Σελίδες

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

πως να σε πω αλήθεια; / Φαίδων Αλκίνοος

γυμνή. τη φαντάστηκα ολόγυμνη. να ποζάρει στο ένα και μοναδικό εξώφυλλο της μιας και μόνης έκδοσης του πιο πολύτιμου εκδοτικού γεγονότος. γυμνή τη σκέφτηκα. τα μάτια της δεν έβλεπα τη σκέψη της την ήξερα άγουρο δημιούργημα ανθρώπων όλων των φυλών. σχεδόν. μα όμως έτσι, γυμνή ολόγυμνη, ελάχιστοι την είδανε. ήρθαν οι άνετοι των νόμων ηγετίσκοι, γραφιάδες, σχεδιαστές π’ ενέδυσαν το όμορφο κορμί της με την υπέρτατη ανόητη ευφυΐα τους. τη φυλακίσανε. και το γυμνό κορμί της έφθινε παρ’ όλη την ικμάδα του γυμνή. σαν όνειρο γένους θηλυκού που πάντα προσπαθούσε να γονιμοποιηθεί. σε νύχτες στέρησης παρθενική και μόνη μέσ’ στο κελί των νόμων κάγκελα ανελεύθερα και κλίνη σιδερένια της προσφέρουν (οι δρόμοι κάπως σκοτεινοί. πουλάδες έγχρωμες διαφόρων εθνοτήτων στολίζουν το εφήμερο αρώματα βαριά κουράζουνε την όσφρηση και στη βαρύτερη ατμόσφαιρα μιγνύουν αηδία δυο χειροπέδες πιάστηκαν σ’ ανήλικου τα χέρια λείπανε πάντα οι γονείς κ’ η κοινωνία αργούσε κλέφτη τον είπανε και μαστροπό στην τσέπη μέσα βρέθηκαν ουσίες διαφυγής. βαριές κατηγορίες γρανάζια δικαστών με καραφλά και αδειανά κεφάλια γυρίσαν ενοχλήσανε στη σκουριασμένη τους φορά ψάξαν μιλήσαν γέλασαν ήπιανε τα ποτά τους ήρθαν και σε συμβιβασμό χρόνια πολλά η ποινή στ’ ανήλικα εγκλήματα που είχε διαπράξει στους σκοτεινούς τους δρόμους κι ας είναι μεγαλούπολη η των συμβάντων πόλη. ένοχος και ο καραφλός ιδρώτας τους γνώση σταλάζει τρομερή) ίδιο κελί. τα κάγκελα τα ίδια. ένα κρεβάτι σίδερο. αυτή γυμνή κει μέσα. φθάνει κι ο ανήλικος με τσακισμένα τα φτερά με θολωμένα όνειρα δεν ήξερε τη σκοτεινιά μιας φυλακής πως είναι. μικτή η φυλακή; ρωτάει κι απορεί εγώ παντού χωράω τ’ απάντησε εκείνη. και τ’ όνομά σου; μιας κι εδώ; αλλού οι άνθρωποι με λένε ηθική, αλλού ξανά αλήθεια με φωνάζουνε. ελευθερία οι τρελοί. και κάποιοι αιθεροβάμονες με ντύνουνε με στίχους ποίηση να με πούνε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου