Σελίδες

Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

13+1 ποιήματα και κείμενα φίλων


Το τελευταίο χρονικό διάστημα επισκέφτηκα τις σελίδες γνωστών φίλων, ποιητών, συγγραφέων,κειμενογράφων στο ΦΒ και μου κέντρισαν το ενδιαφέρον κάποια ποιήματα, κείμενα τους. Σκέφτηκα να να εντάξω σε μια ανάρτηση με τίτλο: 13+1 ποιήματα και κείμενα φίλων, το 14ο είναι του υπογράφοντος την ανάρτηση. 

1.    Άρης Άλμπης
2.    Δημήτριος Γκόγκας
3.    John Emmans
4.    Εύα Νεοκλέους
5.    Ματθαίος Νικόλα
6.    Αργύρης Νικολάου
7.    Γεώργιος Καραγιάννης
8.    Φωτεινή Κουφογάζου
9.    Κωνσταντίνος Κυπριανού
10. Γιάννης Παρασκευόπουλος
11. Δέσπω Πηλαβάκη
12. Κυριάκος Στυλιανού
13. Λένια Στρατή
14. Γιώργος Τζανόπουλος
 
 
 
 
 
 
Με ένα Ας, μοναχικέ φίλε / Άρης Άλμπης
 
Σαν ερημίτης χωρίς έναν γείτονα
μέσα στις σκέψεις σου χρόνια γυρνάς,
όλα τα πλην διυλίζεις επίμονα
κι όλα τα συν βιαστικά προσπερνάς.
 
Πάθη, αγένειες, ζήλειες, μικρότητες
βγαίνουν μπροστά σου ξανά και ξανά.
Μόνο σου μέτρο παλιές αθωότητες·
κι αποθαρρύνεσαι με τα φτηνά.
 
Άνθρωποι κι άνθρωποι πέρασαν δίπλα σου,
σίγουρα κάποιοι θα ήταν σωστοί,
μέρα και νύχτα εσύ στα βιβλία σου,
όπου οι άγιοι φανταστικοί.
 
Όλο ξεφτίζουν του χρόνου τα νήματα
και συσσωρεύεται πείρα πολλή.
Πες πια το Ας στων ανθρώπων τα κρίματα
κι από την έρημο βγες στη ζωή.
 
 
*
Η εποχή των ηρώων / Δημήτριος Γκόγκας
 
Πέρασε
Μα εγώ σε κάθε σώμα
Βρίσκω κρυμμένο κι έναν
Δεν περιμένω πόλεμο
Μάχες στις ζωές τους βλέπω
Χαρακώματα, πυροβασίες, εφόδους,
Νίκες, ήττες,
Υπάρχουν και στις ήττες μέσα
Νεκροί ,ζωντανοί, λογομαχουν με την ιστορία
Κι όσο αυτή κοχλάζει
Και γίνεται μια κόλαση καιομενης σάρκας
Εγώ ο δυστυχής
Με καψαλισμενους στίχους
Στα άμορφα αποκαιδια
Ήρωες ξεχωρίζω.
 
*
 
Κείμενο του John Emmans
 
 
Νομίζω πως η λογική στις μέρες μας έχει καρατομηθεί, ο φόβος και η ανασφάλεια κυριαρχούν με έξαλλους πανηγυρισμούς και τυμπανοκρουσίες. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όλοι δίκιο έχουν, όλοι παλεύουν για να ανταπεξέλθουν σε αυτό το… γαϊτανάκι παράνοιας, που ονομάζουμε ζωή...
Αυτό το «δίκιο», λοιπόν, που αναμφισβήτητα θερίζει την αντικειμενικότητα, μας προκαλεί φθορές και αναστάτωση, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά του ορμητικού και άτεγκτου εγωισμού μας. Από καταβολής κόσμου, ο καθένας προτάσσει τα πιστεύω του και συγκρούεται με αυτά του συνανθρώπου του, του φαινομενικά αντιπάλου του, για να επικρατήσει η δική του αλήθεια, το δικό του δίκιο. Πως (και γιατί) να κατηγορήσεις κάποιον που επιλέγει άλλο τρόπο ζωής; Άραγε αν θα σεβόμασταν την αντίθετη γνώμη και τα πιστεύω του συνανθρώπου μας τι γεύση θα είχε αυτός ο κόσμος του παραλόγου;
Και κάπως έτσι ξεκινά ο πόλεμος, τα δεινά και ο θάνατος, από μια διαφωνία, από ένα θα κάνεις αυτό που θέλω εγώ, θα πιστεύεις ό,τι πιστεύω κι εγώ. Τι έχουμε να χωρίσουμε, που να πάρει ο διάολος; Γιατί πρέπει συνεχώς και με λύσσα να χωριζόμαστε σε δέκα, εκατόν δέκα, στρατόπεδα; Τι γίνεται επιτέλους σε αυτή τη γαλάζια σφαίρα; Σε αυτή τη μικρή κουκίδα του ατελείωτου σύμπαντος…
Υπομονή, μια λέξη πολυτελείας σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς μα και σοφή την ίδια στιγμή, καθώς φαίνεται πως υπάρχει ακόμη το καλό μέσα μας, δεν έφυγε ποτέ, απλά το φυλακίζει ο φόβος και μας κρατά έρμαια της μανίας του. Κάποια στιγμή θα σπάσουμε τα δεσμά και θα ελευθερωθούμε…
 
 
*
«Οι ΠΟΙΗΤΕΣ»/ Εύα Νεοκλέους
.
Οι ποιητές του φέησπουκ
τις νύχτες στήνουν καραούλι στις λεξούλες.
Μόλις τις δουν να ξεπροβάλλουν αχνιστές
ορμούν και τις αρπάζουν με τέχνη περισσή.
Ύστερα τις κλειδώνουν στα συρτάρια τους
για να τις ανασύρουν με την πρώτη ευκαιρία.
Κι όταν με τον καιρό ξεχαστεί η αρπαγή
λύνουν τις αλυσίδες και τις ρίχνουν
στο παζάρι της πασαρέλας.
Με τις πληγές και τις λαβωματιές να στάζουν…
Αχ, και ποιος θα σας λυπηθεί
μικρές λεξούλες μου
με τόση παγωνιά τριγύρω…
 
*
Άτιτλο του Ματθαίου Νικόλα

Κολοκοτρώνης να ρωτεί,"την γην μου ποιός την κάφκει
Χαλά ότι γιω έκτησα ,τις μάχες μου την θάφκει"
Ίσια να φκει που το θαφκιόν,πολλοί ννα φοηθούσειν
Εννα βουρούν μεστα φυτά,τζειμέσα να χωστούσειν
Σγοιαν τρίζουσειν τα κόκκαλα, στάσσει το χώμαν γαίμαν
Εν των ηρώων σας λαλώ, Τζιαι εν θα ένει ψέμα
 
 
*
Στο Γράμμο / Αργύρης Νικολάου
 
Δεν ξέρω γιατί θόλωσα. Που δεν έβρισκα τσάι; Που με τσιμπούσαν οι μύγες; Από τη σκόνη που σήκωσε καταφθάνοντας ο υφυπουργός, την τύχη μου μέσα, με τη συνοδεία του; Απ’ όσα ακολούθησαν την άφιξή του και πρώτα πρώτα εκείνο το αγκάλιασμα που του επεφύλαξε τοπικός παράγων σαν να ήταν ο χαμένος του γιός; Γεγονός είναι πως το μυαλό μου αγρίεψε. Βρήκε που ήσουν κι έφερε εδώ πάνω κάποια κομμάτια σου σπαρταριστά. Τα κράδαινε μπροστά μου γελώντας άγρια. Μην, του είπα, μην, κι εκείνο σα να με λυπήθηκε μου ‘φερε ένα δέντρο μοναχικό, ένα δέντρο τρομαγμένο και δαρμένο από τους ανέμους, ένα δέντρο με εμφανείς επάνω του τις πληγές. Στη θέα των θρυμματισμένων από τις βόμβες βράχων δεξιά κι αριστερά του, πως έγινε και είδα το θειο μου τον αντάρτη που είχε κάνει κατοικία του ετούτα τα βουνά. Έτσι κι αυτός είχε την έφηβη ψυχή του δαρμένη και τρομαγμένη. Τρόμος όταν μπήκαν στο σπίτι του κάτι παλληκαράδες από το διπλανό χωριό και το άδειασαν. Τρόμος όταν είδε έναν από αυτούς να έρχεται μετά από λίγες μέρες μέρα μεσημέρι στο χωριό φορώντας το παλτό του πατέρα του, τρόμος όταν σφύριζαν από πάνω του οι σφαίρες και τα άπειρα μικρά κομματάκια των βράχων. Να τελειώσει αυτό, παρακάλεσα κι έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα καθόμουν κάτω απ’ το δαρμένο μα ακόμα όρθιο δέντρο. Η σκιά του ήταν ευεργετική. Αν έβρισκα και λίγο τσάι….
 
*
Το πουλί που ήξερες ξενιτεύτηκε / Γεώργιος Καραγιάννης
 
Τι να θυμάμαι…
Μου έλεγαν να μη στενοχωριέμαι
γιατί υπάρχει και η άλλη μεριά του βουνού
που αν πάω θα συναντήσω πιο μεγάλη χαρά
και τους πίστευα
 
Τώρα που όλο το βουνό κάηκε
κι ο ήλιος κρύφτηκε μες στον καπνό
πού να βρω τόπο να παρηγορηθώ
ν’ ανασάνω;
 
Ό,τι και ν’ αγγίξουν στα πόδια μου, φλέγεται
 
Πετάω μακριά να γλιτώσω απ’ τη φωτιά
γιατί βρίσκω παντού κρανίου τόπο
 
Μέρες στη δίψα και νηστικό
θα πεθάνω
Το πουλί που ήξερες κι αγάπαγες
θα ξενιτευτεί μακριά
και δεν θα κελαηδεί στο δάσος
 
*
Φωτεινή Κουφογάζου

αυτό το κόκκινο φεγγάρι...
έσταζε αίμα στο πέλαγος...
Νύχτες Αυγούστου...
άλικες νύχτες
πανσέληνες...
χρωμάτισαν τις μέρες που μας ξημέρωσαν....
 
 
*
Κωνσταντίνος Κυπριανού

Στ'όνειρο μου έχω δει
έν'αγέλαστο παιδί
είχε μια βαθιά πληγή
στην καρδιά και στην ψυχή
 
μου ζωγράφισε την γη
και μου είπε προς τα κει
είχε μιά μικρή πατρίδα
ίσα ίσα μια κουκκίδα.........
 
Πόσο να κλάψω ,πόσα ν'αντέξω
 
 
*
4 χαϊκού για την Παναγιά / Γιάννης Παρασκευόπουλος
 
Μητέρα Θεού
Μητέρα των Ανθρώπων
Μάνα Παναγιά
 
Μεγαλόχαρη
Δεκαπέντε Αυγούστου
Συ εκοιμήθεις
 
Καλοκαιρινό
Ο Δεκαπενταυγουστος
Πάσχα Ελλήνων
 
Γιορτή Παναγιάς
Ο Δεκαπενταυγουστος
Κοιμησις Δόξα
 
 
*
ΠΡΟΣΜΟΝΗ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Το σπίτι μας φτωχό, μουγγό κι ορφανεμένο
από τη μέρα πούφυγες χαρά μου μακρυά,
και τάδειο χέρι μιας ζητιάνας απλωμένο
το γυρισμό σου λατρευτέ μου καρτερά
 
Σκόρπια κι απείραχτα τα έχω τα παιχνίδια
σαν θάρθεις, γνώριμα τα πάντα να τα βρείς,
όλα σαν τάφησες ψυχή μου, όλα ίδια
και πως δεν έλειψες καθόλου θα θαρρείς
 
Ένα αλογάκι κι αυτοκίνητα μεγάλα
και ότι ζήλευες ματάκια μου καιρό
μα θα σου πάρω όταν έρθεις κι άλλα, κι άλλα
ότι θελήσεις να το έχεις λαχταρώ
 
Λίγο ακόμα χωρισμένοι, μόνο λίγο
ύστερα θάμαστε μαζί, γειάσου ερημιά
κι από κοντά σου ποτέ ψυχή μου δεν θα φύγω
θάμαι μια μάνα ευτυχισμένη, όσο καμμιά
 
*
Η χρωματιστή χώρα / Κυριάκος Στυλιανού
 
Τρόμαξα τόσο πολύ που για να βεβαιωθώ πως ήμουν εντελώς μόνος στο δωμάτιο, έφερα στο μυαλό την εικόνα που μου άφησε για ενθύμιο ενώ εγκατέλειπε για πάντα το σπίτι: στεκόταν στην εξώπορτα του σπιτιού με ένα σωσίβιο στην αγκαλιά του και τη χρωματιστή χώρα κουλουριασμένη στο σώμα του, λες για να τον ζεστάνει. «Πού πας;» τον ρώτησε αυστηρά ο πατέρας, « Σε μια άλλη χώρα…» απάντησε εκείνος. Και καθώς ο πατέρας άπλωνε τα χέρια για να τον σταματήσει, το μόνο που κατάφερε ήταν να κρατήσει για πάντα δική του τη χρωματιστή χώρα. «Παρ΄ την!» του είπε εκείνος ξανά, ρίχνοντας του την στα πόδια καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει.
Βλέποντας μετά και το σωσίβιο να πέφτει κάτω, άπλωσα κι εγώ τα χέρια μου για να το πιάσω. Ο πατέρας όμως όρμησε αμέσως και μού το άρπαξε. Η μητέρα, που ήταν εκεί και μας παρακολουθούσε, είπε συντετριμμένη: « Σταματήστε! Δε φτάνει ο ένας που έφυγε;». Η προτροπή της όμως δεν έπιασε τόπο, αφού ο πατέρας κρατούσε τη χρωματιστή χώρα και την κουνούσε επιδεικτικά μπροστά μας. «Θα την κρύψω κάπου, που δε θα μάθετε ποτέ!», μας είπε κι εγώ αμέσως πείσμωσα και είπα από μέσα μου: «Πού θα μου πάει, μια μέρα θα καταφέρω να την βρω...». Άφησε μετά το σωσίβιο να κυλήσει προς το μέρος μου, μάλλον για να μου το χαρίσει. Όρμησα κι εγώ με τη σειρά μου και το άρπαξα, σαν να μην είχα άλλη επιλογή.
«Ποιος είσαι;» άκουσα για δεύτερη φορά τη φωνή του αδερφού μου να με καλεί. «Εγώ είμαι...» απάντησα δειλά, ακουμπώντας εντελώς τ΄ αυτί μου πάνω στην κατάκλειστη ντουλάπα. «Επέστρεψες;» τόλμησα κιόλας και τον ρώτησα. Κι εκείνος αντί να μου δώσει μια απάντηση, προτίμησε να ενεργοποιήσει την κρυφή κασέτα:
«Πατέρα...» ακούστηκε η παιδική φωνή του αδερφού μου. «Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε… Πώς να είναι τώρα άραγε; Πού να βρίσκεται; » σκέφτηκα. «Σε ποια χώρα βρίσκομαι;» ακούστηκε και πάλι η φωνή του αδερφού μου, ενώ τον φανταζόμουνα να βρίσκεται αμήχανος στη χρωματιστή χώρα. «Στη χώρα της απόλυτης ηρεμίας …», άκουσα και τον πατέρα να του απαντά με βεβαιότητα. Και καθώς άκουγα φωνές ανθρώπων να ξετρυπώνουν από το βάθος του αυτιού μου και να μιλούν για τη θαυμαστή εκείνη χώρα, ξαφνικά μια βόμβα έσκασε και με τάραξε συθέμελα. « Έλα στην αγκαλιά μου!» άκουσα τη μητέρα να λέει στον αδερφό μου. Μια πάλη ακολούθησε μεταξύ αυτής και του πατέρα, που αποσιωπήθηκε από μια απρόσμενη επιτάχυνση στον ήχο της κασέτας. «Τι συμβαίνει;» φώναξα, μα η φωνή μου δεν ακούστηκε. Το μόνο που άκουσα ήταν η φωνή της μητέρας, που προσπαθούσε μάταια να σμίξει με εκείνη του πατέρα. Μπόρεσα ακόμη να ακούσω κύματα να σπάζουν πάνω σε βράχους, καθώς αντίκριζα τον αδερφό μου να πετάει πέρα μακριά το σωσίβιο που του χάρισε ο πατέρας και να κολυμπάει ασταμάτητα ίσαμε να φτάσει στη δική του χώρα.
Καρφώνοντας το βλέμμα μου στη μυστική ντουλάπα, πίστεψα πως είχα καταφέρει επιτέλους να βρω το μέρος, όπου ο πατέρας είχε κάποτε κρύψει τη χρωματιστή χώρα. Παραβιάζοντας όμως την είσοδο της, άκουσα τη φωνή του αδερφού μου να κοντράρει την επιτάχυνση του ήχου, λέγοντας μου: «Πάτα κι εσύ πάνω της, αλλά μη μείνεις εκεί για πολύ... Απάλλαξε κιόλας τον εαυτό σου από το σωσίβιο που σου χάρισε».
Έβγαλα μετά τη χρωματιστή χώρα έξω από τη μυστική κρυψώνα. Αφού πάτησα για λίγη ώρα πάνω στην επιφάνεια της, πέταξα το σωσίβιο μου μακριά και απομακρύνθηκα. Καθώς την περιεργαζόμουνα, πρόσεξα πως τo χρώμα που γέμιζε τη χώρα είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Έκπληκτος μετά πρόσεξα, πως η χώρα αυτή είχε ξεμείνει εντελώς από χρώμα.
«Τώρα καταλαβαίνεις γιατί έφυγα;» νόμισα πως άκουσα τη φωνή του να μου λέει, αλλά ήταν αρκετά δυνατή για να καταφέρω στο τέλος να προσπεράσω τον πατέρα που είχε σταθεί στην πόρτα του δωματίου για να με σταματήσει και ακόμα πιο δυνατή για να με κάνει να αγνοήσω την αγκαλιά της μητέρας που είχε σταθεί μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού και με ικέτευε να μείνω για πάντα κοντά της.
«Τώρα καταλαβαίνετε γιατί φύγαμε;», άκουσα στο τέλος τις φωνές μας να σμίγουν και τα βλέμματα μας να κοιτάζουν τη χρωματιστή χώρα, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
 
*
Κείμενο της Λένιας Στρατή

Κοιμήθηκα....
Κι όταν ξύπνησα η Β. Ήπειρος ήταν Αλβανική.
Σιωπή μου είπαν.... μη μιλήσεις.... έτσι έπρεπε, να γίνει.
Κοιμήθηκα...
Κι όταν ξύπνησα η μισή Κύπρος ήταν σκλαβωμένη.
Σιωπή μου είπαν....μη μιλήσεις....κάτι έπρεπε, να θυσιαστεί...
Κοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα είχαν πουλήσει το όνομα Μακεδονία.
Σιωπή μου είπαν... μη μιλήσεις...μην είσαι μονοφαγάς.
Κοιμόμουν κι ο γείτονας μου αυτοκτόνησε.
Σιωπή! Μη μιλήσεις... είχε ψυχολογικά προβλήματα.
Κοιμόμουν κι όταν ξύπνησα το παιδί μου ήταν μίλια μακριά.
Σιωπή μου είπαν... Για το καλό του γίνεται.
Κοιμόμουν και ο φίλος μου έχασε το σπίτι του.
Σιωπή μου είπαν... Μη μιλήσεις.....ένας κακοπληρωτής ήταν....Τι τον λυπάσαι;
Κοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα η σημαία μου είχε κατέβει, από το μπαλκόνι μου.
Σιωπή... Μη μιλάς... Μη προκαλείς.
Κοιμήθηκα και ο κολλητός μου στην Εντατική πεταμένος.
Σιωπή.... Ούτως ή άλλως θα πέθαινε.
Κοιμόμουν και παραποίησαν τα βιβλία μου, την ιστορία μου.
Σιωπή μου είπαν...στη Σμύρνη έγινε συνωστισμός.
Κοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα δεν μπορούσα, να κυκλοφορώ Ελεύθερα, στο τόπο μου.
Σιωπή... μου είπαν.... Ρατσιστής είσαι;.... Κάνε, πως δεν καταλαβαίνεις....κοιμήσου πάλι....
Κοιμόμουν και καίγονταν ανθρώπινες ψυχές και δάση.....
Σιωπή!!! Μη τολμήσεις, να μιλήσεις.... Φταίει ο.... άνεμος.
Κοιμήθηκα και όταν ξύπνησα τίποτε δεν ήταν, όπως τα ονειρεύτηκα.
Σιωπή... Μη μιλάς... Δεν είναι καιρός για όνειρα.
Κοιμήθηκα.....κοιμήθηκα κι έχασα την αξιοπρέπεια μου,
Τα ιδανικά μου, τα πιστεύω μου, τις Αξίες μου.
Κοιμήθηκα και μου παρουσίασαν το βέλτιστο ως φαύλο...και το φαύλο, ως βέλτιστο.
Κοιμήθηκα και μου είπαν, να μη μιλώ για όλα αυτά.
Κοιμήθηκα, μα όταν, αποφασίσω, να ξυπνήσω, να ντραπώ...., θα αγανακτήσω και θα ουρλιάξω.
 
 
*
Αστέρι ιερό δεκαεξάκτινο / Γιώργος Τζανόπουλος
 
Άστρο υπέρλαμπρο τ’ ουρανού, αρχαίων Μακεδνών καταγωγή,
φωτός ανέσπερου πηγή, Τημενιδών ο μισθός επάξια η αμοιβή.
Απόλλωνα Επιφάνεια, ευδαιμονία, κάλλος, αφθαρσία,
μνήμη Ελλήνων αμόλυντη στης ουράνιας σφαίρας τα σημεία.
Πυρ, Αήρ, Γη και Ύδωρ η σύστασή σου,
Χάους και Έρωτα η άτρωτη δύναμή σου.
Λάβαρο απαστράπτον της Γαίας Μητρός,
μοίρα των Ελλήνων των ακτίνων σου το φως.
Πνεύμα αναλλοίωτο μ’ αξίες Ελλήνων διδασκάλων,
αθάνατη ψυχή του έθνους των μεγάλων.
Συ γέννημα ζωής, μυστήριο, θέλγητρο μαγείας,
Συ φλόγα άσβεστη, μεμυημένων κόσμημα, κραυγή ελευθερίας.
Του κεραυνού δεκαεξάκτινο το φως, θυσία Ελληνική,
πνεύμα δαιμόνιο του Ωκεανού, πανάρχαιο αίνιγμα του σύμπαντος βροντή.
Η αθανασία της φυλής˙ Σείριε ήλιε μου στις ακτίνες σου η Ελληνική ιδέα,
ρόδο αμάραντο στα πρώτα και στα ύστερα, των αθανάτων η παρέα.
Συ δαμάζεις τους εχθρούς, του έθνους χτίζεις τη δόξα,
της διάνοιας διαχέεις τη λάμψη, Ελλήνων υπεράξιων της αρετής τα φώτα.
Του έθνους οι ευχές, η κρίση του αγώνα,
στη δύναμη της φλόγας σου η νίκη εις τον αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου