Σελίδες

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Το πνίξιμο του παιδιού

Ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας ήτον ο τρόμος όλων των αγυιοπαίδων, των ατακτούντων αγωγιατών, των κλεπτών  και των κλεπτριών των οπωρικών. Πότε ως αγροφύλαξ, πότε ως κλητήρ της δημοτικής αστυνομίας, πότε ως παιδονόμος του σχολείου, ποτέ δεν έπαυσε να υπηρετεί τον Δήμον αντί τριάκοντα κατά μήνα δραχμών.
          Εις την εξοχήν, όταν διετέλει αγροφύλαξ, η δραγασιά, η ιδιόρρυθμος εκείνη επί υψηλού λόφου καλύβη, ήτον το σκιάζουρο, όχι των ορνέων, αλλά των παιδίων, όσα έτρεχαν έξω στ' αμπέλια διά να κλεφτολογήσουν. Από τον Μάιον, όταν αρχίζουν τα μούρα, τα κεράσια, τα τζάνερα, έως στον Οκτώβριον, όταν έχει τελειώσει ο τρύγος, και συλλέγουν τα κυδώνια, διότι «δεν φυλάγονται πλέον», από τις κυδωνιές, έπρεπε να έχει τις τέσσερα μάτια τουλάχιστον, δύο έμπροσθεν και δύο όπισθεν του κρανίου, διά να είναι βέβαιος, ότι δεν θα τον ιδεί ο Τσιτσούκας να κλέπτει. Μόνον το μπαϊράκι του, το κόκκινον εκείνο μανδήλιον, το οποίον εκυμάτιζεν υψηλά άνω της στέγης της δραγασιάς, μόνον εκείνο ήρκει να τρέψει εις φυγήν τους κλέπτας.
          Επί του λόφου ίστατο η καλύβη, και γύρω-γύρω απλώνετο ο κάμπος, πού ομαλός και επίπεδος, πού κοίλος και κυρτούμενος, ολοπράσινος από τ' αμπέλια. Και όλα τ' αμπέλια τα έβλεπεν ο Τσιτσούκας, όλα τα έσκεπε το μπαϊράκι του.
          Ηκούετο έξαφνα μια κραυγή:
          -Ε, ε!... αλάργ' απ' τ' αμπέλια!
          Και η φωνή του ήτον μεγάλη, δυνατή, και ήτον ανδρώδης και τραχεία. Και την έτρεμον όχι μόνο τα παιδία, αλλά και ηλικιωμένοι άνθρωποι. Την νύκτα, καθήμενος εις την δραγασιάν του ήκουε μακρόθεν κουδούνια και πατήματα ημιόνων, και φωνάς αγωγιατών να τραγουδούν. Τότε εφώναζεν ε! ε! και από την φωνήν ταύτην και μόνην, με δεισιδαίμονα φόβον, πας ονηλάτης ενόει ότι δεν θα ήτο ευκαιρία διά να κλέψει σταφύλια την νύκτα εκείνην.
          Εξ ή επτά φοράς είχεν οδηγήσει εις την Δημαρχίαν την Κατσούλα την Κλεφτρού, μίαν αλλόκοτον γραίαν, η οποία δυσκόλως ηδύνατο να θεραπευθεί από την νόσον της. Εγνώριζε «με το νούμερο» όλας τας εκ συστήματος κλεπτρίας. Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, καλούμεναι κοινώς η Φράγκα και το Τσουλούφι, ήσαν το «πρώτο νούμερο»· ποτέ δεν τας είχεν εύρει να μαζώνουν ελιές εις τον ελαιώναν των, αλλά πάντοτε εις τον ελαιώναν της γειτόνισσας, ποτέ δεν τας είχεν ιδεί να απλώνουν τα σύκα εις την λιάστρα των, αλλά τας είδε πολλάκις να μαζώνουν τα σύκα της ξένης λιάστρας. Άφηναν τα σύκα από τις συκιές των να πέσουν, γνωρίζουσαι καλώς ότι έπιπτον εις το ιδικόν των έδαφος, κι εγέμιζαν κατά προτίμησιν ολίγα καλάθια από την συκήν της γειτόνισσας.
          Μίαν των ημερών, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, μετά τον τρύγον και το τράβηγμα του μούστου, ησχολούντο αι δύο να βγάλουν τα στέμφυλα εις ένα κήπον συγγενούς των. Ο κήπος εχωρίζετο από άλλου γειτονικού κήπου δι' απλού χαμηλού φράκτου. Βλέπουσαι ότι εις τον γειτονικόν κήπον υπήρχον σωροί στεμφύλων, τα οποία οι ιδιοκτήται αμελούσαν να βγάλουν, άφησαν τα στέμφυλα τα ιδικά των, και ήρχισαν να κουβαλούν τα του γειτονικού κήπου.
          Η κόρη εγέμιζε με βίαν το καλάθι κι' έτρεχε. Η μήτηρ τής έλεγε να μη βιάζεται, αλλά να «σιάζει λιγάκι το σωρό», εννοούσα ν' αραιώνη τοιουτοτρόπως τα στέμφυλα, ώστε να φαίνεται κάπως άθικτος ο σωρός.
          -Να, κοίταξε μ', εμένα! είπεν.
          Η γραία έλαβε το κοφίνιον, επήδησε τον φράκτην, έτρεξε, κι αφού το εγέμισε καλά, μ' ένα ξύλο ανακάτωνε και ηραίωνε τα στέμφυλα, ώστε να μην είναι πατημένα πολύ, διά να φαίνεται όγκος. Την ιδίαν στιγμήν η νεωτέρα, ωφεληθείσα από την απομάκρυνσιν της μητρός, έλαβε ποτήριον, κι εδοκίμαζε το πρωτόβγαλτο ρακί, την «σούμα», ίσως διά να ιδεί «πόσα γράδα είναι». Ερρόφησε βιαστικά ένα ποτήρι, κοιτάζουσα συγχρόνως να μην την ιδεί η μάννα της, είτα εσηκώθη από πλησίον από το ρακοκάζανο, κι' εκοίταξε προς το μέρος του φράκτου, οπόθεν θα επανήρχετο η γραία.
          Πώς ευρέθη εκεί ο Τσιτσούκας! Αδηλον. Εξαφνα ακούεται φωνή:
          -Ε, το Τσουλούφι! μην το πίνεις μονάχη, άφησε λίγο και για τη μάννα σου!
          Στραφείς προς την γραίαν εφώναξε:
          -Μπράβο, γρια-Φράγκα! καλά τόνε σιάζεις το σωρό...

***

          Νέα τις γυνή, της οποίας ο σύζυγος είχε ξενιτευθεί πρώιμα εις την Αμερικήν, οπόθεν δεν επανέκαμψε πλέον, εξηκολούθει να φορεί συχνά κόκκινον φουστάνι παρά τα έθιμα του τόπου, όπου αι γυναίκες των απόντων ναυτικών δεν νομίζεται πρέπον να στολίζονται. Με το κόκκινον τούτο φόρεμα επήγαινεν επιδεικτικώς εις την εξοχήν, εις το αμπέλι της. Μιά γραία γειτόνισσα αρχαϊκή, βλέπουσα αυτήν, εσταυροκοπείτο κι' έλεγε:
          -Σαν όξ' αποδώ μου φαίνεται, Θε μ' σχώρεσε με! Αμ δα!... «Σούσες Μαρούσες ούλες κοκκινοφουστανούσες».
          Με το κόκκινον φόρεμα ο Τσιτσούκας την εύρε μίαν των ημερών ανεβασμένην εις πελωρίαν βερυκοκκιάν, κτήμα αυτής εκείνης της γειτόνισσας ήτις εσταυροκοπείτο εις την θέαν της, και ασχολουμένην να γεμίζει το καλάθι της με τας κιτρίνας ευχύμους οπώρας.
          -Α! ανέκραξεν ο Τσιτσούκας, κι εγώ έλεγα πως μονάχα το δικό μου το κόκκινο μπαϊράκι ανεμίζει τόσο ψηλά!...

***

          Επί δύο ή τρία έτη, περί τας αρχάς της εβδόμης δεκάδος, ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας ήτον διωρισμένος παιδονόμος εις το σχολείον. Ποτέ ο γιαλός, από μίαν άκρην εις άλλην, δεν ήτο ελευθερώτερος από μικρά παιδιά, και οι βράχοι και οι κολπίσκοι της ακρογιαλιάς δεν ήσαν ερημότεροι από φυγάδας του δημοτικού και του ελληνικού σχολείου. Τα καημένα τα καβουράκια και τα γρινιάτσα και τα κοχύλια, όλα είχαν εύρει την ησυχίαν των. Το θέρος, μόνον πρωί και βράδυ επέτρεπε το κολύμβημα εις τα παιδία. Εις κανένα μικρόν μοσχομάγκαν δεν επέτρεπε να κολυμβά οκτώ ή δέκα φοράς την ημέραν. Αλλά και κανέν παιδίον δεν συνέβη να πνιγεί επί Τσιτσούκα παιδονόμου, την πρώτην και την δευτέραν χρονιάν.
          Επετρέπετο να βουλιούν, καθώς συνηθίζουν, τις βάρκες, αλλά μόνον με την άδειαν του ιδιοκτήτου. Εις κανένα δεν επετρέπετο  «να δίνει βούτη» ήτοι να πηδά με την κεφαλήν κάτω, αλλά μόνο «να δίνει παλούκια», δηλ. να πηδά όρθιος, από το ύψος του τρίγκου όπως και του μπαμπαφίγκου, των εις τον λιμένα αραγμένων κατά καιρούς γολετών και βρικίων. Μόνον από την κωπαστήν, και από την άκρην του μπαστουνιού της πλώρης, επετρέπετο να δίνουν βουτιά. Τοιούτος ήτον ο άγραφος κανονισμός του Τσιτσούκα, τον οποίον υπεχρεούντο ν' αποστηθίσουν και «να τον ξέρουν, νεράκι απ' όξου», όλα τα παιδιά, «τα δασκαλούδια, καθώς και τα ξυπόλυτα του δρόμου, τ' αγυιόπαιδα».
          Την δευτέραν χρονιάν της παιδονομίας του Τσιτσούκα, ένα παιδί, τέκνον ενός πρώην χερσαίου και νυν θαλασσινού, Δημητρίου Δαλαπούλια, ευρέθη ν' ατακτεί μίαν ημέραν εις τον αιγιαλόν, και να προσπαθεί να μάθει κολύμβι, εις ώρας απαγορευμένας. Ο Τσιτσούκας το εκυνήγησε, του έδωσε δυό τρεις ξυλιές εις τα νώτα, και το έστειλε να πάει στην μάννα του. Το παιδίον έφυγε κλαίον.
          Ολίγον παραπέρα, ευρίσκει τον πατέρα του. Καθώς τον είδε, έβαλε κλαυθμηροτέραν φωνήν, χωρίς ορατά δάκρυα.
          -Τι έχεις;
          -Να, ο Τσιτσούκας μ' έδειρε!
          Ο Δαλαπούλιας εθύμωσεν. Ετρεξα να προφθάσει τον Τσιτσούκαν. Καθώς τον ηύρεν, ήρχισε να τον ονειδίζει σκληρώς. Να μην τρομοκρατήσει άλλη φορά και πειράξει το παιδί του! Αυτός δεν είχεν ανάγκην από Τσιτσούκαν παιδευτήν. Είναι ικανός να παιδέψει το παιδί του, και μην ηύρε τα στραβά κομμάτια της Δημαρχίας, κι είναι τεμπέλης, και δεν πάει να δουλέψει. Και για να φαίνεται πως κάτι κάνει κι ο Τσιτσούκας, για να βρίσκεται σε δουλειά κι αυτός, θέλει τάχα να παιδέψει τα παιδιά του κόσμου. Ας πάει καλύτερα να σαρώνει την αυλή της κυρα-Δημαρχίνας, γι' αυτό και μόνο είναι άξιος, κι άλλη φορά να προσέχει, γιατί ...
          Ο Τσιτσούκας δεν απήντησε τίποτα. Έσεισε την κεφαλήν. Ησθάνθη πικρίαν ν' ανέρχεται από την χολήν του εις τον ουρανίσκον. Εύρισκε τω όντι άδικα τον μπελά του, μ' αυτά και μ' αυτά. Και ήταν ίσα-ίσα ο μόνος που δεν εσκούπισε ποτέ την αυλή της κυρα-Δημαρχίνας, όχι τώρα που ήταν παιδονόμος, αλλ' ούτε αρχύτερα, όταν ήτον κλήτορας ή δραγάτης, κι όσο για τα στραβά κομμάτια της Δημαρχίας, άξιζε τω όντι τον κόπον να γίνεται κακός με τον κόσμον για τριάντα τον μήνα ψωροδραχμές! Δύο χρονιές το δημοτικόν συμβούλιον εις την ψήφισιν τού προυπολογισμού, είχε προτείνει την αύξησιν του μισθού του εις 380 και εις 400 δραχ. τον χρόνον. Αλλ' ο νομάρχης, καθώς τον επληροφόρησαν, έσβηνε τον αριθμόν τούτον, κι' έγραφε αναλλοιώτως 360. Και ηύξανε κάθε χρόνον τον μισθόν του «δημοτολογιστού παρά τη Β. Νομαρχία» , κι εξώγκωνε, καθώς του είχεν ειπεί ο γραμματικός της Δημαρχίας, όλα τα κονδύλια όσα απέβλεπον εισφοράς προωρισμένας διά την μεγάλην καταβόθραν, διά το Κέντρον, κι εσμίκρυνε κι' εψαλίδιζεν όλα τα ποσά τα προωρισμένα διά μικρόν τι δημοτικόν έργον ή διά να ψωμοζεί μικρός τις άνθρωπος υπηρέτης του Δήμου.
          Από τότε ο Τσιτσούκας ήρχισε ν' απογοητεύεται. Δεν ήτο πλέον τόσον δραστήριος και αυστηρός όσον πρώτα.

***

          Την τρίτην χρονιάν, ένα δειλινόν, τον Ιούλιον μήνα, κραυγή αγωνιώντος παιδίου ηκούσθη εις τον αιγιαλόν, εις το ίδιον εκείνο μέρος, εις την άκρην της πολίχνης, όπου εκολυμβούσαν συνήθως πολλά ανήλικα παιδιά. Δύο κραυγαί γυναικών, από ένα παράθυρον αντικρύ, και από ένα λιακωτόν παραπέρα, απήντησαν εις την κραυγήν την πρώτην.
          -Γλυτώστε το!... Γλυτώστε το!
          -Τρεχάτε!... Πνίγηκε το παιδί!
          Ετρεξαν οι ευρεθέντες εκεί πλησίον. Δύο νέοι εθαλάσσωσαν, ένας τρίτος επήγε με την βάρκαν, κρατών τον γάντζον έτοιμον και την απόχην, ανέσυραν το αγωνιών παιδίον, και το έφεραν εις την ξηράν.
          Το έτριψαν, το εκρέμασαν ανάποδα. Μετήλθον όλα τα συνήθη εμπειρικά ή πρόχειρα μέσα... Ήτον αργά. Το παιδίον ήτο πνιγμένον, εντελώς πνιγμένον.
          Ήτον αυτό εκείνο το παιδίον του Δαλαπούλια.- Ο γερο-Τσιτσούκας είχεν απογοητευθεί.

Όνειρο στο Κύμα

Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
*
* *
Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!”
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.
Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
*
* *
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· “Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ εκείνον τον χρόνον· άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν· αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.
Εφώναζα ως τρελός:
— Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος, και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:
— Τί έχεις και φωνάζεις;
Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα:
— Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:
— Έτσι όλο τραγουδείς!;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
*
* *
Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να ανάβω. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ήλιου, συνήθως ελούετο.
— Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο...
*
* *

Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
“Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
*
* *
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. “Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!...”
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
*
* *
Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:
— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
*
* *
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!

Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.

'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.

Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.

Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.

Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά;

Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε
-Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε συ το ρούμι, είπεν.

Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.

Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του.
Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.

Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ' Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...

Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.

-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε...
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.

Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!"

Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!

Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.

Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
-Του κυρ-Θανάση του Μπε...
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
-- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.

Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.

Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;

Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.

Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.

Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;

Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...
-Είναι μέσα;
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...

Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;
-Τ' ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!

Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!

Η Φόνισσα Α΄

 

Α'

Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της.
Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός, ετρεμόσβηνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα. Οι τρεις μισοκαυμένοι δαυλοί, και το μέγα ορθόν κούτσουρον της εστίας, έρριπτον πολλήν στάκτην, ολίγην ανθρακιάν και σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της, την Κρινιώ, ήτις αν ευρίσκετο τώρα εντός του δωματίου, θα υπεψιθύριζε με τόνον λογαοιδικόν: «Αν είναι φίλος, να χαρή, αν είν' εχθρός, να σκάση...»
Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.
Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύει ολίγον, την πρώτην βραδιάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;»
Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.
Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάννα της ήτον κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτον μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια. Την είχαν κυνηγήσει δύο-τρεις φοράς οι κλέφτες, τα παλληκάρια του Καρατάσου και του Γάτσου και των άλλων οπλαρχηγών της Μακεδονίας. Έπραξαν τούτο διά να την εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάμει μάγια, και δεν επήγαιναν καλά οι δουλειές των. Επί τρεις μήνας εσχόλαζον εν αργία, και δεν ημπόρεσαν να κάμουν τίποτε πλιάτσικο, ούτε από Τούρκους, ούτε από χριστιανούς. Ούτε η Κυβέρνησις της Κορίνθου τους είχε στείλει κανέν βοήθημα.
Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορον, από την κορυφήν τ' Αϊ-Θανασού, εις το οροπέδιον του Προφήτου Ηλία, με τας πελωρίας πλατάνους και την πλουσίαν βρύσιν, κ' εκείθεν εις το Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα εις τα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή εδοκίμασε να κρυφθή εις μίαν λόχμην βαθείαν, πλην εκείνοι δεν εγελάσθησαν. Ο θρους των φύλλων και των κλάδων, ο ίδιος τρόμος της, όστις μετέδιδε τρομώδη κίνησιν εις κλώνας και θάμνους, την επρόδωκεν. Ήκουσε τότε αγρίαν φωνήν:
— Αχ! μωρή τσούπα, και σ' επιάσαμε!
Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ' από τους θάμνους, κ' έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Άλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή, κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθεν της, –την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών– και τ' αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ' αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μια έμπνευσις.
Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον εις και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη. Ο γερο-Μωραΐτης, ο πάππος του κτήτορος, είχε μεταναστεύσει από τον Μιστράν εις τον τόπον αυτόν, περί τα τέλη του άλλου αιώνος – κατά την εποχήν της Αικατερίνης και του Ορλώφ. Ο φημισμένος πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών, ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν' αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τα ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες, εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας.
Εις το κοίλωμα εκείνο, εντός του οποίου ηδύναντο να καθίσωσιν ανέτως δύο άνθρωποι, έτρεξε να κρυβή η τότε νεόνυμφος Δελχαρώ, η μήτηρ της σημερινής Φραγκογιαννούς. Το μέσον ήτο άπελπι, και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν εκρύπτετο άλλως, ειμή κατά φαντασίαν, με παιδικόν τρόπον, όπως παίζουσι τον κρυφτόν. Οι διώκται βεβαίως θα την έβλεπον, θ' ανεκάλυπτον το καταφύγιόν της. Μόνον εκ των νώτων ήτο αόρατος, αλλ' όχι κατά πρόσωπον. Άμα οι τρεις κλέφται έφθανον πέραν του πεύκου, θα την έβλεπον ως καρφωμένην εκεί.
Οι τρεις άνδρες έτρεξαν, το επροσπέρασαν, κ' εξηκολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο εξ αυτών ουδ' εστράφησαν οπίσω να ιδούν. Εφαντάζοντο ότι η «τσούπα» έτρεχεν εμπρός. Μόνον την τελευταίαν στιγμήν, ο τρίτος εστράφη, οπωσούν σκοτισμένος, προς τα οπίσω, και εκοίταξε παντού αλλού, όχι όμως εις τον κορμόν του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκον συλλήβδην, με τ' άλλ' αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται ότι ο κορμός του είχεν κοιλίαν, και ότι εντός της κοιλίας εκρύπτετο άνθρωπος. Και αν εγνώριζε, και αν ηγνόει το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνην την στιγμήν δεν επέρασεν από τον νουν του. Εκοίταζε να ιδή μη ανακάλυψη που το χάσμα της γης, το οποίον θα την είχε καταπίει εξ άπαντος – διότι καμμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχεν όπου να κρυβή τις. Αι Δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς των – και δεν την είδον.
Η νεαρά γυνή εσώθη από τους όνυχας των. Και όλον τον καιρόν ύστερον εξηκολούθησε να κάμνη μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών, και να φέρνη εις αυτούς πολλά «κεσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικο – εωσότου, έδωκεν ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια» εις την Ελλάδα, κ' έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα. Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία, και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την «ώτα ουκ έχουσαν».
*
* *
Η Χαδούλα η Φράγκισσα, αν και πολύ μικρά, ήτον γεννημένη τότε, και τα ενθυμείτο όλ' αυτά, τα οποία διηγείτο αργότερα η μάννα της. Ύστερον, όταν εμεγάλωσε, κ' έγινε δεκαεπτά χρόνων, και ειρήνευσαν οπωσούν τα πράγματα, κατά τους χρόνους του Κυβερνήτου, την υπάνδρευσαν οι γονείς της, και της έδωκαν άνδρα τον Γιάννην τον Φράγκον, εκείνον τον οποίον η σύζυγος του επωνόμασεν αργότερον «τον Σκούφον» και «τον Λογαριασμόν».
Τα δύο ταύτα παραγκώμια δεν του τα είχε δώσει άνευ λόγου η σύζυγός του, η Χαδούλα. Σκούφον τον είχεν ονομάσει, ακόμη πριν τον υπανδρευθή, όταν τον ειρωνεύετο συνήθως, με την παρθενικήν πονηρίαν της –χωρίς να προγνωρίζη ότι αυτός θα ήτον η τύχη της και ο καλός της– επειδή, αντί φεσίου, εφόρει είδος μακρού σκούφου, τεφροκοκκίνου, με κοντήν φούνταν. «Λογαριασμόν» τον ωνόμασεν αργότερα, αφού τον υπανδρεύθη, επειδή συνήθιζε πολλάκις την φράσιν, «αυτός· είν' ο λογαριασμός», και διότι, άλλως, δεν ηδύνατο ορθώς να λογαριάση ούτε ποσόν δι' ολίγους παράδες, ούτε δυο ημεροκάματα. Αν έλειπεν αυτή, θα τον εγελούσαν καθημερινώς· ποτέ δεν θα του έδιδαν σωστόν τον κόπον του εις τα πλοία, εις το καρινάγιο ή εις τον αρσανάν, όπου ειργάζετο ως μαραγκός ή ως καλαφάτης.
Είχεν υπάρξει επί μακρόν χρόνον μαθητής και κάλφας του πατρός της, εξασκούντος την ιδίαν τέχνην. Όταν τον είδεν ο γέρων τόσον απλοϊκόν, ολιγαρκή και μετριόφρονα, τον εξετίμησε, και απεφάσισε να τον κάμη γαμβρόν. Ως προίκα τού έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, εις το παλαιόν Κάστρον, όπου εκατοικούσαν ένα καιρόν οι άνθρωποι, προ του 21. Του έδωκε κ' ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου, επί τινός κρημνώδους ακτής και απείχε τρεις ώρας από την σημερινήν πολίχνην. Ομοίως κ' «ένα πινάκι χωράφι», εν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του· οι δε άλλοι γείτονες έλεγον ότι και τα δύο χωράφια διά τα οποία εμάλωναν οι δύο ήσαν καταπατημένα, και ήσαν «καλογερικά», ανήκοντα εις μίαν διαλυθείσαν Μονήν. Τοιαύτην προίκα έδωκεν ο γερο-Σταθαρός εις την θυγατέρα του. Άλλως αύτη ήτο μοναχοκόρη. Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφια – και όσα μετρητά είχεν.
*
*  *
Έως εδώ είχαν φθάσει αι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, την νύκτα εκείνην. Ήτον η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει πάλιν, κ' έπασχε δεινώς. Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει... Την στιγμήν εκείνην, σπασμωδικός βήχας ηκούσθη, και τα ξυπνητά όνειρα, αι αναμνήσεις, διεκόπησαν. Εκινήθη επί της πενιχράς στρωμνής, όπου ήτο ανακεκλιμένη, έκυψεν επί του παιδίου, κ' επροσπάθησε να δώση εις αυτό πρόχειρον βοήθειαν. Επλησίασεν εις το φως του λύχνου μικράν φιάλην. Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε.
Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δυο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε:
— Πώς πάει, μάννα;
— Πώς να πάη!... είπεν αυστηρώς η γραία· ησύχασε τώρα, και συ!... Τί θα κάμη!... δεν θα βήξη;
— Πώς το βλέπεις, μάννα;
— Πώς να το ιδώ;... Μωρό παιδί είναι... να, που ήρθε στον κόσμο κι αυτό!... επρόσθεσε με στρυφνόν και αλλόκοτον ήθος η γραία.
Και μετ' ολίγον η λεχώνα απεκοιμήθη ησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισεν ολίγον τα όμματα την ώραν του όρθρου, μετά το τρίτον λάλημα του πετεινού. Εξύπνησεν από την φωνήν της κόρης της, της Αμέρσας, ήτις ήλθε λίαν πρωί από τον μικρόν οικίσκον, τον γειτονικόν ανυπομονούσα να μάθη πώς είναι η λεχώνα και το μωρόν, και πώς είχε περάσει την νύκτα η μάννα της.
Η Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήτον ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια· ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, –και τα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, ευρίσκοντο κλεισμένα από χρόνων πολλών εις μεγάλην άκομψον κασσέλαν, και τα έτρωγεν ο σκόρος και το σαράκι.
— Καλημέρα!...Πώς είστε;...Πώς περάσατε;
— Εσύ' σαι, Αμέρσα;... Να, πέρασε κι αυτή η νύχτα.    
Η γραία μόλις είχεν εξυπνήσει, κ' έτριβε τα όμματα τραυλίζουσα. Ηκούσθη θόρυβος εις το πλαγινόν μικρόν χώρισμα. Ήτον ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, όστις εκοιμάτο εκείθεν του λεπτού ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ενός άλλους κορασίου κ' ενός παιδίου μικράς ηλικίας, και είχεν εξυπνήσει την στιγμήν εκείνην. Εμάζευε τα εργαλεία του – σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, και ητοιμάζετο να υπάγη στον ταρσανάν, ν' αρχίση το μεροκάματον.
— Ακούς, τί σαμαντά κάνει! είπεν η γραία. Δεν μπορεί να μαζώξη τα σιδερικά του, χωρίς ν' ακουστή. Όποιος τον ακούει, θαρρεί τί γίνεται!...
— «Γύφτικο σπίτι καίεται», είπεν ειρωνικώς γελώσα η Αμέρσα.
Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να είναι ορατός, όπισθεν του ξυλοτοίχου, έρριπτεν ανά εν μέσα στο ζεμπίλι του –σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ.– εξύπνησε και την λεχώ, την γυναίκα του.
— Τ' είναι, μάννα;
— Τί να είναι!...Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργα του μες στο ζεμπίλι!... είπε μετά στεναγμού η γραία.
— «Και βιο λογαριάζεις;»...συνεπλήρωσε την παροιμίαν η Αμέρσα.
Ηκούσθη τότε η φωνή του Κωνσταντή όπισθεν του μικρού διαφράγματος.
— Ξυπνήσατε, πεθερά;... έλεγε· πώς περάσατε;
— Πώς να περάσωμε!... «Σαν την κόττα στο μύλο...» Έλα να πιης το ρακί σου.
Ο Νταντής εφάνη εις την θύραν του χειμερινού θαλάμου. Ήτο ευρύστερνος, με άχαριν τον κορμόν, «αΐσκιωτος», όπως έλεγεν η γραία πενθερά του, και σχεδόν σπανός. Η γραία έδειξεν εις την Αμέρσαν την μικράν φιάλην με το ρακί, εις το μικρόν ράφι άνωθεν της εστίας, και της ένευσε να βάλη στο ποτηράκι, διά να πιη ο Κωνσταντής.
— Δεν έχει κανένα σύκο;... ηρώτησε ούτος, άμα έλαβε το ρακοπότηρον από την χείρα της γυναικαδέλφης του.
— Που να βρεθή τέτοιο πράμα!... είπεν η γραία Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα» μας χρειάζοντ' εδώ, επρόσθεσεν, εννοούσα την σπατάλην ήτις συνήθως γίνεται κ' εις τα πτωχότερα σπίτια, εν καιρώ ενσκήψεως τοιούτου «αισίου γεγονότος», οποίον είναι και η γέννησις κόρης.
— Θέλεις εσύ γαμπρό με μάτια; είπεν ενθυμηθείσα άλλην παροιμίαν η γυναικαδέλφη του, η Αμέρσα.
— Τουλόου σ' μην τον θέλης τον σαστικό σου να' ναι στραβός; είπε χωρίς να πειραχθή, ο Νταντής... Εβίβα! Καλή σαράντιση!
Κ' έπιεν απνευστί το μικρόν ποτήριον.
— Καλό σας βράδυ!
Εφορτώθη την ζεμπίλαν, κ' επήγε διά τον ταρσανάν.


Β'

Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λύχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο επί της κλίνης· το βρέφος έβηχεν εις το λίκνον, και η γραία Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της.
Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων. Αφού την υπάνδρευσαν, και την «εκουκούλωσαν», και την επροίκισαν με το σπίτι το ετοιμόρροπον εις το παλαιόν ακατοίκητον Κάστρον, και με το μποστάνι το χέρσον εις την αγρίαν βορεινήν εσχατιάν, και με το αγριοχώραφον το διαφιλονικούμενον από τον γείτονα και από το Μοναστήρι, η νεόνυμφος μετά του συζύγου της εκατοίκησεν εις το σπίτι της ανδραδέλφης της της χήρας, και άνοιξε νοικοκυριό με μικρά πράγματα. Το προικοσύμφωνόν της, ως τόσον, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα υποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα, ένα τηγάνι, μίαν πυροστιάν, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπίρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνον.
Η ανδραδέλφη, αμέσως την Δευτέραν, την επιούσαν του γάμου, τα εξήλεγξεν όλα, και εύρεν ότι έλειπον εκ των εν των καταλόγω δύο σινδόνια, δύο μαξιλάρια, εν χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Αυθημερόν δε παρήγγειλε της πενθεράς να φέρη τα ελλείποντα. Η ιδιοτελής γραία απήντησεν ότι «τα όσα έδωσε, είναι καλώς δοσμένα, και είναι αρκετά». Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφόν της· ούτος παρεπονέθη εις την νεόνυμφον, εκείνη δε του απήντησεν: «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δεν θα εδέχετο να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα στοιχειά κατοικούν· και τι τον ωφελούν τα σινδόνια και τα ποκάμισα, αφού δεν ήτον ικανός να πάρη σπίτι κι αμπέλι κ' ελιώνα;»
Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ' αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ' εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γίνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της. Αλλ' η μάννα της, μυρισθείσα το πράγμα, και φοβουμένη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ωνόμαζε συνήθως την κόρην της, του σηκώση τα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησε τυραννικήν επιτήρησιν επί της κόρης και του αρραβωνιαστικού, μη επιτρέπουσα την ελαχίστην ιδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξύ των δύο. Τούτο έκαμνε, προσχήματι μεν διά την σεμνότητα:
— Δεν έχω.... να μου σκαρώση κανένα πρωιμάδι... αυτή η Στριγλίτσα! είχεν ειπεί.
Βλέπετε, την μεταφοράν του ρήματος την ελάμβανεν από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμεί με το «ναυπηγώ ναυν»)· αλλά πράγματι το έκαμνε, διά να μη αναγκασθή να δώση μεγαλυτέραν προίκα.
Μίαν εσπέραν, την παραμονήν του αρραβώνος, ότε ο γαμβρός μετά της αδελφής του είχον έλθει εις την οικίαν να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέρων ναυπηγός υπηγόρευε το προικοσύμφωνον εις τον Αναγνώστην τον Συβίαν, ψάλτην της εκκλησίας, όστις είχε βγάλει το ορειχάλκινον καλαμάρι του από την ζώνην, την εκ πτερού χηνός πένναν από την μακράν θήκην του καλαμαριού, του ομοιάζοντος πολύ με πιστόλαν, και θέσας επί των γονάτων το βιβλίον του Αποστόλου, κ' επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτίου, είχε γράψει καθ' υπαγόρευσιν του γέροντος «Εις τ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκον, και της δίνω πρώτον την ευχήν μου...», η Χαδούλα ίστατο αντικρύ της εστίας, δίπλα εις την τέμπλαν –την στήλην τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκεφαλαίων την σκεπαστήν με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστρεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδας– ακίνητος και καμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον, όπως η τέμπλα... αλλ' όμως ένευε κρυφά, ανυπομόνως, καίτοι με μεγάλην προφύλαξιν, ένευεν εις τον αρραβωνιαστικόν, ένευεν εις την ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ως προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά ν' απαιτήσωσι σπίτι εις την νέαν πόλιν, και αμπέλι κ' ελαιώνα εις την περιοχήν της νέας πόλεως.
Εις μάτην. Ούτε ο γαμβρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τ' απηλπισμένα νεύματα. Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέφη τα νώτα προς την κόρην, διά ν' αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαν – αίφνης, ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ' απηγορευμένα «καμώματά» της.
Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν.
— Ε! μωρή Στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!...κ' εγώ σε σώζω.
Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγον δι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως. Ο γέρων πιθανώς θα εκάμπτετο εις τας ικεσίας και τα κλαύματα τής μοναχοκόρης, και θα έδιδε περισσοτέραν προίκα. Όθεν εσιώπησεν.
Η Χαδούλα εθαύμασε πώς, ενώ η μήτηρ της ολοφάνερα την είχεν ιδεί να κάμνη τα ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνήθιζε. Σημειωτέον ότι η προικοδοσία της οικίας εις το παλαιόν ακατοίκητον χωρίον είχε τούτο το ευλογοφανές, ότι πολλαί οικίαι εσώζοντο ακόμα εις το Κάστρον, ότι οικογένειαί τίνες συνήθιζον να διατρίβωσι το θέρος εκεί, και ότι εις την φαντασίαν των ανθρώπων υπήρχε προκατάληψις υπέρ του «Παλαιού Χωριού», το οποίον επονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνηθίσει ακόμα ούτε εις την νέαν τάξιν των πραγμάτων, ούτε εις βίον ειρηνικόν, χωρίς επιδρομάς κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής αρμάδας, και η εγκατάστασις εις την νέαν πόλιν δεν ενομίζετο οριστική, αλλ' υπήρχε προσδοκία ότι οι άνθρωποι θα εβιάζοντο και πάλιν να επανέλθουν εις τα παλαιά, τα «μαθημένα» των. Κ' ενώ όλο το Κάστρον ανεπόλουν, και το Κάστρον ελυπούντο και το ερρέμβαζον, και το είχον εις το στόμα, δεν έπαυον όμως να κτίζωσιν οικοδομάς εις τον νέον συνοικισμόν – όπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα σκέπτονται και άλλα κάμνουν, και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικώς.
Ούτω λοιπόν, μετά δύο εβδομάδας από του αρραβώνος ετελέσθη ο γάμος. Ούτως ηθέλησεν η πενθερά. Δεν της ήρεσκεν, ως έλεγε, να έχη γαμβρόν αστεφάνωτον να συχνάζη στο σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγυιός του ανδρός της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παίδα έφηβον, εργαζόμενον επίσης εις το ναυπηγείον, και εν άλλο παιδίον κ' εν κοράσιον ανήλικα, εδέχθη κατ' οίκον το νέον ανδρόγυνον. Είτα, μετά εν έτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, και δευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετ' αυτήν ο Μητράκης, και η τελευταία η Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους εφαίνετο να βασιλεύη ειρήνη εντός της οικίας. Είτα, όταν ήρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύμφης, είχον δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, ήρχισε πόλεμος εντός του οίκου. Τότε η Φραγκογιαννού, ήτις με την ηλικίαν και την πείραν του κόσμου εγένετο πολύ σοφωτέρα, είχεν αξιωθή, ως έλεγε μετριοφρόνως, ν' αποκτήση κι αυτή ένα σπιτάκι δικό της, χάρις εις την επιδεξιότητα της και την οικονομίαν της. Την μίαν χρονιάν ημπόρεσε μόνον να κτίση τέσσαρας τοίχους λασποκτίστους, μικρούς και χαμηλούς και να τους στεγάση· την δευτέραν χρονιάν κατώρθωσε να πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διάφορα σανίδια, ανόμοια παλαιά και νέα, και, χωρίς να χάση καιρόν, ανυπομονούσα, πότε να «ξελευθερωθή» από την τυραννίαν της ανδραδέλφης, η οποία εγήραζε κ' εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ' επήγε να εγκατασταθή, μαζί με τον σύζυγον και τα τέκνα, εις την «γωνίαν» της, εις την «φωλιάν» της, εις την «άκρην» της. Την ημέραν εκείνην, όπως έλεγεν η ιδία, ησθάνθη την μεγαλυτέραν χαράν εις την «ζήσιν» της.
Όλ'   αυτά   τα   ενθυμείτο,   και  οιονεί  τα   ανέζη   η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου, ενώ ο βορράς ηκούετο εκ διαλειμμάτων να συρίζη έξω, πλήττων τας κεράμους, και κάμνων να ηχώσι τα παράθυρα, οπότε ηγρύπνει παρά το λίκνον της μικράς εγγονής της. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα –επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο– πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της.
Την στιγμήν ταύτην, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά αγρυπνούντα όμματα, κ' εκούνησε το λίκνον. Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν.
— Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου.
Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει, μετά το δείπνον, κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος. Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πίει αρκετά, αναλόγως, ωμιλούσε μέσα στον ύπνο του, ή μάλλον παραμιλούσε.
Το μωρόν δεν εδέχθη την ρανίδα του ρευστού εις το στόμα, αλλά την ελάκτισε με την γλωσσίτσαν του, εν τη ορμή του βηχός, όστις είχεν αυξήσει λίαν αλγεινώς.
— Σκασμός!... είπε πάλιν ο Κωνσταντής, ο πατήρ τού βρέφους, μέσα στον ύπνο του.
— Και πλαντασμός!... προσέθηκε   μετ' ειρωνείας   η Φραγκογιαννού.
Η λεχώνα εξαφνίσθη μέσα στον ύπνο της, ακούσα ίσως τον βήχα του μικρού, και άμα τον αλλόκοτον βραχύν διάλογον, όστις διημείφθη μέσω του ξυλοτοίχου μεταξύ του κοιμωμένου και της αγρυπνούσης.
— Τ' είναι, μάννα; είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;
Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
— Σα σ' ακούω, δυχατέρα!...
Αυτό το «σα σ' ακούω, δυχατέρα» ελέχθη με τόνον πολύ αλλόκοτον. Άλλως δεν ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην η νεαρά μήτηρ ήκουε τοιούτον τι εκ μέρους της μητρός της. Ενθυμείτο ότι και άλλοτε συνέβη, η γραία μεταξύ γυναικών και γραϊδίων της γειτονιάς, να εκφράση, μετά σείσματος εκφραστικού της κεφαλής, εις ώρας καθ' ας εγίνετο λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κορασίων, περί της σπάνεως, περί του ξενιτευμού και των υπέρμετρων απαιτήσεων των γαμβρών, περί των βασάνων όσα υπέφερε μία χριστιανή διά να αποκαταστήση «τ' αδύνατα μέρη», τουτέστι τα θήλεα, να εκφράση, λέγω, παραπλήσια αισθήματα. Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη:
— Σα σ' ακούω γειτόνισσα!... «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» επειδή συνήθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς. Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλύτερον είναι να μη πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθως ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!... Να μην πάνε παραπάνω!»
Και άλλοτε προέβη επί τοσούτον ώστε να είπε:
— Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!...
Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτο ικανή να το κάμη ποτέ... Και η ιδία δεν το επίστευε.

Γ'

Ούτω είχον διαρρεύσει πολλαί νύκτες από του τοκετού της Δελχαρώς της Τραχήλαινας. Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης του –το οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!»– πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλύτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχεν τον ύπνον δύσκολον. Οι λογισμοί και αι αναμνήσεις της, αμαυραί εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα εις τον νουν της, προ των οφθαλμών της ψυχής της.
Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα τέκνα, και είχε κτίσει μικρόν οσπίτιον διά να κατοικήση. Όταν ηύξανεν η οικογένεια, τόσον ηύξανον και τα «φαρμάκια». Ναι, από τας ιδίας οικονομίας της είχεν αποκτήσει την μικράν οικίαν η Γιαννού, και όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της. Ο μάστρο-Γιάννης ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξευρε, πράγματι, να λογαριάση καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα κάνουν τέσσαρα ή πέντε ή εξ μεροκάματα της εβδομάδος προς μίαν και 75 ή μίαν και 80 –διότι τόσα έπαιρνεν ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν ενίοτε, ως καλαφάτης, επληρώνετο προς 2.35 ή 2.40, πάλιν δεν ήξευρε να τα λογαριάση.
Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγος του είχε λάβη τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ. Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορην, όχι άνευ έριδος και δυσκολίας – επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώση προτιμών να τα εγχειρίση εις τον μάστρο-Γιάννην τον ίδιον, από τον οποίον μάλιστα εκράτει, καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγων «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!». Αλλ' η Φραγκογιαννού που να γελασθή! Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν: «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;»
Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «Σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν. Ή, τέλος, τον άφηνε να κοιμηθή μισοζαλισμένος, και τα έκλεπτεν από τα φορέματα του, την νύκτα του Σαββάτου. Μόνον, την Κυριακήν πρωί, του έδιδε διά «χαρτζιλίκι» 40 ή πενήντα λεπτά.
Λοιπόν είχε κτίσει τον οικίσκον από τας οικονομίας της, αλλά ποία ήτο η πρώτη βάσις του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την ώραν ταύτην, κατά την νύκτα της αγρυπνίας, διά πρώτην φοράν το εξωμολογείτο καθ' εαυτήν. Ποτέ δεν το είχε ειπή ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή· δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα. Ποτέ δεν το είχεν ομολογήσει εις την μητέραν της, εφ' όσον έζη εκείνη – ήτις άλλως ήτο η μόνη που το υπώπτευε και το ήξευρε χωρίς να της τα είπη αυτή. Ναι, είναι αληθές, ότι εμελέτα και είχεν απόφασιν να της τα είπη κατά τας τελευταίας στιγμάς της. Πλην δυστυχώς η γραία, πριν αποθάνη, συνέβη να βωβαθή και να κωφαθή και να μείνη αναίσθητη «σαν πράμα», όπως περιέγραφε την κατάστασιν ταύτην η κόρη της, κ' έτσι δεν εδόθη ευκαιρία να της ομολογήση το πταίσμα της.
Ακόμη ολιγώτερον, δεν το είπε ποτέ εις τον πατέρα της, ούτε εις τον σύζυγον της. Ιδού ποίον ήτο το μυστικόν τούτο.
Προ του γάμου της η Χαδούλα είχεν αρχίσει να κλέπτη απ' ολίγα ολίγα εκ των χρημάτων του πατρός της, απ' ολίγους παράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη ούτε το υπώπτευσεν εκείνος. Μόνον δύο φοράς είχεν εννοήσει ο ίδιος ότι είχε κάμει εσφαλμένον τον λογαριασμόν του μικρού θησαυρού του. Τον θησαυρόν τούτον απέθετεν εις μίαν κρύπτην, την οποίαν προ πολλού είχεν ανακαλύψει η γραία, μετά χρόνον δε ανεκάλυψε και η κόρη. Τότε προς καιρόν, η Χαδούλα διέκοψε τας κλοπάς, διά να μη δώση λαβήν μεγαλυτέρας υπονοίας εις τον πατέρα της. Αργότερα, πάλιν εξανάρχισε να κλέπτη περισσότερα, αλλά δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός εις τας κλοπάς της μητρός της.
Αύτη είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνη και μέθοδον. Έκλεπτε τα περισσότερα από τας άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας είχε κατά μέγα μέρος την διαχείρισιν, καθώς από πώλησιν ελαίου και οίνου, προϊόντων των κτημάτων της οικογενείας, και ολίγα, σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα μεροκάματα του γέρου. Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν οι δουλειές, κι ο γερο-Στάθης έγινε μικροαρχιναυπηγός –εσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίας– τότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.
Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει ν' ανακαλύψη την κρύπτην όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της. Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαρέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων. Η κόρη με φαιδράν έκπληξιν, και με συγκίνησιν τρομώδη, εμέτρησε τα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, και είτα τα έβαλε πάλιν εις την οπήν των, χωρίς να τολμήση να τα πειράξη.
Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνεν –όταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός της– παραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' εν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν. Αυτήν την φοράν της εφάνησαν ωσάν ολίγα. Καιρόν δεν είχε να τα μετρήση. Ίσως η γραία να είχεν αφαιρέσει μερικά εκ των ταλλήρων, και είχε κάμει χρήσιν δι' αγνώστους σκοπούς. Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάς – τόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή εξ, το όλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του.
Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της. Έμεινεν ευχαριστημένη διότι εκείνη δεν τα επήρεν όλα. «Στραβωμάρα είχεν!» είπε μεταξύ των οδόντων της.
Το ποσόν εκείνο, το οποίον η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της, ανερχόμενον περίπου εις τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυπτεν επί τόσα έτη επιμελώς. Αλλά διά να κτίση την οικίαν, το ηύξησε με την ικανότητά της. Ήτο βεβαίως εργατική και επιδεξία. Όσον της επέτρεπον αι μέριμναι της ανατροφής τόσων αλλεπαλλήλων τέκνων, εξενοδούλευε. Πλην, εις τους μικρούς τόπους «δεν υπάρχουσιν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίται» και όπως ένας μπακάλης κωμοπόλεως είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος, ούτω και μία καλή υφάντρια, οποία ήτο η Φραγκογιαννού, ουδέν εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή, ήρκει να είναι επιτηδεία. Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών.
Έδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας. Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθούμενη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην, οκτώ ετών, και την Κρινιώ, εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζε –την αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμη– τα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιον της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν.
Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, της κοιλίας, των εντέρων, κτλ. Τη βοηθεία όλων αυτών των μέσων, ολίγα κερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, με τον καιρόν, να κτίση την μικράν φωλέαν της. Αλλ' οι νεοσσοί είχαν αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν εις τα ξένα!
Κατά την εποχήν εκείνην, ο πρώτος υιός της, εικοσαετής ήδη, ο Σταθαρός, είχε ξενιτευθή εις την Αμερικήν, αφού δε έστειλεν εν ή δύο γράμματα, εσιώπησε, και έκτοτε δεν είχε δώσει σημείον ζωής. Μετά τρία έτη, ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσει κι αυτός, κ' εμβαρκαρίσθη.
Και οι δύο, εις τα μικρά των χρόνια, είχον δοκιμάσει την τέχνην του πατρός των, αλλ' ούτε ο εις ούτε ο άλλος επρόκοψαν πολύ, ουδέ ηρκέσθησαν εις αυτήν. Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος υιός και αδελφός, έγραψε προς την μητέρα του εκ Μασσαλίας, όπου είχεν υπάγει μ' ένα πατριώτικον καράβι, ότι απεφάσισε κι αυτός να υπάγη στην Αμερικήν, να ιδή τι γίνεται ο μεγάλος αδερφός του ίσως τον ανακαλύψει κάπου. Αλλά παρήλθον καιροί και χρόνοι έκτοτε και ούτε ο εις ούτε ο άλλος ηκούσθησαν πλέον.
Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμηθή ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ω γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γριάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τί γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γριά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμως –διότι, ως γριά, είχε τόσην πονηρίαν– τί έγιναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε. Τότε στραφείσα προς τους τέσσαρας, κολλημένους τους είπεν: «Α! αυτό σας μέλει; Εμένα δεν με μέλει!»
Εν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι ο Γιαλής είχαν ξενιτευθή εις την Αμερικήν, και είχαν φάγει λωτόν, ή είχαν πίει την Λήθην, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους ξενιτευμένους αδελφούς της, εμεγάλωνεν, ολονέν εμεγάλωνε. Κ' η Αμέρσα, σχεδόν τέσσαρα έτη μικροτέρα της αδελφής της, εμεγάλωνε κι αυτή εναμίλλως με την Δελχαρώ, κι «έριχνε μπόι»· εγίνετο ανδρώδης, μελαψή και ζωηρά, κ' οι γειτόνισσες την ωνόμαζον «το σερνικοθήλυκο». Κ' εκείνη η μικρά, το Κρινάκι, ήτις δεν είχε φευ! του κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, εδείκνυεν ήδη συμπτώματα αναπτύξεως.
Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού. Ποίος κήπος, ποίον λιβάδι, ποία άνοιξις παράγει αυτό το φυτόν! Και πώς βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και φουντώνει! Και όλοι αυτοί οι βλαστοί, όλα τα νεόφυτα, θα γίνουν μίαν ημέραν πρασιαί, λόχμαι, κήποι; Και ούτω θα εξακολουθή; Και πάσα οικογένεια εις την γειτονιάν, και εις την συνοικίαν και εις την πόλιν είχαν από δύο έως τρία κοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαι πέντε. Μία μητέρα είχεν εξ θυγατέρας χωρίς κανέναν υιόν, άλλη μία είχεν επτά κ' έναν υιόν, ο οποίος εφαίνετο προωρισμένος να φανή άχρηστος.
Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόρας – και τας πέντε, και τας εξ, και τας επτά! Και να δώσουν εις όλας προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – είτε κολλήγισα άλλων ευπορωτέρων οικογενειών εις τα κτήματα, εις τας συκάς και τας μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν– ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας –γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίας– φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν – ώφειλεν εξ άπαντος «ν' αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε, εξ, ή επτά προίκας! Ω Θεέ μου!
Και οποίας προίκας, κατά τα νησιωτικά έθιμα. «Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, έλιωνα στο Λεχούνι, χωράφι στο Στροφλιά». Αλλά κατά τους τελευταίους χρόνους, περί τα μέσα του αιώνος, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα», εκείνο το οποίον εις Κωνσταντινούπολιν ωνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν την οποίαν, αν δεν απατώμαι, είχεν αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.

Δ'

Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός. Θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα. Βορράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβηνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη  το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει· και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου.
Την στιγμήν εκείνην, τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιός είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχεν ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν:
— Μάννα!
Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτερότοκος κόρης της.
— Τί έπαθες, αρή;... Τί σου ήρθε, τέτοια ώρα;
Και ήνοιξε την θύραν.
— Μάννα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τί κάνει το κορίτσι;... μην πέθανε;
— Όχι...κοιμάται· τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε;
— Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.
— Αμμ' σαν είχε πεθάνει, τάχα τί;  είπε κυνικώς η γραία...Κ' εσηκώθης... κ' ήρθες να ιδής;
Η οικία της Γιαννούς, όπου αύτη συνήθως εκατοίκει μετά των δύο αγάμων θυγατέρων της –καθότι προσωρινώς τώρα διενυκτέρευε πλησίον της λεχούς– έκειτο ολίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αυτή η οικία της Δελχαρώς είχε δοθή προικώα εις ταύτην, ήτο δε αυτή η παλαιά οικία, η κτισθείσα από τας οικονομίας της Χαδούλας, και από τον πρώτον πυρήνα τον οποίον είχε σχηματίσει από το κομπόδεμα των αειμνήστων γονέων της. Ύστερον, ολίγα έτη μετά τον γάμον της Δελχαρώς, είχε κατορθώσει η μήτηρ της ν' αποκτήση και δευτέραν φωλέαν, μικροτέραν και αθλιεστέραν της πρώτης, εις την αυτήν συνοικίαν. Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης.
Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη.
— Κ' εσηκώθης;... κ' ήρθες να ιδής;
— Ξαφνίστηκα μες τον ύπνο μου, μαννούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου.
— Μαύρο σημάδι;...
— Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου... και πως έβαλες, τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση.
— Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα... Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα...
— Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάννα.
— Και δεν σ' ένοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;
— Όχι· κοιμάται.
— Κι αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;... Δε θα βάλη τις φωνές;... Θα τρελαθή, το κορίτσι!
Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.
— Πάω πίσω, μάννα, είπεν η Αμέρσα... Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω.
— Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο, μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο.
Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν.
— Μάννα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι;... για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.
— Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα, κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα!
Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσταντή. Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλητη, μ' ελαφρότατον άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν.
Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα. Αυτή να φοβηθή τα στοιχειά, ήτις δεν είχε φοβηθή τον αδερφόν της τον Μήτρον, τον κοινώς καλούμενον Μώρον ή Μούρον ή Μούτρον – τον σκιάν εκείνον, τον τρίτον υιόν της μητρός της, τον οποίον η τεκούσα ωνόμαζε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» – τον κατά τρία έτη μεγαλύτερον αδελφόν της, όστις την είχε μαχαιρώσει ήδη άπαξ –αλλ' αυτή τον είχε σώσει, μη θέλουσα να τον παραδώση εις την εξουσίαν– και θα την εμαχαίρωνε βεβαίως και δευτέραν φοράν, εάν έμενεν έκτοτε ελεύθερος. Ευτυχώς, είχεν αλλού εξασκήσει τας φονικάς ορμάς του, εν τω μεταξύ, και είχε κλεισθή εγκαίρως εις τας βενετικάς ειρκτάς του παλαιού φρουρίου, εις την Χαλκίδα.
Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο Μωρός ή Μούρος ήτο φύσει ορμητικός και παράφορος, αν και είχε πολύ δεξιόν, θηλυκόν νουν, όπως έλεγεν η μάννα του – νουν ο οποίος εγέννα. Παιδιόθεν ήτο ικανός μόνος του, να πλάττη, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα· καραβάκια, προσωπίδας, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήτο σκιάς της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών, και είχεν εις τους ορισμούς του όλους τους αγυιόπαιδας, όλα τα ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε συνηθίσει ενωρίς την μέθην και την ασωτίαν, εξετέλει θορυβώδεις παιδιάς, διαδηλώσεις, παιδικάς οχλαγωγίας, μαζί με τους μικρούς φίλους του· επροκάλει καυγάδες εις τον δρόμον, επετροβόλει όσους συνήντα γέροντας και γραίας, όσους πτωχούς και αδυνάτους. Δεν άφηνε σχεδόν κανένα άνθρωπον απείρακτον.
Είχε κλέψει με το μάτι, από έναν διαβατικόν μαχαιροποιόν, την τέχνην του. Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάζη μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον – κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιοπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτον ούτω σχεδιασμένον. Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από τις κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη εν τοιούτον προϊόν. Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμώτερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι.
Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον. Δύο χωροφύλακες ακούσαντες τα παράπονα πολλών ανθρώπων, τον εκυνήγησαν διά να τον πιάσουν, και τον πάρουν «μέσα» ή «στην καζάρμα». Αλλ' ο Μώρος, λίαν ευκίνητος, τους έφυγεν, εγύρισε και τους εμυκτήρισε μακρόθεν, και πάλιν τραπείς εις φυγήν, εκρύβη εις μέρος απρόσιτον – εις το μέσα μέρος του υπόστεγου ταρσανά ενός ναυπηγού, εξαδέλφου του. Είτα, επειδή οι δύο άνδρες παρήτησαν την καταδίωξιν, ανέλαβε θάρρος κ' εξήλθεν εις τον δρόμον.
Την ημέραν εκείνην, ο Μώρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει ακόμα, κατήντησε να κυνηγήση εις τον δρόμον και την ιδίαν μητέρα του, απειλών να την σφάξη. Παρεπονείτο ότι η γραία τού είχε κλέψει λεπτά από την τσέπην. Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων.
Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου. Εις τας φωνάς των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες από πριν κατεζήτουν τον Μούρον, και μόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσει το κυνήγημα – εξ εναντίας μάλιστα ήσαν λίαν εξωργισμένοι εναντίον του ταραξίου. Ο Μούρος, άμα τους είδεν, άφησεν την μητέρα του κ' ετράπη εις φυγήν. Έτρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον.
Η γραία, άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι άρχισε να τους ικετεύη.
— Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τόνε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!
Τούτο είπε διότι είδε τον έναν χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείραν φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν. Αλλ' η σανίς ήτο υπόσαθρος, κακώς προσαρμοζομένη, και ο Μώρος δεν είχεν αγαπήσει τας ειρηνικάς τέχνας διά να φροντίση να την διόρθωση. Εκείνοι έσπασαν τον μικρόν σύρτην και εισήλθον.
Ο Μούρος ταχύς ως αίλουρος ανερριχήθη εις την κλαβανήν, εις το πάτωμα. Η κλαβανή ήτο σιμά εις τον βόρειον τοίχον, ο δε βόρειος τοίχος ήτο εν μέρει θεμελιωμένος εις τον βράχον, ο βράχος εξείχε, και παρείχε πάτημα εις τους πόδας του Μώρου τους γοργούς, και αλλάς εσοχάς επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, διά μόνων των ποδών του. Επειδή φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής.
Η σανίς της καταρρακτής ήτο κλειστή. Ο Μωρός την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινά κασσέλαν, επί της σανίδας.
Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βλασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον. Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο αλλάς μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν.
Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν. Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων. Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου, την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι.
— Μωρή! σ' έφαγα... τώρα θα πιω το αίμα σου! έκραξεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.
— Σιώπα!...σιώπα! εψιθύρησεν η Αμέρσα. Πω πω, Θεέ μου! Δυο «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τί γυρεύουν;
Έβλεπε τους δύο χωροφύλακας ν' αποκομίζουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, ως και τον τροχόν και τας ακόνας. Είτα αίφνης τους είδε να κύπτουν προς την γωνίαν, όπου ίστατο ο υφαντικός ιστός την μητρός της, και είδε τον έναν χωροφύλακα να λαμβάνη εις τας χείρας του την σαΐτταν ή κερκίδα, ήτις θα του εφάνη ίσως και αυτή ως όπλον – αφού μάλιστα καλείται και σαΐττα. Ο άλλος εδοκίμασε ν' αποσπάση από τον εργαλείον το αντίον, το μέγα κυλινδροειδές ξύλον, περί το οποίον τυλίγεται το νεοΰφαντον πανίον· ίσως δεν είχεν ιδεί παρόμοιον πράγμα εις την ζωήν του, κ' εφαντάζετο ότι και αυτό ίσως θα ήτο καλόν διά να χρησιμεύση ως όπλον.
Η Αμέρσα, ιδούσα αφήκε κραυγήν πεπνιγμένην. Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της.
— Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τί λογιάζεις; Τί γλέπεις και γελάς;
Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.
Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίον βλέμμα προς την κλαβανήν –την οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειον– εξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Έτρεξε προς την θύραν.
Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, κ' επροσπάθει να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη.
Ο Μούρος βλέπων την Αμέρσα να τρέχη προς την θύραν, εφαντάσθη, εν των παραλογισμώ της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε ν' ανοίξη την θύραν και τον παραδώση εις τους χωροφύλακας. Τότε, τυφλός εκ μανίας, έσυρεν όπισθεν, από τα νώτα της οσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν την οποίαν είχε, και ορμήσας εκτύπησε την αδελφήν του εις το πλευρόν όπισθεν, κατά την δεξιάν μασχάλην.
Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν.
Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τί να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκοίταξαν επάνω, κ' έτρεξαν.
Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν.
— Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξατε!
Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει.
— Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψη από κατ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωση!...Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε;
— Τί κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.
— Αυτό που σου κρένω! επέμενεν ο πρώτος... Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε!
Ο δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρός ολίγον, έτρεξε κάτω όσον ταχύτερα ημπόρεσε, διά να κλείση την θύραν του ισογείου, ή διά να παραμονεύση. Αλλ' ήτον ήδη αργά. Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχε ανοίξει την κλαβανήν, αποσύρας την μικράν κασσέλαν την οποίαν είχε βάλει επάνω της, και είχε πηδήσει κάτω. Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια, κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής.
Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών. Ήτο βραχώδης λόφος υψούμενος υπεράνω, εκ των νώτων της οικίας, όπου ήξευρεν όλα τα «κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατώρθωσέ τις ποτέ, χωροφύλαξ ή άλλος να τον συλλάβη.
Την ώραν που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταρράκτην, παραδόξως είχεν ενθυμηθή –ίσως διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγεν ο ίδιος– είχεν ενθυμηθή, λέγω, ότι αφού εμαχαίρωσε την αδελφήν του, η μάχαιρα τού έπεσε από την χείρα, και έκειτο εις το πάτωμα. Τούτο συνέβη ίσως διότι του είχον έλθει τύψεις και φόβος, την στιγμήν εκείνην – διό και επιπολής μόνον είχε θίξει με την λεπίδα την σάρκα της αδελφής του.
Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη, κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και να αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του:
— Το «χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξε να κρύψης εκείνο το «χαμπέρι»!
Την έκφρασιν ταύτην επροτίμησε, διά να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατά την φοβεράν στιγμήν, πταίστης και ένοχος, επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της αδελφής του για να τον σώση, καθότι είχε πεποίθησιν εις αυτήν. Η μάχαιρα θα ήτο αιματωμένη, και θα έβλεπον το αίμα οι διώκται. Και συνιστών την απόκρυψιν του οργάνου, ήλπιζε την απόκρυψιν του εγκλήματος.
Τω όντι η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεεν ήδη εκ της πληγής της, βλέπουσα ότι εξ άπαντος θα παρεβιάζετο η θύρα, εκ παλαιάς λεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένους σύρτας και μάνδαλα, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έκυψε και ανέλαβε την μάχαιραν. Είτα εσύρθη μέχρι της γωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοι σωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων και στρωμνών.
Έκρυψε την αιματωμένην μάχαιραν κάτωθεν όλου αυτού του σωρού των οθονίων, ετυλίχθη αυτή με παλαιόν, εμβαλωμένον, αλλά καθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθισεν απάνω εις τον χαμηλόν σωρόν, όστις εβυθίσθη ακόμη χαμηλότερα. Έφερε την αριστεράν χείρα εις την μασχάλην της, κ' επροσπάθει να σταματήση το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχεν ιδεί το αίμα, αν και πρώτην φοράν της συνέβαινε το πάθημα. Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα.
Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο εις χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα.
Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε, και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.
— Πού είν' αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ.
Η Αμέρσα δεν απήντησεν.
Ο στρατιωτικός, όστις δεν είχεν αντιληφθή ούτε την φυγήν του Μούρου, ούτε την ανατροπήν και πτώσιν του ιδίου συστρατιώτου του, ίσως διότι η στιγμή εκείνη συνέπεσεν ακριβώς με την παραβίασιν της θύρας, και ο εις κρότος έπνιγε και εβώβαινε τον άλλον, εξήτασεν όλον τον πρόδομον όπου ευρίσκετο η Αμέρσα, είτα μετέβη δρομαίως εις τον χειμερινόν θάλαμον, είτα εις τον θαλαμίσκον. Κανένα δεν εύρε. Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή.
Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ομόσκηνός του.
— Το 'στριψε;
— Τόδωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου...
— Και τον εχούιαξες;... Δεν τον επρόκαμες;
— Έφαγα κατραπακιά!... Α! μα φευγάλα... Εφτά μίλια την ώρα!...
— Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά σείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!
Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην:
— Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν.
Η Αμέρσα δεν απήντησε. Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο: «Εσύ ξέρεις».
— Τί κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ο ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε, τίποτα;
Η Αμέρσα ανένευσε.
— Τ' είχε και σ' εχάλευε;... Γύρευε να σε μαχαιρώση;
— Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ο δεύτερος.
Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος:
— Όχι!
— Αλήθεια, μη σ' εμαχαίρωσε; επέμενεν ο άνθρωπος.
Η Αμέρσα με φυσικήν επιφώνησιν, είπεν:
— Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώση!
— Γιατί κάθεσ' αυτού, τί έχεις; Είσαι άρρωστη;
— Έχω θέρμη!
Η Αμέρσα δεν είχεν συλλογιστή ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθή με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και ήτο αμφιλύκη εντός της οικίας. Εκτός τούτου το μέρος όπου είχε πέσει η αιματωμένη μάχαιρα, ευρίσκετο την στιγμήν ταύτην εις την σκιάν, όπισθεν της μονοφύλλου θύρας, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα, και φθανούσης μέχρι του τοίχου, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδον τας κηλίδας τας ερυθράς.
— Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενεν ο πρώτος χωροφύλαξ.
— Είχα πόνον και ζάλη, είπεν η Αμέρσα.
Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμεν ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας, συγκινηθέντες, εκοιτάχθησαν, και ο πρώτος είπε:
— Μα, πού είν' η μάννα της;
Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.
— Να εκείν' η γριά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μες στο σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ.
Είτε προσέθηκε:
— Δεν μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου;
Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίον της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.
*
*  *
Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτάς ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της. Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ήρεμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση.
Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι. Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι ή ν' αφήνωσι παράδοξον εντύπωσιν. Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγε, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!» Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της.
Η Αμέρσα, κατεκλίθη εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν εκοιμήθη. Αι αναμνήσεις εξηκολούθουν να της έρχωνται, ραγδαία, καίτοι ολιγώτερον τυραννικαί και μελανόπτεροι ή όσον εις την μητέρα της. Και κατά τας μακράς εκείνας ώρας δεν έπαυσε ν' αναλογίζεται καθ' εαυτήν την τύχην του αδελφού της, του Μούρου, όστις ευρίσκετο, τώρα εις το δεσμωτήριον της Χαλκίδος.

Ε'

Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας, μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν εις την Αμερικήν οι δύο μεγαλύτεροι υιοί, και η Δελχαρώ εμεγάλωσεν, ανάγκη ήτο αυτή η μήτηρ να φροντίση διά την αποκατάστασιν της κόρης, καθότι ο γέρων, ο «Λογαριασμός», δεν διέπρεπεν επί δραστηριότητι. Λοιπόν ηξεύρει όλος ο κόσμος τι σημαίνει μία μήτηρ να είναι συγχρόνως και πατήρ διά τας κόρας της, και να μην είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ιδία και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθήκευση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρια πρέπει ν' ανιχνεύση γαμβρόν, να τον κυνηγήση, να τον αλιεύση, να τον ζωγρήση. Και οποίον γαμβρόν!
Ένα ωσάν τον Κωνσταντήν, όστις ερρογχάλιζε τώρα, πέραν του μεσοτοίχου, εις τον πλαγινόν θαλαμίσκον, άνθρωπον σπανόν, «αΐσκιωτον», άγαρμπον. Και ο τοιούτος να έχη «καπρίτσια», απαιτήσεις, πείσματα· σήμερον να ζητή τούτο και αύριον εκείνο· την μίαν ημέραν να ζητή τόσα, την άλλην περισσότερα και συχνά «να τον βάζουν στα λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή φθονεροί, ν' ακούη εντεύθεν κ' εκείθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» και να μη θέλη «να ταιριασθή». Και να εγκαθίσταται μετά τον αρραβώνα στης πενθεράς το σπίτι, και να «σκαρώνη» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι όλον τον καιρόν «κόττα-πίττα».
Κι αυτόν τον γαμβρόν, με μυρίους κόπους, με ανεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετά πολύν καιρόν, να τον πείθη τις να στεφανωθή επί τέλους. Κ' η νύφη να καμαρώνη, φέρουσα στολισμόν πολυτελή, καρπόν πολλής νηστείας και οικονομίας, κ' η νύφη να μην έχη πλέον μέση, διά ν' αναδεικνύεται το πάλαι λιγυρόν ανάστημά της.
Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρην – μετά τρία ακόμη έτη έναν υιόν – μετά δύο έτη πάλιν κόρην – αυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη.
Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσα – κι άλλα τόσα – κι άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν.
Έμεινεν η καημένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπανδρη (ας έχη την ευχήν της). Είδε την γλύκα. Τω όντι, φρόνιμη νέα. Τί θ' απήλαυεν από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτ' εζήλευε καν! Τί να ζηλέψη; Έβλεπε την μεγάλην αδελφήν της και την ελυπείτο – την εκαίετο.
Όσον διά την μικράν, την Κρινιώ, άμποτε κι αυτήν ο Θεός να την φωτίση! Όπως και αν έχη, η μάννα της δεν έχει σκοπόν – δεν βαστά πλέον, δεν αντέχει – να υποφέρη διά να την υπανδρεύση και το πολλοστημόριον όσων διά την μεγάλην αδελφήν της υπέφερε. Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφωνται; «Δεν είναι», έλεγεν η Φραγκογιαννού, «δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;» Καλύτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω γειτόνισσα!»
Μεγάλην και ιεράν ανακούφισιν ησθάνετο η πολυπαθής γυνή, όταν συνέβαινε, μετά της μικράς πομπής του ιερέως, προπορευομένου του Σταυρού, ν' ακολουθή βαστάζουσα εις τας χείρας της η ιδία, ως φιλεύσπλαγχνος και συμπονετική οπού ήτον, το εν είδει λίκνου μικρόν φέρετρον. Προέπεμπε το θυγάτριον μιας γειτόνισσας, ή μακρινής συγγενούς, μέχρι του τάφου. Δεν ημπορούσε να καταλαμβάνη τι εμορμύριζεν ο ιερεύς μασών τας λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον... Πολλάκις γαρ του μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν· Ω υιέ μου και τέκνον γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν. Αλληλούια!» Και πάλιν. «Ω τέκνον, τίς ποτέ μη θρηνήσει βλέπων σου το εμφανές, πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!»
Αλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρόμον έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία εξοχή, παντοτινή άνοιξις, θάλλουσα βλάστη, αγριολούλουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών! Ω! ο Παράδεισος, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη, ήνοιγε τας πύλας διά να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λύτρωση τους γονείς του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδια, που πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας τα χρυσόλευκα, και σεις, ψυχαί των Αγίων, υποδεχθήτε το!
Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγορίαν, –παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζεν το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων.
Α! ιδού... Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλο – μάλλον το εναντίον.
Αφού η λύπη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγίεια. Άρα όλαι αι μάστιγες εκείνες, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κ' η οστρακιά κ' η διφθερίτις, και άλλαι νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα και πλήγματα των πτερών των μικρών Αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς όταν υποδέχωνται τας ψυχάς των νηπίων; Και ημείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα.
Και χάνουν τον νουν των οι ταλαίπωροι γονείς, και πληρώνουν τόσον ακριβά τους ημιαγύρτας ιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, διά να σώσουν το παιδί τους. Δεν υποπτεύονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το τεκνίον. Και ο Χριστός είπεν, όπως είχεν ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγή ο πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση, κι όποιος μισεί την ψυχήν του, εις ζωήν αιώνιον θα την φύλαξη.
Δεν έπρεπε τω όντι, αν δεν ήσαν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν την μάστιγα, την διά πτερών Αγγέλων πλήττουσαν, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλ' ιδού, τ' Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως εις τον Παράδεισον αγόρια και κοράσια. Περισσότερα μάλιστα αγόρια –πόσα χαδευμένα και μοναχογέννητα!– αποθνήσκουν άωρα. Τα κορίτσια είν' εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπεν ημείς ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν –αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου– παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμυρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
— Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρον ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδία. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τί έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν· είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτο όλον.
Η Φραγκογιαννού δεν είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνη το όνειρον της Αμέρσας, το οποίον αύτη ελθούσα προ μιας ώρας, μεταξύ του δευτέρου και του τρίτου λαλήματος του πετεινού, είχε διηγηθή εις την μητέρα της!
Είχε «ψηλώσει» ο νους της!

ΣΤ'


Αφού η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνον της, μετά την επάνοδον εκ της οικίας της λεχώνας και είχε πλαγιάσει πάλιν, χωρίς να κοιμηθή, εις το πλάγι της μικράς αδελφής της, επί μακρόν εξηκολούθησε να σκέπτεται και πάλιν τον αδελφόν της, τον δυστυχή και ένοχον εκείνον. Έκτοτε, μετά το πήδημα από της κλαβανής και την απόδρασίν του, δεν τον είχεν ιδεί πλέον. Οι χωροφύλακες τον κατεζήτουν επί ημέρας, αλλ' ουδαμού τον εύρον.
Ευθύς τότε μετά τας ερωτήσεις των χωροφυλάκων, εις τας οποίας απήντησεν όπως απήντησεν η Αμέρσα, άμα έφθασεν η μήτηρ εις την οικίαν, ηύρε την κόρην τυλιγμένην εις το πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, και πολύ χλωμήν εκ της λιποθυμίας την οποίαν είχε φέρει η ροή του αίματος.
Εις την ερώτησιν του ενός χωροφύλακος, εκείνου τον οποίον είχε ανατρέψει φεύγων ο Μούρος, "γερόντισσα, που είν' ο γυιόκας σου", δεν είχεν απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, όστις εφαίνετο ανθρωπινώτερος, με ήρεμον τόνον είπε:
— Κοίταξε, κυρά, τί έχ' η κόρη σου. Μας λέει πώς είναι άρρωστη.
— Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απήντησε μεθ' ετοιμότητος η Φραγκογιαννού. Επήρε φρίξη απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου, του γυιού μου... Κοιτάξτε, παιδιά!... ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ...
— Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε;
— Τον είδ' απ' αλάργα!... Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια.
Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά. Δεν είχεν ιδεί τον Μούρον, αλλ' ήτο βεβαία ότι αυτός θα ετράπη κατά την διεύθυνσιν την αντίθετον ης αυτή έλεγε, κατά τα Κοτρώνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήτον μαθημένος απ' τα μικρά του χρόνια να κυνηγά τις κουκουβάγιες.
Οι δύο άνδρες απήλθον δρομαίοι. Ο εις, φεύγων, έρριψε τελευταίον φιλύποπτον βλέμμα οπίσω διά της ημιανοικτής θύρας.
Η Χαδούλα έκλεισε την θύραν. Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον.
— Μ' εμαχαίρωσε, μάννα!  εστέναξε μετά  πόνων  η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας.
Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθεν του υποκαμίσου.
— Ω! αχ! ο φονιάς!... ο Θεός κ' η γης να τον εύρη! κατηράσθη ιδούσα το αίμα η μάννα της.
Και άρχισε να ψαύη την κόρην, και να ζητή να σταματήση το αίμα, και να επιδέση την πληγήν. Αφήρεσε την φανέλαν, εξέσυρε την χερίδα του υποκαμίσου, κ' εφάνη ο δεξιός βραχίων της Αμέρσας, ισχνός και ύπωχρος αλλά καλοδεμένος και νευρώδης.
Το τραύμα ήτο μάλλον επιπόλαιον, αλλ' ουχ ήττον το αίμα έρρεε. Η Χαδούλα μετεχειρίσθη ό,τι ίσχαιμον εγνώριζεν, ίσως τον «αιμοστάτην» αν είχε, κ' επέδεσε την πληγήν. Μετ' ολίγον έπαυσε το αίμα.
Η Αμέρσα είχεν αδυνατήσει οπωσούν, αλλ' ήτο ισχυρά, θαρραλέα και δεν εφοβείτο. Πράγματι μετ' ολίγας ημέρας, χάρις εις τας φροντίδας της μητρός της, επουλώθη το τραύμα.
Η Φραγκογιαννού ποτέ δεν θα εκάλει τον ιατρόν. Δεν ήθελε να γνωσθή ότι ο υιός της είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του. Εις όλας τας καλοθελητρίας μεταξύ των γειτονισσών, όσαι την ηρώτων, πότε μετά προσποιητής αγανακτήσεως, πότε μετά γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει την κόρην της. Ενδιεφέρετο προ πάντων να μάθη αν ο Μιχάλης θα εγλύτωνεν από τας χείρας των χωροφυλάκων, και ας επήγαινεν εις το έλεος του Θεού!
Τω όντι, μετ' ολίγας ημέρας εβεβαιώθη ότι ο υιός της εμβαρκάρισε κρυφά την νύκτα, με εν πλοίον, ως ναύτης, κ' έφυγεν από την νήσον. Ο γραμματεύς του Λιμεναρχείου ήτον βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος, και δεν εδίστασε να τον ναυτολόγηση. Ήτο δε τότε ο Μούρος σχεδόν εικοσαετής, η δε Αμέρσα ήτο μόλις δεκαεπτά ετών.
Παρήλθε χρόνος εωσότου η οικογένεια λάβη ειδήσεις περί του φυγάδος. Τέλος, μετά έτος και πλέον, ηκούσθη μία αόριστος φήμη, ότι ο Μωρός διέπραξε φόνον εντός του πλοίου, με το οποίον αρμένιζε. Αι αδελφαί του, όταν το ήκουσαν, εις τον κόσμον είπαν ότι δεν ηξεύρουν τίποτε, και ολοψύχως ηύχοντο να ήτο ψευδής η φήμη. Αλλ' η μήτηρ ενδομύχως επίστευεν εις το αληθές της ειδήσεως.
Ολίγας ημέρας ύστερον, έλαβον επιστολήν φέρουσαν την ταχυδρομικήν σφραγίδα Χαλκίδος. Ο Μιχάλης έγραφεν από των ειρκτών της πόλεως εκείνης. Κατά σχήμα πρωθύστερον, εξετραγώδει εν πρώτοις τα βάσανα του και τα πάθη του εις τα βουδρούμια του βενετικού φρουρίου. Είτα, μετά συντριβής καρδίας, αλλά με διφορουμένας φράσεις και οιονεί μεταξύ των γραμμών, εξωμολογείτο ότι ίσως να εφόνευσε πράγματι τον άνθρωπον, τον γέρο-Πορταΐτην, τον λοστρόμον του πλοίου, αλλά χωρίς καλά να το εννοήση, και χωρίς να το θέλη. (Πράγματι, δεν θα ήθελε να τον είχε φονεύσει). Ο εχθρός τον έβαλεν, αυτός δεν έπταιε τίποτε, το φονικό έγινε στον καυγάν επάνω. Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθόν». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα.
Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς. Ακολούθως επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της μητρός του, και την εξώρκιζε «να σηκωθή, –το δίχως άλλο– να πάη να βρη την Πορταΐτινα», την χήραν του φονευθέντος και την θυγατέραν του, και να τας παρακαλέση μετά δακρύων, «να κάμη νόμο-τρόπο», να τας καταφέρη όπως αι ίδιαι ζητήσουν την αθώωσιν του φονέως!
«Να σηκωθής, μάννα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτινα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να τις καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γίνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι αγαπημένα όλοι μας... Και να δουν πως εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πως θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να τις ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά...». Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανα του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.
Λοιπόν δεν είναι παράδοξον αν η Φραγκογιαννού δεν εδίστασεν. Εχρεώθη ολίγα χρήματα, δούσα ενέχυρον ό,τι ασημικόν είχε, κ' εμβαρκάρισε, κ' επέρασε πέρα εις την αντικρινήν νήσον, εις το χωρίον Πλατάναν, κ' επήγε να εύρη την Πορταΐταιναν. Αλλά παράδοξον είναι ότι, με την ευγλωττίαν της την περιπαθή, με την στωμυλίαν της την γυναικείαν, με τα χίλια ψεύματα όσα ήξευρεν –ήτο δε τότε η Φραγκογιαννού 55 ετών, αλλ' ακμαία γυνή και με ζωηρούς χαρακτήρας– κατώρθωσε να πείση την γραίαν, την χήραν του φονευθέντος (σημειώσατε ότι η μήτηρ και η κόρη έδωκαν και ξενίαν ακόμη εις την μητέρα του φονέως), να την πείση, λέγω, καταβάλλουσα τα έξοδα του ταξιδίου αυτή, ν' απέλθωσιν ομού εις την Χαλκίδα, με σκοπόν να ενεργήσωσιν από κοινού πλησίον της Εισαγγελίας, του Δικαστηρίου και των Ενόρκων υπέρ της απαλλαγής ή της αθωώσεως του υποδίκου. Όσον αφορά την κόρην, «την Καρίκλειαν», αύτη εδήλωσεν ότι εκδίκησιν δεν επιζητεί, επειδή «ο πατέρας της δεν έρχεται πίσω», μόνον ποτέ δεν θα θέληση τον φονέα ως άνδρα της· προτιμά να μένη ανύπανδρη εις τον αιώνα.
Επήγαν ομού, αι δύο γραίαι, κ' έμειναν εις Χαλκίδα τρεις μήνας, κατοικούσαι εις τρώγλην, εις ένα τουρκόσπιτον – κοντά εις τα Εβραίικα, παρά την Άνω Πύλην του φρουρίου. Και καθημερινώς η Χαδούλα επήγαινεν εις τας ειρκτάς, τας πρωινάς ώρας, κατά την έξοδον των φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως από την Πορταΐταιναν, ήτις όμως εκάθητο αντικρύ της ειρκτής κ' επερίμενε, μη θέλουσα να ιδή κατά πρόσωπον τον φονέα. Διερχόμεναι έξω από τον μέγαν και άκομψον παλαιόν ναόν της Αγίας Παρασκευής, έκαμναν τον σταυρόν των, και η μήτηρ έφερεν εις τον υπόδικον σιμίθια και σύκα και σαρδέλες, και καπνόν διά την πίπαν του. Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου.
Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των. Είτα διηυθύνοντο κατά την συνοικίαν Σουβάλαν, ή κατά τον Άγιον Δημήτριον, κ' επεσκέπτοντο τον Εισαγγελέα, όστις διά του γραφέως του τας απεδίωκε, και τους δικαστάς, οίτινες ενίοτε κατεδέχοντο να γελώσι μαζί των.
Τέλος όταν ωρίσθη η δίκη, εζήτησαν να πλησιάσουν τους ενόρκους, οίτινες είχον έλθει, άλλοι φουστανελάδες, από τα ορεινά χωρία, άλλοι βρακάδες, από τας νήσους και τα παραθαλάσσια. Η Φραγκογιαννού υπέσχετο χιλίων λογιών δώρα εις όλους, και θα ήτον ικανή να τα δώση, αν είχε· μοσχάτα κρασιά, ωραία λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές, παστά κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά σύκα, και παν ό,τι ηδύνατο να παράγη η νήσος της.
Εις ένα των ενόρκων, άνθρωπον κίτρινον και βήχοντα, όστις εφαίνετο να πάσχη, υπεσχέθη αυτή να τον ιατρεύση, μ' ένα μαντζούνι που ήξευρεν. Όλ' αυτά δεν ίσχυσαν, και ο φονεύς κατεδικάσθη εις εικοσαετή δεσμά. Εναυάγησαν όλα τα σχέδια, ως και αυτή η συμπεθεριά μεταξύ της μητρός τού φονέως και της χήρας τού θύματος.
Τώρα ανάγκη ήτο να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα, αλλά τα ολίγα χρήματα των είχον εξαντληθή, και όσα είχον κομίσει μεθ' εαυτόν και όσα είχε στείλει εν τω μεταξύ η Αμέρσα ξενοδουλεύουσα και υφαίνουσα εις την πατρίδα. Αφού η Φραγκογιαννού μάτην παρεκάλεσεν όσα πλοία έβλεπεν ετοιμαζόμενα να πλεύσωσι προς τον Μαλιακόν κόλπον ή προς την Ιστιαίαν, να παραλάβωσιν τουλάχιστον την Πορταΐταιναν, ως γεροντοτέραν και ασθενεστέραν –αυτή διά τον εαυτόν της είχε το σχέδιον της– όταν είδεν ότι οι διάφοροι κυβερνήται απήτουν όχι μόνον τον ναύλον, αλλά να έχη και τρόφιμα η επιβάτις, και αν την άφηναν εις την Στυλίδα ή τους Ωρεούς, ας κάμη καλά να εύρη πλοίον διά την πατρίδα της – εξεμυστηρεύθη το σχέδιον της εις την Πορταΐταιναν.
— Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Άννα –λένε πως είναι δυο μέρες δρόμος– κ' εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα μας γνωρίση ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα μας πάρη. Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι αγριολάχανα, κι όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω... Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια σου;
— Τί θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απήντησεν η Πορταΐταινα. Καλύτερα να πάμε συντροφιά, όπως ήρθαμε.
Κ' εξεκίνησαν. Η Χαδούλα έκαμεν όπως είπε, μόνον πως αργοπόρησαν περισσότερον εις τον δρόμον, ένεκα της βραδυπορίας της Πορταΐταινας. Κ' επέτυχε μάλιστα υπέρ τας ελπίδας της. Όταν, μετά μίαν εβδομάδα, έφθασεν εις την πατρίδα, είχε και περρίσευμα από την επιχείρησιν. Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, έναν σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και το ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι αυτή εις την εστίαν της.
Όλα ταύτα τα ενθυμείται καλώς η Αμέρσα, επειδή η μάννα της δεν είχε παύσει να τα διηγήται έκτοτε. Τώρα, είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Σταθαρός κι ο Γιαλής δεν επανήλθον ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.

Ζ'


Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμυρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει. Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτίλιον του λύχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβήσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον.
Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω, της άκρας ηρεμίας.
— Τ' είναι μάννα; είπε.
Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη, την εκοίταξεν εις το φως του λυχναρίου.
— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;
— Μου φάνηκε πως κάτι είπες... πως μ' εφώναξες, μες στον ύπνο μου.
— Εγώ;... όχι. Τ' αυτιά σου κάμανε.
— Τί ώρα να είναι, μάννα;
— Τί ώρα; ξέρω 'γω;... Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι.
— Και συ δεν εκοιμήθης, μάννα;
— Εχόρτασα τον ύπνο καλά... Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον του σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν.
— Έχει σβήσει το καντήλι, μάννα· δεν το άναβες;
— Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθιά.
— Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς το 'παθε;
— Ησύχασε κι αυτό τώρα πλια, είπεν η γραία.
— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα.
— Ε! τι να γίνη...Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία.
— Τί λες, μάννα;
Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τί να είπη.
— Δεν κάνεις τον κόπο ν' ανάψης το καντήλι, μάννα;
— Αν θέλης, σηκώσου συ κι άναψε το· δεν έχω χέρια...
— Πώς!
— Πιάστηκε πλια το χεράκι μου.
— Τί λες; Σε καλό σου, μάννα· εγώ που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το καντήλι;
Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθεν πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας.
Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν.
— Τί έχεις, μάννα;
Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.
— Δεν είναι καλά το παιδί;
Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου.
Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον.
— Τ' είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς.
Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.
— Βρε! τί κάνετε σεις;... Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι...Μήγαρις μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ' ένα ύπνο απ' τις φωνές σας;
Κανείς δεν απήντησεν εις τας διαμαρτυρίας τού Κωνσταντή. Η σύζυγος του έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της, επί του λίκνου. Η πενθερά του εκάθητο, συνάπτουσα τας χείρας, αινιγματώδης, σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα. Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν.
— Τι! ...πέθανε το παιδί; Βρε!...έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα.
Είτα προσέθηκε:
— Για τούτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε!...
Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε:
— Μάννα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να τ' αλλάξουμε;... Πού είν' η Αμέρσα;
Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε.
— Πού είναι η Αμέρσα, μάννα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ.
Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης.
— Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας... απήντησε.
— Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μες στον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα.
— Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος της προς τον γαμβρόν της.
— Κωνσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της.
— Πάω. Ακούς, λέει!... Ωχ! κρίμα, ζάβαλε!... Καλά που το βαφτίσαμε κιόλας.
Ο Νταντής έκυψεν εις το πάτωμα του μικρού προδόμου εις το σκότος, ψηλαφών να εύρη τα παλιοπάπουτσα του να τα φορέση. Έκαμνε μικρόν θόρυβον, κρούων διάφορα ζεύγη παλαιών τσόκαρων προς άλληλα και επί των σανίδων του πατώματος.
— Πού είναι τα παλιοκατσάρια μου; είπε.
Τέλος εφόρεσεν εν ζεύγος πατημένων γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.
— Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή και το Κρινιώ μαζί; Τί λες εσύ, πεθερά;
Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος:
— Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γύρο; Ας ερθή όποιος ερθή!
Η Δελχαρώ εθρήνει ήρεμα κύπτουσα επί του λίκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγον του.
— Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε... Κ' έβλεπα κάτι όνειρα!... βρε παιδιά!
Κ' εξήλθε δρομαίος.