Σελίδες

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ


Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
Μια νύχτα Δυο νύχτες
Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιών

ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ

Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλω
του χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ' έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα
και τα συνθλίβει
επί του στήθους της
'Ισως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερος καημός
απ' τον δικό της
'Ισως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτω-
μένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
'Ισως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
'Εκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστο- ρία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κι εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο
της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη
Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ' τα νερά της αναδύεται μια πολύ μκρή
παιδίσκη ωραιοτάτη
Ελπίδα μας αυριανή.

Η ΑΚΡΗ

Η λησμοσύνη απλώθηκε στην αμμουδιά
Κι όλα τα ψάρια θάρθουν να χαιδέψουν
Τα ολόξανθα μαλλιά της και το στήθος
Μέσ' στον γαλάζιο ψίθυρο των ντροπαλών κυμάτων.
Και να που σπάζουν τώρα τ'αντιστύλια
Κι ανθούνε στις μαντήλιες τα φιλιά
Που δίνουν μέσ' στο σκότος στα κορίτσια
Οι ταυρομάχοι με τις κίτρινες χλαμύδες.

ΤΟ ΧΕΡΙ


Ψιλή κραυγή και συνεχώς αποψιλούται
Σαν μίσχος μιας νεάνιδος στον άνεμο
Φεύγουν τα πέταλά της ένα - ένα
Μέσ' στην ανταύγεια του φουστανιού της.
Η ρώμη τέτοιου πάθους πια δεν χάνεται
Μένει δεμένη στις ψυχές των φορεμάτων
Μέσ' στα γαλάζια βλέφαρα και την λευκή την μπλούζα
Που φάνταξε σαν κυανή πριν γίνει στεναγμός.

PAΓKA ΠΑΡΑΓΚΑ

ή
Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν
Οι τρόποι κάθε πραγματικής ανανεώσεως
Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα
Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια οινοχόων
Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα
Που τα κρατούν νεάνιδες με γυμνωμένα στήθη .

Το κάθε ξεχείλισμα
Η κάθε ανανέωσις
Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων
Που έτσι και μόνον έτσι
Βλέποντας γυμνά τα μέλη της νεότητας
Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών
Ή τα τραγούδια των κοριτσιών και των εφήβων
Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν
Δεχόμενοι το σφρίγος της νεότητας
Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι
Μια - μια τις λέξεις των ωδών και των θουρίων
Έστω και αν ονομάζουν
Τα θούρια αυτά ακατανόητα
Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί
Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών
Και την φαρέτραν της διαλεκτικής
Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων
Διαφόρων αντιμαχομένων διδασκαλιών του παρελθόντος .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με την λαλιάν αυτών που ομιλούν στην οικουμένη
Ράγκα - Παράγκα με φωνήν ασκίαστη
Σε τόπους αναχωρητών και κοσμοπόλεις
Ράγκα - Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα - Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων
Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν
Κάποτε - κάποτε λουόμενοι
Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην
Ράγκα - Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των ιαγουάρων
Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων
Ράγκα - Παράγκα σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας
Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη
Ή Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη
Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά
Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της
Υπέρ το δέον επιμένουν
Εις την αισχράν επίθεσίν των .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Εις τα χωράφια και τας πόλεις
Στις πεδιάδες και στα όρη
Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις
Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας
Που ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον
Με "ναι" και "ναι" και πάλιν "ναι "
Και εν ανάγκη και όταν το "όχι "
Παρουσιάζεται ως φράγμα
Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή
Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη
Αν πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή
Ράγκα - Παράγκα ακόμη τότε
Τουτέστιν κάθε φορά που ο μέγας πασίχαρος κριός
Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει
Τείχη και πύλας καταρρίπτων
Κομίζων των θεών τα νικητήρια
Εις τους ανθρώπους δώρον .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με μια κραυγή γιομάτη
Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-υλωμένων
Ράγκα - Παράγκα ρίγος βαθύ της γης
Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων
Που εκσπούν εις τους αιγιαλούς αισίως
Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών
Βροντούν στα σπήλαια και τους βράχους
Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα
Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων
Ράγκα - Παράγκα σάλπιγγες πιο δυνατές
Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
Κι απο τα σχοινιά πάσης αγχόνης
Ράγκα - Παράγκα κατά των σοφιστών
Κατά των εγωπαθών και των στεγνών ανθρώπων
Ράγκα - Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και
άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα - Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής
Ράγκα - Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής και θείας καλωσύνης
Χριστού - Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου
Σφρίγος της γης Ράγκα - Παράγκα
Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας
Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων
Που προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν
Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα
Ράγκα - Παράγκα - Ράγκα !

Ο ΟΡΘΡΟΣ


Φρενήρης μα ευσταθής
O πώλος της ημέρας εισελαύνει
Στο στόμα της ανοίξεως και μέλπουν τα πουλιά
Mε την αιθρία μέσα στη φωνή τους
Kαθώς αυλοί που αντιλαλούνε σε χλωρίδα
Δρακός αγγέλων εν εκστάσει διατελούντων
Σαν ανεμώνες που προέρχονται
Aπό τα πέταλα της ηδονής.

ΑΦΡΟΣ

Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ' επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
'Aλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
'Οπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μες' στον αφρό της θάλασσας.

ΩΣΙΣ


'Εστω κι αν η γαλήνη απλώνεται στα χόρτα
Ουδέποτε τ' ανασαλέματα δεν παύουν
Αυτά μας ζουν και ζούμε εμείς εντός τους
Τα πρώτα ανασαλέματα τα πρώτα αρχέτυπα
Της ίδιας άλικης ορμής που προωθεί τις ώσεις
Σπαθάτα χελιδόνια μέσ' στον ήλιο
Και πουπουλένια νυχτοπούλια μέσ' στο σκότος
Θαρθούν τ' ανασαλέματα θαρθούν τα ρίγη
Κι' όταν ακόμα ακινητούν τ' αστέρια
Στους βελουδένιους των βυθούς.

ΡΙΠΗ


Σαράντα χρόνια και σαράντα πέντε μέρες
Πριν ανοιχθούν οι κάμποι και οργωθούν
Πριν αναβρύσουν εκ βαθέων οι σποράδες
Κ' οι κοραλλένιες συμπληγάδες των νησιών
Πριν γίνει μάτι η συσπείρωσις του σκότους
Κι αλλάξουν λέπια τα θαλάσσια ζωντανά
Βγήκες ορθή σχεδόν γυμνή κ' απροκαλύπτως
Εντός αφάνταστης στιγμής που μας γελούσε
Μικρή παιδίσκη καθώς ύδωρ μιας πηγής.

ΣΚΟΠΙΑ


Κρατάμε μέσ' στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.

Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
Μέσα στ' αστέρια.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

"Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό"
(Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, μιλάει στον Τάσο Γουδέλη)

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ: δεν ξέρω εάν ποτέ σκεφθήκατε ότι πιθανόν υπάρχει στην μνήμη σας μία πρώτη εικόνα από τον πατέρα σας...
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Όταν το σκέπτομαι, μου είναι δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία που άρχιζε.Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό.
Τ.Γ.: Κάνοντας αναδρομή στις πρώτες σας μνήμες από τους γονείς σας και τους χώρους στους οποίους ζήσατε, ποια άλλα στοιχεία έχετε συγκρατήσει εκτός των προηγουμένων;
Λ.Ε.: Πολλά απ' όσα συνέβαιναν στο εξοχικό σπίτι μας, στην Γλυφάδα (Αθηνών 3), που νοικιάζαμε από το 1958, όταν ήμουν ενός έτους, μέχρι τον θάνατο του μπαμπά το 1975. Θυμάμαι τα παιχνίδια στα μπλε και άσπρα πλακάκια του κήπου και στα κόκκινα και άσπρα του εσωτερικού. Με έβγαζε και σ' εκείνο το σπίτι φωτογραφίες. Περνούσαν τα αεροπλάνα για το Ελληνικό και ο μπαμπάς μου μάθαινε τα μοντέλα τους. Ακούγαμε τον θόρυβο και φωνάζαμε μαζί: ''DC 6 της Ολυμπιακής'', ''Λόκχηντ Κονστελέησον της Λουφτχάνσα''... Ήξερα από 4 ετών όλους τους τύπους των αεροπλάνων.Έντονες αναμνήσεις έχω και από το Παρίσι, όπου πήγαμε το 1961 για μια εγχείρηση της μητέρας μου και μείναμε δύο μήνες. Έχει αποτυπωθεί έντονα μέσα μου το ξενοδοχείο Οτέλ Αβιατίκ, στη Ρη ντε Βοζιράρ, και η κλινική. Πήγαμε με τραίνο. Περνώντας από την Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς ήταν ενθουσιασμένος γιατί την αγαπούσε πολύ. Μ' έκανε να πλάσω μύθους γι' αυτή την χώρα. Βλέπαμε άλογα μεταξύ Μακεδονίας και Σερβίας και εκείνος συνεχώς σχολίαζε με πάθος τις εικόνες. "Γυιέ μου", έλεγε, ((η Γιουγκοσλαβία δεν είναι μία αλλά πολλές δημοκρατίες...", και μου τις απαριθμούσε: Σερβία, Κροατία, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία. Του άρεσε η Ιστορία και μου μετέδωσε την αγάπη του. Πάντα μου μιλούσε για ιστορικά γεγονότα αλλά τα διάνθιζε με μυθικά στοιχεία.Στην επιστροφή από το Παρίσι χρησιμοποιήσαμε και πλοίο που πήραμε στην Βενετία. Στο ποίημα του ((Ο δρόμος" ο στίχος "... μια τελευταία Βενετία..." έχει σχέση και με εκείνο το ταξίδι μας.
Τ.Γ.: Μα και ο άλλος στίχος "... και ένας περάτης γονδολιέρης", στο ίδιο ποίημα, φαντάζομαι ότι είναι εμπνευσμένος από τότε...
Λ.Ε.: Ακριβώς. Από τον γονδολιέρη που μας πήρε από τον σταθμό και μας μετέφερε στο καράβι Σαν Τζόρτζιο της "Αντριάτικα". Το πλοίο αυτό μας έφερε στον Πειραιά. Πέρασε μέσα από τον Ισθμό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μπαίνοντας στον Σαρωνικό, ο μπαμπάς αναφωνούσε μακρόσυρτα: <<Μπαίνουμε στο Σαρωνικοοό...>>Το << Καμιά φορά επιστρέφοντας από τους Παρισίους... μέσα στ' αρώματα της πεύκης...>> αναφέρεται σ' εκείνη την εμπειρία. Και να σας πω: τα πεύκα τότε του Σοφικού της Κορινθίας και των Μεγάρων ευωδίαζαν γύρω από το πλοίο. Άρεσε στον πατέρα μου το ταξίδι δια θαλάσσης. Αγαπούσε το νερό, τις μεγάλες επιφάνειες και τα ταξίδια. Αντιμετώπιζε τα πλοία ως ποιητικά αντικείμενα, ως πηγές έμπνευσης... Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν εφοπλιστής, και του μετέδωσε την λατρεία του για τα καράβια. Γενικά αγαπούσε τις μηχανές: αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πλοία, τρακτέρ. Είχα μια πολύ πλούσια συλλογή παιχνιδιών Ματς μποξ. Το συρτάρι του γραφείου του ήταν γεμάτο από μοντέλα. Τα είχε αγοράσει από παλιά και τα φύλαγε (θαυμάζοντας τα, πρώτα ο ίδιος), για να μου τα χαρίσει στα γενέθλια μου στα 7 μου χρόνια. Τα έχω ακόμα...Προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα. Ήταν από τους πρώτους που οδηγούσε μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα. Κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος του ζήτησε να αγοράσει μια Χέντερσον που την είχε φέρει με πλοίο ο παππούς μου από την Αμερική. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών και το περιστατικό συνέβη λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος από το δάγκωμα της μαϊμούς.
Τ.Γ.: Μιλείστε μου για το οικογενειακό σας δέντρο.
Λ.Ε.: Ο πατέρας μου είχε τρία αδέλφια: ήταν ο μεγαλύτερος, ακολουθούσε ο Μαράκης, μετά ο Τάκης και τελευταίος ο Κίμων. Ο Τάκης πέθανε νεότατος και ο Κίμων το 1981, στην Νέα Υόρκη.Ο παππούς Λεωνίδας ήταν εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη. Η καταγωγή του ήταν από την Χώρα της Άνδρου. Ο ιστορικός και μελετητής της Άνδρου Δημήτρης Πολέμης έχει πει ότι η απώτερη καταγωγή του είναι από κάποιους Μπιρίκους, που ζούσαν πριν από τον 19ο αιώνα, στην βόρεια Χίο και εγκαταστάθησαν στο χωριό Αψηλού της Άνδρου όπου υπάρχει ακόμα ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Το όνομα Λεωνίδας προήλθε από αλλαγή του Λινάρδος και το Εμπειρίκος από διασκευή του Μπιρίκος. Ανάδοχος και των δύο υπήρξε ο Θεόφιλος Καΐρης, τον οποίο, σημειωτέον, θαύμαζε ο πατέρας μου ως διαφωτιστή. Ο παππούς μου πήγε στην Βραΐλα αρχές του περασμένου αιώνα και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1901. Δύο Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανό. Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα κατά το ήμισυ και του έμαθε τη γλώσσα της άριστα. Τους άκουγα να μιλούν ρωσικά ακόμα και στο τηλέφωνο και καταλάβαινα τα πάντα. Ο πατέρας μου μέχρι το 1914 ζούσε τον περισσότερο καιρό στην Σύρο και πήγαινε πολύ συχνά στην Ρωσία.
Τ.Γ.: Είναι γνωστή και περίπου θρυλική η σχέση τον Ανδρέα Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση. Πότε, όμως, αρχίζει να ασχολείται με την λογοτεχνία;
Λ.Ε.: Από τα 18 μέχρι τα 22 του χρόνια έγραφε στίχους παλαμικούς. Η σχέση του με τη λογοτεχνία καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του.Σε ηλικία 17 χρονών περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός, ''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα δικασθεί από το ΚΚΕ. Με την ψυχανάλυση ασχολήθηκε σε μια εποχή μεγάλης κρίσης με τον πατέρα του, όταν περνούσε μια ζωή ως "πλαίυ μπόυ" στην Κυανή Ακτή, σε ένα πολυτελές σπίτι που είχε αγοράσει ο πατέρας του από έναν ρώσο πρίγκηπα για να ζήσει στην Γαλλία. Επισκέφθηκα αυτό το σπίτι με την μητέρα μου το 1978: είχε μετατραπεί σε πολυκατοικία ακριβών διαμερισμάτων... Στην παλιά του κατάσταση φαίνεται καθαρά σε φωτογραφίες του πατέρα μου με τα αδέλφια του, όπου όλοι ποζάρουν δίπλα σε ωραίες φιλενάδες του παππού μου. Και ο πατέρας μου είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες εκείνη την εποχή, στην δεκαετία του '20. Όμως περνούσε ταυτόχρονα και μεγάλη ηθική κρίση. Ένιωθε άσχημα απέναντι στην μητέρα του, που ο πατέρας του είχε χωρίσει εν τω μεταξύ, αλλά και βλέποντας την τεράστια ταξική ανισότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκε. Διηγόταν ότι κάποτε μια νεαρή υπηρέτρια του είπε: ((Κύριε Ανδρέα, είσθε ο μόνος εδώ μέσα που διαφέρει από τους άλλους...". Τότε ανακάλυψε την ψυχανάλυση και έκανε πρώτα ο ίδιος ανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο όπου, εκτός από την συμμετοχή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις εκεί, είχε διακόψει τις σπουδές του στην φιλοσοφία και στην αγγλική φιλολογία. Η μητέρα του ζούσε στην Λωζάνη και ο πατέρας μου την επισκεπτόταν. Παράλληλα σπούδασε στην ίδια πόλη οικονομικά. Έφερε βαρέως τον χωρισμό των γονέων του.
Τ.Γ.: Στην εποχή της γαλλικής "Αβάν-γκαρντ" του '20, γνωρίζεται με τον Αντρέ Μπρετόν και έρχεται σε επαφή με τον σουρρεαλισμό, αν δεν απατώμαι...
Λ.Ε.: Με τον Μπρετόν έρχεται σε επαφή μέσω του Φρουά Ουιτμάν, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός φίλος του ρεύματος του σουρρεαλισμού: γιατί, καίτοι ο Φρόυντ επηρέασε τις ιδέες των σουρρεαλιστών, η ψυχανάλυση ως επιστήμη δεν αποδεχόταν την πρωτοκαθεδρία της Τέχνης... Στο Παρίσι ο πατέρας μου πήγαινε στα μαθήματα φιλοσοφίας του Αλεξάντρ Κοζέβ για τον Χέγκελ μαζί με τον Μπρετόν, τον Λακάν, τον Κενώ και άλλους. Έκανε κάπως ανορθόδοξα την διδακτική του ανάλυση: γιατί ο Λαφόργκ ήταν ταυτόχρονα και ψυχαναλυτής του. Υπολογίζω ότι αυτή η διαδικασία κράτησε από το 1925 έως το 1931. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και υλοποιώντας την ((γραμμή" της ψυχαναλυτικής του θεραπείας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, εργαζόμενος ως διευθυντής των ναυπηγείων και μηχανουργείων ((Βασιλειάδη", μιας εκ των επιχειρήσεων δηλαδή του παππού μου. Το 1934, όμως, διαφωνεί με τον τελευταίο, παίρνει το μέρος των εργατών, παραιτείται και δεν τον ξαναβλέπει. Αρχίζει τότε να βρίσκεται, μέχρι το 1939, μεταξύ Αθήνας και Παρισίων. Εν τω μεταξύ ο παππούς μου απογοητευμένος, επειδή η κυβέρνηση Τσαλδάρη, νομίζω, δεν επιδότησε την επιχείρηση του της "Εθνικής Ακτοπλοΐας", την πούλησε, όπως και όλη του την περιουσία στην Ελλάδα, ακόμα και αυτή της Άνδρου. Έφυγε στην Γαλλία και δεν γύρισε ποτέ.Ο πατέρας μου, στο ίδιο διάστημα, γράφει πολλά κείμενα. Έως το 1933 γράφει μη υπερρεαλιστικά κείμενα. Εκδίδει το 1935, ως γνωστόν, την Υψικάμινο. Ανοίγει το γραφείο του και κάνει ψυχανάλυση επί 16 χρόνια. Παντρεύθηκε την Μάτση Χατζηλαζάρου το 1940.
Τ.Γ.: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το έργο του δημιουργεί την βεβαιότητα, εκτός των άλλων, ότι ο αναγνώστης έχει να κάνει με ένα απολύτως διονυσιακό άτομο. Πόσο αυτή η εικόνα αντιστοιχίζεται με εκείνη του ανθρώπου που ζει μέσα στους αστικούς κανόνες, επικεφαλής μιας οικογένειας;
Λ.Ε.: Να επαναλάβω -και αυτό είναι μάλλον παράδοξο- ότι η συνολική μου εντύπωση απ' αυτόν μέχρι τέλους είχε σχέση με την εικόνα ενός συνετού και απολύτως αγαθού οικογενειάρχη. Παρ' ότι ήταν φανερό πως του άρεσαν υπερβολικά οι γυναίκες, μα πάρα πολύ... Όμως δεν μου μετέδωσε αυτή την ακραία, ας πούμε, βακχική διάθεση που εκλύει το έργο του. Όταν πρωτοδιάβασα έφηβος, με κριτικό πνεύμα, τα κείμενα του ή άκουσα να τα απαγγέλλει στον δίσκο, παραξε-νεύθηκα, ομολογώ, με την διαφορά που παρουσίαζαν όλ' αυτά με την συμπεριφορά του ως πατέρα. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτές οι αντιθέσεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μιαν προσωπικότητα. Αν και να σας πω, μπορεί η ζωή του πατέρα μου μέχρι τον πρώτο του γάμο ή μέχρι το 1947, όταν παντρεύθηκε την μητέρα μου, να ήταν διαφορετική απ' αυτήν που γνώρισα...
Τ.Γ.: Εξ όσων έχω διαβάσει έχει ενδιαφέρον η ζωή τον πατέρα σας στα χρόνια της Κατοχής.
Λ.Ε.: Κατά την διάρκεια της Κατοχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Από το 1934, όταν έπαψε να έχει σχέσεις με τον πατέρα του, βιοπορίζεται από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του στον Εμφύλιο, μετά την τραυματική του εμπειρία λόγω της ομηρίας του από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν πω για την ζωή του στην Κατοχή και τις μετέπειτα περιπέτειες του, να κάνω μια παρένθεση και να προσθέσω ότι επί μια δεκαετία ήταν ακραιφνής Μαρξιστής θεωρητικά, και σοσιαλιστής. Το ότι δεν εντάχθηκε σε κόμμα είναι, νομίζω, προφανές εξαιτίας της απόλυτα αρνητικής στάσης του κόμματος λόγω υπερρεαλισμού και ψυχανάλυσης. Το 1936 δίνει μια συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά στην οποία κατηγορεί την συντηρητική στροφή της Γ' Διεθνούς και ακολουθεί την τροτσκιστική στροφή του Μπρετόν αλλά χωρίς να ενταχθεί πρακτικά. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Όταν έγινε η ρήξη των γάλλων υπερρεαλιστών με το Γαλλικό Κ.Κ. έστειλε στον Μπρετόν, το 1935, ένα τηλεγράφημα στο οποίο έλεγε ότι τον ακολουθεί με μεγάλη χαρά ελπίζοντας, όμως, να μην έχει κόψει τις γέφυρες με τον ιστορικό υλισμό και την ψυχαναλυτική θεωρία.Μέσα στην Κατοχή κρύβει στο σπίτι του διαφόρους κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών τον Εγγονόπουλο που ήταν στο ΕΑΜ και τον Καρτάλη που ήταν στην ΕΚΚΑ.
Τ.Γ.: Όπως έχει τονισθεί, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μεγάλου μέρους του μεταπολεμικού έργον του αλλά και της ώριμης ζωής του υπήρξε η ομηρία του από τους αριστερούς...
Λ.Ε.: Το περιστατικό αυτό είναι η πιο δραματική εμπειρία της ζωής του. Τον έπιασαν πολιτοφύλακες της ΟΠΛΑ στο σπίτι του, στις 30 Δεκεμβρίου του '44, επειδή ήταν γιος εφοπλιστή... Τότε είχαν συλλάβει χωροφύλακες, ιερωμένους και πολλούς άλλους με την κατηγορία ότι ήσαν αστοί. Επίσης και τροτσκιστές, τους οποίους εκτελούσαν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι τους εκτελούσαν ως "ειδικούς προδότες". Έναν μάλιστα γνωστό του, τον αρχειομαρξιστή Αλμπέρ, τον σκότωσαν πλησίον του, στο χωριό Κρώρα, μαζί με άλλους επτά. Οι στίχοι από το ποίημα ((Ο δρόμος": "και οι καλούμενοι με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων στις ύστατες στιγμές του βίου τους..." είναι εμπνευσμένος από το περιστατικό αυτό. Κατά την σύλληψη του επέτρεψαν να αποχαιρετήσει την μητέρα του, που ήταν στον επάνω όροφο και με σκληρό τρόπο τον οδήγησαν σε Τμήμα τους στην οδό Παμίσου. Μετά τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Τον έκλεισαν, στην συνέχεια, μαζί με πολλούς άλλους καταδικασμένους στο κινηματοθέατρο Φοίβος. Του έλεγαν: "Αύριο ετοιμάσου, θα σε κλάψει η μάνα σου...".Οι όμηροι αυτοί συνόδευσαν με τα πόδια την έξοδο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα, με προορισμό την Λαμία, μέσω των Καλυβιών, Χασιάς (Ασπροπύργου) και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων. Η Πάρνηθα ήταν χιονισμένη και ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκτελούνταν οι βραδυπορούντες' μεγάλο βασανιστήριο για τους υπόλοιπους. Ήταν γεροδεμένος και σχετικά νέος και προχωρούσε κανονικά, παρά τα κρυοπαγήματα. Για τον ΕΛΑΣ μιλούσε αργότερα με επιείκεια. Όχι, όμως, για την ΟΠΛΑ. Μια νύχτα στο χωριό Μουσταφάδες (σημερινή Καλλιθέα), η φάλαγγα δέχθηκε επίθεση από αγγλικά Σπιτφάιαρ. Ο πατέρας μου κρύφτηκε σε ένα αρδευτικό χαντάκι. Ζήτησε καταφύγιο σε μια οικογένεια Αρβανιτών στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα), η οποία του έδωσε άλλα ρούχα. Όταν, λοιπόν, πέρασε από εκεί ένας λόχος του ΕΛΑΣ και στο σπίτι όπου κρυβόταν ο πατέρας μου κατέφυγε για τις πρώτες βοήθειες μια βαρεία τραυματισμένη Ελασίτισσα, εκείνος προσποιήθηκε τον χωρικό.Έναν άνθρωπο από αυτούς που έκρυψαν τον πατέρα μου τότε, τον επισκέφθηκα για να τον γνωρίσω, αρχές του '80. Δεν θα ζει σήμερα. Τον πατέρα μου τον περιέθαλψαν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον συνάντησαν στην Μαλακάσα να κατευθύνεται πάλι πεζός προς την Αθήνα.Δεν μίλησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του δημόσια εναντίον του ΚΚΕ γιατί, παρ' όλα τα προσωπικά του μαρτύρια, αναγνώριζε σταγεγονότα της δεκαετίας του '40 το φαινόμενο της Επανάστασης στην οποία πίστευε. Στην δεκαετία του '60 και αργότερα, έλεγε ότι εφ' όσον υπήρξε Εμφύλιος, αυτός, όπως και άλλοι, παρά την μεγάλη αδικία εις βάρος τους, υπέστησαν τις συνέπειες του γεγονότος... Στην δεκαετία του '60 ξαναβρήκε το πρόσωπο της Αριστεράς μέσα από την Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξωνικής και αμερικανικής εκδοχής της σχετικής ιδεολογίας. Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. 'Οταν το '63 πήγε στην τότε Σοβιετική Ένωση με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, επίσημα προσκεκλημένος, εντυπωσιάσθηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας ηθών, αλλά ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος.Την εποχή που τον έπιασε η ΟΠΛΑ έγραφε την Αργώ και αμέσως μετά τέλειωσε την Ζεμφύρα, που εκδόθηκε πρόσφατα. Την Ενδοχώρα, που κυκλοφόρησε το 1945, πρέπει να την είχε τελειώσει από τις αρχές του '40.
Τ.Γ.: Με τα Γραπτά έχω και συναισθηματική σχέση, επειδή εκδόθηκαν από τον "Δίφρο", του θείον μου Γιάννη Γονδέλη, ο οποίος μου έλεγε ότι ο πατέρας σας τον διάβασε, με την χαρακτηριστική του φωνή, τα χειρόγραφα στο σπίτι σας. Κάθε τόσο ο πατέρας σας σταματούσε την ανάγνωση και ρωτούσε τον εντυπωσιασμένο ακροατή του αν του αρέσουν τα κείμενα...
Λ.Ε.: Από τα Γραπτά αφαίρεσε κομμάτια, ξέρετε. Εν πάση περιπτώσει δεν σταμάτησε να γράφει μέχρι την Χούντα, η οποία του προκάλεσε εσωτερική κατάρρευση. Στο διάστημα της επταετίας με το μόνο που καταπιάστηκε, εκτός από τον Μεγάλο Ανατολικό, ήταν ένα αυτοβιογραφικό λεξικό.
Τ.Γ.: Ας γυρίσουμε πάλι στα μέσα του '40. Θέλω να συνεχίσετε το βιογραφικό του πατέρα σας.
Λ.Ε.: Η μητέρα μου, Βιβίκα Ζήση, κατάγεται από την Πρεμετή και θεωρεί τον εαυτό της Αρβανίτισσα, κάτι που άρεσε πολύ στον πατέρα μου. Ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος και έβγαζε προπολεμικά τα τσιγάρα Εγκο, τα οποία δυστυχώς δεν είδα να αναφέρονται σ' αυτή την μνημειώδη έκδοση περί ελληνικών τσιγάρων... Τους γονείς μου έφερε για πρώτη φορά σε επαφή ο κοινός τους φίλος Γιάννης Τσαρούχης, μάλλον το 1943, στο σπίτι του πατέρα μου. Ο γάμος έγινε στην Χρυσοκαστριώτισσα της Πλάκας με κουμπάρο τον Ελύτη. Το 1945 αρχίζει η γραφή του Μεγάλου Ανατολικού, της οποίας ηγραφή προετοιμάζεται στην Αργώ, στην Ζεμφύρα και στην Βεατρίκη. Ο παππούς μου πέθανε το 1948 στην Γενεύη, μακριά από τον πατέρα μου, ο οποίος είχε αλλάξει στάση απέναντι στην ισχυρή αυτή προσωπικότητα μετά την ομηρία του. Θεραπεύτηκε γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό: μέσα σ' αυτόν υπάρχει η εικόνα του Πατέρα. Πολλές περσόνες στο έργο είναι συνδυασμός εκείνου και του Πατέρα, όπως ο λόρδος, ο Άγγλος. Εδώ και εκεί διάφορα πρόσωπα θυμίζουν τον λιμπερτίνο, που ήταν ο γονέας του... Εκείνη την εποχή περνάει μεγάλη ιδεολογική κρίση γι' αυτό και το μυθιστόρημα είναι απολιτικό: ρητά ένας από τους ήρωες, ο ρώσος σοσιαλιστής, που είναι μια άλλη περσόνα του πατέρα μου, αποκηρύσσει τις ιδέες του. Αυτό το διαπιστώνουμε όταν συζητάει με τον άγγλο λόρδο και μετά πηγαίνει στην τουαλέτα, όπου με το καζανάκι καθαρίζει τις ηθικολογίες... Τότε ο πατέρας μου ήταν απλώς φιλελεύθερος: γύρισε, δηλαδή, στον παλιό βενιζελικό του εαυτό, από τον οποίο ξεκίνησε λόγω πατρός, για να περάσει μετά στην Αριστερά. Η φιλελευθεροσύνη του αυτή επέτρεψε βαθμιαία, μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, την πρόσληψη ενός πολιτικού αναρχισμού. Οι συζητήσεις, που γίνονται στο τέλος του Ανατολικού περί Μπακούνιν, είναι μία από τις πολλές προσθήκες στα 1951, χρονιά που ολοκληρώνεται το έργο.
Τ.Γ.: Ο βίος του πατέρα σας είναι από μόνος του ένα συναρπαστικό αφήγημα. Έχουμε μείνει στα τέλη της δεκαετίας του '40.
Λ.Ε.: Το 1951, αναγκασμένος να διακόψει την ψυχανάλυση, φεύγει απογοητευμένος με την μητέρα μου για το Παρίσι. Εκεί μένει έως το 1954. Γεννήθηκα το 1957. Το 1960 κυκλοφορούν από τον "Δίφρο", του θείου σας, τα Γραπτά. Τα σχόλια για το βιβλίο αυτό ήσαν ελάχιστα, κάτι που στενοχώρησε τον πατέρα μου. Είχε δεκαπέντε χρόνια να εμφανισθεί και αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός, γιατί δεν υπήρχε πια η αρχική προκατάληψη εναντίον του υπερρεαλισμού. Όμως στην δεκαετία του '50 οι υπερρεαλιστές και οι συνεχιστές τους είχαν απομονωθεί. Τότε κυριαρχούν οι επιλογές της αριστερής διανόησης... Αλλά και ο Σεφέρης του έστειλε ένα μάλλον ειρωνικό γράμμα, στο οποίο αναφερόταν στον Ροκαμβόλ, ένα έργο άσχετο με τα Γραπτά. Όμως, περιέργως, ο Σεφέρης συσχέτιζε την γραφή του βιβλίου με το κείμενο αυτό... Ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θυμάμαι στο σπίτι μας και στο δικό του, όπου τον επισκεπτόμαστε καμιά φορά με τον Παπατσώνη.
Τ.Γ.: Με τον Εγγονόπουλο και με τους τότε νεότερους ποιητές ποια είναι η σχέση τον εκείνη την εποχή;
Λ.Ε.: Μετά από το κείμενο που έγραψε το 1945 για τον Εγγονόπουλο στο Τετράδιο, και τις επαφές που είχαν στην Κατοχή, δεν συναντιέται συχνά έκτοτε. Το 1963 διαβάζει ένα εγκωμιαστικό επίσης κείμενο γι' αυτόν στην Σχολή Δοξιάδη. Από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αγαπούσε πολύ τον Νίκο Καρούζο με τον οποίο συνδεόταν στενά. Μιλούσε γι' αυτόν με μεγάλη θέρμη. Βέβαια ξεσπούσαν μεταξύ τους φοβεροί καυγάδες, αλλά πάντα στο τέλος συμφιλιώνονταν.
Τ.Γ.: Γύρω στο 1964, σ' ένα τεύχος τον περιοδικού τον θείον μου, στην Καινούρια εποχή, επανεμφανίζεται μετά τα Γραπτά και τις απαγγελίες τον στον γνωστό δίσκο ο πατέρας σας, με πέντε, αν δεν απατώμαι, ποιήματα τον...
Λ.Ε.: Ναι. Δημοσίευσε πέντε ποιήματα του: την "Σιωπή", τις ''Εποχές", την ''Οδό των Φιλελλήνων'', τον ''Κορυδαλλό" (που αναφερόταν σε μένα) και τις ''Λέξεις". Μετά εμφανίζεται το 1965 στο περιοδικό Πάλι του Νάνου Βαλαωρίτη, ένα γεγονός που ήταν μια ανανέωση γι' αυτόν. Και η τελευταία αναλαμπή του.Χάρη στον Νάνο είχε ανοίξει από παλιότερα τους ορίζοντες του και είχε βγει από το ασφυκτικό κλίμα της εθνικόφρονος Ελλάδος των νικητών του Εμφυλίου, αναπνέοντας το οξυγόνο της αγγλοσαξωνικής κουλτούρας και των αμερικανών μπητ. Δεν είχε, βλέπετε, τότε επαφή με τον πολύ αγαπημένο φίλο των νεανικών του χρόνων, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική από παλιά, τον πολύ επαναστατικό και μη ελληνοκεντρικό, Νικόλαο Κάλας. Ο τελευταίος είχε θυμώσει για τη σχέση του πατέρα μου με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία ως πριγκήπισσα είχε σχέσεις με το παλάτι, και ως γνωστόν ο Κάλας απεχθανόταν τους βασιλείς. Αργότερα ο Κάλας μετάνιωσε για τη στάση του και το είπε δημόσια στο Παρίσι. Η παρέα των νέων ανθρώπων του Πάλι, του Ταχτσή, του Κουτρουμπούση και άλλων τον αναζοωγόνησε... Αν και με τον Ταχτσή, να σημειώσω εδώ, συνέβη μια παρεξήγηση η οποία δεν λύθηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου, κάτι που με λύπησε πολύ.Μέσα στην Χούντα είχε πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δημοσιευθεί τίποτα δικό του. Μόνο λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος τον έπεισε ο αγαπητός του Δ. Καλοκύρης να δημοσιευθούν ποιήματά του στο περιοδικό Τραμ. Ο τελευταίος μεσολάβησε για να γίνει η διάλεξη του στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στο ''Ποιητικό εργαστήρι" με τον Κάρολο Μητσάκη. Πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι δεν πρέπει να καταλογισθεί στον πατέρα μου καμία ευθύνη για το γεγονός ότι δέχθηκε να μιλήσει στον χώρο, έδρα που είχε δημιουργήσει ο διωγμένος από την Χούντα Δ. Μαρωνίτης, γιατί αγνοούσε παντελώς το γεγονός, όντας απομονωμένος... Πιέστηκε από τους νέους της Θεσσαλονίκης, μέσω του Καλοκύρη, του Χουλιάρα, του Σουλιώτη και άλλων, να δεχθεί να μιλήσει στο ''Ποιητικό εργαστήρι", χωρίς να ξέρει τα καθέκαστα... Του είπαν ''ελάτε στην Θεσσαλονίκη, θα μας ανοίξετε ορίζοντες..." και τον έκαμψαν. Ήταν το τελευταίο του ταξίδι με τραίνο... Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής τον αποθέωσαν. Ένιωσε να αναπτερώνεται. Πριν από την εμφάνιση του στη Θεσσαλονίκη, είχε δώσει στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών μια διάλεξη για τις βασικές αρχές της μοντέρνας ποίησης. Αυτές οι δύο δημόσιες εμφανίσεις ήταν και οι μοναδικές μέσα στην Χούντα...
Τ.Γ.: Περιγράψτε μον ιδιωτικές στιγμές με τον πατέρα σας.
Λ.Ε.: Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον "Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής, στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο Σπήλμπεργκ με το Ιονράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι εκεί... Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το Δήλεσι. Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν ηεξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. Όσοι θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας.Στις 10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι, επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει να φύγω από τον πατέρα.Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά, διαστρεβλώνονται. Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο, πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού", ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός, χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, καιακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...". Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ".Ένα άλλο περιστατικό έχει ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα, νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη. Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται, φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του Βουκουρεστίου.Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε: "Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων. Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάονς, που μου διάβαζε γιατί του άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις νύχτες των μεγάλων θυμών του.Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα.Τ.Γ.: Μεγαλώσατε σε συνθήκες αστικών, συντηρητικών ηβών, παρά τον φιλελευθερισμό του πατερά σας.Λ.Ε.: Ανατράφηκα με τρόπο ήπιο και θα έλεγα παραδοσιακό. Ο πατέρας μου με διάβαζε στα μαθήματα, όπως και η μητέρα μου, η οποία αγωνιούσε για τις επιδόσεις μου περισσότερο από εκείνον. Επειδή δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του γραπτού λόγου έπαιρνα κακούς βαθμούς στις εκθέσεις. Απελπισμένοι οι καθηγητές με ανάγκαζαν να τις γράφω στο σπίτι. Μου τις έγραφε ο πατέρας μου ο οποίος έπαιρνε πολύ κακούς βαθμούς επίσης... Κάποτε πρέπει να βρεθούν αυτές οι εκθέσεις και να δούμε το περιεχόμενο τους... Μερικές θα είναι πολύ αστείες γιατί το θέμα τους ήταν πολύ συμβατικό. Στο Γυμνάσιο έγινα αριστερός και μετά τη Χούντα μπήκα στον Ρήγα Φεραίο και ο πατέρας μου χάρηκε γι' αυτό. Είχε συμπάθεια στην Ε.Δ.Α. και σε πρόσωπα, όπως ο Ηλιού, τον οποίο, το 1974, ονόμαζε "ο άγιος παράκλητος της Αριστεράς".Όταν ήμουν μικρός στην Γλυφάδα, στις αρχές του '60, έβλεπα τον πατέρα μου τις νύχτες να δουλεύει πολλές ώρες κάτω από ένα σκεπαστό χαγιάτι. Έγραφε την Οκτάνα. Ποτέ δεν με διαπαιδαγώγησε σεξουαλικά. Από την στιγμή, όμως, που μου μίλησε επ' αυτού η μητέρα μου, οι συζητήσεις μας για το σεξ γίνονταν πολύ ελεύθερα.
Τ.Γ.: Τα τελευταία χρόνια της ζωής τον πατέρα σας συμπίπτουν με την περίοδο της Χούντας. Θυμάμαι τον θείο μου Γιάννη Γουδέλη, να μεταφέρει πολιτικές συζητήσεις με τον πατέρα σας. "Κύριε Γουδέλη", του έλεγε "είναι ντροπή για όλους μας να μας κυβερνούν αυτοί οι αγράμματοι και άξεστοι...". Ένιωθε εξουθενωμένος...
Λ.Ε.: Λίγο πριν από την Χούντα πέρασε, όπως σας είπα, την τελευταία περίοδο της ευφορίας του, γράφοντας την Οκτάνα και συμμετέχοντας στο Πάλι. Μόλις ήρθε η δικτατορία σχεδόν απομονώθηκε: οι φίλοι του, ο Ελύτης, ο Βαλαωρίτης και άλλοι ξενιτεύθηκαν. Έβλεπε τους φίλους του: την Νίκη και Μαρίνα Καραγάτση, τον Άρη Κωνσταντινίδη, την Ναταλία Μελά, την Κίτσου, τον Γιώργο Νικολαΐδη. Νέοι σχετικά φίλοι του, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Δ. Καλοκύρης, ο Μ. Σουλιώτης, ο Μάρκος Δραγούμης τον συναντούσαν. Γνώρισε και δικούς μου φίλους: τον Σπύρο Μπενετάτο, τον Σταύρο Πετσόπουλο και τους ζωγράφους Γιώργο Χατζημιχάλη, Κυριάκο Κατζουράκη, Χρύσα Βουδούρογλου, στους οποίους διάβασε ποιήματα του μέχρι τα χαράματα. Ήταν η τελευταία ανάγνωση του σε φίλους.Επίσης ο Νίκος Καρύδης του "Ίκαρου" ζήτησε από τον πατέρα μου να εκδώσει την Οκτάνα, όταν η Χούντα ήρε την προλητική λογοκρισία. Εκείνος κατ' αρχάς θέλησε να δώσει την άδεια να εκδοθεί το Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, που ήταν προγενέστερο και άρχισε να κάνει διορθώσεις στο έργο. Μετά, όμως, το μετάνιωσε. Δεν θέλησε να εκδοθεί ολόκληρο βιβλίο του επί καθεστώτος συνταγματαρχών.Το 1973, συμφώνησαν με τον Φίλιππο Βλάχο, να εκδοθεί από τα "Κείμενα" η Αργώ. Ο Βλάχος, μάλιστα, άρχισε να την στοιχειοθετεί. Την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου πάλι το μετάνιωσε. Ο πατέρας μου δίνει στο περιοδικό Τραμ, μόνο λίγα ποιήματα.'Όπως σας είπε και ο θείος σας, η Χούντα του είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ. Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο τον λουλά. Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...". Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του άντρα μου;"Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για την τύχη του.

απόhttp://www.empirikos.blogspot.com/

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Βιογραφία

Ο Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στη Μπραΐλα της Ρουμανίας. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη αγόρια, τον Μαρή, τον Δημοσθένη που πέθανε νέος και τον Κίμωνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Μαζί με τους αδελφούς του Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1939-1935), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd. καθώς και άλλων εταιρειών. Την περίοδο 1917-18 υπήρξε επίσης βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Η μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Στεφανία, ήταν κόρη του Λεωνίδα Κυδωνιέως από την Άνδρο και της Ρωσίδας Σολωμονίς Κοβαλένκο, από το Κίεβο. Το 1902 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο 1912-17 φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά το χωρισμό της από τον πατέρα του. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει για τα πρώιμα ποιητικά του έργα πως «η συναισθηματική του εκτόνωση σε στίχους είχε αρχίσει τόσο πρόωρα που σε ηλικία είκοσι χρονών να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ' εξοχήν του Κωστή Παλαμά». Την περίοδο 1921-25 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. του Λονδίνου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926, ήρθε σε διάσταση με τον πατέρα του, και ταξίδεψε στο Παρίσι όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, έκανε προσωπική και διδακτική ανάλυση. Συνδέθηκε με αρκετούς Γάλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και ο Φρουά Γουιτμάν, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την μοντέρνα ποίηση και περίπου το 1929, έφερε σε επαφή τον Εμπειρίκο με την ομάδα των υπερρεαλιστών.
Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για ένα διάστημα στα ναυπηγεία του πατέρα του, πριν παραιτηθεί έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου του 1935 έδωσε μία ιστορικά σημαντική διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών, εισάγοντας ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στον ελληνικό χώρο. Για τον αντίκτυπό της, ο Ελύτης έγραψε πως η διάλεξη έγινε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν»[4]. Το Μάρτιο του ίδιου έτους εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, η οποία περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα και τυπώθηκε στις εκδόσεις «Κασταλία». Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφτηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935, άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση ως επάγγελμα, αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ως «διδάκων ψυχαναλυτής», ενώ παράλληλα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, συνεχίζοντας τις προσπάθειες διάδοσης και υπεράσπισης του υπερρεαλισμού. Την περίοδο 5-29 Μαρτίου του 1936 οργάνωσε στο σπίτι του «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων», η οποία περιλάμβανε έργα των Μαξ Ερνστ, Όσκαρ Ντομίνγκεζ και άλλων ζωγράφων, σπάνια βιβλία, πρώτες εκδόσεις υπερρεαλιστών, τα μανιφέστα του κινήματος και φωτογραφικό υλικό. Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α', ενώ ποιήματα από τη συλλογή του Ενδοχώρα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Παράλληλα, έως και το 1939, πραγματοποιούσε τακτικά ταξίδια στη Γαλλία, προκειμένου να διατηρεί τις επαφές του με τους Γάλλους υπερρεαλιστές.
Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944. Στο διάστημα της κατοχής, ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι. Κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Δημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», ενώ τυπώθηκε και η Ενδοχώρα, από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με την Βιβίκα Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης και να αποκτήσουν εικόνα για τα δρώμενα στη χώρα. Ο Εμπειρίκος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο ενώ μετά το ταξίδι αυτό έγραψε το ποίημα Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία.
Το 1963 πραγματοποίησε μια ομιλία αφιερωμένη στο Νίκο Εγγονόπουλο, στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε το μακροσκελές επικό ποίημα Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συντέλεια (1991), ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συγγραφή του [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, κείμενο που θα αποτελούσε την εισαγωγή ενός νέου μυθιστορήματος, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε. Στις 26 Ιανουαρίου 1971 έδωσε διάλεξη στο Κολέγιο Αθηνών για την μοντέρνα ποίηση και το 1973 μίλησε για το έργο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την χρονιά αυτή σημειώθηκε και ο θάνατος της μητέρας του. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.

ΈργοΛογοτεχνίαΗ εμφάνιση του Εμπειρίκου στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1935, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, Υψικάμινος, η οποία κυκλοφόρησε σε διακόσια πενήντα αντίτυπα που εξαντλήθηκαν. Κατά τον ίδιο, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού προκλήθηκε διότι το έργο θεωρήθηκε «σκανδαλώδες, γραμμένα από έναν παράφρονα». H Υψικάμινος έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα, το οποίο αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «λυρική» περίοδο του Εμπειρίκου. Κατά τον ίδιο τον Εμπειρίκο υπήρξε η πρώτη πραγματική εκδήλωση και πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Η συλλογή περιέχει 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης και χαρακτηρίζεται από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, αν και η έκδοσή της είχε αναγγελθεί από το 1937. Περιέχει 112 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1934-7 και χαρακτηρίζεται από εμφανείς διαφορές σε σύγκριση με την Υψικάμινο, τόσο στη μορφή των ποιημάτων όσο και στη «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και τη συνακόλουθη θεματική τους καθαρότητα. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο που αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία και χλευασμό από τους περισσότερους κριτικούς, η Ενδοχώρα επαινέθηκε και υπήρξε δημοφιλέστερη, ωστόσο και οι δύο συλλογές άσκησαν αποφασιστική επίδραση σε σύγχρονους λογοτέχνες, κυρίως στον Οδυσσέα Ελύτη, στο Νικόλαο Κάλα, στο Νίκο Γκάτσο και στο Νίκο Εγγονόπουλο.
Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, έργο που από τον τίτλο του μαρτυρά τον μυθοποιητικό χαρακτήρα του. Γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1936-46 και ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα πριν την έκδοση του. Αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται Μυθιστορίαι, Τα γεγονότα και εγώ και Πρόσωπα και Έπη αντίστοιχα, περιέχοντας αφηγηματικά κείμενα σχετιζόμενα περισσότερο με τον πεζό λόγο. Οι μυθιστορίες ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, ενώ η δεύτερη ενότητα της συλλογής αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό πρωταγωνιστή ή αφηγητή το συγγραφέα τους. Στην μεγαλύτερη σε έκταση ενότητα Πρόσωπα και Έπη, οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία.
Εκδοτικά μεταγενέστερο των Γραπτών υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1964-5, στο περιοδικό Πάλι και μεταφράστηκε τον ίδιο χρόνο από τον Michel Saunier στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Η έκδοση του συνέβη με σημαντική καθυστέρηση το 1980. Η συγγραφή της Αργώς τοποθετείται πριν τη συλλογή των Γραπτών ή τουλάχιστον παράλληλα με αυτή. Το έργο πραγματεύεται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες και φέρει πιο καθαρά δείγματα της μεταγενέστερης πορείας που ακολούθησε ο Εμπειρίκος, σε ό,τι αφορά την διακήρυξη ενός κοσμικού και ιδεολογικού συστήματος για τη δημιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού και ερωτικά απελευθερωμένου κόσμου. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, το θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου ως βασικά θέματα. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του, ενώ όπως ο ίδιος ο Εμπειρίκος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου». Στην ίδια συλλογή περιέχονται τέσσερα πεζά ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1963-4, με αναφορές σε ποιητές της μπητ γενιάς, που φανερώνουν την ιδεολογική του συγγένεια με τα ειρηνιστικά αλλά και αναρχικά κηρύγματά της. Στο ποίημα Οι Μπεάτοι ή της μή συμμορφώσεως οι Άγιοι, ο Εμπειρίκος αναφέρεται εκτενώς σε λογοτεχνικούς ομοϊδεάτες του ή άλλες μορφές που του άσκησαν επίδραση, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τους Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ε. Α. Πόε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Μαρξ, Χένρυ Μίλλερ, Νίτσε, Βίκτωρ Ουγκό, Σικελιανό, Λένιν και Κ.Π. Καβάφη.
Το 1984 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μίας συλλογής με τον τίτλο Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες δόθηκαν για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τραμ (1976), όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα της συλλογής με τίτλο Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας, χρονολογημένο το 1966. Ποιήματα από την ίδια συλλογή δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1965 στο περιοδικό Πάλι (τεύχος 5, σελ. 336-342). Θεωρείται πως η συλλογή συγκροτήθηκε την περίοδο 1965-72, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ο Εμπειρίκος το χειρόγραφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. H μορφή και η θεματολογία του έργου βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνες της Ενδοχώρας. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το οκτάτομο έργο Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργάστηκε το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό ή αποσπάσματά του εμφανίστηκαν δημόσια μέχρι την έκδοσή του. Χαρακτηρίστηκε ως το μείζον έργο του και έγινε αποδεκτό με άκρατο ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του.
Το 1995, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του, εκδόθηκε αυτοτελώς το ποίημα Ες-ες-ες-ερ Ρωσία, το οποίο αποτελεί ένα είδος χρονικού της επίσκεψης του στη Ρωσία, το Δεκέμβριο του 1962. Το ποίημα είναι αξιοσημείωτο ως πηγή αυτοβιογραφικών στοιχείων, πολιτικό σχόλιο της εποχής στην οποία γράφτηκε, αλλά και ως ιστορικό ντοκουμέντο. Το 1998 εκδόθηκε το πεζό Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, έργο που εντάσσεται στα πλαίσια μίας ανέκδοτης τριλογίας του Εμπειρίκου με τίτλο Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται η Αργώ ή Πλους αεροστάτου και το πεζό Βεατρίκη ή Ένας Έρωτας του Buffalo Bill. Η συγγραφή της Ζεμφύρας ολοκληρώθηκε στις 15 Ιουνίου του 1945, όπως δηλώνεται στο τέλος του έργου, δεν γνωρίζουμε όμως πότε άρχισε. Μαζί με την Αργώ θεωρείται «δορυφόρος» του Μεγάλου Ανατολικού, μεταφέροντας σε σμίκρυνση τη μεγάλη τοιχογραφία του τελευταίου, αν και ως κείμενα διατηρούν την ανεξαρτησία τους, διαθέτοντας πρωτότυπα θέματα. Η Ζεμφύρα πραγματεύεται τον έρωτα ενός λιονταριού και της θηριοδαμάστριάς του, θέμα που μπορεί να ανιχνευτεί για πρώτη φορά στο ποίημα Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους παρθένου της Υψικαμίνο. Ο ελληνικός μύθος της Πασιφάης, που υπήρξε βασίλισσα της Κρήτης και μητέρα του Μινώταυρου, απασχόλησε ελάχιστα τους νεότερους Έλληνες ποιητές, ωστόσο ο Εμπειρίκος τον συνέδεσε με το κεντρικό θέμα του έργου του, που αφορά στον παρά φύση έρωτα της Ζεμφύρας.
Ψυχανάλυση
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50, σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ' επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής». Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.
H ενασχόλησή του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση ξεκίνησε την περίοδο των σπουδών του στη Γαλλία, κατά την οποία συνδέθηκε με τον Ρενέ Λαφόργκ, έναν από τους ιδρυτές της γαλλικής ψυχανάλυσης. Αναλύθηκε τρία χρόνια στον Λαφόργκ και ήρθε σε επαφή με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές. Ως εισηγητής της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, ξεκίνησε να την εξασκεί το 1935 στην Αθήνα, σχηματίζοντας μαζί με τους ψυχιάτρους Δημήτριο Κουρέτα και Γεώργιο Ζαβιτζιάνο μία μικρή ομάδα ενδιαφερόμενων, σε άμεση επαφή και συνεργασία με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία, όπως σημειώνει ο Εμπειρίκος συμμετείχε στους «αγώνες των πρώτων ορθοδόξων Ελλήνων ψυχαναλυτών». Στις πρώτες προσπάθειες της ομάδας συμμετείχε επίσης ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης, αν και μόνο ο Εμπειρίκος πρότεινε τυπικές ψυχαναλύσεις ενηλίκων νευρωτικών, για τις οποίες, καθώς φαίνεται, δεν είχε αλληλεπίδραση με κανέναν άλλο ειδικό στην Ελλάδα. Παράλληλα, ενημερωνόταν μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, διατηρώντας επαφή με Γάλλους ψυχαναλυτές και ταξιδεύοντας συστηματικά στο Παρίσι για επαγγελματικούς σκοπούς. Το 1949 συμμετείχε επίσης στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Ζυρίχη. Ο πρώτος πυρήνας των Ελλήνων ψυχαναλυτών έτυχε εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού και το 1950 οι Εμπειρίκος, Ζαβιτζιάνος και Κουρέτας έγιναν μέλη της. Για το σκοπό αυτό, ο Εμπειρίκος έγραψε, ως όφειλε, την πολυσέλιδη κλινική μονογραφία, με τίτλο Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις, η οποία δημοσιεύτηκε στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση (πρωτότυπος τίτλος: Un cas de névrose obsessionnelle avec éjaculations précoces, Revue Française de Psychanalyse, τόμ. XIV, αρ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1950, σσ. 331-366) και αποτελεί μία πλήρη περιγραφή της θεραπείας ενός αρρώστου που ψυχαναλύθηκε από τον Εμπειρίκο. Για την συνολική προσφορά του στην ψυχανάλυση, αναφέρεται πως «κατά τον Ζακ Λακάν υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάλυση των νευρώσεων», ενώ κατά τον Γ. Ζαβιτζιάνο διέκρινε ότι «οπισθοδρόμηση στο ναρκισσιστικό στάδιο δεν σημαίνει ότι πρόκειται αναμφισβήτητα περί σχιζοφρένειας», υποδιαιρώντας την άποψη της ναρκισσιστική νευρώσεως[. O Εμπειρίκος διέκοψε την πρακτική της ψυχανάλυσης τον Απρίλιο του 1951, ωστόσο συνέχισε να αποτελεί μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60.
ΦωτογραφίαΟ Ανδρέας Εμπειρίκος ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού». Ως «μανιώδη φωτογράφο» τον χαρακτήρισε επίσης ο φίλος του, Δ. Ι. Πολέμης. Κατά τον γιο του, Λεωνίδα Εμπειρίκο, «κυκλοφορούσε πάντα με [φωτογραφική] μηχανή, συχνά με δύο, ενίοτε και με τρεις». Το φωτογραφικό του έργο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πολύμορφο και ποιοτικά άνισο. Χρονολογείται από το 1919, όταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εμφάνισε τις πρώτες φωτογραφίες του, ως επί το πλείστον οικογενειακές, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε άγνωστο. Χωρίζεται συνήθως σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, της μεταπολεμικής καθώς και μία σειρά φωτογραφιών του γιου του, από το 1957 έως το 1974. Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες. Οι περισσότερες από αυτές είναι τραβηγμένες ευκαιριακά, στο δρόμο, ενώ ορισμένες είναι αποτέλεσμα πιο εντατικής φωτογράφισης και μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ.
Το 1955 οργάνωσε μία ατομική έκθεση, στην αίθουσα «Ιλισσός», η οποία διήρκεσε από τις 22 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου. Αυτή υπήρξε η μοναδική δημόσια παρουσίαση φωτογραφιών του, ενόσω ήταν εν ζωή, κατά την οποία εκτέθηκαν περίπου 210 ασπρόμαυρα έργα, τα περισσότερα από τα οποία προσφέρονταν προς πώληση. Ο Εμπειρίκος έδειξε ισχυρό ενδιαφέρον για τις τεχνικές εξελίξεις στη φωτογραφία, ενώ θεωρείται επίσης πιθανό πως εξέφραζε παράλληλα και ένα ειδικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ήταν κάτοχος αξιόλογου εξοπλισμού, μεταχειριζόμενος μεγάλο αριθμό φωτογραφικών μηχανών, ωστόσο παρά την επιθυμία του να οργανώσει ένα σκοτεινό θάλαμο για ιδιωτική χρήση, τελικά δεν τα κατάφερε, πιθανώς λόγω έλλειψης κατάλληλου χώρου. Από το 1951, τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του αναλάμβανε ένα επαγγελματικό εργαστήριο, συνήθως κατόπιν λεπτομερών οδηγιών του Εμπειρίκου.


Κριτική και αποτίμηση


Ο Εμπειρίκος, όπως και συνολικά ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αντιμετώπισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικότερα τη δεκαετία 1935-45, σκληρή κριτική, συχνά στα όρια του χλευασμού. H έκδοση της Υψικαμίνου συνοδεύτηκε από σύντομες αναφορές στον τύπο της εποχής, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στα όρια της ειρωνείας. Ο Στρατής Μυριβήλης, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, το περιέγραψε ως εύθυμο και πολύτιμο βιβλίο τέρψεως για οικογενειακές συναναστροφές, ενώ αργότερα υπήρξε περισσότερο ειρωνικός στην κριτική του. Μέσα από την Υψικάμινο, ο Κώστας Ουράνης αναγνώρισε στο πρόσωπο του Εμπειρίκου τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του συρρεαλισμού στην Ελλάδα», αναγνωρίζοντας όμως στο έργο του, την «παγερή λαμπρότητα του στείρου και του ανωφελούς». Ένα χρόνο αργότερα, ο Κ. Μπαστιάς αναφέρθηκε στο «μοναδικό λεκτικό πλούτο» και κάποια «φραστική μυστικότητα» του έργου». Συνολικά, η Υψικάμινος αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία που παραμελήθηκε και σχεδόν χλευάστηκε. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, στο κριτικό του κείμενο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελπμασάν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στους κριτικούς, ομολογώντας πως δεν έτρεφε συμπάθεια απέναντί τους. Μεγάλο μέρος της πρώιμης κριτικής που του ασκήθηκε ήταν συνυφασμένη με την αμήχανη και επιφυλακτική στάση απέναντι στο ίδιο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος σχολίασε τη στάση αυτή, αναφερόμενος το 1939 σε επιφυλάξεις «χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των κριτικών για όσα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη και την ουσία της [υπερρεαλιστικής] θεωρίας», θεωρώντας πως οι περισσότεροι δεν κατανόησαν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό.
Η έκδοση της Ενδοχώρας το 1946, συνοδεύτηκε από περισσότερο ευμενείς κριτικές παρουσιάσεις, όπως του λογοτέχνη Αντρέα Καραντώνη, του Ασημ. Πανσέληνου και του Αιμ. Χουρμούζιου. Ο πρώτος χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο ως τον πιο ολοκληρωμένο σύγχρονο διονυσιακό ποιητή, συγκρίνοντάς τον με την περίπτωση του Σικελιανού και επισημαίνοντας ειδικότερα πως αντικατέστησε τον μυθολογικό αρχαϊσμό του με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού. Ανάλογη κριτική άσκησε αργότερα και ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνδέοντας το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού, ως προς τις συγκεκριμένες ιδεολογίες που ο καθένας προέβαλε στο έργο του – ο Σικελιανός τον μυστικισμό και ο Εμπειρίκος τον υπερρεαλισμό – κατατάσσοντας τους στο «διονυσιακό» τομέα της ποίησης. Ο Καραντώνης αναφέρθηκε επίσης στον «γλωσσικό εξωτισμό» τού Εμπειρίκου, τον οποίο παρουσίασε ως έναν από τους νεοτεριστές της ελληνικής ποίησης. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πανσέληνος αναγνώρισε στην Ενδοχώρα αρετές όπως ο λυρισμός της, η εντέλεια στην έκφραση και η ελληνικότητά της, απορρίπτοντας συγχρόνως την ερμητικότητα, τον ατομισμό και το λογιοτατισμό της, κατατάσσοντας τη συλλογή στην «ποίηση της παρακμής». Ο Χουρμούζιος αναγνώρισε, με τη σειρά του, τους λυρικούς εκφραστικούς τρόπους του Εμπειρίκου, άρρηκτα συνδεδεμένους με το διονυσιακό ή βακχικό στοιχείο, καλώντας τον ωστόσο να αποστατήσει από το ποιητικό του ιδεώδες. Η Ενδοχώρα κατέχει ιδιαίτερη θέση ακόμα και για τους νεότερους κριτικούς, έχοντας χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο σημείο της ποιητικής παραγωγής του Εμπειρίκου, περιέχοντας τα αρτιότερα και περισσότερο ολοκληρωμένα ποιήματα.
Για μεγάλο διάστημα, το ποιητικό έργο τού Εμπειρίκου αγνοήθηκε, όχι μόνο στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και στους κύκλους των υπερρεαλιστών εκτός Ελλάδας, όπου παρέμεινε πρακτικά άγνωστο. Σημαντική συμβολή στην αποδοχή του είχε η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό – με σημείο αναφοράς το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό» (1938) – η οποία ευνοήθηκε επίσης από τα μετριοπαθή δείγματα γραφής του ελληνικού υπερρεαλισμού, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί με τη συνεισφορά άλλων λογοτεχνών, όπως του Ελύτη με τις συλλογές Προσανατολισμοί και Σποράδες, του Νίκου Γκάτσου με την Αμοργό, αλλά και την Ενδοχώρα του ίδιου τού Εμπειρίκου, που θεωρήθηκε πως απομακρυνόταν από τον «ακραίο» υπερρεαλισμό της Υψικαμίνου. Μετά το θάνατο του Εμπειρίκου η αποδοχή τού έργου του έγινε σχεδόν καθολική, και ο ίδιος θεωρήθηκε μία από τις μείζονες παρουσίες στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς ωστόσο να τύχει ανάλογης αναγνώρισης με άλλους ποιητές της Γενιάς του '30, όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Η νεότερη κριτική τοποθέτησε τον Εμπειρίκο στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να θεωρούνται πλήρως δεδομένοι οι δεσμοί του με τις προγραμματικές αρχές του υπερρεαλισμού.
Αν και ο Εμπειρίκος δεν επιχείρησε να διευκολύνει την κατανόηση του έργου του ή να το εξηγήσει μέσα από θεωρητικά κείμενα, για τη μέθοδο που ακολούθησε και τους βασικούς άξονες της ποιητικής του, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από το κείμενο που έγραψε αντί προλόγου στα Γραπτά, με τίτλο Αμούρ-Αμούρ. Στο προλογικό αυτό κείμενο, ο Εμπειρίκος εκθέτει ουσιαστικά την υπερρεαλιστική τεχνική που ο ίδιος αφομοίωσε, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει στα ποιήματά του όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση αποκλείονται, δηλώνοντας παράλληλα πως βοηθήθηκε στην ταχεία κατανόηση του υπερρεαλισμού από τις ψυχαναλυτικές γνώσεις του και τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Ένγκελς. Αν και χρησιμοποίησε την αυτόματη γραφή, δεν περιορίστηκε σε αυτή. Υπό την έννοια της αυστηρής εφαρμογής του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού, ο Εμπείρικος δεν θεωρούσε πως τα έργα του, πέραν μίας ημερομηνίας, ήταν υπερρεαλιστικά, ωστόσο κατά τον ίδιο, εξακολούθησε να διατηρεί ένα σύνδεσμο με τον υπερρεαλισμό μέσα από μία ελεγχόμενη – όχι απαραίτητα λογική – χρήση της γλώσσας. Σύμφωνα με τον Ελύτη, στο βαθμό που εφάρμοσε τον αυτοματισμό, ο Εμπειρίκος το επιχείρησε όχι τόσο για να «αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου, όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας», ώστε τοποθετώντας σε ίση μοίρα το λογικό και το παράλογο, να εξαλείψει «τις διακρίσεις που ανέκαθεν στήριξαν την Ελληνο-Δυτική διανόηση».
Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του μέσα στη δημοτική ως ακαδημαϊκά και «ψεύτικα». Κατά τον Ελύτη, η καθαρεύουσα προσφερόταν ως μέσο που τον διευκόλυνε να συμπαραθέτει εκφραστικούς τύπους διαφορετικών στρωμάτων και προελεύσεων. Σύμφωνα με τον Γκυ Σωνιέ, η φωνητική και η μορφολογία του Εμπειρίκου είναι πολύ συχνά λόγιες, ωστόσο η βάση της σύνταξής του είναι σαφώς δημοτική. H λεξιπλαστική ικανότητά του έχει επίσης τονιστεί, ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόμα και βωμολοχίες. Η «μεικτή» γλώσσα του Εμπειρίκου επιτρέπει κατά συνέπεια την αξιοποίηση του πλούτου της νεοελληνικής γλώσσας, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας, θέτοντας στην υπηρεσία της εκφραστικότητας την ελεύθερη χρήση όλων των δυνατοτήτων της.
Ορισμένοι μελετητές του έργου του έχουν επισημάνει τη χρήση αναγραμματισμών, ενώ ως ιδιαίτερα δυσεπίλυτοι αναγραμματισμοί θεωρούνται όσοι εμφανίζονται στο ποίημα Η νήσος των Ροβινσώνων, που περικλείεται στη συλλογή Οκτάνα. Χρήση αναγραμματισμών θεωρείται πως γίνεται επίσης στο ποίημα Οι χαρταετοί (Οκτάνα), στο «Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα», από το ποίημα Στροφές Στροφάλων της Ενδοχώρα, καθώς και στα ποιήματα «Τορανίνα Εχμπατομβία» (Υψικάμινος) και «Μεγαμπέρχα» (Ενδοχώρα).
Εργογραφία
Ποίηση

• Υψικάμινος (1935)
• Ενδοχώρα (1945)
• Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1960)
• Οκτάνα (1980)
• Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984)
• Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία (1995)
Πεζά• Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1980)
• Ο Μέγας Ανατολικός (1990-92)
• Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης (1998)
• Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο (1999)
Φωτογραφία• Φωτοφράκτης (2001)
• Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου (2004)
• Ταξίδι στη Ρωσσία (2001). Ημερολόγιο και φωτογραφίες (Δεκέμβριος 1962)
Ψυχολογία
• Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα (2001)


ΑΠΟ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας

1
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Φρουροί ασάλευτοι προσμένουν διαταγές
Και αν μερικοί συμπολιτεύονται με τους ολέθρους
Και άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν
Κι ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα
Γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

Και το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.

Συν γυναιξί και τέκνοις
Οι κάτοικοι των πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα
Γιατί τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των πλέγματα
Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη γη ξεχύνονται
Σπάργωσιν φέρνοντας στα σώματα και τις ψυχές.

- 2-
Και το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται.
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Άλλοι παλεύουν παίζοντας στα χώματα
Πίδακες αναπηδούν από τη γη
Επιταχύνειται η έκκρισις των σιελογόνων
Τα ντέφια των αθιγγανίδων πάλλονται
Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς ρυθμούς
Με όρθιες τις ρώγες στους αρσενικούς ανέμους
Με όρθιους τους στημόνες των μυστικών ανθέων
Κάτω απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή στο στόμα
Και ο Σείριος καλεί την Ανδρομέδα
Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

- 3 -

Τι κι αν δε φαίνονται του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ακούονται οι φωνές των ουρανίων σωμάτων
Και πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της πανηγύρεως τα πλήθη
Και ενώ με λόγια αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί
Εκθλίβεται απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι μόσχοι
Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες

Και αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς τ' αγόρια
Ολίγος κόσμος έμεινες στις πόλεις
Μες στις αυλές στους δρόμους στις πλατείες
Οι απομένοντες καρατομούν τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια
Διότι οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια


- 4 -

Τα ριζικά των νέων εποχών
Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα υψώνονται
Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.

Κι αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει
Ως άνθρωπος Νεαντερντάλειος
Ως άνθρωπος απόλυτος οριστικώς erectus

Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ
Μ' ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο
Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει
Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ο νέος αιών.

ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ

Όταν δια της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά
και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν
αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις
την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών
οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και
θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του
ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει
με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή,
ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη
και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας
αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν,
πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι
βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον
θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των
ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την
μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας.....

....................

Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να
ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας
και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν
οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον
της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες
και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των,
ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες
και πνιγόμενοι να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από
όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει
τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το
αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και
στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως
όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την αλήθειαν.
Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε
βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη,
αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α .
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα;

.............................

Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν :
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πή πύρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον
εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και
την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως
το "εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν
μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που
εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας
εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει
βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.

.................................

Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.

..................................

Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.

Εις την Οδόν των Φιλελλήνων


Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".

(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)

Ο Δρόμος


Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ' έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ' στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ' από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ' από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ' ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο !" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ' στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ' το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ' απ' την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ' από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ' ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε, κύριοι, απ' εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.

Η μνήμη των αναμνήσεων

[Από την ενότητα Α']

Η ανύψωσις του χεριού σου
Έχει τη χάρι ζαρκαδιού που τρέχει
Σε χλόη γαλάζια σαν τα φύλλα της καρδιάς σου
Το στεφάνι που έρριξες στο λαιμό του αλόγου
Είναι από άνθη λεπτότερα και από πτερά εντόμων
Η συλλογή των λουλουδιών αυτών είναι πολύτιμη
Δεν είναι συλλογή κολεοπτέρων
Δεν είναι συλλογή αγαλμάτων εξ ελεφαντοστού
Είναι μια συλλογή ενθυμημάτων
Που η διαφάνειά των ξεπερνά τα πέρατα του κόσμου
Οι πληθυσμοί της οικουμένης σε λατρεύουν
Οι σκέψεις σου είναι διάφανες όπως εσύ η ίδια
Στην επιφάνειά των πλέχουν χίλιες μικρές πομφόλυγες
Περιέχουν το πεντάσταγμα της απαλής καρδιάς σου
Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μου
Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μας
Είμαι στην άκρη του δάσους και συγκρατώ τους χθεσινούς ψιθύρους
Μπροστά μου το λειβάδι απλώνεται όπως χθες
Στην χλωρασιά του έφθασε το άλογο που αγάπησες
Όμως εσύ δεν ήλθες
Τα βήματα του αλόγου είναι ο βηματισμός του ονείρου μας
Είναι οι θάλασσες που διαβήκαμε
Τα τρεχαντήρια που χρωματίσαμε μαζί
Το άλογο αυτό κρατά στο στόμα του μια ημισέληνο
Χωρίς να την αφήση χλιμιντρίζει
Το άλογο αυτό και εγώ μαζί του
Στεκόμαστε στην άκρη του δάσους και σε περιμένουμε
Το άλογο αυτό και εγώ
Είμεθα πλάσμα εν και αδιαίρετο
Είμεθα κένταυρος που σε αγαπά
Είμεθα κένταυρος που ξέρει
Ότι δεν είναι δυνατόν να μη ξανάρθης.

Από τη συλλογή Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984)

Ανδρέας Εμπειρίκος

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές»[1], κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του[2]. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Βιογραφία
Ο Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στη Μπραΐλα της Ρουμανίας. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη αγόρια, τον Μαρή, τον Δημοσθένη που πέθανε νέος και τον Κίμωνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Μαζί με τους αδελφούς του Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1939-1935), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd. καθώς και άλλων εταιρειών. Την περίοδο 1917-18 υπήρξε επίσης βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Η μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Στεφανία, ήταν κόρη του Λεωνίδα Κυδωνιέως από την Άνδρο και της Ρωσίδας Σολωμονίς Κοβαλένκο, από το Κίεβο. Το 1902 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο 1912-17 φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά το χωρισμό της από τον πατέρα του. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει για τα πρώιμα ποιητικά του έργα πως «η συναισθηματική του εκτόνωση σε στίχους είχε αρχίσει τόσο πρόωρα που σε ηλικία είκοσι χρονών να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ' εξοχήν του Κωστή Παλαμά»[3]. Την περίοδο 1921-25 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. του Λονδίνου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926, ήρθε σε διάσταση με τον πατέρα του, και ταξίδεψε στο Παρίσι όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, έκανε προσωπική και διδακτική ανάλυση. Συνδέθηκε με αρκετούς Γάλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και ο Φρουά Γουιτμάν, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την μοντέρνα ποίηση και περίπου το 1929, έφερε σε επαφή τον Εμπειρίκο με την ομάδα των υπερρεαλιστών.
Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για ένα διάστημα στα ναυπηγεία του πατέρα του, πριν παραιτηθεί έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου του 1935 έδωσε μία ιστορικά σημαντική διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών, εισάγοντας ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στον ελληνικό χώρο. Για τον αντίκτυπό της, ο Ελύτης έγραψε πως η διάλεξη έγινε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν»[4]. Το Μάρτιο του ίδιου έτους εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, η οποία περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα και τυπώθηκε στις εκδόσεις «Κασταλία». Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφτηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935, άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση ως επάγγελμα, αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ως «διδάκων ψυχαναλυτής», ενώ παράλληλα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, συνεχίζοντας τις προσπάθειες διάδοσης και υπεράσπισης του υπερρεαλισμού. Την περίοδο 5-29 Μαρτίου του 1936 οργάνωσε στο σπίτι του «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων», η οποία περιλάμβανε έργα των Μαξ Ερνστ, Όσκαρ Ντομίνγκεζ και άλλων ζωγράφων, σπάνια βιβλία, πρώτες εκδόσεις υπερρεαλιστών, τα μανιφέστα του κινήματος και φωτογραφικό υλικό. Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α', ενώ ποιήματα από τη συλλογή του Ενδοχώρα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Παράλληλα, έως και το 1939, πραγματοποιούσε τακτικά ταξίδια στη Γαλλία, προκειμένου να διατηρεί τις επαφές του με τους Γάλλους υπερρεαλιστές.
Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944. Στο διάστημα της κατοχής, ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι. Κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Δημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», ενώ τυπώθηκε και η Ενδοχώρα, από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με την Βιβίκα Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης και να αποκτήσουν εικόνα για τα δρώμενα στη χώρα. Ο Εμπειρίκος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο ενώ μετά το ταξίδι αυτό έγραψε το ποίημα Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία.
Το 1963 πραγματοποίησε μια ομιλία αφιερωμένη στο Νίκο Εγγονόπουλο, στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε το μακροσκελές επικό ποίημα Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συντέλεια (1991), ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συγγραφή του [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, κείμενο που θα αποτελούσε την εισαγωγή ενός νέου μυθιστορήματος, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε. Στις 26 Ιανουαρίου 1971 έδωσε διάλεξη στο Κολέγιο Αθηνών για την μοντέρνα ποίηση και το 1973 μίλησε για το έργο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την χρονιά αυτή σημειώθηκε και ο θάνατος της μητέρας του. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.

Λογοτεχνία
Η εμφάνιση του Εμπειρίκου στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1935, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, Υψικάμινος, η οποία κυκλοφόρησε σε διακόσια πενήντα αντίτυπα που εξαντλήθηκαν. Κατά τον ίδιο, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού προκλήθηκε διότι το έργο θεωρήθηκε «σκανδαλώδες, γραμμένα από έναν παράφρονα»[5]. H Υψικάμινος έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα[6], το οποίο αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «λυρική» περίοδο του Εμπειρίκου[7]. Κατά τον ίδιο τον Εμπειρίκο υπήρξε η πρώτη πραγματική εκδήλωση και πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα[8]. Η συλλογή περιέχει 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης και χαρακτηρίζεται από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, αν και η έκδοσή της είχε αναγγελθεί από το 1937. Περιέχει 112 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1934-7 και χαρακτηρίζεται από εμφανείς διαφορές σε σύγκριση με την Υψικάμινο, τόσο στη μορφή των ποιημάτων όσο και στη «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και τη συνακόλουθη θεματική τους καθαρότητα[9]. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο που αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία και χλευασμό από τους περισσότερους κριτικούς, η Ενδοχώρα επαινέθηκε και υπήρξε δημοφιλέστερη, ωστόσο και οι δύο συλλογές άσκησαν αποφασιστική επίδραση σε σύγχρονους λογοτέχνες, κυρίως στον Οδυσσέα Ελύτη, στο Νικόλαο Κάλα, στο Νίκο Γκάτσο και στο Νίκο Εγγονόπουλο[10].
Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, έργο που από τον τίτλο του μαρτυρά τον μυθοποιητικό χαρακτήρα του. Γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1936-46 και ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα πριν την έκδοση του. Αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται Μυθιστορίαι, Τα γεγονότα και εγώ και Πρόσωπα και Έπη αντίστοιχα, περιέχοντας αφηγηματικά κείμενα σχετιζόμενα περισσότερο με τον πεζό λόγο. Οι μυθιστορίες ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, ενώ η δεύτερη ενότητα της συλλογής αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό πρωταγωνιστή ή αφηγητή το συγγραφέα τους. Στην μεγαλύτερη σε έκταση ενότητα Πρόσωπα και Έπη, οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία.
Εκδοτικά μεταγενέστερο των Γραπτών υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1964-5, στο περιοδικό Πάλι και μεταφράστηκε τον ίδιο χρόνο από τον Michel Saunier στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Η έκδοση του συνέβη με σημαντική καθυστέρηση το 1980. Η συγγραφή της Αργώς τοποθετείται πριν τη συλλογή των Γραπτών ή τουλάχιστον παράλληλα με αυτή. Το έργο πραγματεύεται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες και φέρει πιο καθαρά δείγματα της μεταγενέστερης πορείας που ακολούθησε ο Εμπειρίκος, σε ό,τι αφορά την διακήρυξη ενός κοσμικού και ιδεολογικού συστήματος για τη δημιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού και ερωτικά απελευθερωμένου κόσμου[11]. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, το θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου ως βασικά θέματα. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης[12]. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του[13], ενώ όπως ο ίδιος ο Εμπειρίκος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου»[14]. Στην ίδια συλλογή περιέχονται τέσσερα πεζά ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1963-4, με αναφορές σε ποιητές της μπητ γενιάς, που φανερώνουν την ιδεολογική του συγγένεια με τα ειρηνιστικά αλλά και αναρχικά κηρύγματά της[15]. Στο ποίημα Οι Μπεάτοι ή της μή συμμορφώσεως οι Άγιοι, ο Εμπειρίκος αναφέρεται εκτενώς σε λογοτεχνικούς ομοϊδεάτες του ή άλλες μορφές που του άσκησαν επίδραση, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τους Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ε. Α. Πόε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Μαρξ, Χένρυ Μίλλερ, Νίτσε, Βίκτωρ Ουγκό, Σικελιανό, Λένιν και Κ.Π. Καβάφη.
Το 1984 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μίας συλλογής με τον τίτλο Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες δόθηκαν για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τραμ (1976), όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα της συλλογής με τίτλο Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας, χρονολογημένο το 1966. Ποιήματα από την ίδια συλλογή δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1965 στο περιοδικό Πάλι (τεύχος 5, σελ. 336-342). Θεωρείται πως η συλλογή συγκροτήθηκε την περίοδο 1965-72, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ο Εμπειρίκος το χειρόγραφό του μέχρι το τέλος της ζωής του[16]. H μορφή και η θεματολογία του έργου βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνες της Ενδοχώρας. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το οκτάτομο έργο Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργάστηκε το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό ή αποσπάσματά του εμφανίστηκαν δημόσια μέχρι την έκδοσή του. Χαρακτηρίστηκε ως το μείζον έργο του και έγινε αποδεκτό με άκρατο ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του.
Το 1995, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του, εκδόθηκε αυτοτελώς το ποίημα Ες-ες-ες-ερ Ρωσία, το οποίο αποτελεί ένα είδος χρονικού της επίσκεψης του στη Ρωσία, το Δεκέμβριο του 1962. Το ποίημα είναι αξιοσημείωτο ως πηγή αυτοβιογραφικών στοιχείων, πολιτικό σχόλιο της εποχής στην οποία γράφτηκε, αλλά και ως ιστορικό ντοκουμέντο[17]. Το 1998 εκδόθηκε το πεζό Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, έργο που εντάσσεται στα πλαίσια μίας ανέκδοτης τριλογίας του Εμπειρίκου με τίτλο Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται η Αργώ ή Πλους αεροστάτου και το πεζό Βεατρίκη ή Ένας Έρωτας του Buffalo Bill. Η συγγραφή της Ζεμφύρας ολοκληρώθηκε στις 15 Ιουνίου του 1945, όπως δηλώνεται στο τέλος του έργου, δεν γνωρίζουμε όμως πότε άρχισε. Μαζί με την Αργώ θεωρείται «δορυφόρος» του Μεγάλου Ανατολικού, μεταφέροντας σε σμίκρυνση τη μεγάλη τοιχογραφία του τελευταίου[18], αν και ως κείμενα διατηρούν την ανεξαρτησία τους, διαθέτοντας πρωτότυπα θέματα. Η Ζεμφύρα πραγματεύεται τον έρωτα ενός λιονταριού και της θηριοδαμάστριάς του, θέμα που μπορεί να ανιχνευτεί για πρώτη φορά στο ποίημα Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους παρθένου της Υψικαμίνου[19]. Ο ελληνικός μύθος της Πασιφάης, που υπήρξε βασίλισσα της Κρήτης και μητέρα του Μινώταυρου, απασχόλησε ελάχιστα τους νεότερους Έλληνες ποιητές, ωστόσο ο Εμπειρίκος τον συνέδεσε με το κεντρικό θέμα του έργου του, που αφορά στον παρά φύση έρωτα της Ζεμφύρας.


Ψυχανάλυση
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50[20], σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης[21]. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ' επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής»[22]. Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.
H ενασχόλησή του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση ξεκίνησε την περίοδο των σπουδών του στη Γαλλία, κατά την οποία συνδέθηκε με τον Ρενέ Λαφόργκ, έναν από τους ιδρυτές της γαλλικής ψυχανάλυσης. Αναλύθηκε τρία χρόνια στον Λαφόργκ και ήρθε σε επαφή με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές[23]. Ως εισηγητής της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, ξεκίνησε να την εξασκεί το 1935 στην Αθήνα, σχηματίζοντας μαζί με τους ψυχιάτρους Δημήτριο Κουρέτα και Γεώργιο Ζαβιτζιάνο μία μικρή ομάδα ενδιαφερόμενων, σε άμεση επαφή και συνεργασία με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία, όπως σημειώνει ο Εμπειρίκος συμμετείχε στους «αγώνες των πρώτων ορθοδόξων Ελλήνων ψυχαναλυτών»[24]. Στις πρώτες προσπάθειες της ομάδας συμμετείχε επίσης ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης[21], αν και μόνο ο Εμπειρίκος πρότεινε τυπικές ψυχαναλύσεις ενηλίκων νευρωτικών, για τις οποίες, καθώς φαίνεται, δεν είχε αλληλεπίδραση με κανέναν άλλο ειδικό στην Ελλάδα. Παράλληλα, ενημερωνόταν μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, διατηρώντας επαφή με Γάλλους ψυχαναλυτές και ταξιδεύοντας συστηματικά στο Παρίσι για επαγγελματικούς σκοπούς[25]. Το 1949 συμμετείχε επίσης στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Ζυρίχη. Ο πρώτος πυρήνας των Ελλήνων ψυχαναλυτών έτυχε εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού και το 1950 οι Εμπειρίκος, Ζαβιτζιάνος και Κουρέτας έγιναν μέλη της. Για το σκοπό αυτό, ο Εμπειρίκος έγραψε, ως όφειλε, την πολυσέλιδη κλινική μονογραφία, με τίτλο Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις, η οποία δημοσιεύτηκε στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση (πρωτότυπος τίτλος: Un cas de névrose obsessionnelle avec éjaculations précoces, Revue Française de Psychanalyse, τόμ. XIV, αρ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1950, σσ. 331-366) και αποτελεί μία πλήρη περιγραφή της θεραπείας ενός αρρώστου που ψυχαναλύθηκε από τον Εμπειρίκο. Για την συνολική προσφορά του στην ψυχανάλυση, αναφέρεται πως «κατά τον Ζακ Λακάν υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάλυση των νευρώσεων»[26], ενώ κατά τον Γ. Ζαβιτζιάνο διέκρινε ότι «οπισθοδρόμηση στο ναρκισσιστικό στάδιο δεν σημαίνει ότι πρόκειται αναμφισβήτητα περί σχιζοφρένειας», υποδιαιρώντας την άποψη της ναρκισσιστική νευρώσεως[27]. O Εμπειρίκος διέκοψε την πρακτική της ψυχανάλυσης τον Απρίλιο του 1951, ωστόσο συνέχισε να αποτελεί μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60.


Φωτογραφία
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού»[28]. Ως «μανιώδη φωτογράφο» τον χαρακτήρισε επίσης ο φίλος του, Δ. Ι. Πολέμης[29]. Κατά τον γιο του, Λεωνίδα Εμπειρίκο, «κυκλοφορούσε πάντα με [φωτογραφική] μηχανή, συχνά με δύο, ενίοτε και με τρεις»[30]. Το φωτογραφικό του έργο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πολύμορφο και ποιοτικά άνισο. Χρονολογείται από το 1919, όταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εμφάνισε τις πρώτες φωτογραφίες του, ως επί το πλείστον οικογενειακές, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε άγνωστο. Χωρίζεται συνήθως σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, της μεταπολεμικής καθώς και μία σειρά φωτογραφιών του γιου του, από το 1957 έως το 1974. Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες. Οι περισσότερες από αυτές είναι τραβηγμένες ευκαιριακά, στο δρόμο, ενώ ορισμένες είναι αποτέλεσμα πιο εντατικής φωτογράφισης[31] και μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ.
Το 1955 οργάνωσε μία ατομική έκθεση, στην αίθουσα «Ιλισσός», η οποία διήρκεσε από τις 22 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου. Αυτή υπήρξε η μοναδική δημόσια παρουσίαση φωτογραφιών του, ενόσω ήταν εν ζωή, κατά την οποία εκτέθηκαν περίπου 210 ασπρόμαυρα έργα, τα περισσότερα από τα οποία προσφέρονταν προς πώληση[32]. Ο Εμπειρίκος έδειξε ισχυρό ενδιαφέρον για τις τεχνικές εξελίξεις στη φωτογραφία, ενώ θεωρείται επίσης πιθανό πως εξέφραζε παράλληλα και ένα ειδικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ήταν κάτοχος αξιόλογου εξοπλισμού, μεταχειριζόμενος μεγάλο αριθμό φωτογραφικών μηχανών, ωστόσο παρά την επιθυμία του να οργανώσει ένα σκοτεινό θάλαμο για ιδιωτική χρήση, τελικά δεν τα κατάφερε, πιθανώς λόγω έλλειψης κατάλληλου χώρου. Από το 1951, τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του αναλάμβανε ένα επαγγελματικό εργαστήριο, συνήθως κατόπιν λεπτομερών οδηγιών του Εμπειρίκου.


Κριτική και αποτίμηση
Ο Εμπειρίκος, όπως και συνολικά ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αντιμετώπισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικότερα τη δεκαετία 1935-45, σκληρή κριτική, συχνά στα όρια του χλευασμού. H έκδοση της Υψικαμίνου συνοδεύτηκε από σύντομες αναφορές στον τύπο της εποχής, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στα όρια της ειρωνείας. Ο Στρατής Μυριβήλης, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, το περιέγραψε ως εύθυμο και πολύτιμο βιβλίο τέρψεως για οικογενειακές συναναστροφές[33], ενώ αργότερα υπήρξε περισσότερο ειρωνικός στην κριτική του. Μέσα από την Υψικάμινο, ο Κώστας Ουράνης αναγνώρισε στο πρόσωπο του Εμπειρίκου τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του συρρεαλισμού στην Ελλάδα», αναγνωρίζοντας όμως στο έργο του, την «παγερή λαμπρότητα του στείρου και του ανωφελούς»[33]. Ένα χρόνο αργότερα, ο Κ. Μπαστιάς αναφέρθηκε στο «μοναδικό λεκτικό πλούτο» και κάποια «φραστική μυστικότητα» του έργου»[34]. Συνολικά, η Υψικάμινος αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία που παραμελήθηκε και σχεδόν χλευάστηκε[35]. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, στο κριτικό του κείμενο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελπμασάν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στους κριτικούς, ομολογώντας πως δεν έτρεφε συμπάθεια απέναντί τους[36]. Μεγάλο μέρος της πρώιμης κριτικής που του ασκήθηκε ήταν συνυφασμένη με την αμήχανη και επιφυλακτική στάση απέναντι στο ίδιο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος σχολίασε τη στάση αυτή, αναφερόμενος το 1939 σε επιφυλάξεις «χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των κριτικών για όσα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη και την ουσία της [υπερρεαλιστικής] θεωρίας», θεωρώντας πως οι περισσότεροι δεν κατανόησαν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό[37].

Η στερεότητα και σφριγηλότητα του εμπειρίκειου ύφους, το ποσοστό της θετικότητας που περιέχει, μια ενέργεια και δομή που ξεπερνάει τα όρια του ελληνοκεντρισμού κι απλώνει την υποβλητικότητά της στην υφήλιο, πλησιάζει τον τόνο και τον δραστήριο και εικονοβριθή λυρισμό του Απολλιναίρ, με το έντονα συγκινησιακό του στοιχείο, και με ρυθμούς πρωτάκουστους στην ελληνική γλώσσα.
Νάνος Βαλαωρίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος (1989)

Η έκδοση της Ενδοχώρας το 1946, συνοδεύτηκε από περισσότερο ευμενείς κριτικές παρουσιάσεις, όπως του λογοτέχνη Αντρέα Καραντώνη, του Ασημ. Πανσέληνου και του Αιμ. Χουρμούζιου. Ο πρώτος χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο ως τον πιο ολοκληρωμένο σύγχρονο διονυσιακό ποιητή, συγκρίνοντάς τον με την περίπτωση του Σικελιανού και επισημαίνοντας ειδικότερα πως αντικατέστησε τον μυθολογικό αρχαϊσμό του με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού[38]. Ανάλογη κριτική άσκησε αργότερα και ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνδέοντας το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού, ως προς τις συγκεκριμένες ιδεολογίες που ο καθένας προέβαλε στο έργο του – ο Σικελιανός τον μυστικισμό και ο Εμπειρίκος τον υπερρεαλισμό – κατατάσσοντας τους στο «διονυσιακό» τομέα της ποίησης[39]. Ο Καραντώνης αναφέρθηκε επίσης στον «γλωσσικό εξωτισμό» τού Εμπειρίκου, τον οποίο παρουσίασε ως έναν από τους νεοτεριστές της ελληνικής ποίησης. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πανσέληνος αναγνώρισε στην Ενδοχώρα αρετές όπως ο λυρισμός της, η εντέλεια στην έκφραση και η ελληνικότητά της, απορρίπτοντας συγχρόνως την ερμητικότητα, τον ατομισμό και το λογιοτατισμό της, κατατάσσοντας τη συλλογή στην «ποίηση της παρακμής»[33]. Ο Χουρμούζιος αναγνώρισε, με τη σειρά του, τους λυρικούς εκφραστικούς τρόπους του Εμπειρίκου, άρρηκτα συνδεδεμένους με το διονυσιακό ή βακχικό στοιχείο, καλώντας τον ωστόσο να αποστατήσει από το ποιητικό του ιδεώδες[40]. Η Ενδοχώρα κατέχει ιδιαίτερη θέση ακόμα και για τους νεότερους κριτικούς, έχοντας χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο σημείο της ποιητικής παραγωγής του Εμπειρίκου, περιέχοντας τα αρτιότερα και περισσότερο ολοκληρωμένα ποιήματα[41].
Για μεγάλο διάστημα, το ποιητικό έργο τού Εμπειρίκου αγνοήθηκε, όχι μόνο στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και στους κύκλους των υπερρεαλιστών εκτός Ελλάδας, όπου παρέμεινε πρακτικά άγνωστο[42]. Σημαντική συμβολή στην αποδοχή του είχε η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό – με σημείο αναφοράς το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό» (1938) – η οποία ευνοήθηκε επίσης από τα μετριοπαθή δείγματα γραφής του ελληνικού υπερρεαλισμού, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί με τη συνεισφορά άλλων λογοτεχνών, όπως του Ελύτη με τις συλλογές Προσανατολισμοί και Σποράδες, του Νίκου Γκάτσου με την Αμοργό, αλλά και την Ενδοχώρα του ίδιου τού Εμπειρίκου, που θεωρήθηκε πως απομακρυνόταν από τον «ακραίο» υπερρεαλισμό της Υψικαμίνου. Μετά το θάνατο του Εμπειρίκου η αποδοχή τού έργου του έγινε σχεδόν καθολική[43], και ο ίδιος θεωρήθηκε μία από τις μείζονες παρουσίες στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς ωστόσο να τύχει ανάλογης αναγνώρισης με άλλους ποιητές της Γενιάς του '30, όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Η νεότερη κριτική τοποθέτησε τον Εμπειρίκο στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να θεωρούνται πλήρως δεδομένοι οι δεσμοί του με τις προγραμματικές αρχές του υπερρεαλισμού[43].
Αν και ο Εμπειρίκος δεν επιχείρησε να διευκολύνει την κατανόηση του έργου του ή να το εξηγήσει μέσα από θεωρητικά κείμενα, για τη μέθοδο που ακολούθησε και τους βασικούς άξονες της ποιητικής του, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από το κείμενο που έγραψε αντί προλόγου στα Γραπτά, με τίτλο Αμούρ-Αμούρ. Στο προλογικό αυτό κείμενο, ο Εμπειρίκος εκθέτει ουσιαστικά την υπερρεαλιστική τεχνική που ο ίδιος αφομοίωσε, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει στα ποιήματά του όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση αποκλείονται[44], δηλώνοντας παράλληλα πως βοηθήθηκε στην ταχεία κατανόηση του υπερρεαλισμού από τις ψυχαναλυτικές γνώσεις του και τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Ένγκελς. Αν και χρησιμοποίησε την αυτόματη γραφή, δεν περιορίστηκε σε αυτή. Υπό την έννοια της αυστηρής εφαρμογής του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού, ο Εμπείρικος δεν θεωρούσε πως τα έργα του, πέραν μίας ημερομηνίας, ήταν υπερρεαλιστικά, ωστόσο κατά τον ίδιο, εξακολούθησε να διατηρεί ένα σύνδεσμο με τον υπερρεαλισμό μέσα από μία ελεγχόμενη – όχι απαραίτητα λογική – χρήση της γλώσσας[45]. Σύμφωνα με τον Ελύτη, στο βαθμό που εφάρμοσε τον αυτοματισμό, ο Εμπειρίκος το επιχείρησε όχι τόσο για να «αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου, όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας», ώστε τοποθετώντας σε ίση μοίρα το λογικό και το παράλογο, να εξαλείψει «τις διακρίσεις που ανέκαθεν στήριξαν την Ελληνο-Δυτική διανόηση»[46].

Σε αντιστάθμισμα, η ιδιάζουσα καθαρεύουσα που μεταχειρίζεται και ο ενδυματολογικός εξωτισμός των ηρώων του συντίθενται με τόσον έξοχον τρόπο που θυμίζουν τις καλύτερες επιτυχίες της χαροκολλητικής του Μαξ Ερνστ.
Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1979)

Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του μέσα στη δημοτική ως ακαδημαϊκά και «ψεύτικα»[45]. Κατά τον Ελύτη, η καθαρεύουσα προσφερόταν ως μέσο που τον διευκόλυνε να συμπαραθέτει εκφραστικούς τύπους διαφορετικών στρωμάτων και προελεύσεων[47]. Σύμφωνα με τον Γκυ Σωνιέ, η φωνητική και η μορφολογία του Εμπειρίκου είναι πολύ συχνά λόγιες, ωστόσο η βάση της σύνταξής του είναι σαφώς δημοτική[48]. H λεξιπλαστική ικανότητά του έχει επίσης τονιστεί, ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόμα και βωμολοχίες[49]. Η «μεικτή» γλώσσα του Εμπειρίκου επιτρέπει κατά συνέπεια την αξιοποίηση του πλούτου της νεοελληνικής γλώσσας, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας[50], θέτοντας στην υπηρεσία της εκφραστικότητας την ελεύθερη χρήση όλων των δυνατοτήτων της[51].
Ορισμένοι μελετητές του έργου του έχουν επισημάνει τη χρήση αναγραμματισμών [52][53], ενώ ως ιδιαίτερα δυσεπίλυτοι αναγραμματισμοί θεωρούνται όσοι εμφανίζονται στο ποίημα Η νήσος των Ροβινσώνων, που περικλείεται στη συλλογή Οκτάνα[54]. Χρήση αναγραμματισμών θεωρείται πως γίνεται επίσης στο ποίημα Οι χαρταετοί (Οκτάνα)[55], στο «Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα», από το ποίημα Στροφές Στροφάλων της Ενδοχώρας[56], καθώς και στα ποιήματα «Τορανίνα Εχμπατομβία» (Υψικάμινος) και «Μεγαμπέρχα» (Ενδοχώρα)[57].


Ποίηση
  • Υψικάμινος (1935)
  • Ενδοχώρα (1945)
  • Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1960)
  • Οκτάνα (1980)
  • Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984)
  • Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία (1995)
Πεζά
  • Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1980)
  • Ο Μέγας Ανατολικός (1990-92)
  • Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης (1998)
  • Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο (1999)
Φωτογραφία
  • Φωτοφράκτης (2001)
  • Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου (2004)
  • Ταξίδι στη Ρωσσία (2001). Ημερολόγιο και φωτογραφίες (Δεκέμβριος 1962)
Ψυχολογία
  • Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα (2001)
Σημειώσεις
  1. Γ. Γιατρομανωλάκης, "Αποκάλυψη και αναγέννηση στον Α. Εμπειρίκο", Χάρτης, τ. 17/18, Νοέμβριος 1985, σελ. 649
  2. Νάσος Βαγενάς, "Ελλειμμα νηφαλιότητας: Επίλογος στο Ετος Εμπειρίκου", Το ΒΗΜΑ, 23 Δεκεμβρίου 2001, σελ. B55, κωδικός άρθρου: B13450B551
  3. Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, στ' έκδοση, σ. 126 ή Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1980
  4. Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1987
  5. Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, Συνέντευξη με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα, Μάρτιος 1967, Ηριδανός, 4, σελ. 15
  6. Νάνος Βαλαωρίτης, "Μερικές σκέψεις γύρω από το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου", Η Λέξη, τ. 10, Δεκέμβριος 1981
  7. Γιατρομανωλάκης, 55
  8. Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία, Άγρα, γ' ανατύπωση 1988, σελ. 14
  9. Γιατρομανωλάκης, 77
  10. Βαλαωρίτης, 89
  11. Γιατρομανωλάκης, 142
  12. Φραγκίσκη Αμπατζόγλου, "Ανδρέας Εμπειρίκος: Από την πρωτοπορία των ποιητών στην παράδοση των ειρώνων", ΤΑ ΝΕΑ, 20 Νοεμβρίου 1999, σελ. N30, κωδικός άρθρου: A16597N301
  13. Γιατρομανωλάκης, 149
  14. Ανδρέας Εμπερίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος, 1993, σελ. 78
  15. Γιατρομανωλάκης, 171
  16. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες, Επίμετρο, Άγρα, 1984, σσ. 160-61.
  17. Βλ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ες-ες-ες-ερ Ρωσσία, Σημείωση του επιμελητή, Άγρα, 1995, σελ. 7.
  18. Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ύψιλον, β' έκδοση 1980, σελ. 65.
  19. Βλ. Ανδρέας Εμπειρίκος, Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, Σημείωμα του επιμελητή Γ. Γιατρομανωλάκη, Άγρα, 1998, σελ. 37.
  20. Θανάσης Τζαβάρας, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Ψυχανάλυση, «Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας», 1981, 5, σελ. 80-88.
  21. 21,0 21,1 Θανάσης Τζαβάρας, Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα, Επίμετρο: Υπερωκεάνιος πλους και Ψυχαναλυτικός Περίπλους, σελ. 226.
  22. Θανάσης Τζαβάρας, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Ψυχανάλυση ΙΙ, Χάρτης, 17/18, σελ. 566-76, 1985
  23. Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, Συνέντευξη με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα, Μάρτιος 1967, Ηριδανός, 4, σελ. 13-15.
  24. Ανδρέας Εμπειρίκος, Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα, "Βιογραφικόν Σημείωμα Μαρίας Βοναπάρτου", Άγρα, 2001, σελ. 208.
  25. Θανάσης Τζαβάρας, Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα, Επίμετρο: Υπερωκεάνιος πλους και Ψυχαναλυτικός Περίπλους, σελ., 226-7.
  26. Θανάσης Τζαβάρας, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Ψυχανάλυση ΙΙ, Χάρτης, 17/18, σελ. 570, 1985. Βλ. επίσης A. Biro et R. Passeron, Dictionnaire general du surréalisme et de ses environs, P.U.F., 1982, σελ. 144-5.
  27. H λέξη, τ. 10, Δεκέμβριος 1981, σελ. 771.
  28. Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, β' έκδοση, σελ. 71.
  29. Δημήτρης Καλοκύρης, "Ο φωτογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος", Έτος Εμπειρίκου 2001.
  30. Γιάννης Σταθάτος, Φωτοφράκτης, Εισαγωγή, σελ. 16
  31. ό.π., σελ. 20.
  32. Βλ. σχετικά Δημήτρης Καλοκύρης, "Ανδρέας Εμπειρίκος, ο φωτογράφος", περιοδικό Φωτογράφος, τ. 10, Ιούλιος-Αύγουστος 1991, σελ. 48-53.
  33. 33,0 33,1 33,2 Ιάκωβος Μ. Βούρτσης, Ο Εμπειρίκος και η κριτική, Χάρτης, τ. 17/18, Νοέμβριος 1985, σελ. 610.
  34. K. Μπαστιάς, "Φιλολογικοί Περίπατοι", Η Καθημερινή, 30 Απριλίου 1936, σελ. 3.
  35. Ν. Παππάς, "Νέοι ποιηταί με προσωπικότητα", Η Καθημερινή, 11 Μαΐου 1936, σσ. 3-4.
  36. Γιατρομανωλάκης, 128
  37. Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία, Άγρα, γ' ανατύπωση 1988, σελ. 15
  38. Αντρέας Καραντώνης, "Σύγχρονη Ποίησις", Η Καθημερινή, 15 Ιουνίου 1946, σελ. 4.
  39. Βαλαωρίτης, 29
  40. Α. Χουρμούζιος, "Δέκα βιβλία στίχων από τη νέα μας ποίηση", περ. Νέα Εστία, τ. 458, Αύγουστος 1946, σσ. 827-8, όπως παρατίθεται στο περ. Χάρτης, τ. 17/18, σσ. 627-8.
  41. Γιατρομανωλάκης, 106
  42. Βαλαωρίτης, 90
  43. 43,0 43,1 Παντελής Βουτουρής, "Πόσο υπερρεαλιστής ήταν ο Εμπειρίκος;", ΤΑ ΝΕΑ, 20 Ιανουαρίου 2001, σελ. R32, κωδικός άρθρου: A16948R321
  44. Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία, Άγρα, γ' ανατύπωση 1988, σελ. 10
  45. 45,0 45,1 Βλ. περιοδικό Χάρτης, "Συζήτηση στην Θεσσαλονίκη", τ. 17/18, σελ. 638.
  46. Ελύτης, 38
  47. Ελύτης, 50
  48. Saunier, 49
  49. ό.π., 51
  50. Φραγκίσκη Αμπατζόγλου, "Ανδρέας Εμπειρίκος: Ρηξικέλευθο σχολείο ποιητών", ΤΑ ΝΕΑ, 27 Μαΐου 2000, σελ. R12, κωδικός άρθρου: A16751R121
  51. Saunier, 52
  52. Γ. Κεχαγιόγλου, "Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως προφήτης της ογδόης ημέρας, ή περί αναγραμματισμών", περ. Πόρφυρας, τχ. 74, Ιούλιος 1995, σ. 231
  53. Γ. Κεχαγιόγλου, "ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ", περ. Μικροφιλολογικά, τχ. 22, Λευκωσία, φθινόπωρο 2007, σ. 22.
  54. Σωκράτης Τιτούρης, Αναγραμματισμοί στα ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Πόρφυρας, τ. 127, Απρίλιος 2008, σελ. 18. Ενδεικτικά προτείνεται πως η φράση «Άχαρ, λαμίρ, ισχάρ, μανίκ, νούμα, ραπάντα, άντα» που φωνάζει ο ερημίτης ναυαγός, είναι αναγραμματισμός της πρότασης «Χαρμάνια, πούρα, άναμμα, λακριντί, αστραχάν», δηλαδή μια απαρίθμηση πραγμάτων και δραστηριοτήτων που άρεσαν στον φανατικό καπνιστή Εμπειρίκο. Η δεύτερη ακατανόητη φράση του ποιήματος, «Πάθε, σιγγά, αλλασονί, πέγγε, κιμέ, βοντά, ουνόρα!», αναγραμματιζόμενη μετατρέπεται στη φράση «Βλέπομε τρικ, λογοπαίγνιόν σας, αγαθέ ναυαγέ!». Παρομοίως, η φράση του ερημίτη «ΚΑΜΕ ΛΑΜΑ ΧΑΜΙ ΑΧΜΑΡ ΠΑΝΕ ΑΜΠΟΡ ΕΛΜΑΝΑ» αντιστοιχεί πιθανώς σε αναγραμματισμό του «Χαρμάνια Κάμελ, άναμμα, Μπαχ, παρέα, μελό». Η φράση της νήσου «ΠΑΝΕ ΩΩΩΧ-ΩΩΩ ΑΑΑΧ-ΑΑΑ ΟΥΑ-ΟΥΑ ΕΛΜΑΝΑ!» δίδει αναγραμματιζόμενη την πρόταση «Οχεύω, ανώμαλε! Ωωω! Όπα, χύνω! Αααααααα!», περιγράφοντας, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, τη συνουσία και την εκσπερμάτιση της οχεύουσας αρσενικής πανίδας, η οποία διαμαρτύρεται επειδή ο ερημίτης ναυαγός τη μπανίζει
  55. Τιτούρης, ό.π. Πρόκειται για τις λέξεις: ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ που ερμηνεύονται ως αναγραμματισμός της φράσης «Έλκουν λαόν απαλά» αλλά και «Κόλπο, άλαλε Αυνάν!»
  56. Τιτούρης, ό.π: Η φράση «Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα» αναγραμματιζόμενη γίνεται «Καλά ρε! Να βαπόρι! Μάλαμα!», εκφράζοντας δηλαδή τα ενθουσιασμό για το βαπόρι που χρησίμευσε ως χώρος φιλοξενίας των ερωτικών τους στιγμών
  57. Τιτούρης, ό.π: Προτείνονται ως αναγραμματισμοί των φράσεων «ανάπτει το μοβ χαρμάνι» και «Με έργα Μπαχ» αντίστοιχα