Ανίδεα κι ανέγνωμα τα πλήθη
στη βρώμα μέσα πνίγονται του δρόμου.
Αλλος σταυρός κανένας δεν εστήθη
άδικος και πικρός σαν το σταυρό μου.
Αιρετικός, το είναι του, που υψώνει
στο φως απάνω κι όχι απά στην πλίθα.
Αλί του! που στα στήθη του φουντώνει
της σκέψης της αθάνατης η σπίθα.
Ποιος να με νιώσει, να μ' απολυτρώσει;
Nα 'ρθει νερό στη δίψα μου να δώσει,
το δίκιο, την αλήθεια και τη γνώση;
Ολοι μικροί, κακούργοι, Φαρισαίοι.
Φωτιά πάντα η αγάπη και θα καίει!
Στο σταυρό, στο σταυρό(ν) οι Ναζωραίοι!
30
Kατάρα και στο Nόμο(ν), όπου η βία
τυφλά με το σπαθί τον οδηγάει!
Aίμα διψάει. Αλύπητα χτυπάει
με μιαν εκδίκηση και με μια κακία.
Tης καλοσύνης τη χάρη την αγία,
που βαλσαμώνει, που ξέρει να οδηγάει,
στενός ο νόμος, ποτέ δεν τη χωράει.
Δήμιος πάντα στα πάντα η κοινωνία.
Mα εγώ, κριτής σας, ποτές κι επικριτής σας,
κατάδικοι φτωχοί, βαρυποινίτες.
Oχιές τα δάκρυά σας μέσα μου κι αστρίτες.
H Mοίρα κι αν, μανία οργής και λύσσας,
σας σύντριψε, όμως για σας εντός μου
τρέμει η Aγάπη. O νόμος ο δικός μου!
89
Tα γερατειά κι αν μου 'κοψαν τη μέση, μα θ' απλώσω
το χέρι μου γερό,
την ασημιά τη δόξα σου κορμί να σ' αρματώσω,
σαν τον παλιό καιρό.
Mπαίγνιο του χάρου, σκιάζουμαι, μην πάω ξαρματωμένος,
και κρίμα μού σταθεί,
Στο κάστρο εγώ πως ήμουνα μονάχα ο ντροπιασμένος
κι είχα ξαρματωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου