Σελίδες

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

[Μαρκάρω τα λόγια σου]

Μαρκάρω τα λόγια σου
μην χαθούν στο εύθραυστο του γυαλιού
Κάποια βράδια φθινοπωρινά
θα θυμίζουν τις παράξενες συναντήσεις,
τις χωρίς απόδραση στις παρενθέσεις,
και τότε τίποτα δεν θα ’ναι πια ίδιο
ούτε ο πόνος, ούτε οι φράσεις

Μόνο το κρασί θα παραμένει κόκκινο στο ποτήρι του…

Γόρδιος δεσμός / Ποταμιάνος Γιάννης


==========

Αέρας πλατύφυλλος
----------------- σαν πλάτανος
χαϊδεύει τα λευκά
---------- στήθη μιας γυναίκας
που στέκεται στο παράθυρο
------------------- της κάμαρης
Μιας συννεφένιας κόρης
που αγναντεύει σταυροδρόμια
που αγναντεύει τραίνα
-------- και ερωτικές παλίρροιες
Μιας κόρης που προσφέρει
----------- μήλο χρυσοκόκκινο

Αέρας σαν πλατύφυλλος
----------------------- βασιλικός
χαϊδεύει τα ρουθούνια
----- ενός άνδρα που ταξιδεύει
Ενός άνδρα
----- που στέλνει φιλιά ερωτικά
----- και πολύχρωμα λουλούδια
Ενός άνδρα που νείρεται
δεμένος με γόρδια δεσμά
------- στο στύλο της αυλή της

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ἐρωτικὸς Λόγος

(ἀπὸ τὴν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989)

Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Α´
Ρόδο τῆς μοίρας, γύρευες νὰ βρεῖς νὰ μᾶς πληγώσεις
μὰ ἔσκυβες σὰν τὸ μυστικὸ ποὺ πάει νὰ λυτρωθεῖ
κι ἦταν ὡραῖο τὸ πρόσταγμα ποὺ δέχτηκες νὰ δώσεις
κι ἦταν τὸ χαμογέλιο σου σὰν ἕτοιμο σπαθί.

Τοῦ κύκλου σου τὸ ἀνέβασμα ζωντάνευε τὴ χτίση
ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθι σου ἔφευγε τὸ δρόμου ὁ στοχασμὸς
ἡ ὁρμή μας γλυκοχάραζε γυμνὴ νὰ σ᾿ ἀποχτήσει
ὁ κόσμος ἦταν εὔκολος. Ἕνας ἁπλὸς παλμός.

Β´
Τὰ μυστικὰ τῆς θάλασσας ξεχνιοῦνται στ᾿ ἀκρογιάλια
ἡ σκοτεινάγρα τοῦ βυθοῦ ξεχνιέται στὸν ἀφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρὰ τῆς μνήμης τὰ κοράλλια...
Ὦ μὴν ταράξεις... πρόσεξε ν᾿ ἀκούσεις τ᾿ ἀλαφρὸ

ξεκίνημά της... τ᾿ ἄγγιξες τὸ δέντρο μὲ τὰ μῆλα
τὸ χέρι ἁπλώθη κι ἡ κλωστὴ δείχνει καὶ σὲ ὁδηγεῖ...
Ὦ σκοτεινὸ ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα
νἄ ῾σουν ἐσὺ ποὺ θἄ ῾φερνες τὴν ξεχασμένη αὐγή!

Στὸν κάμπο τοῦ ἀποχωρισμοῦ νὰ ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν᾿ ἀνοίγουνται ὥριμες, οἱ ἀγκάλες τ᾿ οὐρανοῦ,
νὰ φέγγουν στὸ ἀντηλάρισμα τὰ μάτια μόνο ἐκεῖνα
ἁγνὴ ἡ ψυχὴ νὰ γράφεται σὰν τὸ τραγούδι αὐλοῦ...

Ἡ νύχτα νἄ ῾ταν ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια; Μένει ἀθάλη,
σὰν ἀπὸ δοξαριοῦ νευρὰ μένει πνιχτὸ βουητό,
μιὰ στάχτη κι ἕνας ἴλιγγος στὸ μαῦρο γυρογιάλι
κι ἕνα πυκνὸ φτερούγισμα στὴν εἰκασία κλειστό.

Ρόδο τοῦ ἀνέμου, γνώριζες μὰ ἀνέγνωρους μᾶς πῆρες
τὴν ὥρα ποὺ θεμέλιωνε γιοφύρια ὁ λογισμὸς
νὰ πλέξουνε τὰ δάχτυλα καὶ νὰ διαβοῦν δυὸ μοῖρες
καὶ νὰ χυθοῦν στὸ χαμηλὸ κι ἀναπαμένο φῶς.

Γ´
Ὦ σκοτεινὸ ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα!
Πρόβαλε ἀνάστημα ἄγρυπνο στὸ πλῆθος τῆς σιωπῆς
σήκωσε τὸ κεφάλι σου ἀπὸ τὰ χέρια τὰ καμπύλα
τὸ θέλημά σου νὰ γενεῖ καὶ νὰ μοῦ ξαναπεῖς

τὰ λόγια ποὺ ἄγγιζαν καὶ σμίγαν τὸ αἷμα σὰν ἀγκάλη
κι ἂς γείρει ὁ πόθος σου βαθὺς σὰν ἴσκιος καρυδιᾶς
καὶ νὰ μᾶς πλημμυράει μὲ τῶν μαλλιῶν σου τὴ σπατάλη
ἀπὸ τὸ χνούδι τοῦ φιλιοῦ στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.

Χαμήλωναν τὰ μάτια σου κι εἶχες τὸ χαμογέλιο
ποὺ ἀνιστοροῦσαν ταπεινὰ ζωγράφοι ἀλλοτινοί.
Λησμονημένο ἀνάγνωσμα σ᾿ ἕνα παλιὸ εὐαγγέλιο
τὸ μίλημά σου ἀνάσαινε κι ἡ ἀνάλαφρη φωνή:

«Εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου σιγαλὸ κι ἀπόκοσμο
κι ὁ πόνος ἀπαλὰ μὲς στὴν ψυχή μου λάμνει
χαράζει ἡ αὐγὴ τὸν οὐρανό, τ᾿ ὄνειρο μένει ἀπόντιστο
κι εἶναι σὰν νὰ διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Μὲ τοῦ ματιοῦ τ᾿ ἀλάφιασμα, μὲ τοῦ κορμιοῦ τὸ ρόδισμα
ξυπνοῦν καὶ κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
μὲ περιπλέκει χαμηλὸ τὸ κυκλωτὸ φτερούγισμα
ἀνθρώπινο ἄγγιγμα στὸ κόρφο μου τ᾿ ἀστέρια.

Τὴν ἀκοή μου ὡς νὰ ῾σμιξε κοχύλι βουίζει ὁ ἀντίδικος
μακρινὸς κι ἀξεδιάλυτος τοῦ κόσμου ὁ θρῆνος
μὰ εἶναι στιγμὲς καὶ σβήνουνται καὶ βασιλεύει δίκλωνος
ὁ λογισμὸς τοῦ πόθου μου, μόνος ἐκεῖνος.

Λὲς κι εἶχα ἀναστηθεῖ γυμνή σε μία παρμένη θύμηση
σὰν ἦρθες γνώριμος καὶ ξένος, ἀκριβέ μου
νὰ μοῦ χαρίσεις γέρνοντας τὴν ἀπέραντη λύτρωση
ποὺ γύρευα ἀπὸ τὰ γοργὰ σεῖστρα τοῦ ἀνέμου...»

Τὸ ραγισμένο ἡλιόγερμα λιγόστεψε κι ἐχάθη
κι ἔμοιαζε πλάνη νὰ ζητᾶς τὰ δῶρα τ᾿ οὐρανοῦ.
Χαμήλωναν τὰ μάτια σου. Τοῦ φεγγαριοῦ τ᾿ ἀγκάθι
βλάστησε καὶ φοβήθηκες τοὺς ἴσκιους τοῦ βουνοῦ.

... Μὲς στὸν καθρέφτη ἡ ἀγάπη μας, πῶς πάει καὶ λιγοστεύει
μέσα στὸν ὕπνο τὰ ὄνειρα, σκολειὸ τῆς λησμονιᾶς
μέσα στὰ βάθη τοῦ καιροῦ, πῶς ἡ καρδιὰ στενεύει
καὶ χάνεται στὸ λίκνισμα μιᾶς ξένης ἀγκαλιᾶς...

Δ´
Δυὸ φίδια ὡραῖα κι ἀλαργινά, τοῦ χωρισμοῦ πλοκάμια
σέρνουνται καὶ γυρεύουνται στὴ νύχτα τῶν δεντρῶν,
γιὰ μίαν ἀγάπη μυστικὴ σ᾿ ἀνεύρετα θολάμια
ἀκοίμητα γυρεύουνται δὲν πίνουν καὶ δὲν τρῶν.

Μὲ γύρους καὶ λυγίσματα κι ἡ ἀχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, ἁπλώνει κρίκους στὸ κορμὶ
ποὺ κυβερνοῦν ἀμίλητοι τοῦ ἔναστρου θόλου οἱ νόμοι
καὶ τοῦ ἀναδεύουν τὴν πυρὴ κι ἀσίγαστη ἀφορμή.

Τὸ δάσος στέκει ριγηλὸ τῆς νύχτας ἀντιστύλι
κι εἶναι ἡ σιγὴ τάσι ἀργυρὸ ὅπου πέφτουν οἱ στιγμὲς
ἀντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ὁλόκληροι, μιὰ σμίλη
προσεχτικὴ ποὺ δέχουνται πελεκητὲς γραμμές...

Αὐγάζει ξάφνου τὸ ἄγαλμα. Μὰ τὰ κορμιὰ ἔχουν σβήσει
στὴ θάλασσα στὸν ἄνεμο στὸν ἥλιο στὴ βροχή.
Ἔτσι γεννιοῦνται οἱ ὀμορφιὲς ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ φύση
μὰ ποιὸς ξέρει ἂν πέθανε στὸν κόσμο μία ψυχή.

Στὴ φαντασία θὰ γύριζαν τὰ χωρισμένα φίδια
(Τὸ δάσος λάμπει μὲ πουλιὰ βλαστοὺς καὶ ροδαμούς)
μένουν ἀκόμη τὰ σγουρὰ γυρέματά τους, ἴδια
τοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ φέρνουν τοὺς καημούς.

Ε´
Ποῦ πῆγε ἡ μέρα ἡ δίκοπη ποὺ εἶχε τὰ πάντα ἀλλάξει;
Δὲ θὰ βρεθεῖ ἕνας ποταμὸς νἆ᾿ ναι γιὰ μᾶς πλωτός;
Δὲ θὰ βρεθεῖ ἕνας οὐρανὸς τὴ δρόσο νὰ σταλάξει
γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ νάρκωσε κι ἀνάθρεψε ὁ λωτός;

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς προσμένουμε τὸ θάμα
ποὺ ἀνοίγει τὰ ἐπουράνια κι εἶν᾿ ὅλα βολετὰ
προσμένουμε τὸν ἄγγελο σὰν τὸ πανάρχαιο δράμα
τὴν ὥρα ποὺ τοῦ δειλινοῦ χάνουνται τ᾿ ἀνοιχτὰ

τριαντάφυλλα... Ρόδο ἄλικο τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς μοίρας,
μόνο στὴ μνήμη ἀπέμεινες, ἕνας βαρὺς ρυθμὸς
ρόδο τῆς νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα τῆς θάλασσας... Ὁ κόσμος εἶναι ἁπλός.

Ἀθήνα, Ὀχτώβρης ῾29 - Δεκέμβρης ῾30

Θερινο Ηλιοστάσι

Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.



Β´
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.

Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.



Γ´
Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.



Δ´
Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.

Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.



Ε´
Ὁ κόσμος τυλιγμένος στὰ ναρκωτικὰ σεντόνια
δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ τοῦτο τὸ τέρμα.
Στὴ ζεστὴ νύχτα
ἡ μαραμένη ἱέρεια τῆς Ἑκάτης
μὲ γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στὸ δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
δυὸ ἀνήλικες δοῦλες ποὺ χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σὲ μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θὰ χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὰ μυρωδικά.

Τὸ πάθος της καὶ τὰ φτιασίδια
εἶναι ὅμοια μὲ τῆς τραγῳδοῦ
ὁ γύψος τοὺς μάδησε κιόλας.



Στ´
Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός -
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.



Ζ´
Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.

Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα -
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.



Η´
Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ -
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.

Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.



Θ´
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.

Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν -
ἄφησέ τους.

Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.



Ι´
Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν
στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν
φύλλο τὸ φύλλο.

Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό.
Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.



ΙΑ´
Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.

Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ -
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.

Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.



ΙΒ´
Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται
καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα
στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου.
Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο
γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά.

Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς
ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς
θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.



ΙΓ´
Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου -
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.

Ἀναστάσιμη ὠδίνη.



ΙΔ´
Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.

Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -

φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.

Πρωί

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.

Ὀκτὰβ Μερλιέ - Ὁ Γιῶργος Σεφέρης καὶ ὁ Ἑλληνισμός

--------------------------------------------------------------------------

Μὲ ἐπευφημίες καὶ τραγούδια συνοδεύει στὸν τάφο ἡ Ἑλλάδα τὶς μεγάλες φωνὲς ποὺ σωπαίνουν γιὰ πάντα. Τί ὡραία φιλοφροσύνη γιὰ τὸν πανηγυρισμό, ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν ἐπικήδεια τελετή. Τῆς εἰσόδου τοῦ Λόγου στὸ βασίλειο τῆς δόξας!

Ὅταν, τὸ 1952, πέθανε ὁ μεγάλος Βεάκης, ἡ σορός του πέρασε, μόλις τέλειωσε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία, μέσα ἀπό ῾να πλῆθος ποὺ χειροκροτοῦσε γιὰ τελευταία φορά, ὅπως στὸ τέλος μιᾶς ἀπὸ τὶς συγκλονιστικὲς παραστάσεις του, τὸν τραγικὸ ἠθοποιὸ ποὺ δὲν θὰ τὸν ξανάκουγε πιά.

Ὅταν τὸ 1943, στὴν κατοχή, πέθανε ὁ βάρδος τοῦ ἑλληνισμοῦ Κωστὴς Παλαμᾶς, ὁ λαὸς τῆς Ἀθήνας, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἄγγελο Σικελιανό, τὸν συνόδεψε ὡς τὸν τάφο του κι ἄφησε νὰ ἀντιλαλήσει πάνω ἀπὸ τὸ λείψανό του, τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς του, ὁ ἐθνικὸς ὕμνος· καὶ τραγουδήθηκε τόσο δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι τῶν φωνῶν, ποὺ ἀκούστηκε ὡς τοὺς πρόποδες τῆς Ἀκρόπολης.

Στὸ Γιῶργο Σεφέρη ἐπιφυλάχτηκε μία ἄλλη τιμή. Οἱ πολυάριθμοι νέοι πού ῾ρθαν φέρνοντάς του ὁ καθένας ἕνα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρό του, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ὁδηγοῦσαν στὸ κοιμητήριο, ἕνα ἀπὸ τὰ μελοποιημένα ποιήματά του.

Νὰ μιλήσω γιὰ μίαν ἄλλη ἀνώνυμη τιμή; Ἔχω χαρισμένο ἀπὸ τὸν Γιῶργο Κατσίμπαλη, ἕνα στιλέτο, πού, πάνω στὴ λάμα του, αὐτὸς ποὺ τό ῾φτιάξε, ἔχει χαράξει τούτους τοὺς δυὸ στίχους:

«Κοπέλλα μαυρομαντηλοῦ, μὴν παίζεις μὲ τὰ ψάρια,
μπορεῖ μαχαίρια νὰ γινοῦν καὶ σφάζουν παληκάρια.»
Ὑπογραφή: «Σεφέρης».

Οἱ Μεγάλοι Ἕλληνες ποιητὲς δὲν ἔχουν ἡλικία
Ναί. Οἱ μεγάλοι ποιητὲς τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας εἶναι σὰν τὶς λέξεις - θεμέλια τῆς γλώσσας τους: ἡ γέννησή τους φτάνει ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Ἐνῶ ὁ Καβάφης (1863-1933) εἶν᾿ ἕνας Ἀλεξανδρινός της ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ὁ Σικελιανὸς (1884-1951), ὁ Παλαμᾶς (1859-1943), ὁ Σολωμὸς (1798-1857) εἶναι ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀκόμη καὶ ὁ Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει μ᾿ ἕναν δευτέρας τάξεως ἐθνικὸ θεὸ χαμένον ἀνάμεσά μας. Ἔχοντας μὲ τρόπο ἀξιοθαύμαστο ἐπιζήσει τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ του, πού, χωρὶς ἄλλο, μεταμορφώθηκε σὲ παρεκκλήσι ἁγίου, σὲ χρόνια πολὺ μακρυνά, κατόρθωσε νὰ μείνει ζωντανὸς ὡς τὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ προηγουμένως κρύφτηκε ἀνάμεσα στοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· κι ὕστερα ἀνακατεύθηκε -ἀγνώριστος καὶ φίλος- μὲ τοὺς παλιοὺς μοναχούς, τοὺς σοφοὺς καὶ φρόνιμους τοῦ αἰώνα του.

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔχει γεννηθεῖ, ὅπως ἀναφέρουν τὰ Ληξιαρχικὰ Βιβλία, τὸ 1900, στὴν ἀρχή, δηλαδή, τοῦ αἰῶνα. Γιὰ μένα ἡ γέννησή του φτάνει ὡς τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα πρὸ Χριστοῦ. Εἶναι σύγχρονος τοῦ Ἐλπήνορα, τῶν συντρόφων τοῦ Ὀδυσσέα -ποὺ φάγανε τ᾿ ἀργοκίνητα κοπάδια τοῦ Ἥλιου-, σύγχρονος τοῦ Ὀρέστη, ποὺ σκόνταψε στὶς πέτρες τῶν Μυκηνῶν· σύγχρονος τῆς Ἑλένης, ποὺ ξέρει καλὰ πὼς δὲν ἔφτασε ποτὲ στὴν Τροία: «Στὶς Μυκῆνες, λέει, σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»· χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάνδρα μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της...». Εἶναι σύγχρονος τοῦ Οἰδίποδα, τῆς Ἀντιγόνης, τοῦ Σωκράτη...

«Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρύσετε τὸν ἥλιο».
«Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρύσετε τὸν ἄνθρωπο».

Παράξενη μοίρα νὰ εἶσαι, νὰ ἔχεις γεννηθεῖ ἕλληνας καὶ νὰ ἐξακολουθεῖς νὰ εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ ἐδῶ καὶ 80 γενεὲς οἰκοδόμησε τὸν Παρθενώνα. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ποιητῆ συνίσταται στὸ ὅτι δοκιμάζει ἂν ἀξίζει τὴ μοίρα του. Ἡ ἀγωνία του συνίσταται στὸ ὅτι ἀμφιβάλλει, πάντα, ἂν εἶναι ἄξιος αὐτῆς τῆς μοίρας. Συνίσταται στὸ ὅτι ἀναρωτιέται, ἂν ὁ τόπος καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴδιοι, ἂν κάτω ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν αἰώνων λησμόνησαν οἱ ἄνθρωποι κι ἔχασαν τὴ συνείδησή τους.

Θὰ ἰδοῦμε ὅτι, γι᾿ αὐτόν, τὸ ν᾿ ἀμφιβάλλει καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν πληγή του, σημαίνει νὰ βεβαιώνει, ἤδη, τὴν ὕπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, νὰ δεχτεῖ νὰ ξαναντυθεῖ τὸν ἐξουθενωτικὸ χιτώνα τοῦ Νέσσου -τὴν παράδοση· πρέπει νὰ δεχτεῖ νὰ κρατήσει στ᾿ ἀδύνατα χέρια του τὴ μαρμάρινη κεφαλή, ποὺ τὸ βάρος της θὰ τοῦ τσακίσει τοὺς ὤμους. Θὰ περπατήσει ἀνάμεσα στὶς παλιὲς ἀκρωτηριασμένες πέτρες ἀπ᾿ τὶς ὁποῖες εἶναι γεμάτη ἡ ἑλληνικὴ γῆ, ἀναζητώντας τὸ χαμένο τόπο ὅπου γεννήθηκε ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια. Ἐξαντλημένος, θὰ ψάξει νὰ βρεῖ καταφύγιο μέσα στὶς στέρνες τῆς σιωπῆς, γιὰ ν᾿ ἀκούσει, μέσα ἐκεῖ, τὴ φωνὴ τῆς ψυχῆς, ἐνῶ, πάνω στὶς πλάκες ποὺ τὶς σκεπάζουν, θὰ τρέχουν τὰ πολυθόρυβα βήματα τῶν ἀγκαλιασμένων ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴ μάταιη ταραχὴ πόλεων.

Τέτοια εἶναι, τουλάχιστον κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, ἡ ἑλληνικὴ ζωὴ τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ποὺ θὰ ἤθελα, τώρα, νὰ ἀνακαλέσω στὴ μνήμη μας.

Ἡ Γλώσσα, Ἐργαλεῖο τῆς Θείας Χάρης
Τὸ δράμα ἀρχίζει μὲ τὸ Λόγο, μὲ τὴ Γλώσσα. Γιατί, ἂν τὴν δοῦμε μέσα στὸ χρόνο, ἡ γλώσσα εἶναι τόσο ὅμοια καὶ τόσο ἀνόμοια, ὅσο καὶ τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ μέσα τους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ λουστεῖ δυὸ φορές. Καὶ ὅπως τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ δὲν μποροῦν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν κοίτη τους, ἔτσι δὲν μπορεῖ, τουλάχιστον χωρὶς κίνδυνο γιὰ τὸ πνεῦμα, νὰ σταματήσει κανεὶς τὴ γλώσσα καὶ νὰ τὴν ξαναγυρίσει στὴν ἀρχική της κοίτη, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη μπορέσει νὰ ἀναπλεύσει μὲ τὴ σκέψη του τὸ ρεῦμα, τὸ ἤρεμο ἢ θορυβῶδες, μιᾶς πολυχιλιόχρονης γλώσσας.
Ἔτσι ἡ παιδεία τοῦ σημερινοῦ ἕλληνα ποιητὴ ὀφείλει νὰ κατέχει τὴ χιλιόχρονη γλώσσα του, νὰ τὴν ἀκολουθεῖ στὴν κίνησή της καὶ τὸ πνεῦμα της καὶ νὰ ὑποτάσσεται στὶς μορφὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς σημερινῆς της χρήσης. Τὰ ὑποδειγματικὰ μεγάλα κείμενα βρίσκονται μπροστὰ στὸν ποιητή, γραμμένα ἀπὸ μεγαλοφυΐες ἀνώνυμες -τέτοια εἶναι τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἑλλάδας- ἢ ἀπὸ μεγαλοφυΐες σχεδὸν ἀνώνυμες -τόσο εἶναι ἄγνωστες- ὅπως ἑνὸς Μακρυγιάννη. Ὁ ποιητὴς ἔχει καθῆκον, ὅπως ἔκανε ὁ Σολωμός, νὰ μάθει νὰ τὰ διαβάζει· ἐκεῖ θὰ βρεῖ, τότε, ὅλη τὴν ἀξιοθαύμαστη βοήθεια ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ μάθει νὰ γράφει.

«... κάθε λέξη τους, λέει ὁ Σεφέρης, σκεπάζει μὲ ἀκρίβεια ἕναν ὁρισμένο συναισθηματικὸ χῶρο, ὅπως τὰ ἀκίνητα φύλλα τοῦ δέντρου ποὺ ἔχουμε μπροστά μας ἀφοῦ ἔσβησε ὁ ἥλιος, σκεπάζουν ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τίποτε ἄλλο! Ξέρουμε ἀκόμη ὅτι ἡ συνάρθρωση αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ἡ ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή».

Ὅπως ὁ Σολωμός -ποὺ ἀντέγραφε δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας γιὰ νὰ μάθει αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ τέλεια γλώσσα, τὴν ἀτόφια ἑλληνικὴ φωνή- ἔτσι καὶ ὁ Σεφέρης χρωστάει, χωρὶς ἄλλο, στὴν ἀκούραστη μελέτη τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς, τὴν ἀκρίβεια, τὴ λιτότητα, τὴν ὑποδειγματικὴ ἁπλότητα τῆς γλώσσας του -τόσο στὰ πεζά του κείμενα ὅσο καὶ στὴν ποίησή του.

Ἡ ζωὴ τοῦ Σεφέρη στὴν ἐξορία -γιὰ νὰ μιλήσουμε ἔτσι- τῆς Κορυτσᾶς, στὴν Ἀλβανία, τὸ 1937, ὕστερα τὸ 1942, στὸ Κάϊρο, ὅπου ἀκολούθησε τὸ βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴν Κυβέρνησή του, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατοχὴ τῆς πατρίδας του, δὲν ἐμπόδισε τὴ σκέψη του νὰ συνεχίσει τὴν πορεία της. Ἡ ἐξορία, ἑκούσια ἢ ἀναγκαστική, εἶναι πάντα ὀδυνηρή, ἀλλὰ γιὰ ἕνα πρίγκηπα τοῦ πνεύματος, γίνεται σὲ λίγο ἕνας ἀξιοθαύμαστος πλοῦτος: Δέστε τὸν Βίκτορ Οὐγκώ.

Πέντε χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄρθρο γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ πιὸ πάνω ἀνάφερα ἕνα πολὺ σύντομο ἀπόσπασμά του, ὁ Γιῶργος Σεφέρης γράφει ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ποιήματά του. Σημειώνουμε τὴν ἡλικία του. Στὴν Κορυτσὰ εἴτανε 37 χρονῶν. Στὸ Κάϊρο 42. Μὲ τὰ μάτια του, ὅμως, ἀνοιχτὰ στὸν κόσμο, μὲ τὸ σοβαρὸ καὶ στραμένο πρὸς τὰ μέσα βλέμμα του τῶν 2000 χρόνων... δίνει, ὡς τίτλο, στὴ σκέψη του: «Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά».

Ὁ ποταμὸς εἶναι ὁ Νεῖλος. Ἀφοῦ τὸν ἀνακαλέσει στὴ μνήμη του, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ γράψει μίαν ἁπλὴ γλώσσα. Τί συνέβη; Μά, ἂς τὸν ἀκούσουμε:

«... τὸ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι᾿ ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα·
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι᾿ ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα καὶ τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός».

Γιατί, ἀφοῦ θυμήθηκε τὴν εἰκόνα τοῦ Νείλου, ὁ ποιητὴς μιλάει γιὰ τὴν ἁπλὴ γλώσσα ποὺ θὰ ῾θελε νὰ γράψει; Ἐμεῖς, ὅμως, εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ θ᾿ ἀνακαλύψουμε, πίσω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὸ σύμβολο, τὴν ἀναγωγὴ -τὴ μυστικὴ ἐξήγηση- ἔλεγε, ἤδη, ὁ Ντάντε. Τὸ σχόλιο εἶναι ἁπλό.

Ὁ ποταμὸς εἶναι ἡ μακρυὰ γραμμὴ ἱστορίας καὶ ἀδιάκοπης ζωῆς· εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν λιμνῶν, καὶ εἶναι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν χρόνων, ὁ Λόγος, ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ γίνηκε δρόμος, Βασιλικὴ Ὁδός, ὕστερα ἕνας εὐεργέτης μὲ ἀνεξάντλητα δῶρα, ὕστερα ἕνας κριτὴς -καὶ ἕνα δέλτα. Καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Καὶ πού, ὡστόσο, παραμένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, ἡ ἴδια κοίτη, τὸ ἴδιο σημεῖο, ὁ ἴδιος προσανατολισμός.

Αὐτὸ τὸ ἐξηγητικὸ σχόλιο ποὺ ἔκανα, ὁ ποιητής, φυσικά, τὸ ἀντιπαρέρχεται· αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὴν ἰδέα του σὰν τὸ ποτάμι ποὺ κυλᾶ τὰ νερά του. Ἂς τὸν ἀκούσουμε, ὅμως:

«Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς ποὺ σιγὰ - σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι᾿ εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά».

«Ὁ γέρος ἄνθρωπος» τῆς ὄχθης τοῦ Νείλου εἴτανε 42 χρονῶν. Εἶχε, ὅμως, μέσ᾿ τὰ μυστικὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, τὴν προοπτικὴ τῶν χρόνων -τῶν ἀναρίθμητων- ποὺ ἀποχτοῦν ὅπως λέει,

«... τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια -πέρα χωρὶς τὸ φόβο στὴν καρδιά τους».

Ἔχει τὰ χρόνια τῶν ἀνθρώπων ποὺ καταλαβαίνουν, σὰν τὸν Νεῖλο, προχωρώντας ἀνάμεσα

«... σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν».

«... ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει».

Καὶ εἶναι τὸ ἴδιο μυστήριο. Ὁ Σεφέρης νιώθει αἰχμάλωτος

«... στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ εἴτανε σωστὴ κι᾿ ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς».

Ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἡ σωτηρία, εἶναι, ὅμως, ἤδη, τὸ ἐργαλεῖο τῆς θείας χάρης. Ὁ ποιητὴς μπορεῖ καὶ θὰ μπορέσει, ἀπὸ τώρα κι ὕστερα, ν᾿ ἀκούει «τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.»

Ἡ Πορεία μέσ᾿ ἀπὸ τὴν Ἔρημο
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν ποιητὴ στὴ θλίψη του. Ἂς δοῦμε, γιὰ λίγο, ποιὰ εἶναι τὰ κάποια λόγια πού᾿χει νὰ μᾶς πεῖ.

Ὁ δυτικὸς προσεγγίζει τὴν ἀρχαιότητα μέσῳ τῆς ἱστορίας, τῆς μελέτης τῶν μνημείων, τῆς ἀνάγνωσης τῶν κειμένων. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι δικαιωματικὰ κάτοχος, πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μακρυὰ καὶ ἀργὴ πορεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει γεννηθεῖ Ἕλληνας, τοῦ δρόμου τῆς ἐνόρασης, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μοίρα του, ὅμοιος, σ᾿ αὐτό, μὲ τὸ στρατοκόπο ποὺ συνήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα.

Ὁ ἑλληνιστὴς Σεφέρης παραμερίζει τὰ κείμενα ποὺ διαβάζει καὶ σταματᾶ γιὰ πολλὴν ὥρα σὲ μιὰ λέξη, σὲ μιὰ φράση, ποὺ θὰ γίνουν ἡ ἀφετηρία μιᾶς βαθειᾶς σκέψης, κι ἴσως, ἀκόμη, ἕνας ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι ἐμεῖς, μὲ τὴ σειρά μας, νὰ ἰδοῦμε τοὺς συγγραφεῖς καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἔχει διαβάσει. Ἡ Ἰλιάδα, ἡ Ὀδύσσεια, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Ἡσίοδος, ὁ Πίνδαρος εἶναι τὰ βιβλία πού᾿χει κάτω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι του. Στὸ Σεφέρη, ὅμως, ἡ πολυμάθεια δὲν προηγεῖται τῆς ποιητικῆς δημιουργίας: ὁ Σεφέρης δὲν ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτήν. Τὴν ἔχει ξεχασμένη. Δὲν βρίσκεται πιὰ μέσ᾿ στὴ συνείδησή του, ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ὑποσυνείδητό του· ρέει μαζὺ μὲ τὸ αἷμα του στὶς φλέβες του.

Ὁ Ράϊνερ - Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στὶς Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Γιὰ νὰ γράψει κανεὶς ἕναν μονάχα στίχο (... ), χρειάζεται νά ῾χει ἀναμνήσεις (... ) Καὶ δὲν ἀρκεῖ μονάχα νά ῾χει ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ ξέρει νὰ τὶς ξεχνᾶ ὅταν εἶναι πολλὲς καὶ πρέπει νά ῾χει τὴ μεγάλη ὑπομονὴ νὰ περιμένει νὰ ξανάρθουν πάλι στὸ μυαλό του...».

Ἀληθινὲς ἀναμνήσεις εἶναι, ὡστόσο, καὶ τὰ διαβάσματα καὶ οἱ συγγραφεῖς μὲ τοὺς ὁποίους ἔχει τραφεῖ κανείς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὴν καινούρια δημιουργία ἡ πολυμάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει, αὐτὴ ἡ πολυμάθεια, νὰ δώσει, αὐθόρμητα σχεδόν, ἕνα πλούσιο σὲ πείρα καὶ ἀνθρωπιὰ ἔργο.

Εἶναι, ὅμως, φρόνιμο, γιὰ τὸν κριτικό, πρὶν ἀκολουθήσει τὸν ποιητὴ στὰ διαβάσματά του, νὰ σταματήσει στὶς ἐπιγραφές, ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ πηγὴ τῶν βασικῶν του στοχασμῶν.

Ὁ φίλος μου Νεοκλῆς Κουτούζης, στὸν ὁποῖο χρωστᾶμε μίαν ἀξιόλογη μελέτη μὲ τίτλο «Ὁ Σεφέρης καὶ ἡ πιστότητα, ἢ ἀπὸ τὸν Πίνδαρο στὸ Σεφέρη», σημειώνει, μὲ τὴ συνηθισμένη του λεπτολογία καὶ ὀξυδέρκεια: «Δὲν σταματοῦμε ἀρκετὰ στὶς ἐπιγραφές, ἢ σὲ ὁρισμένα ἀποσπάσματα (...) ... Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης ἀναφέρει τὸν Πίνδαρο ἢ τὸν Ρεμπώ, ἀποτελεῖ μία ζωϊκή, μιὰ πνευματικὴ συγγένεια, ποὺ συγκροτεῖται (...) Ἡ ζυγαριὰ μπαίνει σὲ κίνηση, ὁ ζυγὸς τῆς πλάστιγγας δὲν σταματᾶ νὰ ταλαντεύεται: ἀνάμεσα σὲ αὐτὸν ποὺ ἀναφέρει καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται δημιουργεῖται ἕνα ρεῦμα ἀνταλλαγῶν ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ὁ ἀναγνώστης, μπλεγμένος κι ὁ ἴδιος στὸ ἀδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του κάτι ἀπὸ μία καινούρια ζωή».

Τὸ κείμενο πού᾿χει στὸ νοῦ του ὁ Ν. Κουτούζης εἶναι ὁ «Ἐρωτικὸς Λόγος» τῆς πρώτης συλλογῆς ποὺ τιτλοφορεῖται «Στροφή»· καὶ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ βάζει σὰν προμετωπίδα ὁ Σεφέρης εἶναι μερικοὶ στίχοι τοῦ Πίνδαρου ποὺ περιλαμβάνονται στὸν 3ο Πυθιονίκη:

«Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον,
Ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν».

Συνδέοντας τὸ πινδαρικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Σεφέρη μ᾿ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα τοῦ Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στὸν 3ο Πυθιονίκη κι αὐτό, ποὺ ἀναφέρει ὁ Βαλερύ, ὁ Ν. Κουτούζης ἀποδίδει ἀκριβῶς στὰ γαλλικὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Πίνδαρου, μεταφράζοντας ἔτσι αὐτοὺς τοὺς δυὸ στίχους:

«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur
à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser
tout le possible»

Νά ῾μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τὸν κόσμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἥσυχο κόσμο. Ἁπλὸν καὶ ἥσυχον; Ἀλλοίμονο, ὄχι. Κάθε ἄλλο παρὰ ἁπλὸς καὶ ἥσυχος εἶναι ὁ κόσμος γιὰ ἕναν Ἕλληνα τοῦ ΧΧ αἰώνα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, νὰ προσδιορίσει τὸν ἑαυτό του στὴ σχέση του πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη, καὶ νὰ δώσει στὸν ἑλληνισμό του τὸ νόημα. Πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χῶρο, πάρα πολλὲς εἶναι οἱ ἀναμνήσεις στὸ χρόνο. Τόποι ἄγονοι καὶ περιορισμένοι, γεμάτοι πιὸ πολὺ ἀπὸ νεκροὺς παρὰ ἀπὸ ζωντανούς. Ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος στὶς διαστάσεις μιᾶς στιγμῆς ὅμοιας μὲ τὴν ἑλληνικὴ γῆ. Ὁ χρόνος εἶναι βαθύτερος ἀπὸ τὸ στενὸ χῶρο. Ὁ χρόνος εἶναι κυρίαρχος τοῦ χώρου. Κάτω ἀπὸ κάθε μνῆμα βρίσκονται ἑκατὸ γενεὲς ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα ἡ γῆ, ὁ γυμνὸς βράχος, ἔχει τὴν ἀξία τοῦ ἀπεριόριστου χρόνου. Καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι γιὰ ἕναν Ἕλληνα, ἡ γῆ τῆς Κύπρου εἶναι, ὄχι ἱερή, ἀλλὰ σάρκα τῆς σάρκας του. Ἐκεῖ ὅπου ἀκούγεται σὰν πρόσκληση ἡ ὀχλοβοὴ τῆς θάλασσας καὶ τοῦ χώρου, ἀνεβαίνει καὶ ἡ σιωπὴ πέντε χιλιάδων χρόνων νεκρῶν. Αὐτὸ εἶναι ἡ πατρίδα, εἶναι ἡ ἀπεριόριστη διάρκεια.

Καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἡ πατρίδα -παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ μέσα στὸ χρόνο, ἔζησαν καὶ πέθαναν Ἕλληνες· παντοῦ ὅπου, μέσα στὸ χῶρο καὶ τὴν τωρινὴ στιγμή, ζοῦν Ἕλληνες καὶ νιώθουν τὸν ἑαυτό τους σὰν ἕνα κρίκο ἀπὸ τὴν τεράστια ἁλυσίδα. Ὁ ἑλληνισμός, ὅμως, δὲν εἶναι μονάχα ἕνας κόσμος, μιὰ χώρα, μιὰ ἰδέα ἀθάνατη. Εἶναι καὶ ὁ παντοτινὸς ἄνθρωπος, ἡ παντοτινὴ γῆ, ἡ παντοτινὴ ἀθλιότητα.

Συγκρινόμενη μὲ τὴν πλατειὰ σκέψη, μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄχρονη μνήμη ποὺ ἀναπολήσαμε, πόσες φορὲς ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα δὲν φάνηκε στὸν ποιητὴ μηδαμινή, φτωχή, ἀδειανή, ἀνεξήγητη! Πόσες φορές, ζωντας τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, δὲν ἔκανε τὸν ποιητή, ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα, νὰ ὑποφέρει μὲ τὶς πάρα πολὺ μεγάλες ἀναμνήσεις της, τὰ πάρα πολὺ μεγάλα ὀνόματά της, τοὺς πάρα πολὺ μεγάλους ἠρωϊσμούς της καὶ τὶς ἄμετρα πιὸ μεγάλες διχόνοιές της! Ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσει ὁ Σεφέρης:

«... ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Εἴμουν κι᾿ ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης·
Τὸ ριζικό μου, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε».

Αὐτοὶ οἱ στίχοι, ποὺ ἀνήκουν στὸ ποίημα «Ἑλένη» τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν μύθο τοῦ Εὐριπίδη, γράφτηκαν στὴν Κύπρο καὶ δημοσιεύτηκαν τὸ 1955. Ὁ Σεφέρης κουβαλοῦσε, κι ἐκεῖ ἀκόμη, τὴν πληγή του, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραφε εἴκοσι χρόνια, ἤδη, πιὸ μπροστά:

«Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω, ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει».

Ἡ Πάλη μὲ τὴ Μοίρα. Ἡ Ἑλλάδα
Ἡ μοίρα μου, λέει, εἶναι ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε στὸ σκοπό του. Μήπως, ὅμως, εἴτανε ἴδια καὶ ἡ μοίρα τῆς χώρας καὶ τοῦ λαοῦ στοὺς ὁποίους δίνουμε τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδας ; Αὐτὸ φαίνεται πῶς λέει ὁ ποίητης σ᾿ ἕνα ἄτιτλο ἀπόσπασμα τῆς συλλογῆς «Μυθιστόρημα»:

«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.
(Α. Ἡ Πέτρα)

Ἡ ὡραία συλλογὴ «Μυθιστόρημα», (Μύθος καὶ Ἱστορία), ἀπ᾿ ὅπου εἶναι παρμένο αὐτὸ τὸ ποίημα, ἔχει σὰν ἐπιγραφὴ τοὺς ἑξῆς δυὸ στίχους τοῦ Ρεμπώ:

«Si j’ai du goût, ce n’ est guère
que pour la terre et les pierres».

Ὁ Σεφέρης, ὑπάκουος στὴ συμβουλὴ τοῦ Πίνδαρου νὰ βάζει ὅλη του τὴ δύναμη στὸ νὰ ἐξαντλεῖ τὸν κόσμο τοῦ δυνατοῦ, εἶναι ὁ ποιητὴς τούτης τῆς γῆς καὶ τούτων τῶν μαύρων πετρῶν, ποὺ εἶχε τραγικὰ ἐξυμνήσει πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ Σολωμός, ὅταν τραγουδοῦσε τὴν Ἑλλάδα, «καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι», κι ἔβαζε τὸν ἄπληστο γιὰ λευτεριὰ Σουλιώτη νὰ λέει: «Μιὰ χούφτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο!».

Ἡ πέτρα, στὸ Σεφέρη, εἶναι τὸ ὀρυκτό με τὸ ὁποῖο εἶναι στρωμένη ἡ ἑλληνικὴ γῆ· εἶναι οἱ τεράστιοι, κυκλώπειοι, ἀσήκωτοι ὀγκόλιθοι· εἶναι τὰ ἐρειπωμένα, ἀγνώριστα ὑλικὰ τῶν συνηθισμένων σπιτιῶν τῶν ἐξαφανισμένων πόλεων, ποὺ κάποτε, ὡστόσο, κατοικοῦνταν· εἶναι κεφάλια, σώματα, ἀκρωτηριασμένων τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀγαλμάτων, ποὺ ἀνακαλύπτονται παντοῦ καὶ πάντοτε, μέσ᾿ στὸ ἑλληνικὸ χῶμα.

Ἡ ἑλληνική, ὅμως, πέτρα, εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, εἶναι καὶ σύμβολο τῆς μοίρας τῶν Θεῶν.

Ἡ συλλογὴ «Μύθος καὶ Ἱστορία» τελειώνει μὲ δυὸ μεγάλα ποιήματα ἐξίσου ἀξιοθαύμαστα τὴ «Σαντορίνη» καὶ τὶς «Μυκῆνες».

Οἱ πέτρες τῶν Μυκηνῶν -στὶς Μυκῆνες δὲν βρίσκει κανεὶς παρὰ μονάχα πέτρες- κουβαλοῦν ἀπάνω τους τόσα ἐγκλήματα καὶ αἷμα ὅσους καὶ αἰῶνες.

Μυκῆνες
«Δός μου τὰ χέρια σου, δός μου τὰ χέρια σου, δός μου τὰ χέρια σου.

Εἶδα μέσα στὴ νύχτα
Τὴ μυτερὴ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ
Εἶδα τὸν κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
Μὲ τὸ φῶς ἑνὸς ἀφανέρωτου φεγγαριοῦ
Εἶδα, γυρίζοντας τὸ κεφάλι
Τὶς μαῦρες πέτρες συσπειρωμένες
Καὶ τὴ ζωή μου τεντωμένη σὰ χορδὴ
Ἀρχὴ καὶ τέλος
Ἡ τελευταία στιγμή·
Τὰ χέρια μου.

Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες·
τοῦτες τὶς πέτρες τὶς ἐσήκωσα ὅσο βάσταξα
τοῦτες τὶς πέτρες τὶς ἀγάπησα ὅσο βάσταξα
τοῦτες τὶς πέτρες, τὴ μοίρα μου.
Πληγωμένος ἀπὸ τὸ δικό μου χῶμα
τυραννισμένος ἀπὸ τὸ δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος ἀπὸ τοὺς δικούς μου θεούς,
τοῦτες τὶς πέτρες.

Ξέρω πὼς δὲν ξέρουν, ἀλλὰ ἐγὼ
ποὺ ἀκολούθησα τόσες φορὲς
τὸ δρόμο ἀπ᾿ τὸ φονιὰ στὸ σκοτωμένο
ἀπὸ τὸ σκοτωμένο στὴν πληρωμὴ
κι᾿ ἀπὸ τὴν πληρωμὴ στὸν ἄλλο φόνο,
ψηλαφώντας
τὴν ἀνεξάντλητη πορφύρα
τὸ βράδυ ἐκεῖνο τοῦ γυρισμοῦ
ποὺ ἄρχισαν νὰ σφυρίζουν οἱ Σεμνὲς
στὸ λιγοστὸ χορτάρι -
εἶδα τὰ φίδια σταυρωτὰ μὲ τὶς ὀχιὲς
πλεγμένα πάνω στὴν κακὴ γενιὰ
τὴ μοίρα μας.

Φωνὲς ἀπὸ τὴν πέτρα ἀπὸ τὸν ὕπνο
βαθύτερες ἐδῶ ποὺ ὁ κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη τοῦ μόχθου ριζωμένη στὸ ρυθμὸ
ποὺ χτύπησε τὴ γῆς μὲ πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στὰ θεμέλια
τοῦ ἄλλου καιροῦ, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα, προσηλωμένα, σ᾿ ἕνα σημάδι
ποὺ ὅσο κι᾿ ἂν θέλεις δὲν τὸ ξεχωρίζεις·
ἡ ψυχὴ
ποὺ μάχεται γιὰ νὰ γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι᾿ ἡ σιωπὴ εἶναι πιὰ δική σου
Ἐδῶ ποὺ σταμάτησαν οἱ μυλόπετρες».

Ὀχτώβρης 1935

Β. Η ΧΡΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ

Τρία χρόνια ἀργότερα, ὁ Σεφέρης ξαναγυρίζει στὴν Ἀργολίδα. Ἐδῶ καὶ δυὸ χρόνια, ἤδη, ἀναζητεῖ -ἰδιοτροπία τοῦ ποιητῆ, θὰ ποῦν· ὄχι, εἶναι κάτι παραπάνω ἀπ᾿ αὐτό, εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ προσκυνητῆ ποὺ τριγυρίζει στοὺς ἅγιους τόπους, - ἀναζητεῖ τὸ Βασιλέα τῆς Ἀσίνης. Τὸν βρῆκε: μιὰ ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα ποὺ τὴν πῆρε καὶ τὴν κράτησε στὰ χέρια του:

«Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; Κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμένο χῶμα·
κι᾿ ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα... «.

Ἕνας ποιητής, ὅμως, ξέρει νὰ διαβάζει μία προσωπίδα. Ἕνας ποιητὴς ξέρει ἴσως ν᾿ ἀκούει τὴ σιωπὴ τῆς ἄδειας προσωπίδας. Νά! Τουλάχιστον ποιὸ ὑπῆρξε τὸ στοχαστικὸ ὅραμα τοῦ Σεφέρη:

Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι᾿ ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι᾿ ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι᾿ ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαία μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη».

Ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι᾿ ἀναρωτιέται:

«... ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς
τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ
μὲ τὴν ἀπεραντωσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα
μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό».

Ἡ Ἑλλάδα, Χώρα τῶν Νικημένων Θεῶν καὶ τῆς Ἐξορίας
Ὁ ποιητῆς. Ἕνα κενό; Μὰ ὄχι. Ἡ θλίψη τοῦ Σεφέρη, σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δὲν εἶναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλὰ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ ἀνασυνθέτει τὸ κενό, ὅπως ὁ μουσικὸς ποὺ ἐκφράζει τὸ νόημα τῆς σιωπῆς καὶ κάνει τὴ νύχτα νὰ τραγουδᾶ. Ξέρει, ὅμως, ἀκόμη, ὅτι τὸ νὰ ἀνασυνθέτεις τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ ποὺ δημιούργησε τὴν ὀμορφιά, τὴν δικαιοσύνη, τὸ Θεό, καὶ γέννησε αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ξανάδε οὔτε πρόκειται νὰ ξαναδεῖ κανεὶς δυὸ φορές, εἶναι μιὰ ἀνέλπιδη προσπάθεια.

«Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες», λέει ὁ ποιητής.

Μεγάλες, ἐξαιτίας τοῦ βάρους των. Μεγάλες, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπόφορης τελειότητάς τους.

Ὄχι, ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἡ χώρα τῆς κατάρας τῶν νικημένων ἀπὸ τὴ μοίρα Θεῶν. Εἶναι ὅμως, δύσκολο -σ᾿ αὐτὸ συμφωνοῦμε- νὰ εἶναι κανεὶς ἀπόγονός του Αἰσχύλου καὶ τοῦ Φειδία καὶ τοῦ Πλάτωνα. Ἐρχόμενος, ὡστόσο, ὕστερα ἀπὸ τὸ Σολωμό, τὸν Παλαμᾶ, τὸ Σικελιανό, ὁ Σεφέρης εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ζεῖ ὀδυνηρὰ τὴν Ἑλληνική του μοίρα, ὑπερήφανα, ἀλλὰ χωρὶς ματαιοδοξία· ἀνθρώπινα, ἀλλὰ χωρὶς ἀλαζονεία· δύσκολα, ἀλλὰ χωρὶς ἀπελπισία· σεμνά, ἀλλὰ χωρὶς ρητορεία.

Τὰ τελευταία ἀποσπάσματα ποιημάτων ποὺ παραθέτω δείχνουν τὸ ἁπλὸ μεγαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Σεφέρης στέκεται μπρὸς σ᾿ ἕνα παρελθὸν ποὺ συντρίβει τὸν ἄνθρωπο τῆς γενιᾶς του.

Μοῦ παραχώρησε τὸ δικαίωμα νὰ διαλέξω, ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν, τὰ ποιήματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἤθελα νὰ τὸν παρουσιάσω.

Τὸ πρῶτο, «Ξύπνησα μ᾿ αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι στὰ χέρια» καὶ τὸ δεύτερο «Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου», τὰ ξεχωρίσαμε, αὐτὸς κι ἐγώ, σὰν βασικά. Τὸ τέταρτο εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν «Κίχλη». Τὸ φυλάω γιὰ τὸ τέλος. Ἔχω τοὺς λόγους μου γι᾿ αὐτό.

Διάλεξα τὸ πρῶτο -τὸ μαρμάρινο κεφάλι- γιατί θυμίζει ἀκόμη τὶς πέτρες, τὶς δουλεμένες τούτη τὴ φορά, ποὺ εἶναι ὄχι μονάχα ἡ δόξα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδυσώπητη κληρονομιὰ τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα.

«Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποὺ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
Ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τὰ μάτια· μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα
Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη·

Τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα».

Τὰ μπράτσα εἶναι ἀσθενικά, ἀδύνατα καὶ πέφτουν ξεριζωμένα ἀπ᾿ τοὺς ὤμους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι, πού ᾿ναι σύμβολο τοῦ κάθε ὡραίου ποὺ ἐδημιούργησε ἡ Ἑλλάδα καὶ ποὺ ὁ Σεφέρης καὶ οἱ δικοί του ὀφείλουν νὰ τὸ ὁδηγήσουν ἀκόμη πιὸ μακρυά, νὰ τὸ βοηθήσουν μὲ μία καινούρια ἰδιοφυΐα, ἴση πρὸς τὴν ἀρχαία. Τέτοια ὑπῆρξε, ἄλλοτε, ἡ μοίρα τῶν Δαναΐδων, ποὺ ποτὲ δὲν μπόρεσαν ν᾿ ἀποτελειώσουν τὸ φοβερό τους μόχθο. Τὸ ὄνομά τους, ὅμως, μπῆκε στὴν αἰωνιότητα τῶν μεγάλων Συμβόλων.

Στὸ «Γυρισμὸ τοῦ ξενιτεμένου» ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μίαν ἄλλην εἰκόνα, μ᾿ ἕναν ἄλλον σπαραγμό.

Θὰ μποροῦσα, βέβαια, νὰ ἐπαναλάβω, ὅπως ἤδη, τὸ ἔχουν κάνει οἱ ἐξηγητές του, τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του. Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη. Ἔχασε τὰ πάντα ὕστερα ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922.

Ξεριζωμένος. Τὰ σπίτια ποὺ εἶχε, τοῦ τὰ πήρανε. Ξέρω. Ξέρω, ὅμως, ἐπίσης, ὅτι ἀναζήτησε στὶς Μυκῆνες καὶ ἀλλοῦ. Ἀνάμεσα στὶς σωριασμένες πέτρες, τὸ ἀρχαῖο του σπίτι:

«... στριφογυρίζοντας μέσα σὲ σπασμένες πέτρες, τρεῖς ἢ ἕξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ εἴταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις·
θὰ μπορέσουμε;».

Ὁ ποιητής, ἐδῶ, δὲν ἀποτελειώνει τὴ φράση του. Μιὰ σκέψη τὸν βασανίζει. Ὕστερα ἀπὸ μίαν ἄλλη στροφὴ ποὺ θυμίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλους ἡρωϊσμούς, τὶς μεγάλες καθιζήσεις, τὸ τρομερὸ γι᾿ αὐτὸν ρώτημα θὰ ξαναγυρίσει πάλι, ὄχι, ὅμως, σὰν κραυγή, ἀλλὰ σὰν ἐναγώνια οἰμωγή:

«γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε
καὶ παλαίψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;».

Τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τὴ μοίρα του σὰν ἐξόριστος τοῦ παρελθόντος μέσ᾿ στὸν σημερινὸ κόσμο, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνυπόφορη ἐξορία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ζωή του ὡς διπλωμάτη καὶ προπάντων τὰ γεγονότα πού ῾ζησε στὸν πόλεμο καὶ τὴν κατοχὴ τῆς χώρας του, τὸν ἐκράτησαν πιὸ πολὺν καιρὸ στὰ ξένα παρὰ στὴν πατρίδα του, στὰ ξένα ἀπ᾿ ὅπου ἡ πατρίδα του τοῦ φαινόταν πάντα πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ γοητευτική, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔνιωσε τὸν πόνο του φοβερά. Ξέρουμε τώρα ἀρκετὰ τὴν εὐαισθησία, τὴ σκέψη καὶ τὴν τέχνη τοῦ Σεφέρη γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ἐξορίας του καὶ τοῦ γυρισμοῦ του. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ τὸν ἔχει αἰσθανθεῖ καὶ τὸν ἔχει βιώσει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Ἀνάμνηση καὶ νοσταλγία ἑνὸς παρελθόντος ἀσύγκριτου μεγαλείου. Καὶ πόνος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα. Ὁ διάλογος τοῦ ποιήματος εἶναι ἐπινόηση ποὺ πλάθει μὲ τὴ φαντασία του ὁ ποιητής, γιὰ νὰ θέσει ἀντιμέτωπους τοὺς δυὸ ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους εἶναι διχασμένος ὁ Σεφέρης.

Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».

«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».

«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».

«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».

«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».

Τί στάση νὰ υἱοθετήσει κανεὶς γιὰ νὰ νικήσει αὐτὴ τὴν ἀγωνία; Τὴν ἀνταρσία; Τὸν ἀγώνα; Αὐτὸ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας Σικελιανός. Ἕνας Παλαμᾶς. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Σεφέρη, ποὺ καταφεύγει στὴν ὑποχώρηση, τὴν καρδιά, μάλιστα, τῆς ὑποχώρησης, στὴν ἐγκαρτέρηση. Οὔτε ἡ μιά, ὅμως, οὔτε ἡ ἄλλη εἶναι συνώνυμες τῆς φυγῆς. Ἴσα - ἴσα, ξεπερνώντας, ὑπερβαίνοντας τὴν ἀδυσώπητη δύναμη τῆς μοίρας, ὁ ποιητὴς φτάνει στὴ λευτεριά.

Στὸ ποίημα ποὺ ἔχει τίτλο: «Ἡ Στέρνα», βλέπουμε -ἀπὸ τὸ 1932, ὅταν ὁ Σεφέρης εἴτανε 32 χρονῶν- τὴ σιγανὴ καὶ ἤρεμη κάθοδο τοῦ ποιητῆ στὴ μοναξιά, τὴ σιωπή, στὶς μυστικὲς περιοχὲς τῆς συνείδησης.

«Ἐδῶ, στὸ χῶμα ρίζωσε μία στέρνα
μονιὰ κρυφοῦ νεροῦ ποὺ θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ἠχηρά. Τ᾿ ἀστέρια
δὲ σμίγουν τὴν καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ἀνοιγοκλεῖ, δὲν τὴν ἀγγίζει».

Ἀνοίγει ὁ πάνω κόσμος σὰ ριπίδι καὶ παίζει μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου. Πρόσωπα λάμπουν γιὰ μία στιγμὴ καὶ σβήνουν μέσα σ᾿ ἕνα ἐβένινο σκοτάδι. Ὁ κόσμος πάνω της πληθαίνει, πάει, δὲν τὴν ἀγγίζει. Οἱ ὦρες περνοῦν, οἱ ἥλιοι καὶ τὰ φεγγάρια,

«μὰ τὸ νερὸ ἔχει δέσει σὰν καθρέφτης»
(... )
«Μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσο πλῆθος
μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσος μόχθος
καὶ τόσος πόνος, στάλα - στάλα μόνος» (... )
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οἱ θεοί μας!...»
«Τὰ μάρμαρα τὸ ξέρουν, ποὺ κοιτάζουν»
(... )
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθὼς περνοῦν τὰ πλήθη τοῦ θανάτου».

Ξαφνιασμένος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν κόσμο, ὁ ποιητὴς λέει, στὸ τέλος:

«Μὰ ἡ νύχτα δὲν πιστεύει στὴ αὐγὴ
κι᾿ ἡ ἀγάπη ζεῖ τὸ θάνατο νὰ ὑφαίνει
ἔτσι, σὰν τὴν ἐλεύθερη ψυχή,
μιὰ στέρνα ποὺ διδάσκει τὴ σιγὴ
μέσα στὴν πολιτεία τὴ φλογισμένη».

Ἕνα τελευταῖο ἀπόσπασμα θὰ ἐξηγήσει τὴν ἐγκαρτέρηση -τὴ γαλήνια ἀποδοχή- τοῦ Σεφέρη. Τὸ παίρνω ἀπὸ τὸ ποίημα «Κίχλη» πού᾿χει τέσσερα μέρη. Εἶναι τὸ ὄνομα ἑνὸς μικροκάραβου συγκοινωνίας ποὺ πλέει, στὸν πόλεμο, κοντὰ στὸ νήσι Πόρος, στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Πελοποννήσου, ἀνάμεσα Αἴγινας καὶ Ὕδρας.

«τό ῾λεγαν «Κίχλη»· ἕνα μικρὸ ναυάγιο· τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη».

Πραγματικά, τὸ ναυάγιο εἶναι αἰώνιο.
Φωνὲς ἀνεβαίνουν ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο, ποὺ ὁ Σεφέρης, σὰν τὸν Ὀδυσσέα, τὶς ἀκούει, μὰ δὲν τὶς ἀναγνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μία: «Κι᾿ ἄλλες φωνὲς σιγὰ - σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολουθῆσαν· ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό·
θά ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα·
εἴτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.
Κι᾿ ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
Πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
Ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:
«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ·
τὸ δίκιο σας θά᾿ ναι τὸ δικό μου· ποὺ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ·
Ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει».

Ὕστατο μάθημα τοῦ Σωκράτη, ποὺ δέχεται τὴ μεγάλη ἐξορία, τὴν ἀδικία, τὴ μοίρα του.

Συμπέρασμα. Γιὰ νὰ κυριαρχήσεις τὸν Ἑλληνισμὸ πρέπει νὰ τὸν ἀξίζεις
Πρέπει, ὡστόσο, νὰ καταλήξουμε σ᾿ ἕνα συμπέρασμα. Ἡ τραγωδία δὲν τελειώνει παρὰ μὲ τὸ θάνατο. «Καὶ πόσα χρόνια χάσαμε, λέει ὁ ποιητής, γιὰ νὰ πεθάνουμε». Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει κάθαρσις. Σ᾿ αὐτήν, ὅμως, τὴν ἀκίνητη καὶ γαλήνια φωνὴ τοῦ Σωκράτη, ποὺ τὴν κάνει ὁ ποιητὴς νὰ ξανανεβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸ πρῶτο ναυάγιο τοῦ ἑλληνισμοῦ, δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε ἀμηχανία, οὔτε ἀγωνία. Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσες φωνές, «φωνὲς ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὴν πέτρα, φωνὲς ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν ὕπνο», ὅπως στὶς Μυκῆνες· φωνὲς τοῦ μυστικοῦ νεροῦ, ὅπου τόση θλίψη μαζεύτηκε γουλιὰ - γουλιά, φωνὲς τῆς στέρνας πού, ὅμοια μὲ μίαν ἐλεύθερη ψυχή, διδάσκει τὴ σιωπή: φωνὲς ποὺ ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους, ἀνεβαίνουν καί, ξαφνικά, παγώνουν, ἀκίνητες, ἀπολιθωμένες, ὅπως οἱ χειρονομίες καὶ ἡ κίνηση ἑνὸς ἀπότομα σταματημένου φίλμ, ὅπως μέσα στὸ ὅραμα ποὺ εἶχε ὁ Σεφέρης δεῖ μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο στὴν ἐργατικὴ κοιλάδα, στὴν Ἐγκωμή, στὴν Κύπρο· ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσες φωνές, τρομερές, ἢ ὀδυνηρές, ἢ μυστικές, νά! Ἡ τέλεια γαλήνη τοῦ Σωκράτη...

Τὸ μάθημα τελείωσε. Ὁ ἄνθρωπος ξέρει ὅτι ἡ μοίρα τὸν συντρίβει καὶ ὅτι ὁ ἀγώνας ποὺ δέχτηκε νὰ ἀναλάβει εἶναι προκαταβολικὰ χαμένος. Δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς δυὸ σκοτεινοὺς Σκοπέλους, ἀπ᾿ ὅπου πρέπει νὰ περάσει ἡ ὀδυσσειακὴ σχεδία του. Ἡ μοίρα, ἁρματωμένο μὲ δρέπανα ἅρμα ποὺ θερίζει, δὲν ξέρει πόσα δημιουργήματα ἑλληνικοῦ μεγαλείου καὶ ὀμορφιᾶς κατέστρεψε καὶ καταστρέφει ἀδιάκοπα. Τουλάχιστον, μὲ τὴ σκέψη του, μὲ τὴ συνείδησή του, ποὺ ξαγρυπνᾶ μέσ᾿ τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, προσπαθεῖ νὰ κυριαρχήσει πάνω στὴ δραματικὴ μοίρα τοῦ ἑλληνισμοῦ, καί, κύριος της ἀγωνίας του, γίνεται ὁ μεγάλος ποιητής, ὁ ἄξιος ποιητὴς τῆς ἀνθρώπινης μοίρας τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας.

Μετάφραση: Ξεν. Ι. Καράκαλος