Σελίδες

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη



Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της

Μίλτος Σαχτούρης

 
Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας απο τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία
Πρώιμα χρόνια
Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Απο το γένος του πατέρα του καταγόταν απο την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή και επιμονή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατα τη διάρκεια της κατοχής έπασχε απο φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.
Η ενασχόλησή του με την ποίηση
Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941, όταν πρωτοέγραψε ποίηση. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Τα πρώτα του ποιήματα κατακρίθηκαν απο την γενιά του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.
Καταξίωση
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.α.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Το έργο του
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε απο τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε οτι ξέφυγε απο αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι εννιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα απο την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.
Τελευταία χρόνια
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί οτι ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη απο τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Επίσης το υπουργείο πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό απο το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.
Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής σχολίασε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλληπητήρια του για τον θάνατου του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».
Ποιήματα
  • «Η Λησμονημένη» (1945)
  • «Παραλογαίς» (1948)
  • «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952)
  • «Όταν σας μιλώ» (1956)
  • «Τα φάσματα ή Ή χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)
  • «Ό περίπατος» (1960)
  • «Τα στίγματα» (1962)
  • «Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη» (1964)
  • «Το Σκεύος» (1971)
  • «Ποιήματα» 1945-1971 (1977)
  • «Χρωμοτραύματα» (1980)
  • «Όταν σάς μιλώ» (1985)
  • «Εκτοπλάσματα» (1986)
  • «Καταβύθιση» (1990)
  • «Χρωμοτραύματα» (1995)
  • «Έκτοτε» (1996)
  • «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998)

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Περί ...Ποίησης

Το διαβάσαμε στο :
http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=997

Γίνεται τόσο πολύ μεγάλη κουβέντα, κατά καιρούς, γι' αυτή τη κακομοίρα τη ποίηση, που σκέφτηκα να δραστηριοποιήσω το ειδικόν επιτελείο μου, να κάνει μια προσεκτική μελέτη. Τρέξαμε πολύ όλοι μας, αυτό είναι αλήθεια. Ψάξαμε κιτάπια, κατεβατά ολάκερα, περγαμηνές παλιές, μελετήσαμε -μεταξύ άλλων- κι εντόσθια μικρών ζώων, -και μετά τα κάναμε τηγανητά εννοείται- έτσι ώστε να μην αφήσουμε τίποτε αμελέτητο. Χρειάστηκε δουλειά πολλών μηνών και γκουβάδες μελάνι, στοίβες χαρτιού και να...! Μπροστά σας έχετε το απόσταγμα όλων αυτών. Δε νομίζω να υπάρξει πληρέστερη απάντηση στο μέγα ερώτημα: -"Μα τι είναι τέλος πάντων, αυτή η ποίηση;" Δια του παρόντος λοιπόν, εγώ και το συνεργείο μου ερχόμαστε να ρίξουμεν άπλετο φως κι έννοια σας, ξεχάστε ό,τι έχετε διαβάσει μέχρι τώρα και μάλιστα δε χρειάζεται να διάβασετε τίποτε άλλο, μιας κι η απάντηση, πλήρης και φωτερή, διάφανη και γάργαρη, είναι μπροστά σας.
Φερστ οβ ολ, νάτσουρλυ, είναι ο ορισμός! Εν αρχή ην ορισμός, γιατί όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, πολλάκις μάλιστα, τα προβλήματά μας αρχίζουν από την έλλειψη ή τον πλημμελή ορισμό ενός θέματος κι ως εκ τούτου, αν δε ξέρεις τι είναι κάτι, τότε δε ξέρεις γιατί το διεκδικείς ή αν πρέπει να το διεκδικήσεις κιόλας. Δε θα επεκταθώ πάλι στο καίριον επίσης θέμα ορισμού, διαβάστε παρελθόντα ευθυμοδοκίμιά μου και θα κατατοπιστείτε. Η Ποίηση λοιπόν είναι ..Ίση με την Ίηση και την Όίηση, -τόσον, όσο και το ύψιστο, παραπετάμενο, ρηξικέλευθο σάλτο στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο-, μιας ευαίσθητης κι οργιάζουσας φανταστικής φαντασίας.
Εμπεριστατωμένος ορισμός μα κάτι ...λείπει! Σωστά το προσέξατε! Λείπει η περιγραφή της κι εννοώ πως αν τη προσωποποιούσα, ως τι θα τη περιέγραφα. Έτσι αυτή η απουσία αφήνει μερικά ακάλυπτα σημεία, ειδικά τα οπίσθια, -τα κωλομέρια να πούμε- κι αυτή η μόνη κερκόπορτα, επιτρέπει δυστυχώς -κι αλίμονο- σε πολλούς τσαρλατάνους, βρίσκοντας πρόσφορον έδαφος, ν' ασκούνε σοδομισμόν απρεπή. Σοδομισμό λέγω, που προφανέστατα, τον έχουνε τόσο πολύ ανάγκη. Έτσι θα καλύψουμε τα νώτα της, εγώ και το επιτελείο μου, και σ' αυτό τον τομέα.
Η Ποίηση είναι γένους θηλυκού. Μάλιστα! Ένα νεαρό, ροδομάγουλο, ζουμπουρλούδικο, μικρό, επαρχιωτόπουλο, άμαθο σχετικά, ευκολόπιστο, απονήρευτο, πανέμορφο -με τον τρόπο του-, γλυκύτατο, σχεδόν πάντα χαμογελαστό, με πολύ μακριά, λυτά μαλλιά και, μιας και στο τόπο της έχει πάντα 'Ανοιξη-Καλοκαίρι, είναι πολύ ελαφρά ντυμένη. Η Ποίηση λοιπόν, συνήθως περπατά στην αμμουδερήν ακρογιαλιά, ξυπόλητη, κρατώντας στο αριστερό της χέρι τα πεδιλάκια και με το δεξί την άκρη του φουστανιού της, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι δα και πολύ μακρύ, ίσαμε κάτω από το γόνατο. Περπατά λοιπόν, ίσα-ίσα, κει που το κύμα φιλεί την άμμο κι η θαλάσσια αύρα, της ανακατώνει τα μαλλιά. Όταν τα μαλλάκια της έρχονται μπροστά στο πρόσωπο, σουφρώνει χαριτωμένα τη μυτούλα και χαμογελά ακόμα πιο πλατιά. Περπατά κι αγναντεύει πέρα στον θαλάσσιον ορίζοντα, "...μήπως κάποιο καράβι περάσει! Όμως θα περάσει ποτέ";
Μερικές φορές, τη πιάνει διάθεση για σκανταλιά. Είναι κει, στο έμπα της 'Ανοιξης, που φτιάχνει στεφάνι με μαργαρίτες κι άλλα αγριολούλουδα, στολίζει τα μαλλιά της, σκύβει και μυρίζει τη γη, ανασαίνει βαθιά κι αναστενάζει χαμογελαστά, κοιτώντας πέρα. Νιώθει κάτι να συμβαίνει μέσα της, κάτι που δε μπορεί να τ' ονοματίσει, κάτι που τη κάνει να βάζει μια τρεχάλα, -σα να θέλει να το αποφύγει, σα να θέλει να το πιάσει- κι όταν κουραστεί κι αναψοκοκκινίσει, σταματά στην ακροθαλασσιά, βρέχει πιο ψηλά τα πόδια της, κρατώντας λιγάκι ψηλότερα το φουστανάκι κι ύστερα, αφήνοντας κάτω τα πεδιλάκια, πιάνει μερικές χούφτες νερό θαλασσινό και δροσίζει το μέτωπό της. 'Αλλες πάλι φορές, βγάζει αστεία και χαριτωμένα, τη γλώσσα στους γλάρους κι όταν το ...κακό παραγίνει, βγάζει το φουστανάκι, το διπλώνει προσεκτικά, αφήνει δίπλα και τα πεδιλάκια και πέφτει σιγά-σιγά στο νερό. Εσώρουχα δε φορά, γιατί στο τόπο της δε τα 'χει ανάγκη, δε τα γνωρίζει. Έτσι τα στηθάκια της πετρώνουν από το δροσερό νερό, το δέρμα της ανατριχιάζει και τα μαλλάκια της σταλάζουν ασημιές λαμπερές σταγόνες.
Είναι σα να τη βλέπω τώρα δα, να βγαίνει από το νερό. Στην αρχή το σγουρό κεφάλι, μετά οι ώμοι, τα στήθια, η κοιλιά, ο αφαλός, οι λαγόνες, οι μηροί, τα γόνατα. Είναι σα να ξαναγεννιέται η Αφροδίτη, μες από τα κύματα. Βγαίνει, τυλίγει τα χέρια της γύρω στους ώμους και προσπαθεί να ζεσταθεί. Δε θ' αργήσει, γιατί ο καιρός είναι ζεστός, στην Εποχή της. Πάντα ζεστός, πάντα ανθισμένος και κεφάτος, ίσως γιατί τη καμαρώνει και δε θέλει να της χαλάσει τη διάθεση. Όταν πια έχει σχεδόν στεγνώσει, φορά πάλι το λευκό φουστανάκι και μερικές πονηρές σταγόνες κρατάνε θέση ακόμα πάνω της. Πιάνει τα μαλλιά της μ' ένα κορδελάκι, πιάνει πάλι τα πέδιλα και συνεχίζει να περπατά στην ατέλειωτην ακρογιαλιά, κοιτάζοντας πάντα στον ατέλειωτο θαλάσσιον ορίζοντα...
Τώρα έχετε όλη την εικόνα. Τι μένει πλέον; Μένει να καταρτίσουμε το Λεξικό της Ποίησης και το θέμα θα 'χει καλυφθεί τελείως...

ΛΕΞΙΚΟ ΠΟΙΗΣΗΣ

* Περι-ποίηση: Παν ό,τι αφορά στη ποίηση, (όπως το ...Περί-Γραφής ένα πράμα) και που τη κυκλώνει. τη τυλίγει, αλλά που σε καμμιά περίπτωση, αυτό καθαυτό, δεν είναι από μόνο του ποίηση.
* Ειδο-ποίηση: Βάσει λεξικού του ...Μιούλαααγ (είναι προφορά του Moeller), σε παράλληλη στήριξη από βυζαντινούς λόγιους, η λέξη προέρχεται από την Ειδα-ποίηση (είδα ποίηση και μπήκα) και το άλφα, επειδή σα στερητικό θα μπορούσε να μετατοπίσει τη σημασία της λέξης, (Ειδ-αποίηση: δηλαδή γνωρίζω ό,τι δεν είναι ποίηση), μετατράπηκε σε ομικρόν, αλλά πολύ μικρόν όμως, ευτυχώς και βραχύ, ώστε να δοθεί έμφαση στα δυο άκρα. Είπαμε να φυλάξουμε τα νώτα της μικρούλας μας, θυμάστε;
* Ενοχο-ποίηση: Είναι η ποίηση των φυλακών, των υποδίκων, καταδίκων, αλλά κι η ποίηση μ' επιδότησην ΟΓΑ ή άλλων παρεμφερών υποστηρικτικών ταμείων-φορέων.
* Απενοχο-ποίηση: Όταν η μικρή μας εμφανίζεται τελείως γυμνούλα κι απροστάτευτη, έχουσα τη πλήρη ομορφιά, αθωότητα κι απλότητα των είκοσι (και κάτι) χρόνων της και τα πεινασμένα βλέμματα, ορμάνε να πάρουνε "μεζέ"!
* Καλλο-ποίηση: Παν ό,τι έρχεται αρωγόν, ως περικοκλάς, ώστε να ...βελτιώσει τα γραφέντα ή να τα υποστηρίξει, που όμως αυτό καθαυτό, από μόνο του δεν είναι ποίηση. (Παλιότερα αφαιριότανε με ξυραφάκι και το ποδάρι σε ζεστό νερό, να τονε μαλακώνει).
* Κακο-ποίηση: Στη μικρή μας κοπελίτσα, μπορεί να ξυπνάνε κατά καιρούς, ερωτικές φαντασιώσεις κι ορμές, (πράμα απολύτως φυσιολογικόν, αν ρωτάτε τη γνώμη μου) και να υποκύπτει σε κάποιους μπρούταλ, μάτσο, μάγκαμεν, αληταμπουρέους, κερχελέδες, μπεχλιβάνηδες, καπάτσους, που τη σέρνουνε, την άγουνε και τη φέρνουνε κλπ... Μπορεί λοιπόν ενίοτε να ενδίδει σε τέτοιες φάσεις κι ίσως αργότερα να το φέρει βαρέως μα, πλι ήτο και πέταξε-άνεμος ήτο και πάει. Τότε περνάμε στην επόμενη λέξη...
* Τεκνο-ποίηση: ...όπου πολλά γεννιούνται σ' εύλογο χρονικό διάστημα αργότερα. 'Αλλοτε είναι θεϊκά τέκνα, άλλοτε μισά-μισά, άλλοτε θεϊκά τεκνά κι άλλοτε τετραπέρατα τερατάκια, ανάλογα την αστρικήν επιρροή του 'Αρη στο Παπάρη. Γι' αυτό...
* Γονιμο-ποίηση: Ποίηση χωρίς όρια προφύλαξης. Κανόνας, που δυστυχώς γεννά πολύ, σ' ένα κόσμο που υποφέρει από υπερπληθυσμό.
* Μονιμο-ποίηση: Σταθερή ροή έμπνευσης, ήτις πιεσμένη, κάπως-πως ή ερεθισμένη ή εκμαυλισμένη ή εκνευρισμένη, κατεβαίνει κι αγγίζει με το μαγικό της ραβδάκι, μόνο συγκεκριμένης ποιότητας κεφάλια και τους προσφέρει απλόχερα το μέλι των γλουτών της.
* Σελιδο-ποίηση: Ποίηση εκπεφρασμένη σε σελίδες ανά μονάδα χρόνου (ανάλογα), όπου αυτό αποτελεί μονάδα μέτρησης ποσοτικής ποίησης. 'Αλλη μέτρηση είναι το Βάρος με τη ...
* Στερεο-ποίηση: Όπου, -όπως έκαμε κι ο Αριστοφάνης- ο στίχος ζυγίζεται στο ειδικό επίχρυσο καντάρι και κερδίζει ο πιο βαρύς. Εδώ λοιπόν μετράμε κιλά ποίησης ανά μονάδα χρόνου. 'Αλλη μέτρηση είναι ο Βαθμός Πτητικότητας με τη...
* Αεριο-ποίηση: Προσμετράται με το ειδικό μπαλόνι σε σχήμα μεγάλου λουκάνικου. Απαγγέλλει τον στίχο, ο δημιουργός, φυσώντας τον μες στο μπαλόνι. Όταν τελειώσει δένει προσεκτικά την άκρη και τ' αφήνει λεύτερο, στον αγέρα, σε συνθήκες άπνοιας, 20 (+- 1) βαθμών Κελσίου κι 65% (+- 3%) και στο ύψος ενός κανονικού ανθρώπου. Προσοχή! δε πρέπει να το σπρώξει προς τα πάνω, μήτε κι ο κριτής να προσπαθήσει να το κρατήσει χαμηλά ή να το τουφεκίσει. Είναι βασικό, το μπαλόνι να δράσει, όσο είναι να δράσει τέλοςπάντων, μόνο του. Έπειτα, υπολογίζεται προσεκτικά το ύψος, -αρνητικό ή θετικό- που πήρε το μπαλόνι και καταγράφεται στον φωτεινό πίνακα. Τέλος, υπάρχει κι η μέτρηση Αισθαντικότητας με τη...
* Υγρο-ποίηση: Εδώ μετράται το ποσό -πάσης φύσεως- υγρών, που εκχέονται από κάθε απεκκριτικό σημείο, των αναγνωστών. Φυσικά λογίζονται ως έγκυρα τα υγρά εκείνα που βγαίνουν αυθόρμητα κι αβίαστα και χωρίς να ελέγχεται από που βγαίνει τι κι ανεξαρτήτως φύλου αναγνώστες. Για το σκοπό αυτό, ο προς μέτρηση αναγνώστης ελέγχεται προσεκτικά κι αφού υπάρχει διαβεβαίωση από 3(!) τουλάχιστον κριτικούς, πως είναι στεγνός ή έστω έχει καταμετρηθεί κάθε τυχόν σταγόνα υγρού που υπάρχει ήδη πάνω του, ζυγίζεται σε ζυγόν ακριβείας χιλιοστού του γραμμαρίου και μετά μπαίνει προς ανάγνωση ή απαγγελία. Κατόπιν απλά ζυγίζεται, αφού του γίνει πάλι έλεγχος μπας κι έχει βάλει κανά βαράκι στις τσέπες. Η διαφορά βάρους που τυχόν προκύψει, μαρτυρά την ύγρανσή του κι άρα τον Βαθμό Αισθαντικότητας του δημιουργού, εκπεφρασμένο σε γραμμάρια.
* Προσ-ποίηση: Όταν ο εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης τείνει, μα δεν έχει ακόμα κατοχυρώσει τη τέχνη του. Εννοείται πως έχει περάσει από τα παραπάνω τεστ και δεν έχει πείσει, μα δεν έχει κι εντελώς απογοητευτικά αποτελέσματα.
* Πιστο-ποίηση: Πρόστυχη λέξη του Μεσαίωνα, μα το ωμέγα (μα πολύ μέγα το ω) μετατράπηκε σε ομικρόν (μα πολύ μικρόν το ο) και το "ταυ" αφαιρέθηκε. Πολλοί Ιεροεξεταστές Ποιητών, φιλάνθρωποι τω όντι, στα πλαίσια προώθησης της τέχνης ή του σταματήματος της μη-τέχνης, και πάντα φυσικά στα πλαίσια προώθησης της φιλανθρωπίας, στήνανε λαϊκά δικαστήρια και λαϊκές πυρές, λέγοντας δυνατά και με ιερό φανατισμό: "Θα γίνεις 'Ανθρωπος ρε ή θα σε κάνω στάχτη και μπούλμπερη;" Ευτυχώς, τώρα με την αλλαγή της λέξης γλύτωσε η ανθρωπότητα από τους ...φιλάνθρωπους και πλέον σημαίνει τη διαβεβαίωση πως ο ποιητής πέρασεν επιτυχώς ή σχετικά επιτυχώς, τα παραπάνω τεστ και μπορεί να λογίζεται ποιητής και να φλερτάρει το κοριτσάκι λεύτερα.
* Βελτιστο-ποίηση: (Το κακόμοιρο το κορίτσι!) Όοοολες εκείνες οι ενέργειες που γίνονται υποστηρικτικά, για να προωθηθεί η ποίηση, χωρίς όμως ν' αφορούν επεμβάσεις ή προτάσεις στο γραφέν, μα το να γλύψει κανείς τα κατάλληλα όργανα, των καταλλήλων οργάνων του κατάλληλου οργανισμού. * Ρουσφετο-ποίηση σα να λέμε και φυσικά, αυτές οι ενέργειες σαφώς και δεν είναι ποίηση.
* Ηρω-ποίηση: Έπος! Και μια ...υγιής σεξουαλική φαντασίωση (όχι πως υπάρχουνε δα και πολλές μη υγιείς τοιαύτες) του κοριτσιού, που βαρέθηκε να περιμένει στον θαλάσσιον ορίζοντα, κάποιο καράβι, όπου "...τσούρμο τ' άγριο κύμα θα μας βγάλει, τέρατα βαμμένα πορφυρά, με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι..." με τα λευκά πανιά σηκωμένα. Σκύβει λοιπόν, φορά τα πεδιλάκια της, εμφανίζοντας γυμνά κι αρκετά ενδιαφέροντα τμήματα της γυναίκειας ανατομίας της κι ο πρώτος τυχών περαστικός μπορεί να τα θαυμάσει, τη στιγμή που τα μαλλιά της ανεμίζουνε παντού και να επιχειρήσει να επωφεληθεί της ευκαιρίας, που οι άμυνες είναι κατεβασμένες, το έδαφος υγρό και πρόσφορο κι οι πύλες του παραδείσου ίστανται χωρίς το καμουφλάζ της "καθώςπρέπει" κοινωνικής επίφασης.
* Θεματο-ποίηση: Κατακερματισμένη ποίηση, που πέρασε σκληροπυρηνική μαγνητική τομογραφία, τυπικού τεχνοκράτη ιεροεκδότη. Ο μαγνητικός τομογράφος πριν λάβει τη περίοπτη θέση που κατέχει σήμερα στην επιστήμη, υπήρξεν όργανο βασανισμού των Ιεροεκδοτών, κατά τα μαύρα χρόνια του Μεσαίωνα. Απαντιόταν τότε, σε πρωτόγονη, αρχέγονη κι εμβρυϊκή μορφή, ενώ σήμερα έχει ...τελειο-ποιηθεί.
* Τελειο-ποίηση: Όταν το εμπεριστατωμένο, λεπτομερές κι απολύτως ακριβές αποτέλεσμα του μαγνητικού τομογράφου, είναι λευκό κι άσπιλο, χωρίς κανένα κακόν εύρημα.
* Τυπο-ποίηση: Θεσμοθέτηση κι έτσι θεραπεία δραστικότατη (ακόμα και με κώνειο! Ναι! Μη κάνετε έτσι... Το κώνειο σε μεγάλες δόσεις είναι απόλυτα θεραπευτικό κι ανακουφιστικό, σ' αυτούς που κοιτάνε κείνους που το πίνουνε!), σε πιθανά -τι λέω πιθανά; σίγουρα!- ευρήματα στο μαγνητικό τομογράφο.
* Κατα-πίεση: Τρομερά πρόστυχη λέξη μεταβυζιαντινή, που το ομικρόν αφαιρέθηκε κι άλλαξε το "ήττα" σε εψιλόν (πολύ ψιλόν για να 'ναι ψιλοαλλαγουλίτσα) για να φέρει την ήττα σε κάθε μελλοντικόν επίδοξο και σοβαρό μελετητή. (Όχι όμως κι εμάς, αλίμονο! Αυτόν έλειπε!). Εν ολίγοις, κάθε τι που μπορεί να κάνει κανείς, να καταφερθεί, να κατατροπώσει, να καταλύσει, να καταστρέψει τη ποίηση και που φυσικά, με τίποτε, -οπωσδήποτε αυτό-, δεν είναι ποίηση.
* Γελοιο-ποίηση: Σκωπτική ποίηση που όμως ουσιαστικά, σκοπό έχει να τα χώσει σ' επήδηξους (εεε ...επίδοξους ήθελα να πω...) πιθανούς βιαστές-σοδομιστές του κοριτσιού. Επίσης, παν ό,τι χρησιμοποιείται για να μειώσει το κορίτσι και που φυσικά από μόνο του, ελλείψει συμβάντος, δεν αποτελεί ποίηση.
* Χρησιμο-ποίηση: Για καλό κι ιερό σκοπό! Σοδομισμός μεν ίσως, μα με καλή λίπανση δε, των τριβομένων επιφανειών.
* Ομαδο-ποίηση: Ταξινόμηση ποιητών κι είδη ποιήσεων, αλλά και τα ποιητικά τετράστιχα των αγωνιστικών στίβων. Η μικρή μπορεί και να φαντασιώνεται οσφρητικά, τον ιδρώτα νεαρών νταβραντισμένων αθλητών. Σε γενικές γραμμές, κάτι απολύτως υγιές. (Εννοώ τη φαντασίωση, όχι και τη ταξινόμηση!)
* Απο-ποίηση: Όταν αυτοβούλως ή κατόπιν ισχυρών πιέσεων, δηλώνει παραίτηση κι αποχώρηση από το άρμα Θέσπιδος, κάποιος ποιητής ή έστω κάποιος που προσπαθούσε να λογιστεί σαν τέτοιος (βλέπε λήμματα για μετρήσεις και μαγν. τομογράφο κλπ). Οι άλλοι, που ακόμα επιβαίνουνε, του τα χώνουνε για κάμποσο και μετά τονε ξεχνάνε, καθώς έχουνε κι άλλες δουλειές, εξίσου σημαντικές, να κάνουνε και το άρμα Θέσπιδος έχει ακόμα κι άλλους ...αχώνευτους για ...σμπρώξιμο.
* Υπο-πίεση: 'Αλλη μια πρόστυχη λέξη (του Μεσαίωνα με τα Μαύρα Χρόνια, γιατί τώωωωρα όοοολα είναι πια λευκά, ολόλευκα, παρθενικής μυζήθρας κι ευωδιάζουνε σα τη πρώτη μέρα της 'Ανοιξης, που συμβαίνει να 'ναι κι η τελευταία του χειμώνα μα άσχετον. Ήθελα να δώσω έμφαση πως σήμερα δε συμβαίνουνε τέτοια ιερά αίσχη, όπως κάααποτε!), που έχει υποστεί τις γνωστές πλέον τροπο-ποιήσεις και σημαίνει τη ποίηση του κώλου, τη δυσκοίλια ποίηση και μεταφορικά τη μπόχα, την αποφορά.
* Τροπο-ποίηση: Μάθημα στα πανεπιστήμια, όπου διδάσκεται η εγχώρια λογοτεχνία. Ύλη του εν λόγω μαθήματος είναι: τεχνικές, λεξοπλασίες, ηχοχρώματα, κανόνες κι άλλα αφορώντα τη ποίηση, συναφή συμπαρομαρτυρούντα! Επίσης τεχνικές εκμαυλισμού των κριτικών, εκδοτών, αναγνωστών, αλλά κι αυτής της ..."πουτανίτσας", της μικρής Μούσας της έμπνευσης (χαϊδευτικά: Μουσίτσα).
* Μουμιο-ποίηση: Το θάψιμο γενικά, εν ζωή ποιητών ή προσπαθούντων να δρέψουνε ποιητικά δάφνινα στέφανα κι αντ' αυτών δρέπουνε κηδειοστέφανα και φτυαρίσματα πάνω στο "φέρετρό" τους με χώμα κι ο ήχος είναι εφιαλτικός. Φυσικά όχι με ...ποιητικό τρόπο, εννοείται.
* Υλο-ποίηση: Η όμορφη ποιητική περι-γραφή του υλικού κόσμου και των αξιών, των αξιογράφων (πράματα όχι ποιητικά μεν, αλλ' αρεστά στο ευρύ κοινό, δε!) κι όσο πιο πρωτότυπα, τόσο το καλύτερο. Επιστέγασμα της συχνά καλής αυτής προσπάθειας, είναι το λεΜπόΝ ΤεχνοΛογίας!
* Τακτο-ποίηση: Όταν συμμορφώνεται κανείς προς τας υποδείξεις και το ρεύμα της εποχής, με σκοπόν ιερό, κι άρα...
* Ταυτο-ποίηση: ...είναι δικός μας αυτός, σπρώχτε τονε καμπόσο μα όχι δα και πολύ μη μας κάνει μετά τον καμπόσο, αλλά και για να τονε φτάνουμε για κανά κουτούπωμα άμα λάχει να 'ουμ'!
* Απο-ποίηση: Ιερό συναξάρι, όπου είθισται να επιβάλλεται να διδάσκεται, επαρκώς, ως κι αποστηθίσεως, έστω και με ...προκεχωρημένες μεθόδους, με ρίζες στον ...κακό Μεσαίωνα.
* Παρά-ποίηση: Η πολλή, πάρα πολλή, ποίηση, αλλά παρά ταύτα παρά φύση ποίηση με ίχνη Μεσαίωνα.
* Κωδικο-ποίηση: Κρυπτογραφική μ' άσπαστο κώδικα, ποίηση, ο οποίος δίνεται μόνο σε λίγους, ώστε να ...ξεκλειδώσουνε τα λόγια και να γενούνε μάγκες. Ο δε ποιητής να θεωρηθεί ...γοητευτικά μυστήριος και να τυλιχτεί το πέπλο...
* Βιομηχανο-ποίηση: Ποίηση που παράγεται σε ...αλυσίδα παραγωγής, από αλυσόδετους σκλάβους-ποιητές του ...προλεταριάτου, που εργάζονται νυχθημερόν κάτω από την επιφάνεια της γης, σε ημιτρισάθλιες συνθήκες. Πολλάκις και συχνάκις δε, παράγονται κι από ποιητές-ρομπότ και τούτη η παραγωγή σκοπό έχει το γρήγορο κι αρπαχτότατο κέρδος από τις τυχόν μελο-ποιήσεις και τις μετέπειτα πωλήσεις δίσκων ή σιντί.
* Μελο-ποίηση: 'Αλλη μια πρόστυχη κακόηχη λέξη που δεν είθισται να λέγεται σε υψηλού επιπέδου κύκλους συζητήσεων. Γιατί όπως λέει κι ο λαός: "Να σε χέσω Γιάννη μ' να σ' αλείψω μέλι". Σημαίνει πάντως κυριολεκτικά, το να τυλίγεις με χαρτί που φέρει στίχους, ολόγλυκα χωριάτικα μπινελικάκια, σοροπάτα και γλυκύτατα. Μτφ, το να πας να περάσεις κάτι ως γλυκό, ό,τι γεύση και ναχει, μόνο και μόνο επειδή το πέρασες με σοροπάκι μελίρρυτο.
* Διεθνο-ποίηση: Ποίηση που ξεπερνά τα -φολκλορικά- σύνορα και γνωρίζει επιτυχία και σ' άλλες χώρες, μεταφρασμένη ή μη. Κι αν...
* Παγκοσμιο-ποίηση: ...τότε το Μουντιάλ ποίησης, το ...παγκόσμιο δηλαδή κύπελλο ποίησης. είναι ...στη τσέπη.
* Στοχο-ποίηση: Σκωπτική πολιτική ποίηση. Στίχοι βελάκια που σημαδεύουνε τα κακώς κείμενα και που δυστυχώς συνήθως ξεχνάνε τα καλώς κείμενα, όπου κι αν υπάρχουν.
* Κατηγοριο-ποίηση: Χωρισμός της ποίησης σε κατηγορίες-συρτάρια, για ναναι βολικό να ντανιάζονται τα βιβλία στις βαριές βιβλιοθήκες μας, με σωστό κι άρτιο τρόπο.
* Δημοσιο-ποίηση: Η μελαγχολική, μέχρις αυτοκτονίας θάλεγα, μοβ ποίηση, που γράφουν οι καημένοι κι αδικημένοι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι πιο μοβ και μελαγχολικοί εξ αυτών συχνά βραβεύονται και διαβάζονται σε ιδρύματα που ...κλπ (ας μη πω άλλα...)
* Πραγματο-ποίηση: Η ποίηση των πραγμάτων. Η πραγματική ποίηση, κείνη που πραγματοποιεί όνειρα, φαντασιώσεις κι επιθυμίες. Που ζωντανεύει, μέσω των λέξεων, όλες τις εικόνες, τις μύχιες εκείνες εικόνες, που δε θα μπορούσανε να περιγραφούν αλλιώς.
* Κλωνο-ποίηση: Σχετικά νέα λέξη των καιρών. Αφού να σκεφτείτε κι ο αδυσώπητος Μεσαίωνας, ωχριά, γιατί ακόμα και για κείνον είναι ασύλληπτη έννοια. Ο ορισμός αυτός λοιπόν είναι περίπλοκα ξεδιπλωμένος. Γενικά σημαίνει την αντιγραφή κάποιου ήδη πετυχημένου στυλ ή πιο ειδικά, την αντιγραφή κάποιων συγκεκριμένω επιτυχημένων στίχων. 'Αλλωστε δεν υπάρχει ...παρθενογένεση!
* Εκ-ποίηση: Εμπορική συνδιαλλαγή όπου τα δυο μέρη είναι: ο ποιητικός λόγος από τη μια και το τυχόν προσδοκώμενο κέρδος -και το περίπου τελικό, συνολικό του ύψος- από την άλλη. Βάσει αυτού γίνεται λοιπόν όλη η ...διεργασία και κλείνονται συμφωνίες.
* Κινητο-ποίηση: Στιχάκια ποικίλλης μορφής, ήθους και ποιότητας, που μεταφέρονται από κινητό σε κινητό, μέσω sms. Μτφ. η ανεβασμένη ποιητική έμπνευση.
* Ακινητο-ποίηση: Η παύση του ανωτέρω φαινομένου. Μτφ το ποιητικό κόλλημα, το σκάλωμα της ροής έμπνευσης του δημιουργού.
* Βαλτο-ποίηση: Η ποίηση που μπορεί να χαρακτηριστεί χαμηλής υποστάθμης, των ελών, των βαλτοτόπων, των καφενείων -τη συνοδεία βρισιών κι ήχων ζαριών ταβλιού-, των χαμαιτυπείων. Η Προσ-ποίηση (βλ. αντίστοιχον ορισμό παραπάνω) αυτή, μα που πολύ απέχει φυσικά.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Φίλοι που φεύγουν

Φίλοι που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.

Εφιάλτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα.

( μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά; )

το ναυάγιο

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ' αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατήσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θά 'χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας.

Πάψαν τα λόγια

Πάψαν τα λόγια πια να αποτελούν χρησμό,
οι δυνατοί οι στίχοι προφητείες.
Με σύντεχνη ζωή σε δοτική γαλήνη
μας χάιδευε το μέτωπο η ωραία ειρήνη.

Τα ευτυχισμένα πρόσωπα περίσσεψαν,
τα δροσερά παιδάκια έπαιζαν στους δρόμους,
ερωτευμένα πουλιά τραγουδούσαν στον ουρανό.
Τώρα διδάσκουν στα σχολεία την εποχή των αγενών μετάλλων.

Τα φριχτά εγκλήματα που οι πρόγονοί τους διαπράξαν,
τις ακατανόητες πράξεις μας, τα ηλίθια έργα τέχνης,
τους ανάπηρους αιώνες της γήινης προϊστορίας.

Τεράστιο άσπρο περιστέρι με μαρμαρωμένο χαμόγελο
άπλωσε τις φτερούγες της η ωραία ειρήνη.
Μες στο τεράστιο υπόστεγο κυοφορείται
το έκθαμβο μέλλον του αζώτου, ό,τι μες στους αιώνες
ευσυνείδητοι παρασκευάσανε.

ουρανός και δάσος

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν' αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που σε κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα –ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
Δεν περνούν από δω ξυλοκόποι.

Όταν μιαν άνοιξη

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα 'ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Όταν αποχαιρέτησαν

Πώς να μιλήσω
Το πλήθος δάμαζε τους δημεγέρτες
Και τους πλάνους
Μες στιλέτα κάρφωναν τα δικά μου λόγια

Πώς να μιλήσω
Όταν στήνονταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα;
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί

Πώς να μιλήσω
Ποιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η κλαίρη ο Ραούλ
Η οδός Αιγύπτου
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές
Και παραμύθια

Έχει στηθεί η σκηνή
Μα δεν φωτίζουνε οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είναι εδώ
αντάξια του δράματος
γενεές γενεών υποκριτές:
η θλιβερά ερωμένη
ο άνθρωπος με το χαμόγελο
ο επίορκος
τα κουδουνάκια του τρελού
κάθε κατώτερη ράτσα
άρχοντες και πληβείοι
κι αυτοτιμωρούμενοι

Πώς τόσα πρόσωπα
να γίνουν αριθμοί
και τόσα γεγονότα
απλά βιβλία
χωρίς την επινόηση
νέας διάταξης στοιχείων
χωρίς νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Όλα έχουν αποδελτιωθεί

Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί

Οι στίχοι αυτοί

Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να είναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι

Τα θλιβερά τραγούδια τους γενίκανε πουλιά
σε κάποιον άλλο ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος

Γένικαν άγριοι ποταμοί που τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις

Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι

Μες στην κλειστή μοναξιά μου

Μες στην κλειστή μοναξιά μου
έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα
τη χαμένη ψυχή μου
εμείς αγαπήσαμε
εμείς προσευχόμαστε πάντοτε
εμείς μοιραστήκαμε το ψωμί
και τον κόπο μας
κι εγώ μέσα σε σένα
και σ' όλους.

Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω,
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε,δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους,
τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία.
Καρφώστε τες εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής. Θα πέσει η πόλις

Κάτω απ' τα ρούχα μου

Κάτω απ' τα ρούχα μου δε χτυπά πια
η παιδική μου καρδιά
λησμόνησα την αγάπη πού 'ναι μόνο αγάπη
μερόνυχτα να τριγυρνώ
χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του ονείρου.

Ένοιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.

και περνούσανε τα τραμ

Νεκρός κείτονταν μες στο δρόμο
βαθειά βαθειά στην πλάτη το μαχαίρι
κανείς δεν άπλωσε το χέρι
κανείς δεν πάτησε το Νόμο.

Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ νταραντατάμ.

Κλείσαν τα μαγαζιά οι γειτόνοι
και τα μαζέψαν μάνι-μάνι
σκορπίσαν όλοι από το σεργιάνι
άλλωστε πήρε να νυχτώνει.

Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ νταραντατάμ.

Στου φαναριού το φως γυαλίζει
το κάθετο λεπτό λεπίδι
αδιάφορο πελώριο φίδι
το τραμ περνά και κουδουνίζει.

Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ
νταραντατάμ νταραντατάμ.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Κάθε πρωί

Κάθε πρωί, καταργούμε τα όνειρα,
χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια.
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο,
κάθε πρωί, χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους, φίλους, φίλους.
Οι νύχτες μεγαλώνουν,
μεγαλώνουν σαν αρμονικές,
ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά,
ασήμαντες απαρριθμήσεις.
Τίποτα, τίποτα.
Λέξεις μόνο για τους άλλους,
μα που τελειώνει η μοναξιά.

Θεόφιλε, Θεόφιλε

Αχ, βρε Θεόφιλε πολύ πήρες αμπάριζα
και μ' άρχισες τα μου σου του μ' αρτίστες,
εσύ βρε ούτε πόρτα δε χαμπάριζες
και τώρα ξεβιδώνεσαι στις πίστες.

Θεόφιλε, Θεόφιλε η κοινωνία όφειλε
να κάνει που και που στραβά τα μάτια,
Θεόφιλε, Θεόφιλε, η κοινωνία όφειλε,
σ' εμάς που ζήσαμε ζωή όλο κεσάτια.

Η κόρη σου φοιτήτρια κι' ο γιος σου ανθυποπλοίαρχος,
πουστόγερε, μου θες και Athens by night
τώρα που μάτσωσες, περνάς για Ωνάσης και για Νιάρχος
κι' απ' το εντάξει αδερφέ το γύρισες στο right.

Θεόφιλε, Θεόφιλε η κοινωνία όφειλε
να κάνει που και που στραβά τα μάτια,
Θεόφιλε, Θεόφιλε, η κοινωνία όφειλε,
σ' εμάς που ζήσαμε ζωή όλο κεσάτια.

Θεόφιλε, Θεόφιλε, παλιό ψάρι μπαγιάτικο,
μα δε σου μίλησε κανείς για τη Rexona;
Θεόφιλέ μου, γύρισε στο σπίτι σου το ταχτικό,
στο τάβλι σου και στην κυρά-Παγώνα.

Θεόφιλε, Θεόφιλε η κοινωνία όφειλε
να κάνει που και που στραβά τα μάτια,
Θεόφιλε, Θεόφιλε, η κοινωνία όφειλε,
σ' εμάς που ζήσαμε ζωή όλο κεσάτια. ( x2 )

Ήτανε νέοι

Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
έναν δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Έφτασες αργά

Έφτασες αργά σου πήρε άλλος τη θέση
έφτασες αργά σε 'βγάλαν απ' τη μέση.

Δεν σου φταίει κανείς, επέρασε ο καιρός σου
δεν σου φταίει κανείς, λάθος ήτανε δικό σου.

Άργησες πολύ και τό 'χασες το τρένο
άργησες πολύ δεν σε περιμένω.