Σελίδες

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Εωθινό

Την ώρα που μονούς μας ρύθμιζεν ο ύπνος

υγρό το χέρι σου έρρευσε να μου χαρίση

άρτο και οίνο, κοινωνίας κρυφής μεθύσι·

πλήρης ο πόθος ήτο ο μυστικός μας δείπνος.


Δεν είχε πλέον Γεθσημανή της προδοσίας,

βαθιά κι ηδέως μας εψιθύρισεν η κτίση·

κι αν είχε τρεις φορές ο πετεινός λαλήσει

ήταν για να προφέρη λόγια αθανασίας.


Μ’ άνθινο, ακάνθινο της ομορφιάς στεφάνι

το γάλα σώμα σου είχε στέψει το κορμί μου.

Άναψα τότε το τσιγάρο και μου εφάνη


πως ήσουν μέγα δέντρο εν μέσω της ερήμου,

γιγάντιο δέντρο, φουντωμένο ρόδα ή μήλα

και ζωντανό νερό στην ρίζα του που εκύλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου