Το φκιάρι μου έχω μπήξει μέσα στην κάμαρη.
Έξω φυσούσε ο αγέρας. Έξω έπεφτε βροχή.
Κι έσκαψα μέσ’ στο χώμα το δώμα μου βαθιά.
Έξω φυσούσε ο αγέρας. Έξω βροχή χτυπά.
Σωρός έξω απ’ τα τζάμια τα χώματά μου εκείνα.
Τα χώματα ήταν μαύρα. Και γαλανή η κουρτίνα.
Το χώμα το σκαμμένο φτάνει στους ουρανούς,
και στην κορφή του κόσμου θρηνούσεν ο Ιησούς.
Μα στα μισά του λάκκου αχρηστεύτηκε το φκιάρι
χτυπώντας στου Πατρός τα οστά, από στουρνάρι.
Του γυρισμού τη στράτα μου χάρισεν ο χρόνος,
μα στ’ αδειανό μου δώμα και πάλι ένιωσα μόνος.
Και θέλησα ν’ ανέβω στην κορυφή ψηλά.
Έν’ άστρο είχε ανατείλει στα ουράνια. Ήταν αργά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου