Σελίδες

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣΑΗ

Ὅταν ἀνέβαινες στὸ βουνὸ
ἐσὺ κατέβαινες στὴν πεδιάδα
νὰ κυνηγᾶς ψυχὲς
νὰ κυνηγήσεις ἄσπρες πεταλοῦδες
καὶ τὶς περνᾶς σὲ ἀσημένια ψιλὰ σύρματα
γιατί ὁ ἴδιος εἶσαι σὺ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει
κι αὐτὸς ποὺ κατεβαίνει
δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ πεταλούδα, πεταλούδα
ἡ πεθαμένη δὲν εἶναι πεθαμένη
οὔτε ὁ τάφος, τάφος της
– Ἀσάη! σοῦ ἐφώναξα λοιπὸν
ὅπως σου ἔλεγα ἐγὼ τὶς σκάλες κατεβαίνοντας
ἐγὼ ὁ ἴδιος τὶς σκάλες ἀνεβαίνοντας
καὶ λίγο ἔλειψε νὰ τσακιστοῦμε
ἐγὼ τραβώντας γιὰ τὸν Οὐρανὸ
ἐγὼ πέφτοντας κατακόρυφα
φωνάζοντας κι οἱ δυὸ μαζί:
– Ἀσάη Ἑσμέ! Ἑσμὲ Ἀσάη!

ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα
λίγοι ἄνθρωποι
ποὺ δὲν εἶναι κόλαση
ἡ ζωή τους
ὑπάρχει τὸ μικρὸ πουλὶ ὁ κιτρινολαίμης
ἡ Fraülein Ramser
καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες
οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἢ μὲ φεγγάρι
ψάξε καλὰ
βρές τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικὰ
γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν
λιγοστεύουν

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΣΦΡΑΓΙΔΑ Ή Η ΟΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ (απόσπασμα)

Κυριακή

Κύματα Κυριακῆς τὰ μάτια μου
κύματα μοναξιᾶς τὰ χέρια μου
τρίζουν ἀπὸ ὕπνο ἀθῷο
τὰ δόντια μέσα στὴν καρδιά μου
τὸ πεθαμένο τὸ παιδί
δὲν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ἕνα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στὸ μαντίλι
τέρατα περπατοῦν
ἀνάποδα στὰ ὄνειρα
φυσάει ἕνας ἄγριος ἀέρας
πάνω ἀπ᾿ τὶς λεμονάδες
πετάει μιὰ νυχτερίδα
σὰν πικραμένο εὐαγγέλιο
μ᾿ ἕνα μαῦρο πανὶ
μία γυναίκα
σκεπάζει τὸ φεγγάρι

Ἡ φεγγαράδα

Ἀπὸ αἷμα πουλιῶν πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει τὸ φεγγάρι
πότε πίσω ἀπὸ δέντρα
πότε πίσω ἀπὸ θηρία
πότε πίσω ἀπὸ σύννεφα
μὲ θόρυβο ποὺ ξεκουφαίνει τὰ φτερὰ ἀγγέλων
κάτι θέλουν νὰ ποῦν κάτι σημαίνει
εἶναι ἀκόμα καλοκαίρι
ὅμως μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ θειάφι φράζει τὸ χειμώνα
δὲν ἔχει οὔτε καρέκλα νὰ καθίσεις
καὶ οἱ καρέκλες ἔφυγαν στὸν οὐρανό