάει
τα μπρούντζινα γιορντάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
Παίζει το μαύρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
και φέρνει ο λάγνος σου χορός την πεθυμιά της νύχτας!

Κρασί ας μη παύσουν τ᾿ άταχτα μουστάκια μας να στάζουν!
Έ συ, πατέρα! Η κόρη σου ῾πόψε το παραμύθι
θα μου ειπεί τὸ τσιγγάνικο πά᾿ στο προσκεφαλό μου!